Οἱ κατήγοροι γίνονται συνήγοροι
Παντοῦ ἡ πλάνη καταφέρεται ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ της καί ἄθελά της γίνεται συνήγορος τῆς ἀλήθειας. Πρόσεξε· ἔπρεπε νά πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι ὁ Χριστός πέθανε καί τάφηκε καί ἀναστήθηκε καί ὅλα αὐτά τά κάνουν ἀξιόπιστα οἱ ἐχθροί… Ἀφοῦ ὁ τάφος σφραγίσθηκε, δέν μποροῦσε νά γίνει καμιά κλοπή. Κι ἄν δέν ἔγινε καμία κλοπή ὁ τάφος ὅμως βρέθηκε ἄδειος, εἶναι φανερό ὅτι σίγουρα ἀναστήθηκε χωρίς καμία ἀντίρρηση. Εἶδες πῶς καί χωρίς νά τό θέλουν γίνονται συναγωνιστές γιά τήν ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας;
Πρόσεξε, σέ παρακαλῶ, καί τήν φιλαλήθεια τῶν μαθητῶν. Πῶς δέν ἀποκρύπτουν τίποτε ἀπό αὐτά πού ἔλεγαν οἱ ἐχθροί, ἄν καί ἦσαν εἰς βάρος τους. Πράγματι, καί «πλάνο» τόν ἀποκαλοῦν καί αὐτοί δέν τό ἀποσιωποῦν αὐτό. Ἐπιπλέον καί τό ἑξῆς δεἰχνει τήν σκληρότητα ἐκείνων ὅτι δέν σταμάτησε ἡ ὀργή τους μέ τό θάνατο. Ἀξίζει νά συζητήσουμε κι ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ Ἰησοῦς ὅτι «μετά τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι». Δέν μπορεῖ κανείς νά βρεῖ ὅτι τό ἔχει πεῖ ἔτσι ξεκάθαρα παρά μόνο μέ τό παράδειγμα τοῦ Ἰωνᾶ, ὥστε οἱ ἀγνώμονες Ἰουδαῖοι καταλάβαιναν τά λόγια του καί θεληματικά ἔκαναν τό κακό. Τί τούς εἶπε ὁ Πιλᾶτος; «Ἔχετε κουστωδίαν ἀσφαλίσασθαι ὡς εἴδατε». Καί ἀσφάλισαν τόν τάφο καί σφράγισαν τόν λίθο μαζί μέ τή φρουρά. Ὁ Πιλᾶτος δέν ἀφήνει μόνο τούς στρατιῶτες νά τόν σφραγίσουν, ἀλλά λέει· Ἐσεῖς σφραγίστε τον ὅπως θέλετε, γιά νά μην ἔχετε νά κατηγορεῖτε ἄλλους.
Ἄν τόν ἐσφράγιζαν μόνο οἱ στρατιῶτες, θά μποροῦσαν νά λένε ἄν καί θά 'ταν ἀπίθανα καί ψεύτικα τά λόγια τους, ἐντούτοις ὅπως καί στ’ ἄλλα μιλοῦσαν ξεδιάντροπα ἔτσι καί γι’ αὐτό μποροῦσαν νά ποῦν ὅτι οἱ στρατιῶτες ἄφησαν νά κλαπεῖ τό σῶμα κι ἔδωσαν στούς μαθητές τή δυνατότητα νά πλάσουν τήν ὑπόθεση τῆς ἀναστάσεως. Τώρα ὅμως, πού οἱ ἴδιοι ἀσφάλισαν τόν τάφο, δέν μποροῦν νά ποῦν οὔτε αὐτό. Εἶδες πῶς φροντίζουν γιά τήν ἀλήθεια χωρίς νά θέλουν; Γιατί οἱ ἴδιοι παρουσιάσθηκαν στόν Πιλᾶτο, οἱ ἴδιοι ζήτησαν, οἱ ἴδιοι σφράγισαν τόν τάφο μαζί μέ τή φρουρά, ὥστε οἱ ἴδιοι κατηγοροῦν καί ἐλέγχουν τόν ἑαυτό τους.
Οἱ μαθητές οὔτε ἀπατήθηκαν οὔτε ἀπάτησαν
Ἀλλά καί πότε θά ἔκλεβαν τό σῶμα οἱ μαθητές; Τό Σάββατο; Μά πῶς, ἀφοῦ δέν ἐπιτρεπόταν οὔτε νά βγοῦν ἔξω; Κι ἄν ἀκόμη παρέβαιναν τό νόμο, πῶς θά τολμοῦσαν νά πλησιάσουν τόν τάφο αὐτοί, οἱ τόσοι δειλοί; Καί πῶς θά κατόρθωναν νά πείσουν τόν ὄχλο; Τί θά ἔλεγαν;
Τί θά ἔκαναν; Καί ποιά προθυμία θά εἶχαν νά ὑπερασπισθοῦν τόν νεκρό; Ποιά ἀνταπόδοση θά περίμεναν; Ποιά ἀμοιβή; Αὐτοί πού ὅταν ἦταν ἀκόμη ζωντανός, καί μόνο πού εἶδαν νά τόν συλλαμβάνουν ἔφυγαν, μετά τόν θάνατό του θά κήρυτταν μέ παρρησία ἄν δέν εἶχε ἀναστηθεῖ; Μποροῦν νά 'χουν αὐτά λογική; Ὅτι οὔτε θά ἤθελαν οὔτε θά μποροῦσαν νά πλάσουν τήν ἀνάσταση ἄν δέν εἶχε γίνει, γίνεται φανερό ἀπό ὅλα αὐτά. Πολλά τούς εἶχε πεῖ γιά τήν ἀνάσταση καί συνεχῶς τούς ἔλεγε, ὅπως τό λένε καί οἱ ἴδιοι, ὅτι «Μετά τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι».
Ἄν, λοιπόν, δέν ἀναστήθηκε, εἶναι φανερό ὅτι ἀφοῦ ἀπατήθηκαν καί πολεμήθηκαν ἀπό ἕνα ὁλόκληρο ἔθνος κι ἔχασαν σπίτια καί πόλεις ἐξ αἰτίας του, θά τόν μισοῦσαν καί δέν θά ἤθελαν νά τόν περιβάλλουν μέ τόση δόξα, ἀφοῦ ἦταν ἀπατημένοι καί εἶχαν πέσει ἐξ αἰτίας του στούς πιό μεγάλους κινδύνους.
Ὅσο γιά τό ὅτι, ἄν δέν ἦταν ἀληθινή ἡ ἀνάσταση, δέν θά μποροῦσαν νά τή φαντασθοῦν, δέν χρειάζεται νά γίνει λόγος. Σέ τί θά στηρίζονταν; Στή δύναμη τοῦ λόγου τους; Ἦταν οἱ πιό ἀμαθεῖς ἀπό ὅλους. Στά πολλά τους χρήματα; Αὐτοί δέν εἶχαν οὔτε ραβδί οὔτε ὑποδήματα. Στήν ἔνδοξη καταγωγή τους; Μά ἦταν ταπεινοί καί ἀπό ταπεινή γενιά. Μήπως στή μεγάλη τους πατρίδα; Ἀλλά ἦταν ἀπό ἀσήμαντα χωριά. Στό πλῆθος τους; Ἀλλά δέν ἦταν περισσότεροι ἀπό ἔνδεκα, κι αὐτοί διασκορπίσθηκαν. Μήπως στίς ὑποσχέσεις τῶν φίλων τους; Ποιές; Γιατί, ἄν δέν ἀναστήθηκε, οὔτε καί έκεῖνες θά ἦταν ἀξιόπιστες γι’ αὐτούς. Καί πῶς θά ἀντιμετώπιζαν ἕναν ἐξαγριωμένο λαό;
Ἄν ὁ κορυφαῖος τους δέν ὑπέφερε τόν λόγο μιᾶς γυναίκας θυρωροῦ κι ὅλοι οἱ ἄλλοι ὅταν τόν εἶδαν δεμένο διασκορπίσθηκαν, πῶς θά σκέφτονταν νά τρέξουν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης καί νά φυτέψουν τήν πλαστή ὑπόθεση τῆς ἀναστάσεως; Ἄν ἐκεῖνος δέν μπόρεσε νά ἀντιμετωπίσει τήν ἀπειλή μιᾶς γυναίκας καί οἱ ἄλλοι οὔτε τή θέα τῶν δεσμῶν, πῶς θά μποροῦσαν νά σταθοῦν μπροστά σέ βασιλεῖς καί ἄρχοντες καί λαούς, ὅπου ξίφη καί τηγάνια καί καμίνια καί μύριοι θάνατοι καθημερινά, ἄν δέν εἶχαν ἀπολαύσει τή δύναμη καί τήν ἕλξη τοῦ Ἀναστημένου; Ἔγιναν τόσα σημεῖα καί τόσο μεγάλα καί κανένα ἀπ’ αὐτά δέν ντράπηκαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἀλλά σταύρωσαν αὐτόν πού τά εἶχε κάνει· καί θά πείθονταν σ’ αὐτούς ἄν ἁπλῶς μιλοῦσαν γιά ἀνάσταση; Δέν γίνονται αὐτά. Ὄχι. Ἡ δύναμη τοῦ Ἀναστημένου τά κατόρθωσε.
Ἰω. Χρυσόστομος, Εἰς Ματθαῖον 89·
PG 58,781-783