Πάντοτε, βέβαια, ἰδιαίτερα ὅμως στήν ἀρχή τοῦ Σεπτεμβρίου, τοῦ πρώτου μήνα κατά τήν ἐκκλησιαστική τάξη, ταιριάζει νά λέγεται καί νά ἐννοεῖται τό ἀρχαῖο λόγιο «ἀπό Θεοῦ ἄρξασθαι». Νά ᾿ναι ὁ Θεός ἡ ἀρχή κάθε ἔργου, ὁ μπροστάρης καί ὁδηγός μας, τό θεμέλιο καί τό πλήρωμα καί ὁ σκεπαστής τῆς ζωῆς μας, ἡ προστασία μας ἀπό τούς τόσους ἐπίβουλους μνηστῆρες τῆς ἐλευθερίας μας. Νά κατέχει τήν προτεραιότητα στούς ὁραματισμούς καί στά σχέδιά μας. νά μᾶς ὁδηγεῖ καί νά ἀκολουθοῦμε, ὡς πιστοί ὀπαδοί του, νά προστάζει καί νά ὑπακοῦμε, ὡς γνήσια παιδιά του. Σ᾿ αὐτούς τούς χαλεπούς καιρούς μας, ποιά τάχα ἄλλη πιό εὐοίωνη προοπτική γιά τό μέλλον μας ὡς ἀνθρώπων, λαῶν, ἀνθρωπότητας ἀπό τό νά ἐμπιστευθοῦμε τά πάντα στόν Κύριο τοῦ παντός, στόν παντοδύναμο καί πανάγαθο Θεό μας; Σκεφθήκαμε ὅμως ποιό νόημα καί -προπαντός- ποιά πρακτική ἔκφραση ἔχει αὐτή ἡ ἀναγνώριση τοῦ Θεοῦ, αὐτή ἡ παράδοσή μας στήν ἀγάπη καί στήν προστασία του; Ὁ Θεός ἀποκαλύφθηκε στόν κόσμο στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ Χριστός ἐξακολουθεῖ νά εἶναι σήμερα ζωντανός πάνω στή γῆ, μέσα στήν Ἐκκλησία του, τήν ὁποία ὁ ἴδιος συνιστᾶ ὡς τό ἀγαπημένο σῶμα του. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ παρών Θεός.
Συνεπῶς, παραδέχομαι καί ἀγαπῶ τόν Χριστό σημαίνει παραδέχομαι καί ἀγαπῶ τήν Ἐκκλησία του. Ἡ προτεραιότητα, πού θέλω νά δώσω στόν Χριστό, ἐκδηλώνεται ὡς προτεραιότητα στήν Ἐκκλησία. «Ἐάν ἐπιλάθωμαί σου, Ἰερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου» (Ψα 136,5), ὁρκίζονταν οἱ θεοκρατικοί Ἰσραηλίτες, οἱ πνευματικοί μας πρόγονοι, ἀφοῦ -κατά τήν ἀποκάλυψη τοῦ Κυρίου- ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ νέος Ἰσραήλ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία ἡ πρώτη μας ἀγάπη, ἡ «ἀρχή τῆς εὐφροσύνης» μας, ὅπως ἔλεγε ὁ ἀρχαῖος Ἰσραηλίτης γιά τήν Ἰερουσαλήμ, τό πνευματικό ἀντίστοιχο τῆς Ἐκκλησίας στήν Παλαιά Διαθήκη;
Πρακτικά αὐτό σημαίνει νά ἀγαπῶ ἀληθινά τήν Ἐκκλησία· νά μετέχω στίς λατρευτικές συνάξεις της· νά συμμετέχω μέ ἐμπιστοσύνη καί μέ φρόνημα θυσίας στούς ἀγῶνες της· νά συντρέχω πρόθυμα στίς ἀνάγκες της· νά δίνω τό «παρών» σέ κάθε πρόσκλησή της. Σημαίνει νά νιώθω δική μου, σπίτι καί οἰκογένειά μου, τήν Ἐκκλησία. Ὁ ἅγιος κληρικός, πού ἐπιβάλλεται στό λαό μέ τήν πνοή τοῦ πνεύματος καί τήν ἱλαρότητα τῆς ἁγιότητας, ὁ ἐμπνευσμένος ἱεροκήρυκας, πού μέ παρρησία ἐξαγγέλλει τά δικαιώματα τοῦ Θεοῦ, ὁ φλογερός ἐκκλησιαστικός ἡγέτης, πού «ὡς λέων πῦρ πνέων» δίνει τή μάχη τοῦ Χριστοῦ, γίνονται ἀφορμή χαρᾶς καί δοξολογίας στόν Κύριο γιά κεῖνον πού ἀγαπᾶ τήν Ἐκκλησία.
Καί κάτι ἀκόμη πιό σημαντικό: Ἀγαπῶ τήν Ἐκκλησία σημαίνει ποθῶ νά δώσω σ᾿ αὐτήν ὅ,τι πολυτιμότερο διαθέτω, νά τήν ὑπηρετήσω μέ τό αἷμα μου. Ἀλήθεια, πόσοι ἀπό τούς ὀρθόδοξους χριστιανούς, τά εὐεργετημένα παιδιά τῆς Ἐκκλησίας, λαχταροῦμε καί θέλουμε νά δοῦμε τά παιδιά μας στήν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας;
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 55 (2000) 171