Πολλά ἀσφαλῶς εἶναι τά θέματα πού μᾶς ἀπασχολοῦν∙ προσωπικά, οἰκογενειακά, ἐπαγγελματικά, ἐθνικά, κοινωνικά κτλ. Ὡστόσο, δέν θά διαφωνήσετε, νομίζω, ὅτι ἕνα ἀπό τά πιό «καυτά» -ἄν ὄχι τό πρῶτο- πού ἀφορᾶ ἄμεσα στήν ἐπιβίωσή μας μέσα στήν ἀνθρώπινη κοινωνία εἶναι οἱ διαπροσωπικές μας σχέσεις: Πῶς βλέπω τόν ἄλλο, τί σκέπτομαι γι’ αὐτόν, ποιά σχέση ἔχω μαζί του; Ἀπό αὐτό ἐξαρτᾶται τόσο ἡ προσωπική μου ἰσορροπία ὅσο καί ἡ ἁρμονία τοῦ περιβάλλοντός μου, τῆς κοινωνίας γενικότερα.
Ὅσο κι ἄν φαίνεται ἀληθινή καί ἐπιβεβαιώνεται καθημερινά ἡ ἄποψη τοῦ Σάρτρ ὅτι «Ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλασή μου», δέν μπορεῖ νά γίνει καθοδηγητική, ἐκτός ἄν ἐπιθυμοῦμε νά ἐγκαταστήσουμε ὄντως τήν κόλαση στήν γῆ μας. Μία ἁπλή ἀνάγνωση τῆς ἁγίας Γραφῆς ἀρκεῖ γιά νά μᾶς «ἀνοίξει τά μάτια», νά μᾶς πείσει ὅτι ὁ ἄλλος δέν εἶναι ἀναγκαστικά ἐχθρός, δέν εἶναι ἀκόμη ἀπρόσωπος∙ εἶναι ὄν σάν κι ἐμένα, συνοδοιπόρος μου∙ εἶναι ὁ πλησίον μου, ὁ ἀδελφός μου.
Καταρχήν, κάθε ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος ὅπως κι ἐγώ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ», πού σημαίνει ὅτι εἶναι προικισμένος μέ τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ: σκέπτεται, ἀποφασίζει, ἐνεργεῖ, θέλει, εἶναι ἐλεύθερος. Δέν εἶναι, λοιπόν, ἕνα τυχαῖο ὄν, ἀλλά μία προσωπικότητα μέ ἀρετές καί χαρίσματα θαυμαστά. Εἶναι μάλιστα προορισμένος νά ἀναπτύξει αὐτές τίς θεϊκές δωρεές, γιά νά ἐκπληρώσει τόν σκοπό τῆς ὑπάρξεώς του, τό «καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ». Ὅλοι ἔχουμε ἕναν κοινό σκοπό∙ νά ὁμοιωθοῦμε μέ τόν Θεό.
Τήν εἰκόνα του βλέπει ὁ Θεός στόν κάθε ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι» (Α΄ Τι 2,4), ὅλους νά τούς ἀπαλλάξει ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας, ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο, πνευματικό καί σωματικό, πού μᾶς κληροδότησαν οἱ πρωτόπλαστοι πρόγονοί μας. Γιά νά πραγματοποιηθεῖ ὅμως ἡ σωτηρία ὀφείλει ὁ καθένας προσωπικά νά προσλάβει τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ, νά συνεργασθεῖ μαζί του καί πρωτίστως νά τόν μιμηθεῖ στήν ἀγάπη. Νά ἀγαπᾶ ὅλους, κατά τό δυνατόν ἀδιάκριτα, ἀνυπόκριτα καί ἀπέραντα, ὅπως Ἐκεῖνος, πού «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Μθ 5,45).
Ἐφαρμόζοντας αὐτή τήν ἀλήθεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ στούς πιστούς· «μὴ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστος σκοπεῖτε, ἀλλὰ καὶ τὰ ἑτέρων ἕκαστος» (Φι 2,4). Τεκμηριώνει δέ τό παράγγελμά του ἀναφέροντας τό συγκλονιστικό παράδειγμα τοῦ Θεανθρώπου. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν ἐνδιαφέρθηκε μόνο γιά τόν ἑαυτό του, νοιάστηκε τούς ἀνθρώπους. Δέν ἀρκέσθηκε στήν θεϊκή του μακαριότητα, ἀλλά «ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών» (Φι 2,7) καί ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου» καί μάλιστα σταυρικοῦ, γιά μένα, γιά σένα, γιά τόν κάθε ἄνθρωπο.
Ἐπίμονα ἀναφέρεται στό θέμα τῆς ἀγάπης ἐπίσης ὁ θεολόγος καί μαθητής τῆς ἀγάπης εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Ἀπερίφραστα ἀποφαίνεται ὅτι ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό παραμένει στό σκοτάδι τοῦ θανάτου (βλ. Α΄ Ἰω 2,9). Γι’ αὐτόν δέν ἀναστήθηκε ὁ Χριστός! Ἡ ἔλλειψη ἀγάπης τόν καθιστᾶ ἀνθρωποκτόνο, δηλαδή φονιά (βλ. Α΄ Ἰω 3,15). Δέν ἔχει σημασία πού δέν θά τόν συλλάβει ἡ ἀστυνομία καί κανένα δικαστήριο δέν θά τόν καταδικάσει. Τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως θά καταδικαστεῖ ὡς φονιάς, διότι στά μύχια τῆς ὕπαρξής του ἔμπηξε τό μαχαίρι στήν καρδιά τοῦ ἀδελφοῦ του, στοῦ ὁποίου τό πρόσωπο ὄφειλε νά βλέπει τόν Θεό. Τί σημασία ἔχει ἡ κρίση τοῦ κόσμου ὅταν μᾶς καταδικάζει τοῦ Θεοῦ ἡ κρίση;
Καί γιατί εἶναι τόσο σημαντικό νά ἀγαπᾶμε τούς ἀδελφούς; Διότι, λέει πάλι ὁ Ἰωάννης, ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη (Α΄ Ἰω 4,8). Θέλεις νά γνωρίσεις τόν Θεό; Πρέπει νά μάθεις νά ἀγαπᾶς ὄχι μόνο τόν Θεό πού δέν βλέπεις, ἀλλά καί τόν ἄνθρωπο, αὐτόν πού βλέπεις. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος χαρακτηρίζει ὡς πρώτη καί μεγάλη ἐντολή τό «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου» καί δεύτερη ὅμοια, δηλαδή ἴσης ἀξίας, τό «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Μρ 12,30.31). Δέν ξεχωρίζεται ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό ἀπό ἐκείνη πρός τόν ἄνθρωπο. Ἑπομένως, ἀκόμη καί ἄν τηρήσουμε ὅλες τίς ἐντολές, ἄν εἴμαστε κατά πάντα εὐσεβεῖς, ἀλλά δέν ἀγαποῦμε, δέν συγχωροῦμε τόν πλησίον, σφάλλουμε ἔναντι τοῦ Θεοῦ καί δέν πρόκειται νά λάβουμε συγχώρεση, προειδοποιεῖ ὁ Κύριος.
Προσοχή, ὅμως, διότι συνήθως γίνεται ἕνα λάθος. Ὅταν μιλᾶμε γιά πλησίον, γιά συνάνθρωπο, ἡ σκέψη μας πάει σέ φίλους, γνωστούς, ξένους, σέ διάφορα πρόσωπα πού ἔχουν ἀνάγκη ἐλεημοσύνης. Ὑπάρχουν ὅμως πολύ πιό κοντινοί συνάνθρωποί μας τούς ὁποίους ξεχνᾶμε νά ἀγαπήσουμε ἤ τούς ἀγαποῦμε μέ ἕναν τρόπο ἄρρωστο, ἰδιοτελῆ, στόν ὁποῖο καθόλου δέν ἀναπαύεται ὁ Θεός. Νά, μερικές περιπτώσεις παρεξηγημένων πλησίον:
Οἱ γονεῖς, ἔναντι τῶν ὁποίων ὡς παιδιά μόνο ἀπαιτήσεις προβάλλουμε συνήθως, εἶναι καί αὐτοί εἰκόνες Θεοῦ, πολῖτες τῆς βασιλείας του. Ξεχνᾶμε ὅτι ὁ πατέρας, ἡ μάνα μας, δέν εἶναι μόνο ὁ γονιός μας, τόν ὁποῖο ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ νά τιμοῦμε (Ἔξ 20,12). Εἶναι ἐπίσης ἕνας ἄνθρωπος πού ἔχει προοπτική νά βασιλεύσει στόν οὐρανό μαζί μέ τόν Θεό. Τοῦ ὀφείλουμε σεβασμό, σάν νά πρόκειται γιά τόν ἴδιο τόν Θεό, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος βεβαιώνει ὅτι «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Μθ 25,40).
Τά παιδιά μας, πού συνήθως τά ὑπολογίζουμε ὡς κτῆμα καί προέκταση τοῦ ἑαυτοῦ μας, εἶναι καί αὐτά ὁ πλησίον, ὁ Χριστός δίπλα μας. Ἔχουμε εὐθύνη οἱ γονεῖς νά μήν τά ἀποκλείσουμε ἀπό τό αἰώνιο μέλλον, τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία Ἐκεῖνος τά ἔπλασε. «Οἱ πατέρες μὴ παροργίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἀλλ’ ἐκτρέφετε αὐτὰ ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» (Ἐφ 6,4), συνιστᾶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μήν τούς ἐμπνέετε τό δικό σας θέλημα, ἀλλά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δικά του εἶναι καί ἔχετε εὐθύνη κοντά του νά τά ὁδηγήσετε. Τότε θά τά ἔχετε καί κοντά σας πραγματικά, συγκοινωνούς καί συμμετόχους στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Πλησίον ἐπίσης εἶναι ὁ ἤ ἡ σύζυγος: Τό κάθε μέλος τῆς συζυγίας στόν χριστιανικό γάμο δέν εἶναι ἀνταγωνιστής οὔτε ἁπλῶς συνεταῖρος σέ μία σύμβαση πού ἔκανε μέ τό ἄλλο μέλος. Εἶναι συνάνθρωπος, πνευματικός ἀδελφός. Εἶναι ἀστεῖο νά συμπονᾶς τόν φτωχό τῆς γειτονιᾶς καί νά μήν πονᾶς γιά τόν ἤ τήν σύζυγό σου.
Καί γιά νά παραλείψω ὅλες τίς ἄλλες περιπτώσεις ἔρχομαι στήν πιό δύσκολη περίπτωση συνανθρώπου. Εἶναι ὁ ἐχθρός μας. Βρίσκεται ἀπέναντί μας, μᾶς ἀδίκησε, μᾶς ἔβλαψε. Ὡστόσο, ἔχουμε εὐθύνη καί γι’ αὐτόν, νά μπεῖ στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τό παράδειγμα μᾶς τό δίνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Ἡ τελευταία προσευχή του, λίγο πρίν παραδώσει τό πνεῦμα του ἐπάνω στόν σταυρό, ἦταν γιά τούς σταυρωτές του! Ἄν δέν μάθουμε ὄχι ἁπλῶς νά συγχωροῦμε, ὅπως ὑποσχόμαστε ἀπαγγέλλοντας τήν Κυρια- κή προσευχή, ἀλλά νά ἀγαποῦμε καί τούς ἐχθρούς μας, δέν ξέρουμε τί θά πεῖ Θεός, δέν ἔχουμε σχέση μαζί του!
Τό θέμα εἶναι καυτό, ἀλλά καί πολύ ἁπλό: Αὐτούς πού εἶναι δίπλα μας ἤ στέκουν ἀπέναντί μας, πρέπει νά μάθουμε νά τούς ἀγαποῦμε. Αὐτό προάγει τίς διαπροσωπικές μας σχέσεις, μᾶς καθιστᾶ εὐάρεστους στόν Θεό καί μᾶς ἀποδεικνύει γνήσια παιδιά του.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας