![]() Στήν ἀπνευμάτιστη ἐποχή μας ὁ ἐρχομός, πού ἀπέριττα καί ἁπλά γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας, φτάνει θαμπός καί μακρινός ἀπόηχος στά πνεύματα τά συνεπαρμένα ἀπό τούς κρότους καί τά «ἐφέ» τῶν ἠλεκτρονικῶν. Ὡστόσο ὁ Ἐρχόμενος «ἐπείγεται τοῦ παθεῖν ἀγαθότητι»· ἔρχεται γιά νά θυσιασθεῖ, «τοῦ δοῦναι τήν ψυχήν Αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν»· κι ἴσως οἱ πολλοί δέν θά τό μάθουν. Κάποιοι θ᾿ ἀνταποκριθοῦν στήν προϋπάντηση μαζικά, τυπικά, κι ἄλλοι -λίγοι κι ἄγνωστοι- θά ζητήσουν νά συμπορευθοῦν στό Γολγοθᾶ μέ ἀγάπη, μέ λατρεία. Πλάι τους θέλω νά σταθῶ. Ἀπό τούς πολλούς, αὐτούς ζηλεύω, τούς θαυμάζω. Νά τούς ἀκολουθήσω θέλω σ’ αὐτή τή λατρευτική πορεία τους στά πορφυρωμένα ἴχνη τοῦ Θεανθρώπου. «Θυσάτωσαν Αὐτῷ θυσίαν αἰνέσεως»· κάπου ἐκεῖ στό θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς τους ἀνάβουν μ’ εὐλάβεια τό θυμίαμα τῆς ἀφοσίωσής τους στόν «ἐν κενώσει» πορευόμενο Κύριό τους. Τό ἀφήνουν νά πυρώνεται στά κάρβουνα τῆς ἀγάπης τους στόν ταπεινό Ἐρχόμενο καί θριαμβευτικά Εἰσερχόμενο στή ζωή τους. Στή θυσία του ἀνταποδίδουν «πνεῦμα συντετριμμένον», ἀνακαινιστική ἀπόφαση, καρπό βαθειᾶς μετάνοιας, καινή ζωή. Τά «ὁλοκαυτώματα» τῆς... Παλαιᾶς (ζωῆς τους) δέν ἐπαρκοῦν νά ἀνταποδώσουν στήν προσφορά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Αὐτός μίαν ὑπέρ ἁμαρτιῶν προσενέγκας θυσίαν εἰς τό διηνεκές». Κι ὅσο ψηλαφοῦν τό μέγεθος αὐτῆς τῆς συγκατάβασης, τόσο μετατρέπουν τή μυστική «θυσίαν αἰνέσεως» σέ δοξολογικό παιάνα στόν Λυτρωτή· «καρπόν χειλέων ὁμολογούντων τῷ ὀνόματι Αὐτοῦ». Εὐλογημένοι εἶναι στ᾿ ἀλήθεια, καθώς δέν σταματοῦν νά ἐξαγγέλλουν «τά ἔργα Αὐτοῦ ἐν ἀγαλλιάσει»· εἶναι φωτιά πού καίει μέσα τους καί ζεσταίνει γύρω τους. Εἶναι αὐτοί πού μπροστά στούς οἰκτιρμούς τοῦ Θεοῦ ἐλεύθερα τολμοῦν «παραστῆσαι τά σώματα» αὐτῶν «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ» μέ τήν ἀδιάκοπη διακονία τους, μέ τήν ἀνυποχώρητη ἐγκράτειά τους, μέ τήν ἀνερώτητη ὑπακοή τους στό θέλημα τοῦ Δεσπότη καί Κυρίου τους. Ἐκεῖνος «εὑρών ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ᾿ αὐτό» κι ἐκεῖνοι στρώνουν στό πέρασμά Του τό θέλημά τους νά τό ἁγιάσει, νά τό μεταμορφώσει. Ἐπιλέγουν φανερά στή ζωή τους τόν Χριστό, πού «ἠγάπησεν ἡμᾶς» καί «παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν... θυσίαν τῷ Θεῷ». Στέκονται προσηλωμένοι ἐνώπιόν Του· ἡ καρδιά τους καταθέτει: «Σοί θύσω θυσίαν αἰνέσεως», τήν ἀντίστασή μου στόν κόσμο, πού μέ καλεῖ σέ συσχηματισμό «τῷ αἰώνι τούτῳ». Εἶναι οἱ «φίλοι Αὐτοῦ»· Τόν περιμένουν ἄγρυπνα ὡς Νυμφίο. Προσδοκώντας τόν Ἐρχόμενο, πού «ὑπέρ ἡμῶν ἐτύθη», ἀναζητῶ νά συνταχθῶ μέ τούς οἰκείους Του. Πλάι τους νηφάλια ποθῶ νά Τόν περιμένω μέ τή λαμπάδα ἀναμμένη μέ «ἔλαιον» ἁγνότητας καί ἀγάπης. «Τοιαύταις θυσίαις εὐαρεστεῖται ὁ Θεός», καί θέλω ἡ ζωή μου νά Τόν εὐαρεστεῖ «νῦν καί ἀεί». Οὐρανοδρόμος
|
Γολγοθά
Τό μέρος ὅπου σταυρώθηκε ὁ Ἰησοῦς κατά τόν Ματθαῖο καί τόν Ἰωάννη ὀνομαζόταν «τόπος Γολγοθά» ἤ «Κρανίου τόπος», κατά τόν Μᾶρκο «Γολγοθά τόπος» ἤ «Κρανίου τόπος», κατά τόν Λουκᾶ ἁπλῶς «Κρανίον». Ἄν ἀφαιρέσουμε τήν προσθήκη τῶν πρώτων «τόπος» πού εἶναι ἑβραϊκός ἰδιωματισμός, μένει τό ὄνομα «Γολγοθά» (ἄκλιτο) ἤ στήν ἑλληνική του μετάφραση «Κρανίον». Πουθενά στήν Καινή Διαθήκη δέν λέγεται ἄν ἦταν ὕψωμα ἤ λόφος, οὔτε ὑπάρχει ἄλλη περιγραφή. Ἀπό τόν Παῦλο πληροφορούμεθα ὅτι τό μέρος βρισκόταν «ἔξω τῆς πύλης», δηλαδή ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς Ἰερουσαλήμ καί κοντά σέ μιά πύλη. Ὁ Ματθαῖος καί ὁ Μᾶρκος ἀναφέρουν ὅτι οἱ «παρευρισκόμενοι ἐβλασφήμουν» τόν Ἰησοῦ (Μθ 27,39· Μρ 15,29). Ὁ Ἰωάννης λέει ὅτι πολλοί Ἰουδαῖοι διάβασαν τήν ἐπιγραφή τοῦ σταυροῦ, ἐπειδή «ἐγγύς ἦν τῆς πόλεως ὁ τόπος ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς». Μόνο ἀπό τό τοπωνύμιο «Κρανίον» μπορεῖ ἴσως κανείς νά συμπεράνει ὅτι ὁ τόπος ἦταν κάπως ὑψηλός, ἄν βέβαια ὀνομάστηκε ἔτσι, ἐπειδή ἔμοιαζε μέ κρανίο καί ὄχι γιά ἄλλη αἰτία (π.χ. τήν εὕρεση ἑνός κρανίου ἤ τήν ὕπαρξη κρανίων, ἀφοῦ ἦταν τόπος ἐκτελέσεων).
Ὅλοι οἱ ὑπαινιγμοί, καθώς καί ἡ συνήθεια τοῦ παραδειγματισμοῦ πού ἐπεδίωκαν οἱ ἀρχαῖοι μέ τίς θανατικές ἐκτελέσεις, μᾶς ὁδηγοῦν νά συμπεράνουμε τά ἑξῆς: Ὁ Ἰησοῦς σταυρώθηκε ἀμέσως ἔξω ἀπό τήν σπουδαιότερη πύλη τῆς Ἰερουσαλήμ, στήν ἄκρη τοῦ κεντρικοῦ δρόμου καί πιθανόν ἡ θέση ὅπου στερεώθηκε ὁ σταυρός του ἦταν ὑψηλή ὡς ἐξέδρα. Πάντως ὄχι λόφος, γιατί οἱ διαβάτες ἀπό τό δρόμο, πού ἀσφαλῶς βρισκόταν ἐντελῶς κάτω ἀπό τήν ἐξέδρα μποροῦσαν νά βρίζουν τόν ἐσταυρωμένο, ὅπως καί νά διαβάζουν τήν ἐπιγραφή τοῦ σταυροῦ. Κατά πᾶσαν πιθανότητα ἡ θέση τοῦ σταυροῦ ἦταν ἕνα ἁπλό ἀνάχωμα στήν ἄκρη τοῦ δρόμου, καί ὁ τόπος Γολγοθά ἤ Κρανίον δέν ἦταν μόνο αὐτή ἡ φυσική ἐξέδρα, ἀλλά καί ἡ ὅλη περιοχή. Αὐτό ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τό ὅτι ἐκεῖ κοντά ἦταν καί ὁ κῆπος, ὅπου θάφτηκε ὁ Ἰησοῦς· εἶναι γνωστό ὅτι τά νεκροταφεῖα τόσο τά δημόσια ὅσο καί τά ἰδιωτικά (ὅπως τοῦ Ἰωσήφ ἀπό Ἀριμαθαίας) ἦταν ἀμέσως ἔξω ἀπό τά τείχη.
Ὁ Σταυρός
Ὁ σταυρός μποροῦσε νά ’ναι ἕνα ἁπλό δοκάρι μπηγμένο ὄρθιο στή γῆ ἤ ἕνα παρόμοιο δοκάρι πού εἶχε ἕνα ἄλλο καρφωμένο ὁριζόντια, ἤ ἐντελῶς ἐπάνω σέ σχῆμα Τ ἤ λίγο χαμηλότερα σέ σχῆμα †, ὅπως εἰκονίζουμε σήμερα τό σταυρό οἱ χριστιανοί. Ἄν ὁ σταυρός ἦταν ἕνας πάσσαλος, τότε τόν σταυρωμένο ἤ τόν ἔδεναν μέ τά χέρια σέ κλειστή ἀνάταση καί τίς παλάμες σχεδόν στήν κορυφή τοῦ πασσάλου. Στήν περίπτωση αὐτή ὁ σταυρωμένος πέθαινε μέσα σέ λίγα λεπτά κυρίως ἀπό ἀσφυξία. Ἄν ὁ σταυρός ἦταν σέ σχῆμα Τ ἤ †, τότε ἤ τόν κρεμοῦσαν δένοντας τά χέρια σέ ἔκταση πάνω στήν ὁριζόντια δοκό καί τά πόδια στήν κατακόρυφη, ὁπότε πέθαινε μετά ἀπό πολλές μέρες ἀπό τήν πεῖνα, δίψα καί ἡλίαση, ἤ τόν κάρφωναν πάλι, ὁπότε πέθαινε μέσα σέ δυό περίπου ἡμέρες ἀπό αἱμορραγία, τέτανο καί ἀσφυξία. Στήν τελευταία αὐτή περίπτωση, κατά τήν ὁποία σταυρώθηκε καί ὁ Ἰησοῦς, πέθαινε ὡς ἑξῆς: Κάρφωναν τίς παλάμες του στό ὁριζόντιο δοκάρι μέ δυό καρφιά, ἕνα στήν κάθε μιά, καί τά πέλματά του μαζί ἤ χωριστά μ’ ἕνα ἤ δυό καρφιά. Γιά νά ἐφαρμοστοῦν τά πέλματα στό κατακόρυφο δοκάρι καί νά καρφωθοῦν ἔπρεπε τά γόνατα νά εἶναι πολύ λυγισμένα ὥστε ὁ σταυρωμένος νά πατᾶ στήν κατακόρυφη ἐπιφάνεια τοῦ ξύλου. Καθώς δέ τό σῶμα εἶναι βαρύ, ὁ σταυρωμένος κρεμόταν κάπως καί τά χέρια του μαζί μέ τό σῶμα ἔπαιρναν τό σχῆμα Υ. Οἱ πληγές ἀπό τά καρφιά αἱμορραγοῦσαν, ἀλλά δέν ἦταν καί τόσο σπουδαῖες ὥστε νά πεθάνει γρήγορα. Ἔτσι βασανιζόταν περίπου δύο ἡμέρες. Ἐκεῖνο πού κυρίως τόν βασάνιζε ἦταν ἡ ἀσφυξία. Ὅπως κρεμόταν σέ σχῆμα Υ, τό στῆθος του πιεζόταν ἀπό τίς ὠμοπλάτες, ἔτσι ὥστε νά μήν μπορεῖ νά τό φουσκώσει καί νά ἀναπνεύσει χορταστικά. Γι’ αὐτό κατά μικρά διαστήματα θέλοντας νά ἀναπνεύσει βαθιά ἀναγκαζόταν νά πατᾶ ἰσχυρά στά πόδια, ἀντί νά κρέμεται ἀπό τά χέρια, καί νά ἀνασηκώνεται ὄρθιος μέ τεντωμένα τά γόνατα, ὥστε νά φέρει τά χέρια σέ κανονική ἔκταση καί νά ἀναπνεύσει. Ἔτσι, πότε σηκωνόταν στά πόδια καί ἀνέπνεε, πότε ἔπεφτε ἀπό τόν πόνο τῶν πελμάτων καί κρεμόταν ἀπό τά χέρια καί ἀσφυκτιοῦσε λίγο-λίγο. Ἀπό τήν αἱμορραγία, τόν πόνο, ἀπό τό ὅτι δέν μποροῦσε νά ἀναπνεύσει καλά, ἀλλά καί ἀπό ἄλλους λόγους (πεῖνα, ἡλίαση, κτλ.), ἐξαντλεῖτο τόσο, ὥστε δέν εἶχε τή δύναμη νά σηκωθεῖ καί τότε πέθαινε ἀπό ἀσφυξία. Ὅταν ἤθελαν νά πεθάνει ὁ σταυρωμένος γρήγορα, τοῦ ἔσπαζαν τίς κνῆμες. Ἔτσι δέν μποροῦσε νά σηκωθεῖ καί νά ἀναπνεύσει καί πέθαινε ἀμέσως. Γι’ αὐτό ὁ Πιλᾶτος, ὅταν τό ζήτησαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἔδωσε ἐντολή νά σπάσουν τά σκέλη τῶν τριῶν σταυρωμένων ὥστε νά τελειώνουν γρήγορα, γιατί τήν ἄλλη μέρα ἦταν Πάσχα καί δέν ἔπρεπε νά ζοῦν οἱ σταυρωμένοι. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἦταν τόσο ἐξαντλημένος, ὥστε πέθανε πολύ πιό πρίν ἀπό τήν κανονική ὥρα, μέσα σέ 3 περίπου ὧρες (12-3 μ.μ.). Γι’ αὐτό δέν τοῦ ἔσπασαν τά πόδια, ἐνῶ τῶν ληστῶν, πού ἄργησαν νά πεθάνουν, τά ἔσπασαν. Ἐπειδή στήν ἐξιστόρηση τῆς ἀναστάσεως γίνεται λόγος γιά «τύπους τῶν ἥλων» (σημάδια ἀπό τά καρφιά) στά πόδια καί στίς παλάμες, καί ἀκόμη λέγεται στά Εὐαγγέλια ὅτι πέθανε μέσα σέ τρεῖς ὧρες, καί ὅτι πῆγαν νά τοῦ σπάσουν τίς κνῆμες γιά νά πεθάνει ἀπό ἀσφυξία, ἀβίαστα βγαίνει τό συμπέρασμα ὅτι ὁ Ἰησοῦς σταυρώθηκε μέ τό τελευταῖο αὐτό εἶδος τῆς σταυρώσεως σέ σταυρό σχήματος †, ὅπως καί τόν παριστάνουμε. Προεξεῖχε δέ ἡ κορυφή τῆς κατακορύφου δο†κοῦ (ἦταν δηλαδή † καί ὄχι Τ) καί αὐτό φαίνεται ἀπό τήν πινακίδα τοῦ Πιλάτου, ἡ ὁποία καρφώθηκε στό μέρος ὅπου προεξεῖχε. Βλέπουμε δηλαδή ὅτι ἡ ἑρμηνεία τῆς Κ. Διαθήκης συμφωνεῖ ἀπόλυτα μέ τήν ἐξωτερική ἱερά παράδοση.