Ὁ ἐρχομός ἑνός καινούργιου ἔτους ἀποτελεῖ συνήθως ἀφετηρία γιά κάποιους στοχασμούς, ἄλλοτε ἁπλούς καί ἄλλοτε σύνθετους. Στό σημείωμα πού ἀκολουθεῖ θά προσπαθήσω νά μείνω κάπου στό μέσον.
Τό σύνολο τῶν πραγμάτων τοῦ φυσικοῦ κόσμου περικλείεται μέσα σ᾿ ἕνα εὐρύ πλαίσιο, τό χῶρο. Τό σύνολο τῶν φαινομένων -φυσικῶν, φυσιολογικῶν, ψυχικῶν- περικλείεται μέσα σ᾿ ἕνα δεύτερο καί ἐπίσης εὐρύ πλαίσιο, τό χρόνο. Οἱ ἔννοιες τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου συνυφαίνονται μεταξύ τους καί ἀλληλοσυμπληρώνονται δίνοντας τή φιλοσοφική ἔννοια τοῦ χωροχρόνου.
Περιοριζόμενοι στήν ἔννοια τοῦ χρόνου -πράγμα πού τό ἐπιβάλλει ἡ ἐπικαιρότητα- μποροῦμε νά ξεκινήσουμε ἀπό τή θεμελιακή τοποθέτηση ὅτι ἡ ἔναρξη τοῦ χρόνου ὁριοθετεῖται μέ τή δημιουργία τοῦ κτιστοῦ κόσμου. Στήν ἄκτιστη πραγματικότητα τῆς Ἁγίας Τριάδας ὁ χρόνος εἶναι ἀνυπόστατος· ὑπάρχει μόνο ἡ ἀσύνορη αἰωνιότητα. Ὅμως μερικές ἐπιμέρους παρατηρήσεις εἶναι ἀπαραίτητες.
Ὁ χρόνος εἶναι μία συνεχής ροή, μιά κίνηση. Τά περιστατικά πού συμβαίνουν ετε στό ἐξωτερικό μας περιβάλλον, στόν φυσικό δηλαδή κόσμο, ετε στή συνείδησή μας, τόν ψυχικό μας δηλαδή κόσμο, ετε στόν ἱστορικό καί κοινωνικό χῶρο, μέ τήν ἀέναη διαδοχή τους μᾶς βοηθοῦν νά σχηματίσουμε ἀπό παιδιά τήν ἀντίληψη τοῦ χρόνου. Δικαιολογημένα, λοιπόν, ὁ Ἡράκλειτος παρομοιάζει τό χρόνο μέ τό νερό ἑνός ποταμοῦ πού ρέει ἀσταμάτητα. Ἀλλά καί ὁ Ἀριστοτέλης παρατηρεῖ· «φανερόν ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνευ κινήσεως καί μεταβολῆς χρόνος», καί «τότε φαμέν γεγονέναι χρόνον, ὅταν τοῦ προτέρου καί τοῦ ὑστέρου ἐν τῇ κινήσει ασθησιν λάβωμεν». Συμπερασματικά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀντίληψη τοῦ χρόνου περιλαμβάνει δύο στοιχεῖα: α) τήν ἰδιότητα τῆς διάρκειας καί β) τίς σχέσεις τοῦ ταυτόχρονου καί τῆς διαδοχῆς. Στή χρονική σχέση τῆς διαδοχῆς διακρίνουμε τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον.
Ὁ χρόνος δέν ἀποτελεῖ μονοσήμαντη ἔννοια. Ἄν τόν δοῦμε ἀπό καθαρά ἐνδοκοσμική ἄποψη, ξεχωρίζουμε δύο κατηγορίες: τόν ἀντικειμενικό, φυσικό, καί τόν ὑποκειμενικό, ψυχολογικό χρόνο. Ὡστόσο μέσα στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο ὁ χρόνος χάνει τή γνωστή κινητική του ἰδιότητα καί μεταβάλλεται σ᾿ ἕνα συνεχές καί ἀρράγιστο παρόν. Πρόκειται γιά τόν λειτουργικό χρόνο, ὅπου καταργεῖται ἡ ασθηση τῆς διαδοχῆς καί ὅλα τά γεγονότα τῆς σωτηρίας μας τελοῦνται ἀδιαλείπτως μέ τήν ἀμεσότητα τοῦ παρόντος: Σήμερον γεννᾶται, σήμερον σταυροῦται, σήμερον ἀνίσταται ὁ λυτρωτής Χριστός.
Ὁ ἄνθρωπος, βέβαια, εἶναι μία φυσική καί μεταφυσική συγχρόνως ὕπαρξη πλασμένη ἀπό τόν Θεό «κατ᾿ εἰκόνα» καί «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Τό «κατ᾿ εἰκόνα» εἶναι ἕνα ὀντολογικό δεδομένο. Τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» ὅμως ἀποτελεῖ τελικό στόχο, προορισμό. Ἑπομένως, γιά νά πετύχει ἡ στόχευση, χρειάζεται μία πορεία πρός τά ἐμπρός μέ ὑπέρβαση τοῦ ἑαυτοῦ μας, μιά κατεύθυνση πρός τό «πέραν»· «ὅλο μακρύτερα νά πηγαίνουμε, ὅλο ψηλότερα ν᾿ ἀνεβαίνουμε». Ἔτσι καταλήξαμε πάλι στήν ἀρχική ἀντίληψη τῆς κίνησης, θεωρημένη τώρα ἀπό ἄλλη σκοπιά. Ἡ στατικότητα, ἡ στασιμότητα σημαίνει ἀπώλεια. Ἡ ζωή μας στόν κόσμο τοῦτο ὀφείλει νά εἶναι in statu viae (σέ κατάσταση δρόμου, πορείας). Γι᾿ αὐτό καί ὁ πιστός δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι Homo viator (ἄνθρωπος ταξιδευτής, ὁδοιπόρος). Πόσο ὡραῖα καί ἐπιγραμματικά ἐκφράζει τήν ἀλήθεια αὐτή ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Τά μέν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος τοῖς δέ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος» (Φι 3,14). Ἐπηρεασμένος ἀπό τόν Παῦλο καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης τήν πορεία μας αὐτή τή χαρακτηρίζει ὡς «ἐπέκτασιν».
Ἑπομένως ἡ ἔλευση τοῦ νέου ἔτους συνεπάγεται ἀνανέωση τοῦ συμβολαίου τῆς εὐθύνης, ὥστε νά φθάσουμε στό «ἐν εἰρήνῃ καί μετανοίᾳ». Ἡ παράταση τῆς ζωῆς σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ἔχει νόημα, ὅταν ὁ χρόνος ἀξιοποιεῖται. Καί τό ἀρχαῖο ἐκεῖνο «χρόνου φείδου» δηλώνει ὅτι ὁ ἐφησυχασμός, ἡ ἀδράνεια, ἡ σπατάλη τοῦ χρόνου ὁδηγοῦν στόν πνευματικό μαρασμό, στή φθορά. Ἀντίθετα ἡ σωστή ἀξιοποίηση τοῦ χρόνου γίνεται μέ τά ἔργα τῆς ἀγάπης. «Τοιοῦτοι γάρ τῆς ἀγάπης οἱ ὀφθαλμοί· οὐχ ὁδῷ διακόπτονται, οὐ χρόνῳ μαραίνονται». Μέσα, λοιπόν, στή σύγχρονη ταραχή καί ἀνεμοζάλη μακάρι ὁ καινούργιος χρόνος νά μᾶς καταστήσει συμμέτοχους στήν ἀκατάλυτη ἐλπίδα τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν πού μᾶς περιμένουν, γιατί «τό τοῦ Κυρίου Πάσχα προέρχεται καί καιροί συνάγονται καί μετακόσμια ἁρμόζεται καί διδάσκων ἁγίους ὁ Λόγος εὐφραίνεται»• δηλαδή: Τό Πάσχα τοῦ Κυρίου προχωρεῖ καί οἱ χρόνοι συγκλίνουν καί οἱ ὑπερφυσικές πραγματικότητες ἐναρμονίζονται καί ὁ Λόγος (τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας) εὐφραίνεται καθώς διδάσκει τούς ἁγίους.
Ἰ. Ἀ. Νικολαΐδης