Τά ματωμένα ράσα

iereus-simaia«Ἡ Ἐκκλησία πολλάκις τόν τελείως δευτερογενῆ δι’ αὐτήν ἐθνικόν σκοπόν ἔθεσεν ὑπεράνω τῶν καθαρῶς θρησκευτικῶν», ὑποστήριζε ὁ Ἰωάννης Συκουτρῆς. Καί εἶχε δίκαιο, διότι ἡ Ἐκκλησία συμπορεύθηκε μέ τό Γένος μας ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος «ἑαυτὸν ἐκένωσε» γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ὑπῆρξε πράγματι ἡ κιβωτός τοῦ Γένους. Στάθηκε ὁ φύλακας ἄγγελος τοῦ πονεμένου λαοῦ, τό λιμάνι τῆς παρηγοριᾶς του καί ὁ θύλακας τῆς σωτηρίας του. Ὅπως καί τό 1821 ἔτσι καί στούς Βαλκανικούς πολέμους τά ματωμένα ράσα μέ τό ἀλύγιστο φρόνημά τους πρωτοστάτησαν στούς ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας τῶν ὑποδούλων ἀδελφῶν ἀγῶνες ἀναπτερώνοντας τίς ἐλπίδες τῶν Ἑλλήνων καί πυργώνοντας τά ὄνειρά τους.
 Οἱ λεβεντόψυχοι ἱεράρχες, ἀρχιμανδρίτες, ἱερεῖς καί μοναχοί μέ τά κηρύγματά τους στήριξαν ψυχές, παρηγόρησαν, ἔθρεψαν. Μή φειδόμενοι κόπου, ἐθελοντικά τίς πιό πολλές φορές, ἔφθασαν στήν πρώτη γραμμή τοῦ πυρός μέ τήν ἀπόφαση νά πεθάνουν, ὅπως τόσοι ἄλλοι πρίν ἀπό αὐτούς. Ἡ παρουσία ἐπιπλέον τῶν στρατιωτικῶν ἱερέων στό μέτωπο ἐμψύχωνε τούς στρατιῶτες. Τούς ἐνέπνεαν μέ τόν πύρινο λόγο τους, μετέδιδαν μέ τά ἱερά μυστήρια τή θεία χάρη, εὐλογοῦσαν καί ἁγίαζαν τούς μαχητές, γλύκαιναν τούς πόνους τῶν πληγωμένων, συμμετεῖχαν στίς κακουχίες τους.
 Καί δέν ἦταν λίγοι οἱ ἱερωμένοι πού θυσίασαν τή ζωή τους γιά τή λευτεριά τῆς πατρίδας μας. Τέτοιοι μάρτυρες ὑπῆρξαν ὁ μητροπολίτης Γρεβενῶν Αἰμιλιανός ὡς προάγγελος τῆς λευτεριᾶς (1911) καί οἱ τρεῖς φονευθέντες ἱερεῖς στά Σέρβια, τούς ὁποίους ὁ στρατός μας κατά τήν εἴσοδό του ἐκεῖ βρῆκε μέσα στή λάσπη τῶν δρόμων. Ἐπίσης οἱ Βούλγαροι κατά τήν εἰσβολή τους στή Μακεδονία τό 1913 κατέσφαξαν ἄγρια τόν μη τροπολίτη Ἐλευθερουπόλεως Γερμανό Σακελλαρίδη, διότι «ἀντέδρασε ἐρρωμένως καί ἡρωικῶς εἰς τά σχέδιά των περί καταλήψεως τῆς Μακεδονίας».
 Ὁ ἀρχιμανδρίτης Διονύσιος Παπανικολόπουλος, μετέπειτα μητροπολίτης Ἐδέσσης καί Πέλλης, πῆρε μέρος στόν πόλεμο ὡς στρατιωτικός ἱερέας «πάντοτε παρακολουθῶν ἐκ τοῦ σύνεγγυς τούς ἡρωικούς μαχητάς καί διά τῶν φλογερῶν κηρυγμάτων καί τῆς αὐτοθυσίας του ἐξυψῶν τό πατριωτικόν αὐτῶν φρόνημα». Μπῆκε πρῶτος στήν πόλη τῆς Φλώρινας καί ὕψωσε ἐκεῖ τήν ἑλληνική σημαία· γι’ αὐτό καί χαρακτηρίσθηκε ὡς ὁ ἀπελευθερωτής αὐτῆς τῆς πόλης.
 Ὁ ἀρχιμανδρίτης Διονύσιος Δάφνος, μετέπειτα μητροπολίτης Μονεμβασίας καί Σπάρτης, ὡς ἐφημέριος τῆς ναυαρχίδας τοῦ στόλου, τοῦ θρυλικοῦ «Ἀβέρωφ», συμμετεῖχε στίς ἔνδοξες ἐπιχει ρήσεις σέ ὅλη τή διάρκεια τῶν Βαλκανικῶν πολέμων.
 Παρόμοια ἔδρασε καί ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἀνδρέας Τριανταφύλλου, μετέπειτα μητροπολίτης Τριφυλίας καί Ὀλυμπίας· ἔγραψε μάλιστα καί μελέτη μέ τίτλο «Ἡ ἀπό τοῦ 1821 μέχρι σήμερον δρᾶσις τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ Πολεμικῷ Ναυτικῷ».
  Ἐξαιρετική γιά τή μαχητικότητά της ὑπῆρξε ἡ δράση τοῦ ἐπισκόπου Τρίκκης καί Σταγῶν Ἀνθίμου Παντελάκη. Στίς ἀρχές τοῦ πολέμου τοῦ 1912 κατάρτισε ἰδιαίτερο σῶμα ἀπό μοναχούς, ἀγάμους καί χηρεύοντες κληρικούς, οἱ ὁποῖοι πῆραν μέρος στίς ἐπιχειρήσεις.
 Ἀπαράμιλλη ἀγωνιστικότητα ἐπέδειξαν οἱ κληρικοί: Ἀθανάσιος Λεβεντόπουλος, κατόπιν ἐπίσκοπος Σύρου, Πανάρετος Κωνσταντινίδης, Προκόπιος Καραμᾶνος, μετέπειτα Ὕδρας, Πανάρετος Κορακᾶς, Φιλάρετος Κωνσταντινίδης, Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου, Ἰωάννης Γερακάρης, Ἰωακείμ Μαλαχίας, Δαμασκηνός Ξένος, Ἱερόθεος Παρασκευόπουλος, κατόπιν Παροναξίας.
 Κατά τή διάρκεια τοῦ Β΄ Βαλκανικοῦ πολέμου ὁ μητροπολίτης Μυρέων Ἀθανάσιος, κατόπιν Ἀργολίδος, διακρίθηκε γιά τή φλογερή ἐθνικοθρησκευτική του δράση, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας σύρθηκε αἰχμάλωτος καί κακοποιήθηκε ἀφάνταστα.
 Σέ κάθε πόλη, ὅπου ἔφθανε ὁ ἑλληνικός στρατός, ὁ λαός μέ ἐπικεφαλῆς τόν τοπικό μητροπολίτη ὑποδεχόταν τούς ἐλευθερωτές ψάλλοντας «Χριστός ἀνέστη» καί στή συνέχεια τελοῦνταν δοξολογίες. Ἔτσι, στήν Κοζάνη ὑποδεχόμενος τόν ἑλληνικό στρατό ὁ τότε μητροπολίτης Φώτιος Μανιάτης προσφώνησε τόν διάδοχο Κωνσταντῖνο ὡς ἑξῆς: «Τήν αἰδήμονα καί γλυκεῖαν ταύτην ἑλληνίδα δεσμώτιδα ἡμετέραν πατρίδα, τήν ἐπί αἰῶνας δουλεύουσαν εἰς φυλήν ξένην, ἀλλογενῆ καί ἀλλόθρησκον, ἐξηγοράσατε, οὐχί χρυσίῳ ἤ ἀργυρίῳ, ἀλλά τιμίῳ αἵματι τῶν υἱῶν τῆς ἐλευθέρας μητρός Ἑλλάδος».
  Ἀξίζει νά σημειώσουμε ὅτι πολλές φορές ἡ Ἐκκλησία μεριμνοῦσε ὥστε νά προετοιμάσει τήν εἴσοδο τοῦ στρατοῦ. Αὐτό ἀποδεικνύεται καί ἀπό τό τηλεγράφημα τοῦ μητροπολίτη Σερρῶν Ἀποστόλου Χριστοδούλου πρός τόν ἀρχιστράτηγο τῶν Ἑλλήνων βασιλιά Κωνσταντῖνο: «Ἡ πόλις τῶν Σερρῶν ἐγκαταλειφθεῖσα ἀπό ἡμερῶν παρά τῶν βουλ γαρικῶν στρατιωτικῶν καί πολιτικῶν Ἀρχῶν διῳκήθη ὑπό τοῦ Μητροπολίτου, ἀλλά πολυάριθμοι Βούλγαροι κομιτατζῆδες τῆς περιφερείας προσβάλλουσιν ἔκτοτε τήν πόλιν ἐπί σκοπῷ λεηλασίας καί πυρπολήσεως... Ἡ πόλις ὁλόκληρος ὑποβάλλει εἰς τήν Ὑμετέραν Μεγαλειότητα τήν θερμήν παράκλησιν ἵνα εὐαρεστουμένη διατάξῃ τήν ἐπίσπευσιν τῆς καταλήψεώς της».
 Ἀλλά καί τά μοναστήρια στάθηκαν προπύργια τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγώνα καλύπτοντας ποικιλώνυμες ἀνάγκες. Ἐνδεικτικά ἀναφέρω ὅτι στή Μυτιλήνη ἡ ἱερά Μονή Λειμῶνος Καλλονῆς φιλοξένησε τό ἀρχηγεῖο τοῦ στρατοῦ κατά τήν ἀπόβαση τῶν πεζοναυτῶν ἀπό τό θωρηκτό «᾿Αβέρωφ». Μάλιστα τά ἀπαραίτητα τρόφιμα γιά τούς μαχητές τά ἐξασφάλιζε τό μοναστήρι, ἐνῶ παράλληλα ἐκεῖ νοσηλεύονταν οἱ τραυματίες. Ἡ μονή αὐτή ἔδωσε τόν πρῶτο νεκρό, τόν μοναχό Νεόφυτο Καμένο ἀπό τή Μήθυμνα.
 Εὐλογητός ὁ Θεός πού προικοδότησε τό Ἔθνος μας μέ μιά Ἐκκλησία ζωντανή, ὀρθόδοξη, μητρική καί πρόθυμη νά μοιράζεται μαζί μέ τά παιδιά της τίς χαρές καί τίς λύπες τους. Εἶναι ἡ ἴδια πού ἀπό τό 1453 μέχρι τό 1821 πύργωνε στά στήθη τῶν ὑποδούλων τήν ἀποσταμένη ἐλπίδα· εἶναι ἡ ἴδια πού καί σήμερα στηρίζει τόν λαό μέ τήν πίστη καί τήν ἀγάπη. Εἶναι ἡ ἴδια πού προμαχεῖ τῶν παραδόσεων τοῦ Ἔθνους μας, πού μάχεται γιά τήν ἰδιοπροσωπία μας, ἀντιστεκόμενη στόν νεοβαρβαρισμό. Ἀναγνωρίζοντας τίς προσπάθειές της τῆς ἀπονέμουμε τόν ὀφειλόμενο σεβασμό μέ τή βεβαιότητα ὅτι θά μείνει γιά πάντα τροφός καί μητέρα τοῦ λαοῦ, ἀπροσμάχητη δύναμη καί ἀδιάψευστη ἀπαντοχή μας.

Εὐδοξία Αὐγουστίνου
Φιλόλογος Θεολόγος


Πηγές
Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους.
Κωνστ. Α. Βοβολίνη, «Ἡ Ἐκκλησία εἰς τόν Ἀγῶνα τῆς Ἐλευθερίας», Θ.Η.Ε.