Super User

Super User

Παρασκευή, 23 Αύγουστος 2024 03:00

Κυρ. Θ΄ Ματθαίου Μθ 14,22-34

Ο ΙΗΣΟΥΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΥΜΑΤΩΝ

Ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ

   

  xristos petros kymata Τό σημεῖο πού μᾶς διηγεῖται τό εὐαγγέλιο τῆς Θ΄ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου (Μθ 14,22-34) παρουσιάζει αὐτό τό καταπληκτικό καί σπουδαῖο ἔργο· τόν Κύριο νά βρίσκεται σέ μιά στιγμή ἀπό τήν κορυφή τοῦ βουνοῦ πάνω στά ἀφρισμένα κύματα καί μέ ἕνα του λόγο νά σώζει ἀπό τή μανία τῆς θάλασσας τή βάρκα μέ τούς μαθητές του.

    Μετά τό χορτασμό περισσοτέρων ἀπό 5.000 ἀνθρώπων ὁ Χριστός κουρασμένος, κατάκοπος ἀποτραβήχτηκε στήν κορυφή ἑνός βουνοῦ γιά νά ξεκουραστεῖ. Ἀλλά ποιά εἶναι ἡ ξεκούραση καί ἡ ἀνάπαυσή του; «Ἦν διανυκτερεύων ἐν τῇ προσευχῇ», ὅπως λέει καί ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς· ἔμεινε προσευχόμενος ὅλη τή νύχτα. Μετά ἀπό κόπους, ἀπό διδασκαλία καί περιοδεία, ὁ Κύριος βρίσκει ἀνάπαυση ὄχι στόν ὕπνο οὔτε στό ξάπλωμα, ἀλλά στήν προσευχή καί στό γονάτισμα. Ὤ, νά μπορούσαμε ἐκείνη τήν ὥρα νά πλησιάζαμε τόν Ἰησοῦ στήν κορυφή τοῦ ὄρους καί νά ἀκούγαμε τήν προσευχή του! Μέ συντριβή καρδίας -τό πιστεύω!- θά ἀκούγαμε τότε τό ὄνομά μας, τόν Κύριο νά προσεύχεται γιά μᾶς, πού δέν εἴχαμε γεννηθεῖ ἀκόμη, ἀλλά βρισκόμασταν στή σκέψη του καί στήν ἀγωνία του. Ναί, ἀδελφοί μου! Ὅπως προσευχήθηκε γιά τόν Πέτρο, πού θά τόν χορέψει ὁ διάβολος στό ταψί, νά μή χαθεῖ ἡ πίστη του, ἔτσι ὁ Ἰησοῦς προσευχήθηκε καί γιά μένα καί γιά σᾶς. Καί ὅπως έκείνη τήν ὥρα ἔβλεπε στήν ταραγμένη λίμνη τή βάρκα μέ τούς μαθητές του νά σαλεύεται, ἔτσι ἔβλεπε μπροστά ἀπό χρόνια καί καιρούς τούς πιστούς ὅλων τῶν αἰώνων νά σείονται μέσα στή θάλασσα τῆς ζωῆς, νά κινδυνεύουν ἀπό τά κύματα τῶν πειρασμῶν καί τῶν παθῶν, καί προσευχήθηκε γιά ὅλους μας.

Ἀβύθιστη ἡ Ἐκκλησία

    Μέσα στό καραβάκι ἐκεῖνο ἦταν ὅ,τι προσφιλέστερο εἶχε πάνω στή γῆ ὁ Θεάνθρωπος. Ἦταν οἱ δώδεκα μαθητές του, ἦταν ἐν δυνάμει ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἦλθε νά ἱδρύσει. Καί σήμερα ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κάτι ἄλλο παρά ἕνα πλοῖο, πού παλεύει μέ ποικιλώνυμα κύματα. Κατάρτι της εἶναι ὁ σταυρός, πηδάλιο ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ καί οἱ κανόνες τῶν πατέρων, καραβοκύρης ὁ Χριστός, ναῦτες οἱ ἀπόστολοι καί πλήρωμα ὅλοι οἱ χριστιανοί.

    Ὁ κόσμος μαίνεται, οἱ ἄνεμοι τῆς ἀπιστίας, τῆς ἀσπλαγχνίας καί τῆς διαφθορᾶς σφυρίζουν γύρω της, τά κύματα τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων χτυποῦν τά πλευρά της καί, τό χειρότερο, ἡ ὀλιγοπιστία τῶν ἴδιων τῶν χριστιανῶν σαλεύει τήν Ἐκκλησία. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία δέν καταποντίζεται. Μυριάδες οἱ ἐχθροί της, ἀλλά δέν χάνεται. Ὁ Κύριος προσεύχεται γι' αὐτήν. Σ' ἕνα του λόγο πρό τῆς ἐξορίας ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει· «Πολλά τά κύματα καί χαλεπόν τό κλυδώνιον, ἀλλ' οὐ δεδοίκαμεν μή καταποντισθῶμεν. Μαινέσθω ἡ θάλασσα, πέτραν Χριστοῦ διαλύσαι οὐκ ἰσχύει· ἐγειρέσθω τά κύματα, πλοῖον Χριστοῦ καταποντίσαι οὐ δύναται». Ἡ Ἐκκλησία μένει ἀλώβητη ἀπό τήν ἀπιστία τῶν ἐχθρῶν της καί ἀκέραιη ἀπό τήν ὀλιγοπιστία τῶν μελῶν της.

Μή φοβεῖσθε!

    Ὅταν ἡ λαίλαπα δυναμώνει, ὅταν ἡ τρικυμία μᾶς πανικοβάλλει καί ἡ θύελλα μᾶς τρομάζει, ὁ Ἰησοῦς ἀφήνει τό ὄρος, κατεβαίνει καί περπατᾶ πάνω στά κύματα καί μᾶς λέει· «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μή φοβεῖσθε!». Ὤ, νά μποροῦσαν αὐτές οἱ λέξεις νά σφραγιστοῦν μέσα μας καί νά μᾶς σημαδέψουν, ὅπως σημαδεύουν οἱ νοικοκυραῖοι τά ζῶα τους μέ καυτό σίδερο! Νά χαρασσόταν μέσα στήν καρδιά μας πώς ἀνήκουμε στόν Θεό, ἀφοῦ εἴμαστε ἡ Ἐκκλησία του, καί τίποτε δέν ἔχουμε νά φοβηθοῦμε. Ποιά φουρτούνα μᾶς βρίσκει; Ποιός σεισμός μᾶς κλυδωνίζει; Εἶναι συκοφαντία; Εἶναι ψέμα; Εἶναι δόλος καί ἀπάτη;

    - Ἔχετε θάρρος! Μή φοβᾶστε! Ἐγώ εἶμαι!

    Ὅσο γλυκειά καί παρήγορη ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ πατέρα, τοῦ ἀδελφοῦ, τοῦ συζύγου, κάποιου πού μᾶς ἀγαπᾶ καί μᾶς προστατεύει μέσα στήν ἀπειλή καί τήν φοβέρα, «Ἐγώ εἶμαι!», ἔτσι γλυκειά καί παρήγορη εἶναι ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ γιά τήν Ἐκκλησία του μέσα στή δοκιμασία καί τόν κίνδυνο.

    Ἀλλά καί σύ, ψυχή μου, πού ἔχεις νά παλέψεις μέ τόσα κύματα στή ζωή σου, ἔχε θάρρος καί μή φοβᾶσαι! Σέ χτυπᾶ ἡ φτώχια, ἡ δυστυχία, ὁ θάνατος; Σέ ἀγριεύει ἡ ἀποτυχία, ἡ κακία, ὁ κατατρεγμός; Πές δυνατά· «Ἐάν γάρ καί πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά ὅτι σύ μετ' ἐμοῦ εἶ». Ὁ Κύριος κατέβηκε καί περπατᾶ μαζί σου πάνω στά κύματα. Καί ὅταν οἱ πειρασμοί σέ κυκλώνουν, ὅταν ἡ ἁμαρτία σέ ζαλίζει καί ὑψώνεται μπροστά σου μ' ὅλη της τήν τρομερή δύναμη, ὅταν μέσα σου ξεσποῦν θύελλα τά πάθη καί τρικυμίζουν τά ἔνστικτα, ἄκου, ψυχή μου, τήν ἐνθαρρυντική φωνή τοῦ Κυρίου σου· «Ἐγώ εἰμι! Μήν τά χάνεις, παιδί μου! Κι ἄν ἀκόμη ὁ σατανᾶς σέ τύλιξε μέ τά πλοκάμια του, κι ἄν ἀκόμη σέ ἔχει ρίξει μέσα στή λάσπη κι ἔχει ἀφαιρέσει ἀπό μέσα σου κάθε σκέψη γιά Θεό, κι ἄν ἀκόμη ἐμένα, πού εἶμαι ὁ Κύριός σου, μέ βλέπεις σάν φάντασμα καί μέ σκιάζεσαι, μήν ἀπελπίζεσαι!».

    Ὁ Πέτρος θέλησε κι αὐτός νά περπατήσει πάνω στή θάλασσα. Ὅσο εἶχε τό βλέμμα του καρφωμένο στόν Ἰησοῦ, ὅσο εἶχε τήν καρδιά του στερεωμένη στήν ἐμπιστοσύνη του σ' αὐτόν, ἦταν κι αὐτός ἕνας μικρός θεός· ἔκανε θαύματα καί περπατοῦσε πάνω στά κύματα. Μόλις ὅμως τράβηξε τήν προσοχή του ὁ ἄνεμος, μόλις ἀποσπάστηκε ἀπό τήν ἐπαφή του μέ τόν Χριστό καί φοβήθηκε, ἄρχισε νά καταποντίζεται. Σώθηκε μόνον ὅταν «ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσον με!».

Κύριε, σῶσε μας!

    Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει παντοδύναμος, νά γίνει ἕνας μικρός θεός, μιμητής τοῦ Χριστοῦ, ἄν μείνει συνδεδεμένος μ' αὐτόν, σέ στενή καί ἀπόλυτη ἐπαφή μαζί του. Πόσες φορές, ἀλήθεια, δέν μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος τή δύναμη νά πατοῦμε πάνω σέ φίδια καί σέ σκορπιούς, νά περνοῦμε μπόρες καί καταιγίδες, νά περπατοῦμε πάνω στά κύματα; Πόσες φορές δέν ἄκουσε τή φωνή μας, τό S.O.S. πού ἐκπέμψαμε στίς θύελλες τῆς ζωῆς μας, καί δέν μᾶς ἔσωσε; Ἡ ἴδια ἡ ἱστορία μας εἶναι ἐκείνη πού μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Θεός μας καί μᾶς σπρώχνει νά τόν προσκυνήσουμε. Ἄν ὅλα αὐτά τά σκεφθοῦμε, τότε αὐθόρμητη θά βγεῖ ἀπό μέσα μας ἡ προσευχή·

    «Κύριε, παντοδύναμε Θεέ, Δημιουργέ καί Κυβερνήτα τοῦ σύμπαντος, Πλάστη μας καί Λυτρωτά μας, σ' εὐχαριστοῦμε πού πάνω στόν οὐρανό προσεύχεσαι γιά μᾶς. Θερμά σέ παρακαλοῦμε ὅλη ἡ Ἐκκλησία σου, πού δέρνεται μέσα στούς ὠκεανούς τῆς ψεύτικης καί διεστραμμένης ζωῆς, ἔλα, κατέβα ἀπό τό ὄρος, νά περπατήσεις μαζί μας πάνω στή θάλασσα πού διαπλέουμε, νά διατάξεις τούς ἀνέμους νά ἠρεμήσουν, νά μᾶς διασώσεις. Ἔλα, Κύριε, νά σέ δοῦμε ζωντανό νά μᾶς ἐνθαρρύνεις, ν' ἁπλώνεις τό χέρι σου καί νά μᾶς βοηθᾶς, μέσα στήν καρδιά μας, μέσα στήν οἰκογένειά μας, μέσα στήν κοινωνία, μέσα στόν κόσμο. Ἀμήν».

Στέργιος Ν. Σάκκος, Ἀπολύτρωσις 41 (1986) 109-110

Πέμπτη, 12 Ιούνιος 2014 03:00

Μθ 10,34

ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ ΜΑΧΑΙΡΑ
 

   Κύριος2 «Μή νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπί τήν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλά μάχαιραν» (Μθ 10,34). Ἀκριβέστερον μάλιστα ἐζητήθη νά ἀπαντήσομεν εἰς τό ἐρώτημα πῶς συμβιβάζεται τό χωρίο αὐτό πρός τό καθολικό πνεῦμα τῆς Γραφῆς, τό ὁποῖον εἶναι πνεῦμα εἰρήνης καί ἀγάπης. Τό θέμα τῶν φαινομενικῶν ἀντιφάσεων εἶναι σοβαρό ὅσο καί τό θέμα τῶν δυσνοήτων χωρίων. Εἶναι δυνατόν δύο χωρία νά φαίνονται εὐνόητα ἀλλά καί ἀσύμφωνα. Ἤ ἀκόμη συνθετώτερον πολλά χωρία νά φαίνονται ἀσύμφωνα πρός πολλά ἄλλα. Τότε ἄν ὄχι ὅλα τουλάχιστον ὁρισμένα ἔχουν νόημα διαφορετικό ἀπ' ὅ,τι φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως.
   Ἡ εἰρήνη εἶναι πράγματι θεία δωρεά. Καί ὡς κατάσταση καί ὡς ἀρετή θεωρεῖται στήν Γραφή ὡς μέγα τι καί θεμελιῶδες γιά τήν ζωή τῶν πιστῶν. Ὁ Θεός ὀνομάζεται «Θεός τῆς εἰρήνης» (Ρω 15,33· Α΄ Κο 14,33· Ἑβρ 13,20). Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός προφητεύθηκε ἀπό τόν προφήτη Ἠσαΐα ὡς ἄρχων τοῦ ὁποίου «τῆς εἰρήνης οὐκ ἔστιν ὅριον» (Ἠσ 9,7). Ὅταν γεννήθηκε, οἱ ἄγγελοι ψάλλοντες εὐηγγελίζοντο ὅτι ἦλθε «ἐπί γῆς εἰρήνη» (Λκ 2,14). Οἱ ἀπόστολοί του εὐηγγελίζοντο τήν εἰρήνη (Ρω 10,15· Ἐφ 2,17). Καί τό εὐαγγέλιό του εἶναι τό μόνο καί τό κατ' ἐξοχήν «εὐαγγέλιον εἰρήνης» (Ἐφ 6,15). Τήν βασιλεία τοῦ ἄρχοντος τῆς εἰρήνης τήν ἀποδέχονται οἱ «υἱοί τῆς εἰρήνης» (Λκ 10,5). Καί μόνο αὐτοί εἶναι ἄξιοι ὀπαδοί του. Τό πρῶτο δῶρο τό ὁποῖο χάρισε εὐθύς μετά τήν ἀνάστασή του στούς μαθητές του καί διά τῶν μαθητῶν του σέ ὅλους τούς πιστούς του εἶναι ἡ εἰρήνη. «Εἰρήνη ὑμῖν», ἦταν ὁ πρῶτος χαιρετισμός τοῦ Ἀναστάντος (Λκ 24,36· Ἰω 20,19). Αὐτός ὁ «Κύριος τῆς εἰρήνης» χαρίζει σ' ἐμᾶς «τήν εἰρήνην διά παντός» (Β΄ Θε 3,16). Οἱ ἁπανταχοῦ ἐκκλησίες εὐδοκιμοῦν ὅταν ἔχουν εἰρήνη (Πρξ 9,31). Ἡ εἰρήνη μετά τῆς χάριτος καί τοῦ ἐλέους ἀποτελοῦν τίς τρεῖς ὕψιστες δωρεές τίς ὁποῖες παρέχει ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους. «Χάριν, ἔλεος καί εἰρήνην» εὔχεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς πιστούς στά προοίμια ὅλων σχεδόν τῶν ἐπιστολῶν του (Α΄ Κο 1,3· Β΄ Κο 1,2· Ἐφ 1,2· Φι 1,2· Κλ 1,2· Α΄ Θε 1,1· Β΄ Θε 1,2· Α΄ Τι 1,2· Β΄ Τι 1,2· Ττ 1,4· Φλμ 3). Τό ἴδιο καί οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι (Β΄ Πέ 1,2· Β΄ Ἰω 3· Ἰδ 2). Θεός εἰρήνης, λοιπόν, εὐαγγέλιον εἰρήνης, βασιλεία εἰρήνης, υἱοί εἰρήνης, τά πάντα πάντοτε εἰρήνη. Αὐτό εἶναι ὁ Χριστιανισμός.
   Καί ὅμως ὁ ἀρχηγός τοῦ Χριστιανισμοῦ ὁ Κύριος ἡμῶν εἶπε· «Μή νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπί τήν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλά μάχαιραν» (Μθ 10,34). Τήν ἴδια ἀλήθεια παραδίδει καί ὁ ἱερός Λουκᾶς μέ διαφορετικές λέξεις· «Δοκεῖτε ὅτι εἰρήνην παρεγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῇ; Οὐχί λέγω ὑμῖν ἀλλ' ἤ διαμερισμόν» (Λκ 12,51). Δύο δέ στίχους ἀνωτέρω λέγει πάλι ὁ Κύριος· «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπί τήν γῆν» (αὐτόθι 49). Ὁ ἄρχων τῆς εἰρήνης ὁ ὁποῖος δοξολογεῖται ὡς φέρων «καί ἐπί γῆς εἰρήνην» κηρύσσει ὁ ἴδιος ὅτι δέν ἦλθε νά φέρει «εἰρήνην ἐπί τήν γῆν», ἀλλά πῦρ, μάχαιραν, διαμερισμόν, διχασμόν, πόλεμον! Διά νά μή παρερμηνεύσουμε μάλιστα τήν μάχαιραν ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος· «ἦλθον γάρ διχάσαι ἄνθρωπον κατά τοῦ πατρός αὐτοῦ» (Μθ 10,35). Τό εὐαγγέλιο τῆς εἰρήνης φέρει διχασμόν. Ἐκεῖνος πού εὔχεται στούς μαθητές «εἰρήνη ὑμῖν» κηρύσσει ὅτι δέν φέρει τήν εἰρήνη στήν γῆ. Πῶς συμβιβάζονται αὐτά; Ἡ Γραφή ἀντιφάσκει; Ἡ Γραφή δέν ἀντιφάσκει. Μόνον ἡ κακόβουλη καί ἡ ἐπιπόλαιη μελέτη τῆς Γραφῆς συνάγουν ἐξ αὐτῆς ἀντιφατικά συμπεράσματα. Ἐδῶ δέν πρόκειται γιά μία καί τήν αὐτή εἰρήνη. Δύο καταστάσεις ἀντίθετες χαρακτηρίζονται ἡ κάθε μιά ὡς εἰρήνη. Ὁ Χριστός διχάζει τήν ἱστορία, διχάζει καί τήν ἀνθρωπότητα. Διχάζει τήν ἱστορία στήν πρό Χριστοῦ καί μετά Χριστόν, στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί στόν κόσμο, στό φῶς καί στό σκότος. Ὁ Χριστός ἐδίχασε τήν ἀνθρωπότητα σέ δύο ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα. Αὐτή εἶναι ἡ «μάχαιρα». Αὐτός εἶναι ὁ «διχασμός» τόν ὁποῖο ἔφερε ὁ Χριστός καί ὁ ὁποῖος δέν ὑπῆρχε προηγουμένως. Διέσπασε τήν ἑνότητα καί τήν ὁμόνοια τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος ἀπό συμφώνου ἡμάρτανε καί παρέμενε στήν πλάνη.
   Γιατί ὅμως αὐτό; Διότι ἡ εἰρήνη δέν εἶναι πάντοτε ἀγαθόν. Ὑπάρχουν περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες εἶναι ὄλεθρος καί καταστροφή. Οἱ ἀρχαῖοι ἑρμηνευτές ἀναφέρουν ὁρισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιας εἰρήνης. «Οὐ γάρ πανταχοῦ ἡ ὁμόνοια καλόν», λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. «Καί ἐπί τοῦ πύργου ἐκείνου (τῆς Βαβέλ) τήν κακήν εἰρήνην ἡ καλή διαφωνία ἔλυσε καί ἐποίησεν εἰρήνην». Καί ἄλλος ἑρμηνευτής λέγει ὅτι «οὐ πᾶσα εἰρήνη ἄψογος καί καλή», ἀλλ' ὑπάρχει καί εἰρήνη βλαβερά, εἰρήνη πού μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό. Τέτοια εἰρήνη εἶναι «ὅταν εἰρηνεύουμε καί συμφωνοῦμε ἐπί καταλύσει τῆς ἀληθείας», ὅταν ἐν γένει πολλοί μαζί συμφωνήσουμε νά κάνουμε κάτι κακό. Καί ἄλλος παρατηρεῖ· «Ἔστι καί πόλεμος εὐαγής καί εἰρήνη πάσης ἀσπόνδου μάχης ἀργαλεωτέρα (= πονηροτέρα). Λησταί μέν γάρ πρός ἀλλήλους σπένδονται (= ἔχουν εἰρήνη) καί μοιχός πρός τήν μοιχευομένην, ὁ δέ πόρνος πρός τήν πορνευομένην». Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν εἰρήνη ὁ Χριστός τήν πολέμησε καί τήν διέσπασε ὅπως θά διασποῦσε μία κακή συνωμοσία.
   Καί ἡ μάχαιρα τοῦ διχασμοῦ τήν ὁποία ἔφερε ὁ Χριστός δέν ἐχώρισε μόνο ἔθνη καί πόλεις καί κοινωνίες καί τάξεις. Ἔσεισε καί αὐτό ἀκόμη τό κύτταρο τῆς κοινωνίας, τήν οἰκογένεια. Ὅπως λέγει στή συνέχεια τῶν λόγων του ὁ Κύριος, ἦλθε νά φέρει διχασμόν ἀκόμη καί μεταξύ συζύγων, μεταξύ γονέων καί τέκνων, μεταξύ ἀδελφῶν, μεταξύ νύμφης καί πενθερᾶς (Μθ 10,35· Λκ 12,52-53). Κριτήριο ἐπί τῇ βάσει τοῦ ὁποίου γίνεται ὁ διαχωρισμός εἶναι ἡ πίστη.
   Ὁ Χριστός θέλει οἱ ἄνθρωποί του νά ἔχουν μεταξύ τους εἰρήνη. Ἡ εἰρήνη ὅμως τήν ὁποία δίδει αὐτός οὐδέν κοινόν ἔχει μέ τήν ἐπαίσχυντη εἰρήνη τοῦ κόσμου ἡ ὁποία εἶναι αἰσχρή συνεννόηση γιά τήν διάπραξη κάθε κακοῦ. Ἡ εἰρήνη τῶν πιστῶν εἶναι ἡ ἄνωθεν εἰρήνη, εἶναι ἡ εἰρήνη ἐν Χριστῷ (Ἰω 16,33). Τήν διάκριση αὐτή μεταξύ τῆς μιᾶς καί τῆς ἄλλης εἰρήνης ἔκαμε σαφῶς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγοντας στούς μαθητές του· «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν· εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσιν ἐγώ δίδωμι ὑμῖν» (Ἰω 14,27). Τήν ἐν Χριστῷ εἰρήνη διακρίνει ἡ ἐπ' ἀγαθῷ ὁμοφροσύνη καί ἑνότης τῶν υἱῶν τῆς εἰρήνης. Κατά τήν ἐν Χριστῷ εἰρήνην εἰρηνεύοντες εἶναι μόνον ὅσοι ἔχουν τό αὐτό φρόνημα. Τό δέ φρόνημα τοῦτο εἶναι ἡ ἀλήθεια τήν ὁποία ἐκήρυξε ὁ Χριστός. Ἄνευ τῆς κοινῆς πίστεως εἰς τήν ἀλήθειαν αὐτήν ἡ εἰρήνη ὄχι μόνον δέν ἔχει ἀξίαν ἀλλ' εἶναι καί ἐπιβλαβής. Εἶναι ἡ εἰρήνη «ἐπί καταλύσει τῆς ἀληθείας».
   Τό ἰδανικόν εἰς τό ὁποῖον ἀγωνίζονται νά φθάσουν οἱ πιστοί εἶναι κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο ἡ «ἑνότης τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ 4,13). Οἱ τείνοντες πρός τό ἰδανικόν τοῦτο πρέπει νά «σπουδάζουν», νά ἀγωνίζονται δηλαδή νά τηροῦν μεταξύ των «τήν ἑνότητα τοῦ πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης» (Ἐφ 4,3). Ἡ ἐν Χριστῷ λοιπόν εἰρήνη συνυπάρχει μέ τήν κοινήν πίστιν, τήν ἰδεολογικήν ἑνότητα.
   Προηγεῖται ἡ ὁμοφροσύνη καί ἀκολουθεῖ ἡ εἰρήνη. Χάριν τῆς ὁμοφροσύνης καί ἡ εἰρήνη θυσιάζεται καί ὁ διχασμός ἐπιβάλλεται, ἀκόμη καί εἰς αὐτήν τήν οἰκογένειαν. Ὅταν ἕνας πιστεύει διαφορετικά στόν Χριστό, ἤ δέν πιστεύει καθόλου, δέν δυνάμεθα μετ' αὐτοῦ οὔτε εἰρήνην νά ἔχομε ἀλλά οὔτε καί χαιρετισμόν νά ἀνταλλάσσουμε. Ὅπως ἐκήρυξε αὐτός ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης (Β΄ Ἰω 10). «Τό αὐτό φρονεῖτε, εἰρηνεύετε», γράφει πρός τούς Κορινθίους ὁ Παῦλος (Β΄ Κο 13,11. Βλ. καί Ρω 12,16· 15,5 καί Φι 2,2· 3,16· 4,2).
   Ὅταν, ἀγαπητοί μας, ὁ Χριστός φέρει τόν διχασμό χάριν τῆς ἀληθείας, πῶς ἐμεῖς μποροῦμε νά συνάψουμε εἰρήνη εἰς βάρος τῆς ἀληθείας; Δέν μποροῦμε νά ἔχουμε συγχρόνως εἰρήνη καί μέ τόν Θεό καί μέ τόν κόσμο καί μέ τήν ἀλήθεια καί μέ τήν πλάνη. Εἰρήνη μέ τούς ἀπίστους, τούς ἀσεβεῖς, τούς αἱρετικούς σημαίνει ἔχθρα πρός τόν Θεό. Εἰρήνη μέ τόν Θεό σημαίνει ἔχθρα πρός τούς ποικίλους ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ καί τούς παραχαράκτες τῆς ἀληθείας, γιά τήν ὁποία Ἐκεῖνος σταυρώθηκε. «Κρείσσων πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης ἀπό Θεοῦ».


 
Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἡ ἔρευνα τῆς Γραφῆς, 22-26

Δευτέρα, 19 Μάιος 2014 03:00

Μθ 5,5

ΟΙ ΠΡΑΟΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ ΤΗΣ ΓΗΣ (Μθ 5,5)
 

   Ἡ ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία τοῦ Κυρίου, τήν ὁποία παραδίδει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος, ἀρχίζει μέ τούς ἐννέα γνωστούς μακαρισμούς. Στόν τρίτο μακαρισμό ὁ Κύριος μακαρίζει τούς πράους. «Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοί κληρονομήσουσι τήν γῆν» (Μθ 5,5).
   Τί εἶναι ὁ πρᾶος καί οἱ πρᾶοι ἄνθρωποι ὅλοι γνωρίζουμε. Αὐτός ὁ ὁποῖος δέν ὀργίζεται, δέν θυμώνει, δέν ἐκνευρίζεται, δέν προβαίνει σέ πράξεις κινούμενος ἀπό τήν ὀργή του, αὐτός ὁ ὁποῖος ὑπομένει μέ καρτερία, γενναιοφροσύνη καί ἀκακία τίς ὕβρεις καί τίς ἀδικίες τῶν ἄλλων, αὐτός εἶναι ὁ πρᾶος. Ἀλλά μέ μία διάκριση. Δέν εἶναι πρᾶος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος οὐδέποτε καί σέ καμιά περίπτωση δέν ὀργίζεται, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐκ φύσεως καί ἰδιοσυγκρασίας δέν ὀργίζεται γιά τίποτε, δέν ἀνησυχεῖ γιά τίποτε, ἀλλά μένει ἤρεμος, ὅ,τι κι ἄν συμβεῖ, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δέν γνωρίζει τί εἶναι θυμός καί ὀργή. Ἐκεῖνος εἶναι ἀναίσθητος, ψυχρή καί δυσκίνητη καί ἀδιάφορη φύση. Οὔτε εἶναι πρᾶος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος γιά λόγους ἐξωτερικούς δέν μπορεῖ νά ἐκδηλώσει τήν ὀργή του, ὁ κατ' ἀνάγκην πρᾶος. Πρᾶος εἶναι αὐτός πού ἔχει μέν ζωηρόν χαρακτήρα καί ὀργή καί θυμό, ἀλλά γιά λόγους πίστεως καί ἠθικῆς μπορεῖ νά ἀντιτάσσει στήν κακία τῶν ἄλλων τήν ἀκακία του, εἶναι ἱκανός νά συγκρατεῖ καί νά χαλιναγωγεῖ τήν ὀργή του, ὀργίζεται δέ ὅταν πρέπει.
   Διότι ὑπάρχουν περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες ἡ ὀργή ἐπιβάλλεται, ἡ δέ ἠρεμία καί ἡ ἀπάθεια στίς περιπτώσεις αὐτές εἶναι ἄξιες κατακρίσεως. Καί αὐτός ὁ Κύριος, τό πρότυπο τῆς πραότητος, ὀργίστηκε ἐπανειλημμένως, ὡς ἄνθρωπος καί ὄχι ὡς Θεός, ἅρπαξε φραγγέλιο (Μθ 21,12-13· Μρ 11,15-17· Λκ 19,45-46· Ἰω 2,14-16), ἤλεγξε μέ ὀργή (Μρ 3,5), καυτηρίασε τήν ὑποκρισία (Μθ 23,13-39). Εἶναι δέ γνωστό καί τό χωρίο τῶν ψαλμῶν «ὀργίζεσθε καί μή ἁμαρτάνετε» (Ψα 4,5), τό ὁποῖο ἐπαναλαμβάνει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὡς συμβουλή πρός τούς χριστιανούς (Ἐφ 4,26).
   Ἡ πραότητα στήν Γραφή προβάλλεται ὡς μία ἀπό τίς μεγαλύτερες ἀρετές, ὡς ἀρετή πού ἔχει πολλή σχέση μέ τήν ταπεινοφροσύνη, ὡς ἀπαραίτητο γνώρισμα τοῦ χριστιανοῦ, ὡς καρπός τοῦ ἁγίου Πνεύματος (Α΄ Κο 4,21· Β΄ Κο 10,1· Γα 5,22· 6,1· Ἐφ 4,2· Κλ 3,12· Β΄ Τι 2,25· Ττ 3,2· Ἰα 1,21· 3,13· Α΄ Πέ 3,4· 3,15). Ὁ Κύριος προφητεύθηκε ὡς «βασιλεύς πραΰς» (Ζα 9,9· Μθ 21,5) καί ὁ ἴδιος προβάλλει σ' ἐμᾶς τούς πιστούς του ὡς πρότυπο πραότητος τόν ἑαυτόν του· «Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ' ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ' ἐμοῦ, ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» (Μθ 11,29). Ἡ ὑπομονή, ἡ αὐτοθυσία καί ἡ ταπείνωση, ὅπως φαίνεται ἀπό τούς λόγους αὐτούς τοῦ Κυρίου, εἶναι τό ἔδαφος, ὅπου ἀνθίζει τό ἄνθος τῆς πραότητος. Πῶς μακαρίζει ὁ ἴδιος τούς πράους καί τί ὑπόσχεται ὡς ἔπαθλο σ' αὐτούς, τό βλέπουμε στόν μακαρισμό πού ἑρμηνεύουμε· «Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοί κληρονομήσουσι τήν γῆν».
   Ἀλλά ποιά εἶναι ἡ «γῆ» πού ὑπόσχεται; Ποιό τό βραβεῖο τῆς πραότητος; Προτάθηκαν πολλές ἀλληγορικές ἑρμηνεῖες καί μία ἱστορική. Οἱ Ἀλεξανδρινοί θεολόγοι τοῦ γ΄ καί δ΄ αἰῶνος καθώς καί ὁρισμένοι ἀπό τούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Ἱερώνυμος, Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἐξηγώντας τό χωρίο δέχθηκαν ὅτι ἡ «γῆ» πού ἀναφέρεται ἐδῶ εἶναι νοητή, εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἡ πνευματική γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ἡ ἄνω Ἰερουσαλήμ.
Τρεῖς Λατῖνοι πατέρες, ὁ Ἱλάριος, ὁ Ἀμβρόσιος καί ὁ Λέων, εἶπαν ὅτι «γῆ» στό χωρίο αὐτό εἶναι τό ἔνδοξο σῶμα τοῦ πιστοῦ μετά τήν κοινή ἀνάσταση καί κατ' ἐπέκτασιν τό ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου γίνονται μέτοχοι καί τρόπον τινά κατακτοῦν καί κληρονομοῦν διά τῆς θείας Κοινωνίας καί τῆς συμμορφώσεως πρός αὐτό. Κοινωνοῦντες δηλαδή τό ἄχραντο σῶμα καί τό τίμιο αἷμα, ἀγωνιζόμενοι καί ἀσκοῦντες κάθε ἀρετή, γίνονται «σύμμορφοι» πρός τό ἔνδοξο σῶμα τοῦ Κυρίου κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Ρω 8,29· Φι 3,21).
   Σύμφωνα μέ ἄλλη, νεώτερη ἑρμηνεία, «γῆ» εἶναι τό σῶμα καί ὁ ὅλος ἄνθρωπος, τῶν ὁποίων ὁ πρᾶος εἶναι κύριος καί καλός ἡνίοχος διά τῆς πραότητος. Χαλιναγωγεῖ μέ αὐτήν τά πάθη του καί τήν ὀργή του καί μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ὡς κύριος καί κληρονόμος τοῦ ἑαυτοῦ του.
   Μία τέταρτη, ἐπίσης νεώτερη, ἑρμηνεία δέχεται ὅτι «γῆ» εἶναι κάθε ἄνθρωπος, πάνω στόν ὁποῖο ἐπιβάλλεται καί τόν ὁποῖο κατακτᾶ ὁ πρᾶος μέ τήν πραότητά του.
   Ἡ πέμπτη καί ἱστορική ἑρμηνεία ἐπικρατεῖ καί ἐπιδοκιμάζεται περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη στήν Ἐκκλησία καί κατά τήν ἀρχαιότητα καί μεταγενέστερα. Εἶναι ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, τήν ὁποία δέχονται καί ἐπιδοκιμάζουν μετά ἀπό αὐτόν ὁ Θεοφύλακτος, ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνός καί τέσσερις ἄλλοι ἀνώνυμοι ἀρχαῖοι ἑρμηνευτές. Κατά τήν ἑρμηνεία αὐτή τό χωρίο εἶναι ἁπλό. Ἡ «γῆ» δέν εἶναι καμία νοερή γῆ, ἀλλά αὐτή ἡ γῆ πού κατοικοῦμε τώρα. Ὁ μακαρισμός τῶν πράων ἀποδίδει ἐπιγραμματικά τό νόημα τοῦ 36 ψαλμοῦ. Στόν ψαλμό αὐτό, καί ἰδιαίτερα στούς στίχους 3, 9, 11, 20, 22, 28, 29, 34, 37, 38, ὁ Δαβίδ ψάλλει διδάσκοντας ὅτι οἱ μέν φαῦλοι καί ἄδικοι καί ἀσεβεῖς, παρ' ὅλες τίς προσπάθειές τους νά ἐπικρατήσουν καί νά ποδοπατήσουν τούς δικαίους καί νά ἁρπάσουν γιά τούς ἑαυτούς τους, εἰ δυνατόν, ὅλα τά ἀγαθά τῆς γῆς, ἀφανίζονται «ὡσεί καπνός» καί «τό σπέρμα αὐτῶν ἐξολοθρευθήσεται», οἱ δέ «πραεῖς», «οἱ ποιοῦντες χρηστότητα», «οἱ ὑπομένοντες τόν Κύριον», δηλαδή τούς πειρασμούς πού ἐπιτρέπει ὁ Κύριος, «οἱ εἰρηνικοί», «οἱ εὐλογοῦντες τόν Κύριον», αὐτοί «κληρονομήσουσι γῆν». Ὁ Δαβίδ ἐννοεῖ τήν γῆ τήν παροῦσα, τά ἀγαθά αὐτῆς, τήν μακροζωία, καί κατ' ἐπέκτασιν τήν ἐπικράτηση καί προκοπή τῶν ἀπογόνων τοῦ πράου.
   Τό ἴδιο νόημα δίδει καί ὁ Κύριος στόν μακαρισμό αὐτό. Ὑποδεικνύει αἰσθητό ἔπαθλο. Ἡ Καινή Διαθήκη δέν ἀποκλείει τά αἰσθητά ἔπαθλα τῶν ἀρετῶν οὔτε τίς αἰσθητές ποινές τῶν κακιῶν. Ὁ Κύριος στήν ἴδια ὁμιλία του θεωρεῖ ὡς ἔνοχο ἐνώπιον τοῦ ἰουδαϊκοῦ συνεδρίου αὐτόν πού θά ἀποκαλέσει τόν ἀδελφό του «ρακά». Αὐτό εἶναι μία τιμωρία στήν παροῦσα ζωή. Στήν Κυριακή προσευχή μᾶς διδάσκει νά ζητᾶμε καί ὑλικά ἀγαθά, ὅπως εἶναι ὁ ἐπιούσιος ἄρτος. Ὁ Παῦλος ὡς ἔπαθλο τοῦ παρθενικοῦ βίου, ἐκτός ἀπό τά πνευματικά ἔπαθλα στήν μέλλουσα ζωή, ὑποδεικνύει καί γιά τήν παροῦσα ζωή τήν ἀμεριμνησία (Α΄Κο 7,26. 28. 32). Καί πάλι ὁ Κύριος λέγει γι' αὐτούς πού ἀπαρνοῦνται τόν ἑαυτόν τους ὅτι «οὐδείς ἐστιν ὅς ἀφῆκεν οἰκίαν ἤ ἀδελφούς ἤ ἀδελφάς ἤ πατέρα ἤ μητέρα ἤ γυναῖκα ἤ τέκνα ἤ ἀγρούς ἕνεκεν ἐμοῦ..., ἐάν μή λάβῃ ἑκατονταπλασίονα νῦν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ... καί ἐν τῷ αἰῶνι τῷ ἐρχομένῳ ζωήν αἰώνιον» (Μρ 10,29-30). Ἡ χαρά δηλαδή καί ἡ εὐτυχία τήν ὁποία θά αἰσθανθεῖ αὐτός πού θά ἀπαρνηθεῖ ὅλα αὐτά, πού θεωροῦνται ὅτι φέρνουν χαρά, θά εἶναι μεγάλη καί στήν παροῦσα ζωή.
   Ἀλλά μή νομίσει κανείς ὅτι οἱ ὑλικές ἀμοιβές ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου εἶναι σκοπός τῆς χριστιανικῆς ἁγιότητος. Σέ καμιά περίπτωση. Στούς περισσότερους ἄλλωστε μακαρισμούς μακαρίζονται ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀδικοῦνται καί ὑποφέρουν στόν παρόντα κόσμο γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί γιά τήν ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν. Τό βαθύτερο νόημα τοῦ παρόντος μακαρισμοῦ, στόν ὁποῖο δέν ἀποκλείεται ἡ ὑλική ἀμοιβή, εἶναι ἄλλο. Κατ' ἀρχήν ὁ Κύριος θέλει νά πεῖ· Μήν νομίσετε ὅτι οἱ ἅρπαγες, οἱ ἄδικοι, οἱ κυλιόμενοι στίς ἀπολαύσεις τῆς παρούσης ζωῆς, ἀπολαμβάνουν αὐτά πού φαίνονται ὅτι ἀπολαμβάνουν καί στά ὁποῖα ρίπτονται ὡς κόρακες πειναλέοι. Ὄχι. Αὐτοί ἀπολαμβάνουν πολύ λιγώτερο τά ἀγαθά τῆς γῆς καί τήν ἐδῶ χαρά παρά οἱ δίκαιοι πού τά στεροῦνται. Ὁ ἁμαρτωλός δέν ἀποκομίζει χαρά ἀπό τήν ἁμαρτία του, καί ὁ ἄδικος δέν ἀποκομίζει ἱκανοποίηση ἀπό τήν ἀδικία του, καί ὁ ἅρπαγας δέν βρίσκει ἀπόλαυση στήν ἁρπαγή του. Πολύ περισσότερο αἰσθάνεται χαρά καί ἱκανοποίηση καί ἀθώα ὑλική ἀπόλαυση ὁ στερούμενος μέσα στήν στέρησή του, ὁ ἀδικούμενος στήν καταδίωξή του, καί ὁ πρᾶος στήν ὑπομονή του.
   Ἄλλο βαθύ νόημα τοῦ μακαρισμοῦ εἶναι ὅτι ἡ παροῦσα ζωή, ὅταν εἶναι ὅπως τήν θέλει ὁ Κύριος, εἶναι τμῆμα τῆς αἰωνίου ζωῆς καί ἔχει ἐξ ἀρχῆς τόσο τίς πνευματικές ὅσο καί τίς ὑλικές ἀπολαύσεις, ἐφ' ὅσον ζοῦμε ἐν σώματι. Μόνο πού οἱ ὑλικές ἀπολαύσεις πρῶτον μέν εἶναι πάντοτε ἁπλές καί ἀθῶες, δεύτερον δέ ὑποχωροῦν ἔναντι τῶν πνευματικῶν, διότι στήν ζωή τήν κατά Χριστόν κυριαρχεῖ τό πνεῦμα. Ὁ πιστός, καλῶς ἐχόντων τῶν πραγμάτων, δέν εἶναι ἀμέτοχος τῶν ἀναγκαίων καί ἀθώων ὑλικῶν ἀπολαύσεων. Τίς ἀπαρνεῖται ὅμως, ὅταν ἡ διατήρησή τους συνεπάγεται ἄρνηση τῆς πίστεως, ἀπώλεια τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν, συμβιβασμό πρός τήν ἁμαρτωλή ζωή τοῦ κόσμου.
 

Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἡ ἔρευνα τῆς Γραφῆς, 17-21

Πέμπτη, 16 Δεκέμβριος 2021 03:00

Μθ 1,25

«Καί οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν, ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον» (Μθ 1,25)

 

   Ἡ γνώση τῆς ὀρθῆς ἑρμηνείας τοῦ ἐν λόγῳ χωρίου εἶναι κατ' ἐξοχήν ἀναγκαία, καθ' ὅσον παλαιότεροι καί σύγχρονοι αἱρετικοί διαστρεβλώνουν καί παρερμηνεύουν τό χωρίο καί τό χρησιμοποιοῦν κατά τῆς ἀειπαρθενίας τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου.

 xristougenna c  Τό χωρίο αὐτό βρίσκεται στό τέλος τοῦ α΄ κεφαλαίου τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου, ὅπου ἀναφέρεται ἡ γενεαλογία καί ἡ γέννηση τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ εὐαγγελιστής μέ πολλή ἁπλότητα σημειώνει ὅτι ὁ δίκαιος Ἰωσήφ ταράχτηκε ὅταν ἀντιλήφθηκε τήν ἐγκυμοσύνη τῆς μνηστῆς του. Ἄγγελος Κυρίου ὅμως βεβαίωσε τόν Ἰωσήφ γιά τήν ἐκ Πνεύματος ἁγίου σύλληψη τῆς παρθένου, σύμφωνα καί μέ τήν προφητεία τοῦ Ἠσαΐα, καί τοῦ γνωστοποίησε ὅτι διορίζεται ἀπό τόν Θεό προστάτης τῆς παρθένου.

   Ἡ φράση «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν» σημαίνει ὅτι δέν εἶχε μαζί της συζυγικές σχέσεις. Ἡ φράση ὅμως πού ἀκολουθεῖ εἶναι ἐκείνη στήν ὁποία βασιζόμενοι οἱ αἱρετικοί ὑποστήριξαν τήν βλάσφημη ἰδέα ὅτι ἡ Μαριάμ ἦταν μέν παρθένος μέχρι τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά στήν συνέχεια ἀπέκτησε καί ἄλλα παιδιά μέ τόν Ἰωσήφ. Ἡ μετάφραση τοῦ χωρίου κατά λέξιν εἶναι: «Καί δέν εἶχε μαζί της συζυγικές σχέσεις, ἕως ὅτου γέννησε τόν υἱό της τόν πρωτότοκο». Ἡ δεύτερη πρόταση παρεξηγήθηκε, διότι δέν ἔγινε κατανοητό τό πνεῦμα μέ τό ὁποῖο τήν λέγει ὁ εὐαγγελιστής καί δέν ἐλήφθη ὑπ' ὄψιν ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο συνηθίζει νά ἐκφράζεται ἡ Γραφή. Ἀπό τό «ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς» συμπεραίνουν οἱ αἱρετικοί ὅτι μέχρι τότε ἡ παρθένος Μαρία ἦταν χωρίς ἄνδρα, ἐνῶ μετά εἶχε συζυγικές σχέσεις. Καί ἀπό τήν λέξη «πρωτότοκος» συμπεραίνουν ὅτι ἀπέκτησε καί ἄλλα παιδιά.

   Κατ' ἀρχήν εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ὁ εὐαγγελιστής διηγούμενος τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ θέλει νά τονίσει τήν ἄσπορη σύλληψή του ἐκ Πνεύματος ἁγίου καί τήν ἐκ παρθένου γέννησή του. Δέν προτίθεται καθόλου νά μᾶς πληροφορήσει γιά τόν προσωπικό βίο τῆς Παρθένου. Ὅταν ἔγραφε ὁ εὐαγγελιστής, πιθανόν νά ζοῦσε καί ἡ Παρθένος, ὁπωσδήποτε ὅμως ζοῦσαν ἄνθρωποι μέ τούς ὁποίους αὐτή συναναστράφηκε. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς γενιᾶς ἐκείνης δέν γνώριζαν μέν τήν ζωή τῆς Μαρίας πρίν ἀπό τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά γνώριζαν τήν ζωή της μετά τήν γέννηση ἐκείνου. Γνώριζαν ὅτι δέν εἶχε ἄλλα παιδιά, καί συνεπῶς δέν ὑπῆρχε ἀνάγκη γιά περισσότερες ἐξηγήσεις. Ἔπειτα τό «ἕως οὗ» δέν περιέχει ἄρνηση τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Μαρίας. Μέ αὐτό ὁ εὐαγγελιστής ἐννοεῖ ὅτι κατά τό διάστημα τό ὁποῖο μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ Μαρία ἦταν παρθένος. Δέν ἐννοεῖ μέ κανένα τρόπο ὅτι κατά τό ὑπόλοιπο διάστημα συνέβαινε τό ἀντίθετο. Εἶναι πολύ αὐθαίρετο ἕνα τέτοιο συμπέρασμα. Ἄλλωστε ἡ λέξη «ἕως» στήν Γραφή εἰδικά δέν σημαίνει ἀποκλειστικά καί πάντοτε ἕνα χρονικό ὅριο. Δέν σημαίνει ὅτι μέχρις ἑνός χρονικοῦ ὁρίου γίνεται κάτι καί μετά ἀπό αὐτό παύει νά γίνεται. Ἀλλά σημαίνει ὅτι μέχρι τό σημεῖο γιά τό ὁποῖο ἐνδιαφέρεται ὁ θεόπνευστος συγγραφέας γίνεται κάτι, ἀλλά τό τί γίνεται στήν συνέχεια ἀφήνεται ἀκαθόριστο, διότι δέν ἐνδιαφέρει τόν συγγραφέα.

   Κάνοντας τήν παρατήρηση αὐτή ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ Χρυσόστομος, ὁ Δαμασκηνός, ὁ Ζιγαβηνός καί ἄλλοι πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς ἀναφέρουν ἀρκετά παραδείγματα ἀπό τήν ἁγία Γραφή, γιά νά ἀποδείξουν ὅτι αὐτή ἡ χρήση τοῦ «ἕως» εἶναι συνηθισμένη στήν Γραφή.

 * Στήν Γένεση π.χ. λέγεται ὅτι ὁ Νῶε, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη στήν κιβωτό, ἔστειλε τόν κόρακα γιά νά δεῖ ἄν ὑποχώρησαν τά νερά, καί ὁ κόρακας «οὐκ ἀνέστρεψεν, ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τό ὕδωρ» (Γέ 8,7). Βεβαίως οὔτε κατόπιν ἐπέστρεψε, καί περί αὐτοῦ κανείς δέν ἔχει ἀντίρρηση.

* Στήν Γένεση ἐπίσης ὁ Θεός λέγει στόν Ἰακώβ· «Οὐ μή σε ἐγκαταλίπω, ἕως τοῦ ποιῆσαί με πάντα ὅσα ἐλάλησά σοι» (Γέ 28,15). Ὁπωσδήποτε τό χωρίο δέν θέλει νά πεῖ ὅτι μετά τήν ἐκπλήρωση τῶν λόγων του ὁ Θεός θά ἐγκατέλειπε τόν Ἰακώβ.

* Γιά τήν Μελχόλ, θυγατέρα τοῦ Σαούλ, ἡ Γραφή λέγει: «Καί τῇ Μελχόλ οὐκ ἐγένετο παιδίον (= δέν γεννήθηκε παιδί ἀπό τήν Μελχόλ), ἕως τῆς ἡμέρας τοῦ ἀποθανεῖν αὐτήν» (Β΄ Βα 6,23). Τοῦτο βεβαίως δέν σημαίνει ὅτι μετά τόν θάνατό της ἡ Μελχόλ γέννησε.

* Στούς Ψαλμούς ὁ Δαβίδ λέγει γιά τήν βασιλεία τοῦ Μεσσία· «Ἀνατελεῖ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δικαιοσύνη καί πλῆθος εἰρήνης, ἕως οὗ ἀνταναιρεθῇ ἡ σελήνη» (Ψα 71,7). Ἀλλά μήπως, ὅταν παρέλθει ἡ σελήνη καί ὅλος ὁ ὑλικός κόσμος, θά παύσει νά ὑπάρχει ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ;

* Καί πάλι ὁ Δαβίδ λέγει ἐν Πνεύματι ἁγίῳ· «Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· Κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἄν θῶ τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου» (Ψα 109,1). Ποιός ὅμως ἀμφιβάλλει ὅτι καί ὅταν τεθοῦν οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ ὑπό τούς πόδας του δέν θά παύσει αὐτός νά κάθεται ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός; Περί αὐτοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι ὁ Χριστός «εἰς τό διηνεκές ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ» (Ἑβ 10,12).

* Ἐξάλλου ὁ ἴδιος εὐαγγελιστής Ματθαῖος στό τέλος τοῦ Εὐαγγελίου του ἀναγράφει τούς τελευταίους λόγους τοῦ Κυρίου πρός τούς μαθητές του· «Καί ἰδού ἐγώ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Μθ 28,20). Νά ὑποθέσει κανείς ὅτι ὁ Κύριος μετά τήν συντέλεια τοῦ αἰῶνος θά ἐγκαταλείψει τούς μαθητές του; Ἀσφαλῶς ὄχι.

   Ὅπως βλέπουμε, λοιπόν, τό «ἕως» σέ κανένα ἀπό τά προηγούμενα χωρία δέν σημαίνει ὅτι γίνεται κάτι μέχρις ἑνός χρονικοῦ σημείου καί μετά τό σημεῖο αὐτό παύει νά γίνεται. Αὐτή ἡ χρήση τοῦ συνδέσμου «ἕως» συναντᾶται καί στόν καθημερινό μας λόγο. Λέγει π.χ. ὁ γιατρός στόν ἄρρωστο· «Δέν θά καπνίσεις, ἕως ὅτου (μέχρι νά) πεθάνεις». Καί ἡ μητέρα λέει στά παιδιά της· «Καθῆστε ἥσυχα, ἕως ὅτου (μέχρι νά) ἐπιστρέψω».

   Ἀπό τά παραδείγματα αὐτά ἀποδεικνύεται ὅτι τό «ἕως οὗ» κατ' οὐσίαν σημαίνει τό «διά παντός» ἤ τό «οὐδέποτε», διότι διά παντός ὁ Ἰησοῦς κάθεται ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός, διά παντός ἡ βασιλεία του ὑπάρχει, διά παντός εἶναι μαζί μέ τούς ἐκλεκτούς του, ὅπως ἐπίσης οὐδέποτε ὁ κόρακας ἐπέστρεψε στήν κιβωτό, οὐδέποτε ἡ Μελχόλ γέννησε. Συνεπῶς τό «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν, ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον» σημαίνει, ὅπως ἑρμηνεύει καί ὁ πολύς Νικηφόρος Θεοτόκης, ὅτι «οὐδέποτε ὁ Ἰωσήφ συνεμίγη τῇ ἁγίᾳ παρθένῳ, ἀλλ' αὐτή παρθένος ἦν καί πρό τόκου καί ἐν τόκῳ καί μετά τόκον καί διά παντός».

   Κακῶς ἐπίσης ἀπό τήν φράση «τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον» συμπεραίνουν ὅτι, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς ἦταν πρωτότοκος, ἡ Παρθένος εἶχε καί ἄλλα παιδιά μικρότερα. Διότι στήν ἁγία Γραφή πρωτότοκος κυρίως ὀνομάζεται ὄχι ὁ μεγαλύτερος μεταξύ τῶν ἀδελφῶν, ἀλλά αὐτός πού πρῶτος διανοίγει τήν μήτρα, εἴτε γεννηθοῦν καί ἄλλοι ἀδελφοί εἴτε δέν γεννηθοῦν. Ὅταν χρειάζεται νά ἀντιδιασταλεῖ ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός ἀπό τούς μικρότερους, ὀνομάζεται «μείζων» ἤ « πρεσβύτερος». Σαφῶς ἡ Γραφή μᾶς δίδει τήν ἐξήγηση τοῦ ὅρου «πρωτότοκος» λέγοντας· «Ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτότοκον πρωτογενές διανοῖγον πᾶσαν μήτραν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ ἀπό ἀνθρώπου ἕως κτήνους» (Ἔξ 13,2· πρβλ. 34,19). Καί ἀλλοῦ δύο ἀγελάδες ὀνομάζονται «πρωτοτοκοῦσαι», ἄν καί θυσιάζονται χωρίς νά προλάβουν νά γεννήσουν γιά δεύτερη φορά (Α΄ Βα 6,10.14). Ἀπό τά χωρία αὐτά ὁ Μ. Βασίλειος συμπεραίνει ὅτι «οὐ πάντως ὁ πρωτότοκος πρός τούς ἐπιγιγνομένους ἔχει τήν σύγκρισιν, ἀλλ' ὁ πρῶτος διανοίγων μήτραν πρωτότοκος ὀνομάζεται». Ὀνομάζεται δηλαδή ἕνας πρωτότοκος, ὄχι ἐπειδή ἔχει ἐξάπαντος μικροτέρους ἀδελφούς, ἀλλ' ἐπειδή πρῶτος διανοίγει τήν μήτρα τῆς μητέρας του. Καί ἀλλοῦ πάλι λέγει ὁ Θεός· «Ἰδού ἐγώ εἴληφα τούς Λευΐτας ἐκ μέσου τῶν υἱῶν Ἰσραήλ ἀντί παντός πρωτοτόκου διανοίγοντος μήτραν παρά τῶν υἱῶν Ἰσραήλ» (Ἀρ 3,12).

   Ἀπό τά προηγούμενα χωρία συνάγεται, ἐκτός τῶν ἄλλων, καί ὅτι ἡ λέξη «πρωτότοκος» στήν Γραφή εἶναι ὅρος ὁ ὁποῖος ἀρχικά χαρακτήριζε τά πρωτότοκα τῶν ἀνθρώπων καί τῶν κτηνῶν, τά ὁποῖα ἀνῆκαν στόν Θεό, καί κατόπιν σήμαινε καί κάθε διαλεγμένο καί ἀφιερωμένο σ' αὐτόν, ἀνεξάρτητα ἀπό γενεαλογική σειρά ἤ ὕπαρξη ἄλλων ἀδελφῶν. Διότι ἡ φυλή τοῦ Λευΐ, γιά τήν ὁποία μιλᾶ τό τελευταῖο χωρίο, οὔτε ἀπό τόν πρωτότοκο υἱό τοῦ Ἰακώβ καταγόταν, διότι πρωτότοκος ἦταν ὁ Ρουβήν, οὔτε ἦταν αὐτή πού ἐξαρχῆς ἔλαβε τά πνευματικά πρωτοτόκια, διότι αὐτά τά ἔλαβε ἡ φυλή τοῦ Ἰούδα.

   Μ' αὐτό τό πνεῦμα μιλᾶ ὁ Θεός καί γιά τήν φυλή τοῦ Ἐφραίμ διά τοῦ προφήτου Ἰερεμίου· «Ἐγενόμην τῷ Ἰσραήλ εἰς πατέρα, καί Ἐφραίμ πρωτότοκός μού ἐστι» (Ἰε 38,9).

   Ὁμοίως καί γιά τόν Δαβίδ· «Κἀγώ πρωτότοκον θήσομαι αὐτόν, ὑψηλόν παρά τοῖς βασιλεῦσι τῆς γῆς» (Ψα 88,28). Ὁ Δαβίδ κατά σάρκα δέν ἦταν πρωτότοκος γιός τοῦ πατέρα του. Ἀλλά ὁ Θεός τόν διάλεξε καί τόν κατέστησε πρωτότοκο. Γι' αὐτό ἄλλωστε δέν λέγει «εἶναι πρωτότοκος» ἀλλά «πρωτότοκον θήσομαι αὐτόν», θά τόν κάνω πρωτότοκο.

   Μ' αὐτήν τήν ἔννοια καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει τόν λαό τῆς Ἐκκλησίας «Ἐκκλησίαν πρωτοτόκων» (Ἑβ 12,23), δηλαδή ἐκλεκτῶν.

   Ὁ ἴδιος τέλος ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος λόγῳ τῆς κατά σάρκα γεννήσεώς του καλεῖται πρωτότοκος γιός τῆς Παρθένου, ὀνομάζεται καί ὡς Θεός πρωτότοκος τοῦ Πατρός του. Διότι λέγει πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή· «Ὅταν δέ πάλιν εἰσαγάγῃ (ὁ Πατήρ) τόν πρωτότοκον εἰς τήν οἰκουμένην, λέγει· Καί προσκυνησάτωσαν αὐτῷ πάντες ἄγγελοι Θεοῦ» (Ἑβ 1,6). Τί συμβαίνει λοιπόν; Ὅτι ὁ Χριστός εἶναι μονογενής υἱός τῆς Μαρίας δύναται ὁ κακόπιστος νά ἀμφιβάλλει. Ποιός ὅμως μπορεῖ νά ἀμφιβάλλει ὅτι εἶναι μονογενής υἱός τοῦ Θεοῦ Πατρός; Κανείς. Καί ὅμως στό ἀνωτέρω χωρίο καλεῖται πρωτότοκος τοῦ Θεοῦ Πατρός. Ὁ Χριστός λέγεται πρωτότοκος. Ὁ ὅρος ἑπομένως «πρω­τότοκος» δέν σημαίνει κατ' ἀνάγκην ὅτι ὑπάρχουν καί δευτε­ρό­τοκοι. Ἀλλά σημαίνει τόν πρῶτο πού διανοίγει μήτρα, καί λαμβάνοντας ὑψη­λότερο νόημα στήν Καινή Διαθήκη ὁ ὅρος, σημαίνει τόν ἐκλεκτό καί κυρίαρχο στήν κληρονομία τοῦ Θεοῦ, τόν κατ' ἐξοχήν ἀγαπητό, καί τόν μονογενῆ.

   Ἡ Παρθένος, λοιπόν, ἕνα μόνον υἱό γέννησε, τόν Θεάνθρωπο Κύριο. Ἀλλά γιά τό θέμα τῆς ἀειπαρθενίας τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου θά μιλή­σουμε καί σέ ἑπόμενο ἄρθρο.

Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἡ ἔρευνα τῆς Γραφῆς, 185-190

Δευτέρα, 19 Μάιος 2014 03:00

Μνήμη γενοκτονίας Ποντίων

    genoktonia pontionΣινώπη, ᾿Αμάσεια, Σαμψούντα, Κερασούντα, Τραπεζούντα... πόλεις πανάρχαιες τῆς ἑλληνικῆς γῆς τοῦ Πόντου. Μία στατιστική στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα, τό 1913, σηματοδοτεῖ τήν πνευματική τους ἄνθηση· 700.000 ὀρθόδοξοι ῞Ελληνες, 1459 ἱερεῖς, 1131 ἐκκλησιές, 1057 σχολεῖα, 1236 δάσκαλοι καί δασκάλες καί 75.953 μαθητές καί μαθήτριες. Δυστυχῶς τό ζηλευτό τοῦτο σκηνικό ἀμαυρώνει ἡ προέλαση τῶν Νεοτούρκων. Πίσω ἀπό τά παραπλανητικά συνθήματά τους «ἐλευθερία-δικαιοσύνη-ἀδελφοσύνη» πρός τούς ῞Ελληνες χριστιανούς κρύβεται ἕνα πανοῦργο σχέδιο, ἡ γενοκτονία τους.
    Σέ δύο φάσεις πραγματοποιεῖται ἡ ὁλοκληρωτική ἐξόντωση τῶν ῾Ελλήνων τοῦ Πόντου. ῾Η πρώτη ἀπό τό 1914 ὥς τό τέλος τοῦ Α' Παγκοσμίου πολέμου (1918) καί ἡ δεύτερη ἀπό τό 1919 ὥς τό 1923 (κεμαλική περίοδος- πόλεμος Μικρᾶς ᾿Ασίας). Οἱ Νεότουρκοι ὄχι μόνο ἀκολουθοῦν τ᾿ ἀχνάρια τῶν προγόνων τους -συνεχίζουν τίς δολοφονίες, τούς βιασμούς καί τίς κλοπές-, ἀλλ᾿ ἐφαρμόζουν καί δύο ἀπάνθρωπους τρόπους ἐξόντωσης, γερμανικῆς ἐπινόησης.
    Πόσοι ῞Ελληνες δέν ψυχορραγοῦν στά βάθη τῆς Μ. ᾿Ασίας, σ᾿ ἐκεῖνα τά ὀνομαστά τάγματα ἐργασίας «Ameles tabour», ἀκριβέστερα «τάγματα θανάτου»; ῾Ο Τοῦρκος δυνάστης τούς χρησιμοποιεῖ τάχα σέ διάφορα ἔργα διάνοιξης δρόμων, σέ λατομεῖα, ὀρυχεῖα· στήν πραγματικότητα ὅμως κάτω ἀπό ἐξοντωτικές συνθῆκες, βροχές καί χιόνια, μέ βρισιές, ξύλο καί λιτή τροφή λιγοστεύει τό νῆμα τῆς ζωῆς τους. «῞Οπλα δέ μᾶς ἔδωσαν, μόνη στρατιωτική μας ἐξάρτηση ἦταν μιά ἄθλια χλαίνη, αὐτή γιά στρῶμα, αὐτή καί γιά παλτό. Βρισκόμασταν στό τέλος ᾿Οκτωβρίου καί τό χιόνι ἄρχισε νά πέφτει στήν περιοχή. ᾿Από τό πρωί μέχρι τά μεσάνυχτα κουβαλούσαμε πυρομαχικά... ῞Ενα κομμάτι ψωμί καί μιά νερόβραστη σούπα, δυό φορές τήν ἡμέρα, ἦταν τό φαγητό μας. Κάθε μέρα πέθαινε κάποιος ἀπό τήν ἐξάντληση ἤ τό ξυλοκόπημα. Πολλές φορές τά παλιά μας τσαρούχια τά ψήναμε στή φωτιά, τά ἁλατίζαμε καί τά τρώγαμε. Τό Νοέμβριο ἄρχισε νά μᾶς θερίζει καί ὁ τύφος, ὅμως τό ἄνοιγμα τῶν δρόμων ἀπό τά χιόνια συνέχιζε καί πολλές φορές ἀντικαθιστούσαμε τά ζῶα στό νά τραβᾶμε κάρρα ἤ πυροβόλα», ἀφηγεῖται ἕνας αὐτόπτης μάρτυρας.
    ᾿Αλλά καί ὁ δεύτερος τρόπος ἀφανισμοῦ τοῦ ποντιακοῦ ῾Ελληνισμοῦ εἶναι τό ἴδιο ὕπουλος καί φοβερός. Κατά τή διάρκεια τοῦ Α' Παγκοσμίου πολέμου καί μέ τό πρόσχημα τῆς «στρατιωτικῆς ἀσφάλειας» τῶν τουρκικῶν πόλεων ἐκτοπίζουν ἕνα πλῆθος ῾Ελλήνων ἀπό τά παράλια στό ἐσωτερικό. Καί σχηματίζεται τότε μιά ἀτέλειωτη σειρά ἀπό λευκασμένους γέροντες, πονεμένες γυναῖκες καί σκιαγμένα παιδιά πρός τή μικρασιατική ἐνδοχώρα. Μέ ληστεῖες, μέ τρελές πορεῖες πίσω-μπρός, μέ ξαφνικές ἐπιθέσεις καί βιασμούς τούς ὁδηγοῦν ταχύτερα στό θάνατο, ἀφήνοντάς τους ἄταφους γιά τροφή τῶν πουλιῶν καί τῶν θηρίων. «Ποῦ εἶστε ζωγράφοι νά ἀποτυπώσετε τόν πόνο στούς πίνακές σας! Ποῦ εἶστε ποιητές νά ἐρεθιστεῖ ἡ πένα καί ἡ φαντασία σας! Ποῦ εἶστε μουσικές ἰδιοφυΐες νά θρηνήσετε μέ τά μουσικά σας ὄργανα τή μεγάλη ντροπή καί τό ἀποτρόπαιο ἔγκλημα τοῦ αἰώνα μας!», σημειώνει στό βιβλίο του «῾Η γενοκτονία τῶν ῾Ελλήνων τοῦ Πόντου» ὁ Χάρης Τσιρκινίδης.
    ῾Η γενοκτονία φτάνει στό ἀποκορύφωμά της, σάν ξεσπᾶ ἡ μανιακή κεμαλική λαίλαπα. Σαρώνει τούς χριστιανικούς πληθυσμούς μέ τά περίφημα «Δικαστήρια ᾿Ανεξαρτησίας». Πυκνώνουν οἱ ἀποστολές τῶν ἐξορίστων. ᾿Αγνοεῖται ἡ τύχη τῶν περισσοτέρων. Οἱ πόλεις καί τά χωριά τοῦ μαρτυρικοῦ Πόντου γεύονται διαρκῶς τίς βιαιότητες καί φρικαλεότητες τῶν Τούρκων ἐνόπλων, πού ἱκανοποιοῦν τά ζωώδη ἔνστικτά τους. Καταδικάζονται ἐρήμην σέ θάνατο ἐξέχοντες ῞Ελληνες, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος  -μετέπειτα ᾿Αρχιεπίσκοπος ᾿Αθηνῶν καί πάσης ῾Ελλάδος- καί ὁ μητροπολίτης ᾿Αμάσειας Γερμανός Καραβαγγέλης. Κι ἐνῶ ὁ Κεμάλ ἐξορίζει, λεηλατεῖ, σκοτώνει, πυρπολεῖ, σέ ἀναφορά του δίνει μία τελείως ἀντίστροφη εἰκόνα τῆς πραγματικότητας, πού δικαιολογημένα ἐξανίσταται ἡ ψυχή τοῦ ῞Ελληνα· «... Μῖσος γιά τούς ῞Ελληνες δέν ἔχουμε καί ἐπιπλέον εἶμαι πεπεισμένος ὅτι αὐτοί θά εἶναι οἱ καλύτεροι φίλοι μας σέ λίγο. Κανένα μέτρο δέν πάρθηκε κατά τῶν ῾Ελλήνων, ἁπλῶς τούς ἀφήσαμε ἐλεύθερους νά φύγουν ἤ νά μείνουν...».
    Αὐτά ἰσχυρίζεται ὁ Κεμάλ. ῾Ο ἐπίλογος ὅμως αὐτῆς τῆς τραγωδίας εἶναι θλιβερός. ῞Ενας ὁλόκληρος λαός ξερριζώνεται ἀπό τά πάτρια χώματά του. ῞Οσοι γλύτωσαν ἀπό τή λεπίδα τῶν κεμαλικῶν, καταφεύγουν στή μάνα ῾Ελλάδα ἤ σέ ἄλλα κράτη. Μέ χαρά ὁ Κεμάλ στίς 13 Αὐγούστου 1923 διακηρύττει στή Μεγάλη ᾿Εθνοσυνέλευση· «᾿Επιτέλους τούς ξερριζώσαμε τούς ῞Ελληνες ἀπό τόν Πόντο».
    Κι ἐμεῖς θρηνοῦμε γιά τήν ἐξόντωση τῶν προγόνων μας. Πονοῦμε, γιατί χάσαμε τήν ἔνδοξη ποντιακή γῆ. Οἱ ἀλησμόνητες ἀλύτρωτες πατρίδες, πληγές ἀνοιχτές στήν ἱστορία μας, δέν μᾶς ἐπιτρέπουν νά ξεχνοῦμε τό χρέος μας ἀπέναντι στή μνήμη. Μά κι ἄν ἔσβησε ὁ Πόντος, δέν χάθηκε ὁ ῾Ελληνισμός κι ἡ Ρωμιοσύνη. Εὐτυχῶς ἔχουμε ἀνάμεσά μας τήν ψυχή τοῦ Πόντου, τούς Πόντιους ἀδελφούς μας. Αὐτοί, πού ὅταν ἦρθαν στόν τόπο μας, τόνωσαν τόν πληθυσμό μας κι ἀνέβασαν πολιτισμικά, πνευματικά καί οἰκονομικά τό ἐπίπεδο τῆς χώρας μας. ῾Η παρουσία τους ἐμφυσᾶ πνοή δημιουργική, ἐμποτισμένη ὅμως μέ τό δράμα τοῦ ξερριζωμοῦ καί τῆς προσφυγιᾶς. Γιατί «ἡ Ρωμανία κι ἄν πέρασεν, ἀνθεῖ καί φέρει κι ἄλλο». Μπορεῖ νά πέρασε ἀπό πάνω της ὁ ὁδοστρωτήρας τοῦ ἐχθροῦ, ἀλλ᾿ ἀνθίζει καί ξαναγεννιέται.
῾Ελληνίς
Σάββατο, 08 Ιούνιος 2024 03:00

Κυρ. Τυφλοῦ Ἰω 9,1-38

   tyflos Ὅλο τό ἀνάγνωσμα διακρίνεται σέ δύο παραγράφους, 1-7 καί 8-41. Ἡ πρώτη εἶναι τό ἱστορικό τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ καί ἡ δεύτερη ἡ διδασκαλία πού προέκυψε ἀπό τό σημεῖο.
     Τό βαθύτερο νόημα τῶν δύο αὐτῶν παραγράφων, τῆς θεραπείας καί τῆς διδασκαλίας, εἶναι ὅτι οἱ μέν φαρισαῖοι καί οἱ Ἰουδαῖοι καί αὐτοί ἀκόμη οἱ προσωρινά «πεπιστευκότες» στόν Ἰησοῦ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον του τόσο, ὥστε δέν μποροῦσε πλέον νά εἶναι ἀνεκτός ἀνάμεσά τους, οὔτε νά τούς διδάσκει κατά πρόσωπον. Τό μῖσος τους τόν ἀπομάκρυνε ἀπό ἀνάμεσά τους. Αὐτός ὅμως καί ἀπό μακριά θά τούς στείλει τό σημεῖο του καί τόν ἔλεγχό του, τό ὄργανο πού θά τόν ἐκπροσωπεῖ· καί αὐτός εἶναι ἕνας τυφλός.

     Ἰω 9,1-2. Καί παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς. Καί ἠρώτησαν αὐτόν οἱ μαθηταί αὐτοῦ λέγοντες· Ῥαββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἤ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλός γεννηθῇ;
     Καθώς προχωροῦσε μέ τούς μαθητές του εἶδε ἕναν τυφλό καί οἱ μαθητές του τόν ρώτησαν σέ τίνος τήν ἁμαρτία ὀφείλεται αὐτή ἡ τύφλωσή του· τοῦ ἰδίου ἤ τῶν γονέων του; Ὑπάρχουν μέσα στήν Παλαιά Διαθήκη οἱ διδαχές ὅτι οἱ ἁμαρτίες τῶν γονέων τυραννοῦν τά τέκνα καί ὅτι καί ἡ προσωπική ἁμαρτία εἶναι αἰτία νοσημάτων. Αὐτό μάλιστα τό λένε καί ἡ ἰατρική καί ἡ βιολογία. Ἰδίως ὁ ἀλκοολισμός καί τά ἀφροδίσια νοσήματα φέρουν τύφλωση καί ἄλλες ἀναπηρίες καί στούς ἐνόχους καί στούς ἀπογόνους τους. Ὁ Ἰησοῦς ἐπιβεβαιώνει ἀλλοῦ τή διδαχή αὐτή, ἀλλά προσθέτει ὅτι αὐτό δέν συμβαίνει σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, ὅπως καί στήν συγκεκριμένη περίπτωση τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ.

     Ἰω 9,3. Ἀπεκρἰθη Ἰησοῦς· Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ' ἵνα φανερωθῇ τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ.
     Μεγάλο καί ὑψηλό νόημα κρύβεται στά λόγια αὐτά. Τά σημεῖα δέν ἔχουν σκοπό τή θεραπεία τῶν νοσημάτων, ἀλλά τά νοσήματα πολλές φορές ἔχουν σκοπό τή φανέρωση σημείων. Δέν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς γιά νά θεραπεύσει τούς ἀσθενεῖς, ἀλλά οἰ ἀσθενεῖς πού θεραπεύθηκαν ἀρρώστησαν, γιά νά δοξασθεῖ ὁ Ἰησοῦς. Γι' αὐτό μπαίνει σέ ὁλόκληρο νοσοκομεῖο μέ «πέντε στοάς» καί θεραπεύει μόνον ἔναν. Ἄν ὁ σκοπός τῶν σημείων ἦταν ἡ θεραπεία, ὁ Ἰησοῦς διέπραξε μεγάλη ἀδικία. Συμβαίνει ὅμως τό ἀντίθετο. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἔμεινε 38 χρόνια παράλυτος, γιά νά βρεῖ ὁ Ἰησοῦς ἀφορμή νά ἀρχίσει τό πρῶτο κήρυγμά του γιά τή θεότητά του. Καί ὁ ἄνθρωπος αὐτός γεννήθηκε καί ἀνδρώθηκε τυφλός καί ἔζησε μία ζωή δυστυχίας, γιά νά διακονήσει μία δύσκολη στιγμή τῆς δράσεως τοῦ Ἰησοῦ· τότε πού τόν Ἰησοῦ τόν ἔδιωξε ἀπό τή διδασκαλική του ἕδρα τό μῖσος τῶν Ἰουδαίων καί τοῦ χρειαζόταν ἕνας τυφλός, γιά νά τόν στείλει «νά τούς ἀνοίξει τά μάτια».

     Ἰω 9,4. Ἐμέ δεῖ ἐργάζεσθαι τά ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νύξ, ὅτε οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι.
     Ἁπλή ἡ παραβολική ἔκφραση. Ὅταν ἕνας πατέρας στέλνει τό γιό του σέ μία ἐργασία, π.χ. νά θερίσει, ὁ γιός ἔχει τή δυνατότητα νά ἐργάζεται ὅσο εἶναι ἡμέρα· ἅμα νυχτώσει, δέν ὑπάρχει δυνατότητα. Καί ὁ Ἰησοῦς ἔχει ἕναν τακτό χρόνο γιά νά φέρει σέ πέρας τήν ἀποστολή του. Δέν ἔχει καιρό γιά χάσιμο. Γι' αὐτό βρίσκει τρόπο νά συνεχίσει τή διδασκαλία του ἀπό μακριά. Γι' αὐτό θά δείξει πάλι σημεῖο, γιά νά προωθηθεῖ ἡ ἀποστολή του. Ἔπειτα βλέποντας προφανῶς πρός τόν τυφλό καί ἀναφερόμενος σ' αὐτόν, λέει:

     Ἰω 9,5. Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου.
     Πάντοτε εἶναι φῶς, φῶς ἀίδιο καί πνευματικό. Ὅταν ὅμως εἶναι στόν κόσμο, εἶναι τοῦ κόσμου φῶς, ἔχει ἔργο νά χειραγωγήσει τόν κόσμο. Καί ἀφοῦ σέ προηγούμενο λόγο ἀποκάλυψε ὅτι «Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου», ἐδῶ θά ἐπιβεβαιώσει τή διδαχή μέ τό σημεῖο, μέ τό ὁποῖο δίνει τό αἰσθητό φῶς στόν τυφλό, ὥστε μέ τή δύναμη τοῦ σημείου νά πιστέψουν στή διδαχή.

     Ἰω 9,6-7. Ταῦτα εἰπών ἔπτυσε χαμαί καί ἐποίησε πηλόν ἐκ τοῦ πτύσματος, καί ἐπέχρισε τόν πηλόν ἐπί τούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ καί εἶπεν αὐτῷ· Ὕπαγε νίψαι εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὅ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. Ἀπῆλθεν οὖν καί ἐνίψατο, καί ἦλθε βλέπων.
     Καί ἐνῶ ἔλεγε τήν προηγουμένη φράση, ἔσκυβε κάτω καί ἔκανε πηλό μέ τό σάλιο του. Καί ἀφοῦ ἄλειψε τά μάτια τοῦ τυφλοῦ, τόν ἔστειλε στήν κολυμβήθρα (= κρήνη, δεξαμενή, πηγή) τοῦ Σιλωάμ νά νιφθεῖ. Μετά ἀπό τό νίψιμο εἶδε καί ἐπέστρεψε ὁ τυφλός στόν ναό, χωρίς βέβαια νά γνωρίσει τότε τόν Ἰησοῦ. Μποροῦσε ὁ Κύριος νά θεραπεύσει τόν τυφλό ἀμέσως μέ τόν λόγο του καί χωρίς πηλό. Ὅ,τι ἔκανε τό ἔκανε γιά τούς ἑξῆς περίπου λόγους:
     1) Γιά νά διεγείρει τήν πίστη τοῦ ἀνθρώπου καί νά μήν εὐεργετηθεῖ μέ τό σημεῖο ὁ ἄνθρωπος χωρίς πίστη. Γιά τό σκοπό αὐτό ὁ Ἰησοῦς ἄλλον τόν ρωτᾶ ἄν «πιστεύει ὅτι δύναται τοῦτο ποιῆσαι», σέ ἄλλον βάζει τά δάχτυλα στά αὐτιά του καί φτύνει στό στόμα του. Ἐδῶ ἀλείφει τήν περιοχή τῶν ματιῶν μέ λάσπη ἀπό σάλιο. Ὁ τυφλός οὔτε τή διδαχή τοῦ Ἰησοῦ ἄκουσε οὔτε ἄλλο τίποτε. Ἄκουσε μόνο στό σκοτάδι του κάποιον νά φτύνει δίπλα του καί νά τόν ἀλείφει λέγοντας· «Φῶς εἰμι τοῦ κόσμου». Ἄν δέν πίστευε, ὄχι μόνο τόση πορεία, καί τυφλός μάλιστα, δέν θά ἔκανε μέχρι τοῦ Σιλωάμ, ἀλλά καί θά σκουπιζόταν νιώθοντας προσβεβλημένος.
     2) Ἐνεργεῖ ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, γιά νά γίνει τό σημεῖο ἐπιδεικτικώτερο, ἀφοῦ ὁ τυφλός διασχίσει τό πλῆθος τυφλός καί ἀμέσως περάσει ἀπό τόν ἴδιο δρόμο, μπροστά ἀπό τούς ἴδιους ἀνθρώπους μέ μάτια. Αὐτό ἦταν μία λιτάνευση τοῦ σημείου.
     3) Γιά νά μή γνωρίσει ὁ τυφλός τόν Ἰησοῦ, τουλάχιστον μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα πού συζητᾶ μέ τούς φαρισαίους γιά τόν Ἰησοῦ. Αὐξάνει τή δύναμη τῆς μαρτυρίας τοῦ τυφλοῦ γιά τόν Ἰησοῦ τό γεγονός ὅτι ὁ τυφλός οὔτε εἶδε οὔτε συνομίλησε μέ τόν Ἰησοῦ οὔτε τόν γνωρίζει. Ἔτσι ἔγινε καί μέ τόν παραλυτικό τῆς Βηθεσδά (Ἰω 5,10-13).

   Ἰω 9,8-12. Οἱ οὖν γείτονες καί οἱ θεωροῦντες αὐτόν τό πρότερον ὅτι τυφλός ἦν, ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καί προσαιτῶν; Ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δέ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καί εἶπεν· Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλόν ἐποίησε καί ἐπέχρισέ μου τούς ὀφθαλμούς καί εἶπέ μοι· Ὕπαγε εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ καί νίψαι· ἀπελθών δέ καί νιψάμενος ἀνέβλεψα. Εἶπον οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; Λέγει· Οὐκ οἶδα.
     Ἡ φωτιά πού ἄναψε ὁ Ἰησοῦς μέ τό σημεῖο αὐτό ἄρχισε νά κατατρώει τήν καλαμιά τοῦ πλήθους καί νά ξαπλώνεται. Πρῶτοι οἱ γείτονες ἄρχισαν νά συζητοῦν ἄν εἶναι αὐτός ὁ πρώην τυφλός ἤ ὄχι, καί ὁ τυφλός ἐπιβεβαίωσε ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος. Διηγόταν μάλιστα καί πῶς ἔγινε ἡ θεραπεία καί ὅτι τόν θεράπευσε «ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς». Ἔτσι τοῦ εἶπαν ὅτι λέγεται. Ὅτι ἦταν ἄνθρωπος εἶναι ἡ πρώτη ἐντύπωση τοῦ τυφλοῦ καί τίποτε τό βαθύτερο δέν σημαίνει.

     Ἰω 9,13-14. Ἄγουσιν αὐτόν πρός τούς φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. Ἦν δέ σάββατον ὅτε τόν πηλόν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καί ἀνέῳξεν αὐτοῦ τούς ὀφθαλμούς.
     Ποιοί τόν ὁδήγησαν καί μέ ποιά πρόθεση; Τόν ἔδειξαν στούς φαρισαίους, γιά νά ποῦν «Νά, βλέπετε τί μεγάλο σημεῖο ἔκανε ὁ Ἰησοῦς» ἤ γιά νά ποῦν «Βλέπετε τί ἔκανε τήν ἡμέρα τοῦ σαββάτου»; Δέν ἐξηγεῖ ὁ εὐαγγελιστής, ἀλλά μόνον ἱστορεῖ τό γεγονός· καί σημειώνει ὅτι ἦταν σάββατο.

     Ἰω 9,15. Πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτόν καί οἱ φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. Ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς· Πηλόν ἐπέθηκέ μου ἐπί τούς ὀφθαλμούς, καί ἐνιψάμην, καί βλέπω.
     Οἱ φαρισαῖοι βάζουν τόν τυφλό καί τούς διηγεῖται πάλι πῶς ἔγινε τό σημεῖο. Εἶναι δύσπιστοι, διότι δέν θέλουν νά τό πιστέψουν. Θέλουν νά βροῦν πάτημα νά διαβάλουν τό σημεῖο, καί τό βρίσκουν.

     Ἰω 9,16. Ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν φαρισαίων τινές· Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἐστι παρά τοῦ Θεοῦ, ὅτι τό σάββατον οὐ τηρεῖ. Ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλός τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; Καί σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς.
     Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἐργάστηκε φτιάχνοντας πηλό μέ τό σάλιο! Ἀμίμητο παράδειγμα κακεντρεχείας· τόσο σημεῖο δέν τούς ἔλεγε τίποτε· τόση ἐργασία τούς φαινόταν βεβήλωση τοῦ σαββάτου. Αὐτό ὅμως πού κυρίως τούς ἦταν τυραννικό στή συνείδηση, εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς τούς ἀπέδειξε καλά ὅτι εἶναι ἀπό τόν Θεό. Ἀπ' αὐτό ἀπορρέει τό κῦρος ὅλων τῶν λόγων του. Καί αὐτοί μή μπορώντας νά ἀμαυρώσουν διαφορετικά αὐτήν τήν ἀλήθεια, τήν ὁποία καλά ἀντιλήφθηκαν, βρῆκαν τό σπουδαῖο ἐπιχείρημα, γιά νά ἀποδείξουν ὅτι «ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρά τοῦ Θεοῦ». Αὐτό ἔλεγαν «ἐκ τῶν φαρισαίων τινές», ἐνῶ «ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλός τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν;». Καί αὐτοί οἱ «ἄλλοι» ἦταν ἐπίσης φαρισαῖοι. Γι' αὐτό ὁ εὐαγγελιστής προσθέτει· «Καί σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς». Διχάστηκαν, λοιπόν, οἱ φαρισαῖοι· δέν ἦταν ἄρα μόνος ὁ Νικόδημος ὑπέρ τοῦ Ἰησοῦ.

     Ἰω 9,17-19. Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· Σύ τί λέγεις περί αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τούς ὀφθαλμούς; Ὁ δέ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περί αὐτοῦ ὅτι τυφλός ἦν καί ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τούς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος καί ἠρώτησαν αὐτούς λέγοντες· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός ὑμῶν, ὅν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλός ἐγεννήθη; Πῶς οὖν ἄρτι βλέπει;
     Ξαναρωτοῦν τόν τυφλό ποιά γνώμη ἔχει γι' αὐτόν καί ὁ τυφλός τούς λέει «ὅτι προφήτης ἐστίν». Εἶχαν τήν ἐλπίδα ὅτι ὁ τυφλός θά ἐκφράσει κάποια ἀμφιβολία γιά τήν προφητική ἰδιότητα τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά δέν πέτυχαν αὐτό πού ἤθελαν. Τόσο πολύ πάσχιζαν νά ἀμφισβητήσουν τό σημεῖο, ὥστε κάλεσαν τούς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ νά πιστοποιήσουν α) ἄν εἶναι γιός τους, β) ἄν ὄντως γεννήθηκε τυφλός καί γ) πῶς ἐξηγοῦν ὅτι τώρα βλέπει.

     Ἰω 9,20-23. Ἀπεκρίθησαν δέ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καί εἶπον· Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱός ἡμῶν καί ὅτι τυφλός ἐγεννήθη· πῶς δέ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἤ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τούς ὀφθαλμούς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτός ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε, αὐτός περί ἑαυτοῦ λαλήσει. Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ ὅτι ἐφοβοῦντο τούς Ἰουδαίους· ἤδη γάρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτόν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Διά τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε.
     Οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ ἀπάντησαν μέ πολλή σύνεση· γνώριζαν ὅτι οἱ φαρισαῖοι εἶχαν ἀποφασίσει ὅποιος ὁμολογήσει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι «Χριστός» νά γίνει ἀποσυνάγωγος. «Ἀποσυνάγωγος» εἶναι ὁ ἀποδιωγμένος ἀπό τήν συναγωγή, δηλαδή ἀκριβῶς ὁ ἀφορισμένος. Ὡς συναγωγή ἐδῶ ἐννοεῖται ὄχι μία τοπική συναγωγή ἀλλά ἡ γενική συναγωγή, ὅλος ὁ Ἰσραήλ. Φοβοῦνταν λοιπόν, μήπως γίνουν ἀποσυνάγωγοι, καί γι' αὐτό ἀπέφυγαν νά ἀπαντήσουν στό τρίτο ἐρώτημα ἀπαντώντας μόνο στά δύο· ὅτι εἶναι γιός τους καί ὅτι γεννήθηκε τυφλός· «πῶς δέ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἤ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τούς ὀφθαλμούς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτός ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε, αὐτός περί ἑαυτοῦ λαλήσει». Χαρακτηριστικά τοῦ φόβου τους εἶναι οἱ ἐπαναλήψεις «οὐκ οἴδαμεν... οὐκ οἴδαμεν» καί «αὐτός... αὐτόν... αὐτός περί ἑαυτοῦ». Διότι καί μόνον ἄν ἔλεγαν ὅτι μέ θεία δύναμη θεραπεύθηκε ἤ ὅτι κάποιος Ἰησοῦς τόν θεράπευσε, θά θεωροῦνταν ἀπό τούς φαρισαίους ὡς ἔμμεση ὁμολογία ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι «Χριστός». Τούς παρέπεμψαν στόν θεραπευμένο· «αὐτός ἡλικίαν ἔχει». Ἀπό αὐτό φαίνεται πώς ἦταν ἄνδρας.

     Ἰω 9,24. Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τόν ἄνθρωπον ὅς ἦν τυφλός, καί εἶπον αὐτῷ· Δός δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν.
     Καλοῦν ἄλλη μία φορά τόν τυφλό καί ἀντί γιά ἄλλη ἐρώτηση τόν διατάσσουν· «Δός δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν». Χαρακτηριστικό παράδειγμα τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο ἐπιβάλλουν οἱ καταπιεστές τή γνώμη τους, καί τῆς ἀντιλήψεώς τους γιά τή δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Δοξολογία τοῦ Θεοῦ γι' αὐτούς θά ἦταν νά πεῖ ὁ τυφλός ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἁμαρτωλός, παρ' ὅτι τόν εὐεργέτησε, παρ' ὅτι ἔκανε σημεῖο· καί νά τόν πεῖ ἁμαρτωλό ἀκριβῶς γιά τήν εὐεργεσία πού τοῦ ἔκανε!

     Ἰω 9,25. Ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καί εἶπεν· Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἕν οἶδα, ὅτι τυφλός ὤν ἄρτι βλέπω.
     Ἀλλά ὁ τυφλός, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι ἔμοιαζε στή σύνεση τούς γονεῖς του, ἀπάντησε· «Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἕν οἶδα, ὅτι τυφλός ὤν ἄρτι βλέπω». Δέν ἀπάντησε ἔτσι ἀπό φόβο, ἀλλά γιά νά δείξει κατά τόν πιό ψυχρό καί ἀμερόληπτο τρόπο τή δύναμη τοῦ σημείου καί τή μαρτυρία τοῦ σημείου.

     Ἰω 9,26. Εἶπον δέ αὐτῷ πάλιν· Τί ἐποίησέ σοι; Πῶς ἤνοιξέ σου τούς ὀφθαλμούς;
     Μή βρίσκοντας οἱ φαρισαῖοι τί νά ποῦν καί ἀπό ποῦ νά πιασθοῦν, τόν ρωτοῦν γιά πολλοστή φορά νά διηγηθεῖ πῶς ἔγινε ἡ θεραπεία. Θέλουν νά ἐρευνήσουν τό ἱστορικό καλά μήπως καί βροῦν καμία ἁμαρτωλή πτυχή.

 
     Ἰω 9,27-29. Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καί οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μή καί ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταί γενέσθαι; Ἐλοιδόρησαν αὐτόν καί εἶπον· Σύ εἶ μαθητής ἐκείνου· ἡμεῖς δέ τοῦ Μωϋσέως ἐσμέν μαθηταί. Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δέ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν.
     Ἀλλά ὁ τυφλός, ὁ ὁποῖος ἐδῶ ἔδειξε ὅτι δέν ἦταν δειλός, τούς ἐλέγχει πλέον καί τούς εἰρωνεύεται μέ παρρησία· «Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καί οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μή καί ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταί γενέσθαι;». Τό τελευταῖο τούς φάνηκε τόσο προσβλητικό, ὥστε τοῦ ἀπάντησαν· «Σύ εἶ μαθητής ἐκείνου»· ὅπως ὅταν κανείς ἀποκαλέσει κάποιον «γουρούνι», καί ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ· «Εἶσαι». Μεγάλη βρισιά γιά τούς φαρισαίους τό «αὐτοῦ μαθηταί»! «Ἡμεῖς δέ τοῦ Μωϋσέως ἐσμέν μαθηταί». Καύχημα χωρίς περιεχόμενο. Ὁ Ἰησοῦς τούς ἀπέδειξε πρό πολλοῦ κατά πόσο εἶναι μαθητές τοῦ Μωυσέως· «Εἰ ἐπιστεύετε Μωϋσεῖ, ἐπιστεύετε ἄν ἐμοί» (5,46). «Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δέ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν». Αὐτοί ἀντιφάσκουν μέ τόν ἑαυτό τους καί εἶναι ἐκτός πραγματικότητος. Ἄλλοτε ἔλεγαν ὅτι «οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ υἱός Ἰωσήφ, οὗ ἡμεῖς οἴδαμεν τόν πατέρα καί τήν μητέρα» (6,42), ἄλλοτε ὅτι τόν γνώριζαν πώς εἶναι Γαλιλαῖος καί δέν ἔχει τά γνωρίσματα τοῦ Χριστοῦ ἀπό τή Βηθλεέμ (7,41-42.52). Τώρα ὅμως λένε· «Οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν». Καί ἀσφαλῶς αὐτοί δέν μιλοῦν ποτέ «κατά τήν ὑπόνοιαν τοῦ Ἰησοῦ», ἀλλά πάντοτε ἐκφράζουν τίς σκέψεις τους τῆς στιγμῆς, γι' αὐτό καί ἀντιφάσκουν.
     Ὅσο γιά τό ὅλο νόημα τοῦ χωρίου ὅτι στόν Μωυσῆ λάλησε ὁ Θεός καί σ' αὐτόν ὄχι (καί πῶς ὄχι, ἀφοῦ «οὐκ οἴδασι πόθεν ἐστίν»;), ὁ εὐαγγελιστής εἶπε ἤδη στήν ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου ὅτι «ὁ νόμος διά Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καί ἡ ἀλήθεια διά Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο», διότι «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε», οὔτε ὁ λεγόμενος θεόπτης Μωυσῆς, ἀλλά μόνον «ὁ μονογενής Υἱός ὁ ὤν εἰς τόν κόλπον τοῦ Πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (1,17-18).

     Ἰω 9,30-33. Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καί εἶπεν αὐτοῖς· Ἐν γάρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καί ἀνέῳξέ μου τούς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δέ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεός οὐκ ἀκούει, ἀλλ' ἐάν τις θεοσεβής ᾖ καί τό θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. Ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμούς τυφλοῦ γεγεννημένου. Εἰ μή ἦν οὗτος παρά Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν.
     Αὐτή ἡ ἄγνοιά τους «οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν» ἔπρεπε νά τούς συνετίσει καί νά τούς ὁδηγήσει στήν πίστη στόν Ἰησοῦ. Αὐτό τούς διδάσκει καί ὁ τυφλός μέ ὅσα τούς λέει. Πολύ ἁπλή ἑρμηνεία τῶν σημείων, προσιτή καί στόν ἁπλούστερο ἄνθρωπο. Τήν ἀναγνώριση τοῦ Χριστοῦ ὁ Θεός δέν τήν ἔκανε ζήτημα εὐφυοῦς ἀντιλήψεως ἤ γραμματομαθείας, ἀλλά ζήτημα ἁπλότητος, ἀκακίας καί ταπεινώσεως. Γιά τούς ταπεινούς, ἔστω καί γι' αὐτούς μέ μικρή διάνοια, ἡ εὕρεση καί ἀναγνώριση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό εὐκολώτερο πρᾶγμα. Γιά τούς ἐγωιστές, ἔστω καί ἄν εἶναι εὐφυεῖς καί μορφωμένοι, τό ἴδιο πρᾶγμα εἶναι ἀπρόσιτο. Μωρολογοῦν μάλιστα οἱ σοφοί ἐγωιστές μέ τρόπο τόσο φανερό, ὥστε καί οἱ πιό ἀμόρφωτοι νά γελοῦν μ' αὐτούς. Ἁπλή σκέψη χωρίς πάθος χρειάζεται. Ὁ Θεός δίνει στόν Ἰησοῦ σημεῖα, καί μάλιστα μεγάλα καί δημιουργικά· ἄρα ὁ Ἰησοῦς εἶναι θεοσεβής (συμβατική ἔκφραση, κατά τήν πρώτη ἐντύπωση τοῦ τυφλοῦ) καί κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄρα ὅ,τι λέει ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἀλήθεια. Οἱ φαρισαῖοι τόν ἀδικοῦν.

     Ἰω 9,34. Ἀπεκρίθησαν καί εἶπον αὐτῷ· Ἐν ἁμαρτίαις σύ ἐγεννήθης ὅλος, καί σύ διδάσκεις ἡμᾶς; Καί ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω.
     Μή μπορώντας οἱ φαρισαῖοι νά ἀπαντήσουν, βρίζουν· καταδικάζουν τόν πρώην τυφλό σάν ἁμαρτωλό, σάν νά εἶναι αὐτοί οἱ κριταί τῶν ἀνθρώπων, καί τόν πετοῦν ἔξω. Ἀκόμη καί ἄν ὄντως εἶχε γεννηθεῖ μέ ἁμαρτίες, πρᾶγμα πού δέν τό γνώριζαν, δέν ἔπρεπε νά τοῦ μιλήσουν ἔτσι. Καλά τούς δίδαξε, καί θά γίνονταν κάτοχοι τῆς ἀληθείας καί τῆς αἰώνιας ζωῆς, ἄν εἶχαν τήν ταπείνωση νά δεχθοῦν τή διδασκαλία του. Ὁ μέν Ἰησοῦς ἁμάρτησε, ἄς ποῦμε, διότι χάρισε τό φῶς στόν τυφλό, ὁ τυφλός ὅμως τί τό ἁμαρτωλό ἔκανε, ἐπειδή ἔπαψε νά εἶναι τυφλός; Ὁ Ἰησοῦς δηλαδή μέ τό σημεῖο του αὐτό ἔφερε τούς φαρισαίους σέ τέτοια θέση, ὥστε νά φανεῖ γυμνή ἡ κακία τους, νά τή δοῦν καί οἱ ἄλλοι ὅλοι καί αὐτοί οἱ ἴδιοι.

     Ἰω 9,35. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω, καί εὑρών αὐτόν εἶπεν αὐτῷ· Σύ πιστεύεις εἰς τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ;
     Κάθε διωγμένος ἀπό τούς ἀντιχρίστους γιά τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι εὐπρόσδεκτος ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό. Γι' αὐτό ἐδῶ, ὅταν οἱ φαρισαῖοι πέταξαν ἔξω τόν τυφλό, τόν βρῆκε ὁ Ἰησοῦς καί τοῦ ἀποκαλύφθηκε. Ὁ τυφλός δέν εἶχε δεῖ τόν Ἰησοῦ οὔτε τόν γνώριζε· ἄκουσε μόνο στίς πολλές συζητήσεις πού προκάλεσε ἡ θεραπεία του ὅτι ὁ Ἰησοῦς, αὐτός πού τόν θεράπευσε, ἔχει μαρτυρίες καί λέει ὅτι εἶναι ὁ Χριστός καί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Βλέπει ἕναν ἄγνωστο κύριο νά τόν ρωτᾶ· «Σύ πιστεύεις εἰς τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ;». Τό «σύ» τόν ἀντιδιαστέλλει ἀπό ἐκείνους πού δέν πιστεύουν.

     Ἰω 9,36-38. Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καί εἶπε· Καί τίς ἐστι, κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δέ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Καί ἑώρακας αὐτόν καί ὁ λαλῶν μετά σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. Ὁ δέ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καί προσεκύνησεν αὐτῷ.
     Τό «κύριε» εἶναι τό κοινό καί συνηθισμένο (βλέπε καί 4,11· 20,15). Τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Ἰησοῦς· «Καί ἑώρακας αὐτόν καί ὁ λαλῶν μετά σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν». Τό «ἑώρακας» εἶναι γιά τόν πρώην τυφλό ἕνα καινούργιο ρῆμα, μία λέξη πού δέν τοῦ ἀνῆκε, καί τώρα τήν ἀπολαμβάνει ὡς δική του γιά πρώτη φορά. Εἶναι ἐκ μέρους τοῦ Ἰησοῦ μία λεπτή καί χαριτωμένη ὑπενθύμιση τῆς δωρεᾶς του. Ἀλλά καί ἡ ὑπόλοιπη φράση ἐκφράζει κάτι ἀνώτερο· ὅτι «ἔχεις τήν τιμή καί τή δόξα νά μιλᾶς μέ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ».
     Εὐγνώμων καί γεμάτος πίστη ὁ πρώην τυφλός λέει· «Πιστεύω, Κύριε· καί προσεκύνησεν αὐτῷ». Ἡ προσκύνηση, πού ἀνήκει μόνο στόν Κύριο τόν Θεό τοῦ Ἰσραήλ, ἑρμηνεύει μέ ποιά σημασία λέχθηκε αὐτό τό δεύτερο «Κύριε». Εἶναι τό «Κύριος» πού ἁρμόζει μόνο στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ.

     Ἰω 9,39. Καί εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Εἰς κρῖμα ἐγώ εἰς τόν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μή βλέποντες βλέπωσι καί οἱ βλέποντες τυφλοί γένωνται.
     «Εἰς κρῖμα» σημαίνει «γιά νά εἶμαι τό κριτήριο», τό πρόσωπο γιά τό ὁποῖο θά κριθοῦν οἱ ἄνθρωποι. «Οἱ μή βλέποντες βλέπωσι»· οἱ τυφλοί σωματικά θά δοῦν τό αἰσθητό φῶς καί αὐτοί πού θεωροῦνται ἀπό τούς φαρισαίους ἄσοφοι καί χωρίς πλούσια γνώση τοῦ νόμου, θά δοῦν τό πνευματικό φῶς, αὐτόν τόν ἴδιο τόν Θεό, πού ἀποκαλύπτεται στό πρόσωπό μου. Ὅταν ὁ τυφλός εἶπε «Κύριε», ἀπέκτησε μία ὅραση πολύ ἀνώτερη ἀπό ἐκείνη πού ἀπέκτησε ὅταν ἀντίκρυσε τό ἡλιακό φῶς.
     «Καί οἱ βλέποντες τυφλοί γένωνται». Αὐτό μόνο μέ πνευματική ἔννοια. Ὅπως στό Μθ 9,13 οἱ «ἰσχύοντες» (ὑγιεῖς) καί οἱ «δίκαιοι» δέν εἶναι οἱ ὄντως ὑγιεῖς καί δίκαιοι, ἀλλά αὐτοί πού νομίζουν οἱ ἴδιοι ὅτι εἶναι ὑγιεῖς καί δίκαιοι, ὁ δέ Ἰησοῦς ἐπαναλαμβάνει τίς λέξεις εἰρωνικά ὡς λέξεις ἐκείνων, ἔτσι καί ἐδῶ· «βλέποντες» εἶναι αὐτοί πού, ἐνῶ δέν βλέπουν ὄντως, ἔχουν τόν ἐγωισμό νά πιστεύουν ὅτι αὐτοί βλέπουν καλά τά πράγματα, αὐτοί κατέχουν τήν ἀλήθεια, αὐτοί φωτίζουν τούς ἄλλους. Ἑπομένως καί τό «ἵνα οἱ μή βλέποντες βλέπωσι καί οἱ βλέποντες τυφλοί γένωνται» δέν σημαίνει «νά γίνουν» ἀλλά «νά ἀποδειχθοῦν τυφλοί». Πρό Χριστοῦ ἐπικρατεῖ μία σύγχυση· οἱ τυφλοί ἀπό τόν ἐγωισμό θεωροῦνται ὡς αὐτοί πού βλέπουν τήν ἀλήθεια, ἐνῶ οἱ μή τυφλοί γιά τήν ταπείνωση θεωροῦνται ὡς τυφλοί. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι τό κριτήριο πού ἐπαναφέρει τήν ἀλήθεια· ἦλθε ὡς κριτήριο, γιά νά ἀποδειχθοῦν αὐτοί πού δῆθεν βλέπουν, ὅτι εἶναι ὄντως τυφλοί, ἐνῶ αὐτοί πού θεωροῦνται τυφλοί, νά δοῦν ὑψηλές ἀποκαλύψεις, δηλαδή αὐτόν τόν ἴδιο τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Αὐτά τά εἶπε ὁ Ἰησοῦς, γιά νά τά ἀκούσουν ἐκτός ἀπό τόν τυφλό καί οἱ φαρισαῖοι πού παρευρίσκονταν.

     Ἰω 9,40-41. Καί ἤκουσαν ἐκ τῶν φαρισαίων ταῦτα οἱ ὄντες μετ' αὐτοῦ, καί εἶπον αὐτῷ· Μή καί ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν; Εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Εἰ τυφλοί ἦτε, οὐκ ἄν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δέ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει.
     Καί ὅταν «ἤκουσαν ἐκ τῶν φαρισαίων ταῦτα οἱ ὄντες μετ' αὐτοῦ», εἶπαν· «Μή καί ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν;». Μετά ἀπό τόση τύφλωση ἀκόμη ἀμφέβαλλαν ἄν εἶναι τυφλοί. Τόσο βέβαιοι ἦταν ὅτι κατέχουν καί λαλοῦν τήν ἀλήθεια, ὅτι ἔχουν δίκαιο. Καί ὁ Ἰησοῦς, σοφά καί συνετά ἀπαντώντας, δέν τούς φέρνει ἀντίρρηση, ἀλλά τούς δίνει νά ἐννοήσουν ποιές εὐθύνες συνεπάγεται αὐτός ὁ ἰσχυρισμός τους, ὅτι βλέπουν καλά· «Εἰ τυφλοί ἦτε, οὐκ ἄν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δέ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει». Θά σᾶς ἦταν πού ἐλαφρυντικό αὐτό πού σᾶς εἶπα, ὅτι εἶστε τυφλοί. Σεῖς ὅμως ἐπιμένετε ὅτι βλέπετε καί ἀρνεῖσθε τό ἐλαφρυντικό πού σᾶς χαρίζω· καλά. Λοιπόν, ἐπειδή, καθώς οἱ ἴδιοι λέτε, βλέπετε, γι' αὐτό εἶστε ἀπόλυτα καί ἀσυγχώρητα ὑπεύθυνοι γιά τό κακό πού κάνετε. Ἐγώ ἤθελα νά σᾶς πῶ ὅτι τό φούσκωμα γιά τή νομομάθειά σας δέν σᾶς ἀφήνει νά δεῖτε ὅτι εἶμαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Σεῖς λέτε ὅτι τό ἀντιλαμβάνεσθε αὐτό. Ἀκριβῶς γι' αὐτό ἡ ἀπιστία σας εἶναι ἄξια τῆς ἐσχάτης καταδίκης. Ἐγώ σᾶς ἀπέδειξα κακούς κι ἐσεῖς ὁμολογεῖτε ὅτι εἶστε ἐθελόκακοι.
     Μή νομίσει κανείς ὅτι αὐτή ἡ ἀπόδειξη τοῦ Ἰησοῦ εἶναι μία τυχαία ἀπόδειξη. Εἶναι κάτι πού δείχνει ὅτι ἡ κρίση πού διεξάγεται προχωρεῖ. Κάθε διαπίστωση δείχνει σέ ποιό σημεῖο ἔφθασε ἡ κρίση πού συντελεῖται. Μετά ἀπό κάθε ἕνα λόγο τοῦ Ἰησοῦ, οἱ φαρισαῖοι δέν ξαναβρίσκουν τήν προηγουμένη εὐκαιρία.
 

Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἑρμηνεία εὐαγγελικῶν περικοπῶν, 63-74

Παρασκευή, 31 Μάιος 2024 03:00

Κυρ. Σαμαρείτιδος Ἰω 4,5-42

   samaritissa Βρισκόμαστε στήν ἀρχή τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου. Ἡ ἐπιτυχία τοῦ Κυρίου κίνησε τόν φθόνο τῶν φαρισαίων, καί αὐτός ἀποφεύγοντας νά τούς παροξύνει ἀφήνει τήν Ἰουδαία, ὅπου ἦταν τό κέντρο τῶν φαρισαίων καί φεύγει πρός βορρᾶν, στή Γαλιλαία, ὅπου ἦταν πιό ἤρεμα τά πνεύματα καί οἱ ἄνθρωποι πιό ἁπλοί. Στή μετάβασή του περνᾶ ἀπό τή Σαμάρεια, πού ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου ἔξω ἀπό τήν ἐθνική ζωή τοῦ Ἰσραήλ. Ὁ δρόμος αὐτός ἦταν ὁ κυριώτερος καί ὁ πιό συνηθισμένος δρόμος τῶν Ἰεροσολύμων πρός βορρᾶν καί εἰδικά γιά τόν Ἰησοῦ ἦταν καί ὁ πιό ἀσφαλής. Περνώντας ἀπό τήν Σαμάρεια γίνεται ἡ συνάντησή του μέ τή Σαμαρείτισσα. Στήν περικοπή πού θά μελετήσουμε ὁ Κύριος ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό του στή Σαμαρείτισσα καί τούς συμπολίτες της.

Λέξεις:

5.  Πλησίον τοῦ χωρίου = κοντά στήν τοποθεσία

6.  πηγή = πηγάδι

    κεκοπιακώς = κουρασμένος

    ἐκαθέζετο οὕτως = καθόταν ἔτσι ὅπως ἦταν

    ἀντλῆσαι ὕδωρ = γιά νά βγάλει νερό

8.  ἀπεληλύθεισαν εἰς τήν πόλιν = εἶχαν πάει στήν πόλη.

9.  οὐ γάρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις = γιατί δέν χρησιμοποιοῦν τό ἴδιο

     ἀγγεῖο οἱ Ἰουδαῖοι μέ τούς Σαμαρεῖτες.

10. εἰ ᾔδεις = ἄν ἤξερες

     σύ ἄν ᾔτησας αὐτόν = θά τοῦ ζητοῦσες ἐσύ

     ὕδωρ ζῶν = νερό τρεχούμενο, φρέσκο

11. ἄντλημα = κουβᾶς

12. καί τά θρέμματα αὐτοῦ = καί τά ζῶα του

14. ἁλλομένου = πού ἀναβλύζει

15. ἐνθάδε = σ’ αὐτό τό μέρος, ἐδῶ

19. θεωρῶ = καταλαβαίνω

22. ὅ οὐκ οἴδατε = αὐτό πού δέν γνωρίζετε

25. ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα = θά μᾶς τά ἀναγγείλει ὅλα

27. ἐπί τούτῳ = ἐκείνη τήν ὥρα

     ἐθαύμασαν = ἀπόρησαν

28. τήν ὑδρίαν αὐτῆς = τή στάμνα της

29. δεῦτε ἴδετε = ἐλᾶτε νά δεῖτε.

31. ἠρώτων αὐτόν = τόν παρακαλοῦσαν

32. ἐγώ βρῶσιν ἔχω = ἐγώ ἔχω φαγητό

35. ἐπάρατε = σηκῶστε

     θεάσασθε τάς χώρας = κοιτᾶξτε τά χωράφια

36. συνάγει = συγκεντρώνει

  

     4,4. ῎Εδει δέ αὐτόν διέρχεσθαι διά τῆς Σαμαρείας.

    διά τῆς Σαμαρείας: Ἡ Σαμάρεια ἦταν μεγάλη περιοχή τῆς Παλαιστίνης, ἴση περίπου μέ τή Θράκη, μεταξύ Ἰουδαίας καί Γαλιλαίας, μέ πρωτεύουσα τήν πόλη Σαμάρεια. Οἱ Σαμαρεῖτες ἦταν Ἰουδαῖοι στήν καταγωγή. Ὅταν ὅμως οἱ Ἀσσύριοι κατέκτησαν τήν περιοχή τους, πῆραν πάρα πολλούς στή βαβυλώνιο αἰχμαλωσία καί γιά νά ἀντικαταστήσουν αὐτούς πού πῆραν στή Βαβυλώνα ἔφεραν καί ἐγκατέστησαν στή Σαμάρεια πέντε εἰδωλολατρικά ἔθνη. Διάφορα γεγονότα, πού τά διηγοῦνται τά βιβλία Δ’ Βασιλειῶν καί Β’ Παραλειπομένων, ἔκαναν τά ἔθνη αὐτά νά λατρεύουν μαζί μέ τά εἴδωλά τους καί τόν ἀληθινό Θεό τοῦ Ἰσραήλ καί νά δεχθοῦν ἀπό τή Γραφή μόνο τήν Πεντάτευχο. Ὅταν ἐπέστρεψαν ἀπό τή βαβυλώνιο αἰχμαλωσία οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ Σαμαρεῖτες δέν ἔγιναν δεκτοί στήν ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ. Γι’ αὐτό ἔκτισαν δικό τους ναό στό ὄρος Γαριζίν. Πῆραν καί ἕναν ἀποστάτη Ἰουδαῖο ἱερέα καί τόν ἔκαναν ἀρχιερέα στόν ναό τους καί ἔκαναν ἐκεῖ τά θρησκευτικά τους καθήκοντα. Οἱ Ἰουδαῖοι τούς ὑποτιμοῦσαν σάν μαγαρισμένους, αὐτοί ὅμως ἤθελαν πολύ νά θεωροῦνται γνήσιοι Ἰουδαῖοι. Ἰσχυρίζονταν μάλιστα ὅτι εἶχαν γενάρχες τόν Ἐφραίμ καί τόν Μανασσῆ, τά παιδιά τοῦ Ἰωσήφ. Ὅτι ἦταν ἀλλογενεῖς οἱ Σαμαρεῖτες φαίνεται καί ἀπό τά λόγια τοῦ Χριστοῦ (βλ. Μθ 10,5· Λκ 17,18). Κι ὅμως αὐτό δέν ἐμποδίζει τόν Κύριο νά περάσει ἀπό τή Σαμάρεια καί μάλιστα ν’ ἀνοίξει συζήτηση μέ μία Σαμαρείτισσα καί ἔτσι νά σώσει καί αὐτήν καθώς καί πολλούς συμπατριῶτες της.

    4,5. ἔρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὅ ἔδωκεν ᾿Ιακώβ ᾿Ιωσήφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ·

    Συχάρ: Ὁ ἱστορικός Εὐσέβειος λέει γιά τήν πόλη αὐτή ὅτι βρισκόταν στόν δρόμο ἀπό τήν Ἰουδαία πρός τήν Γαλιλαία πρίν ἀπό τή Συχέμ. Σήμερα ὑπάρχει ἐκεῖ κοντά ἡ κωμόπολη Ἀσκάρ.

    4,6. Ἦν δέ ἐκεῖ πηγή τοῦ ᾿Ιακώβ. ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς κεκοπιακώς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπί τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεί ἕκτη.

    ἦν δέ ἐκεῖ πηγή τοῦ Ἰακώβ: Τό πηγάδι τό εἶχε ἀνοίξει ὁ Ἰακώβ καί τό κληροδότησε ἔπειτα στόν Ἰωσήφ. Στήν Παλαιά Διαθήκη ἀναφέρονται πολλά τέτοια πηγάδια τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Λώτ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰακώβ κτλ. Τό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ βρέθηκε μέ τίς ἀνασκαφές. Βρίσκεται 1,5 χιλιόμετρο ἔξω ἀπό τόν μεγάλο δρόμο τῆς Σαμάρειας τόν ὁποῖο βάδιζε ὁ Ἰησοῦς.

    κεκοπιακώς: Ὁ Ἰησοῦς σάν τέλειος ἄνθρωπος εἶχε ὅλα τά ἀδιάβλητα πάθη τοῦ ἀνθρώπου, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία, δηλαδή πεινοῦσε, νύσταζε, κουραζόταν κτλ. Κουρασμένος λοιπόν ἀπό τήν ὁδοιπορία, ξέκλινε λίγο ἀπό τόν δρόμο καί στάθηκε στό πηγάδι νά ξεκουραστεῖ.

    ἐκαθέζετο οὕτως ἐπί τῇ πηγῇ: Κάθισε ὅπως ἦταν, δηλαδή χωρίς κανένα κάθισμα ἤ στρωσίδι. Αὐτό δείχνει τήν ἁπλότητά του.

    ὥρα ἦν ὡσεί ἕκτη: Οἱ Ἑβραῖοι μετροῦσαν τίς ὧρες ἀπό τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου. Ἡ δική μας ὥρα 6 π.μ. ἦταν γι’ αὐτούς ἡ πρώτη ὥρα. Ἕκτη ὥρα ἦταν ἡ 12η μεσημβρινή.

    4,7. Ἔρχεται γυνή ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· δός μοι πιεῖν.

    Τό «ἐκ τῆς Σαμαρείας» δέν σημαίνει ὅτι ἡ γυναίκα ἦρθε ἀπό τήν πόλη Σαμάρεια, ἀλλά ὅτι ἦταν ἀπό τήν περιοχή τῆς Σαμαρείας, δηλαδή ντόπια καί ὄχι ξένη.

    Γιατί ἡ γυναίκα αὐτή ἦρθε νά πάρει νερό ἀπό μιά τόσο μακρινή πηγή, ἀφοῦ ὁπωσδήποτε θά ὑπῆρχε πηγή καί μέσα στό χωριό, δέν ξέρουμε. Ἴσως βρισκόταν ἔξω στά χωράφια γιά δουλειές καί γυρνώντας στό σπίτι της ἦρθε νά πάρει νερό. Ἴσως πάλι νά διάλεξε ἕνα τόσο μακρινό πηγάδι καί μιά τέτοια μεσημεριάτικη ὥρα, πού ὁ καυτερός ἥλιος ἐμποδίζει τούς ἀνθρώπους νά κυκλοφοροῦν ἔξω, γιατί δέν ἤθελε νά τήν βλέπουν πολλοί καί νά τήν σχολιάζουν γιά τή ζωή της πού δέν ἦταν ἠθική.

    4,9. λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνή ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σύ ᾿Ιουδαῖος ὢν παρ᾿ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικός Σαμαρείτιδος; οὐ γάρ συγχρῶνται ᾿Ιουδαῖοι Σαμαρείταις.

    Ἡ Σαμαρείτισσα ξαφνιάζεται πού ὁ Ἰησοῦς τῆς ζητᾶ νερό, γιά δύο λόγους:

    α) Τόν ἕνα τόν ἀναφέρει ἀμέσως στή συνέχεια ὁ εὐαγγελιστής· οὐ γάρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις. Οἱ Ἰουδαῖοι ἀπέφευγαν ἀκόμη καί νά χρησιμοποιοῦν τά σκεύη πού χρησιμοποίησε κάποιος Σαμαρείτης, ἀπέφευγαν δηλαδή κάθε οἰκειότητα μέ τούς Σαμαρεῖτες, γιατί ὅπως εἴπαμε τούς θεωροῦσαν μαγαρισμένους. Ἤξερε ἡ Σαμαρείτισσα ὅτι ἕνας Ἰουδαῖος θά προτιμοῦσε νά σκάσει ἀπό δίψα, ὅπως θά λέγαμε, παρά να πιεῖ ἀπό τό ἀγγεῖο μιᾶς Σαμαρείτισσας. Ὅτι ἦταν Ἰουδαῖος ὁ Ἰησοῦς μποροῦσε νά τό καταλάβει ἀπό τά ροῦχα του καί τήν προφορά του.

    β) Γιατί ἦταν γυναίκα. Οἱ ραββῖνοι περιφρονοῦσαν πολύ τή γυναίκα. Τό νά ἀσχολεῖται ραββῖνος μέ γυναίκα τό θεωροῦσαν πολύ ἀνάξιο τῆς ἰδιότητάς του. Σώζονται πολλά σχετικά ραββινικά ἀποφθέγματα: Μή συζητᾶς μέ γυναίκα. Στό δρόμο μή παρατείνεις συζήτηση μέ γυναίκα, οὔτε καί μέ τή σύζυγό σου. Καλύτερα νά καοῦν οἱ λόγοι τῆς τορά (= τοῦ νόμου), παρά νά παραδοθοῦν σέ γυναίκα. Οἱ γυναῖκες εἶναι ἀνεπίδεκτες θρησκευτικῆς μαθήσεως. Ἄν ἄνδρας συνομιλεῖ μέ γυναίκα, βλάπτει τόν ἑαυτό του, ἀπομακρύνεται ἀπό τόν νόμο καί κληρονομεῖ τή γέενα. Ἀκόμη καί οἱ μαθητές ἔνιωσαν κατάπληξη ὅταν εἶδαν τόν Ἰησοῦ νά συζητᾶ μέ γυναίκα.

    4,10. Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καί εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τήν δωρεάν τοῦ Θεοῦ, καί τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σύ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καί ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν.

    Ἡ ἀπάντηση τῆς Σαμαρείτισσας στόν Ἰησοῦ, πού τῆς ζήτησε νερό, ἔδειχνε καθαρά τήν ἀπροθυμία της. Δέν εἶχε καμία διάθεση νά τοῦ δώσει νερό. Ἀλλά ὁ Κύριος μέ καλωσύνη συνεχίζει τή συζήτηση ἀποκαλύπτοντάς της ὅτι ἔχει νά τῆς δώσει αὐτός ἕνα ἀνώτερο νερό. Ἡ ἀπάντησή του δείχνει στή Σαμαρείτισσα ὅτι ὁ Ἰουδαῖος αὐτός τόν ὁποῖο ἔβλεπε μπροστά της, δέν εἶχε καμία σχέση μέ τούς ραββινικούς ἀφορισμούς, οἱ ὁποῖοι δημιουργοῦσαν μία καταπιεστική ἀτμόσφαιρα στήν ψυχή κάθε Σαμαρείτη. Τήν κάνει νά αἰσθάνεται ἄνετα μαζί του.

    ὕδωρ ζῶν: Σημαίνει φρέσκο νερό καί τρεχούμενο νερό σέ ἀντίθεση πρός τό στεκούμενο καί παλιό. Ὁ Χριστός λέει τή φράση μέ μεταφορική ἔννοια, ἀλλά ἡ Σαμαρείτισσα νομίζει ὅτι μιλάει γιά κάποιο νερό πού εἶναι καλύτερο στήν ποιότητα ἀπό τό νερό τῆς πηγῆς τοῦ Ἰακώβ.

    4,11. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καί τό φρέαρ ἐστί βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τό ὕδωρ τό ζῶν;

    Τό «κύριε» δέν σημαίνει ὅτι ἡ Σαμαρείτισσα ὁμολογεῖ τόν Ἰησοῦ Κύριο. Δέν εἶναι ἐκεῖνο τό «Κύριε» μέ τό ὁποῖο ἀποκαλοῦμε τόν Χριστό. Εἶναι τό «κύριε» πού λέμε καί μεῖς σήμερα ὅταν ἀπευθυνόμαστε σέ κάποιον· κύριε Θωμᾶ, κύριε Ἰωάννη, κτλ.

    4,15. Λέγει πρός αὐτόν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τό ὕδωρ, ἵνα μή διψῶ μηδέ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν.

    Ἡ Σαμαρείτισα νόμισε ὅτι τό ὕδωρ τό ζῶν γιά τό ὁποῖο τῆς μιλᾶ ὁ Ἰησοῦς, εἶναι ἴσως μιά μαγική πηγή ἀπό τήν ὁποία ἀναπηδᾶ δροσερό νερό, ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ ἰδιοκτήτη. Γι’ αὐτό καί μέ λαχτάρα ζητᾶ νά τῆς δώσει ὁ Κύριος αὐτό τό σπουδαῖο νερό, μέ τήν ἀφελέστατη δικαιολογία ὅτι δέν θά εἶναι πιά ἀναγκασμένη νά ἔρχεται στήν πηγή τοῦ Ἰακώβ γιά νά παίρνει ἀπό κεῖ νερό. Θά ἔχει τή βρύση μές στό σπίτι της. Ἀπό τά λόγια της αὐτά φαίνεται πόσο ἀμαθής καί ἁπλοϊκή ἦταν.

    4,18. Πέντε γάρ ἄνδρας ἔσχες, καί νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθές εἴρηκας.

    Ἡ Σαμαρείτισσα αὐτή φαίνεται ὅτι ἐκτός ἀπό τήν ἀφέλειά της εἶχε καί ἀνήθικη ζωή, τήν ὁποία ξεσκεπάζει ὁ Κύριος. Τό ξεσκέπασμα αὐτό γίνεται μέ πολύ ἤπιο καί εὐγενικό τρόπο. Παρόλο πού δέν ὑπάρχουν μπροστά ἄλλα πρόσωπα, ὁ Κύριος μιλᾶ στή γυναίκα μέ λεπτότητα καί εὐγένεια.

    4,19. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ.

    Ἡ Σαμαρείτισσα δέν ταράσσεται πού ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει τή βρώμικη ζωή της, ἀλλά μέ ὅλη τήν ἀφέλειά της ὁμολογεῖ ἀμέσως ὅτι ὁ συνομιλητής της εἶναι προφήτης. Ἡ ὁμολογία της εἶναι συγχρόνως καί μία ὁμολογία τῆς ἀθλιότητός της. Εἶναι σάν νά λέει: Ναί, Κύριε, εἶμαι τέτοια ὅπως μέ βλέπεις, μιά διεφθαρμένη γυναίκα.

    4,20. Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καί ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἰεροσολύμοις ἐστίν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν.

    Μόλις κατάλαβε ἡ Σαμαρείτισσα ὅτι ἔχει μπροστά της ἕνα προφήτη, ρωτᾶ γιά τή λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη καί μία γυναίκα κατωτάτης διανοητικῆς καί ἠθικῆς ὑποστάθμης τήν ἀπασχολεῖ ἕνα τόσο ὑψηλό πνευματικό θέμα· πῶς καί ποῦ πρέπει νά λατρεύουμε τόν Θεό. Ἄν καί ὁ ἄνθρωπος μέ τόν ὁποῖο μιλάει εἶναι ἀλλόφυλος καί ἀντίπαλος, ἐπειδή ἔχει προσωπική ἐμπειρία γιά τήν ὑπερφυσική του δύναμη (τῆς ἀποκάλυψε τή ζωή της), τόν ἀναγνωρίζει σάν προφήτη καί ζητᾶ τή γνώμη του γιά τό πνευματικό θέμα πού τήν ἀπασχολοῦσε.

    4,22. ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐστίν.

    ὑμεῖς προσκυνεῖτε … οἴδαμεν: Τό νόημα τῶν λέξεων αὐτῶν εἶναι· Σεῖς δέν ξέρετε τί πιστεύετε, ἐμεῖς ξέρουμε τί πιστεύουμε. Πολλοί αἱρετικοί, καί μάλιστα οἱ ἀρειανοί, ἐπειδή ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς βάζει τόν ἑαυτό του μέσα σέ κείνους πού προσκυνοῦν τόν Θεό, ὑποστήριξαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν μόνον ἄνθρωπος. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι σωστό, γιατί ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς δέν μιλάει σάν υἱός τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα πού δέν φαντάζεται κἄν ἡ Σαμαρείτισσα. Μιλάει σάν ἕνας ἁπλός Ἰουδαῖος, ἀφοῦ ἔτσι τόν ἔβλεπε ἡ γυναίκα. Κι ἄλλες φορές μέσα στήν Ἁγία Γραφή ὁ Κύριος δέν κάθεται νά ἐξηγήσει ποιός πράγματι εἶναι, ἀλλά μιλᾶ «κατά τήν ὑπόνοιαν τῶν ἀκουόντων», ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, δηλαδή ὅπως τόν βλέπουν οἱ ἀκροατές του.

    ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν: Φυσικά ἡ Σαμαρείτισσα δέν μποροῦσε νά φαντασθεῖ ὅτι αὐτός μέ τόν ὁποῖο μιλᾶ εἶναι ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου πού ἀνέτειλε ἀπό τή φυλή τοῦ Ἰούδα. Μποροῦσε ὅμως νά καταλάβει ὅτι ἡ μόνη θρησκεία ἡ ὁποία εἶχε τή δύναμη νά σώσει τούς ἀνθρώπους ἦταν ἐκείνη τήν ὁποία πῆραν οἱ Σαμαρεῖτες ἀπό τούς Ἰουδαίους. Κι αὐτό τῆς λέει ὁ Κύριος. Τό νόημα τῶν λόγων του εἶναι ὅτι ἀφοῦ μέχρι στιγμῆς οἱ διδάσκαλοι τῆς ἀλήθειας γιά τή σωτηρία εἶναι οἱ Ἰουδαῖοι, αὐτοί ξέρουν τί πιστεύουν καί αὐτῶν ἡ γνώμη γιά τή λατρεία εἶναι ἔγκυρη.

    4,25. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα.

    οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται: Οἱ Σαμαρεῖτες ἤξεραν ὅτι θά ἔλθει ὁ Μεσσίας ἀπό τήν Πεντάτευχο (Γέ 49,10· Λε 10,15· Ἀρ 24,17). Κι αὐτή ἀκόμη ἡ ἀφελής καί ἁμαρτωλή γυναίκα ἤξερε τή Γραφή καί περίμενε τόν Μεσσία.

    Ἡ λέξη Μεσσίας ἀναφέρεται δύο φορές στήν Καινή Διαθήκη: Στό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο· μία φορά στή συνάντηση Ἰησοῦ καί Ναθαναήλ καί μία φορά ἐδῶ. Καί στίς δύο φορές ὁ εὐαγγελιστής τήν ἑρμηνεύει μέ τό «Χριστός». Πράγματι, Μεσσίας στά ἑβραϊκά θά πεῖ Χριστός δηλαδή χρισμένος. Στήν Παλαιά Διαθήκη χριστοί ἦταν οἱ προφῆτες, οἱ βασιλεῖς καί οἱ ἀρχιερεῖς. Χρίονταν μέ λάδι ὅταν ἀνελάμβαναν τό ἀξίωμά τους. Στήν Καινή Διαθήκη ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός καί συγκεντρώνει στό πρόσωπό του και τά τρία μεγάλα ἀξιώματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

    4,26. Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι.

    Ἡ ἁπλοϊκή Σαμαρείτισσα εἶναι τό μοναδικό πρόσωπο στό ὁποῖο τόσο ξεκάθαρα ἀποκαλύπτεται ὁ Ἰησοῦς.

     4,32. Ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγώ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε.

     Οἱ μαθητές παρακαλοῦν τόν κουρασμένο καί νηστικό δάσκαλο νά φάει. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς πού ξέρει ὅτι σέ λίγο θά καταφθάσουν οἱ κάτοικοι τῆς Συχάρ δέν θέλει νά τόν βροῦν νά τρώει. Πρέπει νά εἶναι ἕτοιμος νά σπείρει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό λέει στούς μαθητές του· «ἐμόν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με καί τελειώσω αὐτοῦ τό ἔργον». Εἶναι σάν νά λέει: Σέ 10 λεπτά θά γεμίσει ὁ τόπος αὐτός ἀπό κόσμο, στόν ὁποῖο πρέπει νά κηρύξω καί σεῖς μοῦ λέτε νά φάω; Ἀφῆστε νά κηρύξω πρῶτα, πρᾶγμα πού εἶναι ἡ κύρια ἀποστολή μου καί ἀναγκαιότερο τοῦ φαγητοῦ=, καί ἔπειτα τρώω.

    4,35-38. οὐχ ὑμεῖς λέγετε … εἰσεληλύθατε: Παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τό περι­στατι­κό τῆς Σαμαρείτισσας ὁ Ἰησοῦς ἀναφέρει μερικούς γενικούς κανόνες πού ρυθμίζουν τήν ἱεραποστολική ζωή καί δράση γενικά.

    Δέν χρειάζεται νά ἐξετάσουμε σχολαστικά ποιοί εἶναι οἱ «σπείροντες» καί ποιοί οἱ «θερίζοντες».

    4,40. Ὡς οὖν ἦλθον πρός αὐτόν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτόν μεῖναι παρ᾿ αὐτοῖς· καί ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας.

    ἠρώτων αὐτόν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς: Οἱ Σαμαρεῖτες ἦρθαν στόν Χριστό παρακινημένοι ἀπό τήν πρόσκληση τῆς Σαμαρείτισσας. Ἐδῶ ὅμως φαίνεται ὅτι εἶχαν καί οἱ ἴδιοι ἐνδιαφέρον, γι’ αὐτό καί τοῦ ζητοῦν νά μείνει νά τούς διδάξει.

     Τά κυριώτερα νοήματα

    1. Ὁ Θεός εἶναι ἀσύλληπτος καί ἡ λατρεία του πρέπει νά εἶναι ἀνάλογη. Ἀπό τή διήγηση τοῦ εὐαγγελίου φαίνεται ὅτι ἡ ἀμάθεια καί ἡ ἁπλοϊκότητα τῆς Σαμαρείτισσας βρίσκονταν στό κατώτατο ἐπίπεδο. Μπροστά σέ μιά τέτοια ἀφέλεια θά ἀπελπιζόταν καί ὁ πιό ὑπομονετικός διδάσκαλος. Κι ὅμως ὁ Ἰησοῦς αὐτό τό πρόσωπο διάλεξε γιά νά τοῦ μεταδώσει τήν πιό ὑψηλή διδασκαλία γιά τή φύση τοῦ Θεοῦ καί τή λατρεία. Τά μεγάλα μαθήματα πού ἀποκαλύπτει ὁ Ἰησοῦς στή Σαμαρείτισσα εἶναι:

    α. Ἡ φύση τοῦ Θεοῦ: Ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα. Δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν ὕλη καί μέ τίς συνθῆκες πού ἐπηρεάζουν τήν ὕλη, δηλαδή χῶρο, χρόνο κτλ. Αὐτό γιά τήν ἐποχή ἐκείνη πού οἱ ἄνθρωποι πίστευαν στά εἴδωλα καί πού καί αὐτός ὁ ἀληθινός Θεός τῶν Ἰουδαίων περιοριζόταν μόνο στόν ἰσραηλιτκό λαό, ἦταν μία θεϊκή ἀποκάλυψη.

    β. Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ: Ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα, ἀνάλογη πρέπει νά εἶναι καί ἡ λατρεία του. Δέν μπορεῖ νά ἱκανοποιεῖται ἀπό θυσίες ζώων ἤ καί ἀνθρώπων, οὔτε ἀπό τήν προσφορά ὑλικῶν πραγμάτων. Ζητᾶ ὁ Θεός λατρεία πνευματική, «ἐν πνεύματι». Ἀκόμη, ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ πρέπει νά γίνεται «ἐν ἀληθείᾳ», δηλαδή μέ τόν ἀπολύτως ὀρθό τρόπο. Ἡ λατρεία τῶν Σαμαρειτῶν ἦταν εἰδωλολατρική, ἐσφαλμένη. Ἡ λατρεία τῶν Ἰουδαίων ἦταν βέβαια ἀληθινή στήν ἀρχή, ἀφοῦ ὁ Θεός τήν ὅρισε, ἀλλά ἦταν προσωρινή καί εἶχε καταντήσει καί τυπική. Ὁ νέος τρόπος λατρείας τόν ὁποῖο διδάσκει ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀπόλυτα σωστός.

    γ. Ἡ σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο: Ὁ Θεός, πού εἶναι πνεῦμα, εἶναι καί Πατήρ. Δέν εἶναι ξένος πρός τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἔχει μαζί τους μία τόσο στενή καί τόσο τρυφερή σχέση. Τό ὅτι ὁ Θεός εἶναι πατέρας μας ἔχει συνέπειες στήν καθημερινή μας ζωή:

    Ι. Μᾶς ἐνθαρρρύνει στίς δυσκολίες. Ἄν ὁ φυσικός πατέρας φροντίζει καί ἐνδιαφέρεται γιά τά παιδιά του, πόσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ φροντίδα καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ πολυεύσπλαγχνου οὐράνιου πατέρα μας!

    ΙΙ. Μᾶς ἐμπνέει νά ἐντείνουμε τόν ἀγώνα μας γιά νά εἶναι ἡ ζωή μας τέτοια πού πρέπει νά εἶναι ἡ ζωή τῶν παιδιῶν ἑνός τέτοιου πατέρα.

    Ἄλλα νοήματα

    1. Προσωπική πνευματική ἐμπειρία: Τά λόγια τῶν Σαμαρειτῶν «οὐκέτι διά τήν σήν λαλιάν πιστεύομεν· αὐτοί γάρ ἀκηκόαμεν, καί οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτήρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός», ἐκφράζουν ἕνα βασικό νόμο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἔχει βέβαια μεγάλη ἀξία τό κήρυγμα. Ὅταν μάλιστα ὁ κήρυκας εἶναι φλογερός καί πιστός, ἔχει τή δύναμη νά συναρπάζει, νά συγκινεῖ. Ἀλλά καί τό πιό δυνατό κήρυγμα μπορεῖ νά διαψευσθεῖ ἀπό ἕνα ἄλλο ἀντίθετο. Ὅσα καί ἄν ἀκούσει κανείς γιά τόν Χριστό, ὅσο καί ἄν ἐνθουσιασθεῖ ἀπό τά λόγια τῶν ἄλλων, εἶναι ἀνάγκη νά ἀποκτήσει δική του προσωπική ἐμπειρία, γιατί αὐτή κανείς δέν μπορεῖ νά τή διαψεύσει. Πρέπει νά γευθεῖ καί νά ὁμολογήσει μόνος του ὁ καθένας ὅτι «χρηστός ὁ Κύριος». Γι’ αὐτό καί στό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας ἔρχεται ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, καί ἡ σωτηρία συντελεῖται μέ τήν προσωπική γνωριμία καί ἕνωση μαζί του. Αὐτή ἡ προσωπική ἐμπειρία ἦταν ἡ δύναμη πού κίνησε τούς ἀποστόλους στό κήρυγμα, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Πέτρος· «οὐ γάρ σεσοφισμένοις μύθοις … μεγαλειότητος» (Β΄Πέ 1,16).

    Ἄν δέν ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό, ἄν δέν γίνουμε ἕνα μαζί του ἐφαρμόζοντας τόν λόγο του καί ζώντας τά μυστήριά του, δέν εἶναι δυνατόν νά ζήσει ὁ Χριστός στήν καρδιά μας, δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τόν γνωρίσαμε.

    2. Ἡ θεία χάρις: Σέ λίγη ὥρα ἡ Σαμαρείτισσα, μία ἀμαθής καί ἁπλοϊκή γυναίκα, γίνεται μάρτυρας τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο καί εὐαγγελίστρια τῶν συμπολιτῶν της. Ἡ ἀλλαγή της αὐτή εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό θά ποῦμε δυό λόγια σήμερα γιά τή χάρη. Στόν φυσικό κόσμο ὑπάρχουν τεράστιες δυνάμεις, μία ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι ὁ ἠλεκτρισμός. Τί ἀκριβῶς εἶναι ὁ ἠλεκτρισμός δέν μπόρεσε κανείς νά ὁρίσει. Τά θαυμαστά ὅμως ἀποτελέσματα τοῦ ἠλεκτρισμοῦ μαρτυροῦν τήν παρουσία του. Ἔτσι καί στόν πνευματικό κόσμο λειτουργοῦν ἀσύλληπτες καί ἀνεξερεύνητες δυνάμεις, τίς ὁποῖες μελετοῦμε ἀπό τά ἀποτελέσματά τους. Μιά τέτοια δύναμη εἶναι καί ἡ χάρη. Τήν χρησιμοποιοῦμε καί σήμερα. Ὅταν ζητοῦμε κάτι ἀπό ἕναν ἄνθρωπο, τοῦ λέμε «κάνε μου τή χάρη», ἤ ὅταν μιλοῦμε γιά κάποιον φυλακισμένο πού ἀμνηστεύθηκε λέμε ὅτι «πῆρε χάρη». Στήν Ἁγία Γραφή τό νόημα τῆς λέξεως «χάρις» εἶναι πολύ πιό πλούσιο. Χάρις εἶναι ἡ ἀγάπη τήν ὁποία δίνει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο χωρίς ἐκεῖνος νά τό ἀξίζει. Ἕνας πατέρας εἶναι ὑποχρεωμένος νά ἀγαπᾶ τό παιδί πού γέννησε, ἐφ’ ὅσον αὐτό παραμένει παιδί του. Ἄν ὅμως ἀποδειχθεῖ ἀνάξιο τῆς ἀγάπης τοῦ πατέρα, ἁρπάξει τήν περιουσία του καί ἀπομακρυνθεῖ καί γίνει ἐχθρός του, τότε ὁ πατέρας δέν ἔχει καμία ὑποχρέωση ἀπέναντί του. Ἄν ἐξακολουθήσει νά τό ἀγαπᾶ, αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι χάρις. Καί μᾶς ὁ Θεός πατέρας μας μᾶς ἀγαπάει μετά ἀπό τόσες παραβάσεις καί ἀποστασίες. Αὐτή ἡ ἀγάπη του εἶναι χάρις.

    Μιλώντας γιά τή χάρη ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στή Σαμαρείτισσα, τήν παραβάλλει μέ τό νερό τῆς πηγῆς. Πράγματι, ὑπάρχουν μερικές ὁμοιότητες ἀνάμεσα στό νερό καί στή χάρη.

    * Τό νερό εἶναι ἡ βάση γιά νά ἀρχίσει, νά συντηρηθεῖ καί νά αὐξηθεῖ ἡ ζωή τοῦ φυτικοῦ καί τοῦ ζωϊκοῦ βασιλείου. Καί ἡ χάρη εἶναι ἡ αἰτία πού μᾶς ὁδηγεῖ καί μᾶς κατευθύνει καί μᾶς συγκρατεῖ στήν πνευματική ζωή.

    * Τό νερό κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό καί ἀπορροφᾶται ἀπό τή γῆ, γιά νά δώσει τά θαυμαστά ἀποτελέσματα στή ζωή καί τή λειτουργία τῶν φυτῶν. Καί ἡ χάρη ἐξαποστέλλεται ἀπό τόν ἐπουράνιο πατέρα μας καί ἐνεργεῖ μέσα στά βάθη τῆς ὑπάρξεώς μας. Γιά νά τό καταλάβετε καλύτερα ἀναφέρω τήν ἑξῆς εἰκόνα: Βλέπουμε στόν οὐρανό μιά κόκκινη φωτιά ἀπό τήν ὁποία βγαίνει ἕνα ἄσπρο σύννεφο, τό ὁποῖο πέφτει στή γῆ ἄλλοτε σάν βροχή, ἄλλοτε σάν δύναμη καί ἄλλοτε σάν φῶς καί τή λούζει. Ἔτσι ἡ ἄγονη γῆ βλασταίνει λουλούδια καί δίνει καρπούς. Ἐξηγῶ τό παράδειγμα. Ἡ φωτιά εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μιά ἀγάπη φλογερή, πλατειά, ἀσύλληπτη. Τό ἄσπρο σύννεφο εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τήν ὁποία χαριστικά μᾶς δίνει, ἐνῶ δέν τήν ἀξίζουμε. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στή ζωή μας σάν βροχή. Εἶναι τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ πού μᾶς δροσίζει, μᾶς καθαρίζει, μᾶς δυναμώνει καί μᾶς φωτίζει. Ἔτσι ἀποδίδουμε πνευματική καρποφορία· τήν εἰρήνη, τή χαρά τῆς ψυχῆς, τήν ἀγάπη μας πρός τόν Θεό.

    * Τό νερό σβήνει τή δίψα, καί ἡ χάρη ἱκανοποιεῖ τούς πόθους τῆς ταραγμένης ψυχῆς μας.

    Ἀλλά ὁ παραλληλισμός τῆς χάριτος μέ τό νερό δέν ἐξαντλεῖ ὅλες τίς ἰδιότητές της, γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος προσθέτει τίς διαφορές πού ὑπάρχουν ἀνάμεσα στό νερό καί στή χάρη: «πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὅς δ’ ἄν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγώ δώσω αὐτῷ … γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ἰω 4,13-14).

    Πλούτη, δόξες, πολυτέλειες, τιμές, κατακτήσεις, ἡδονές καί ὅλα τά ἐφήμερα ἀγαθά μοιάζουν μέ τό νερό. Δέν ἔχουν τή δύναμη νά σβήσουν τή βαθειά δίψα γιά τήν αἰώνια εὐτυχία. Στή δίψα αὐτή ἀπαντᾶ μόνο ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ χάρη ἀκόμη ἔχει τή δύναμη νά ξεπερνᾶ τά πιό δύσκολα ἐμπόδια. Ἕνα παράδειγμα μᾶς δίνει ἡ περικοπή πού μελετήσαμε. Ἡ Σαμαρείτισσα ἦταν πλανεμένη πνευματικά, εἰδωλολάτρις, ἀλλά καί ἠθικά παραστρατημένη. Καί ὅμως, ἀπό τή στιγμή πού δέχεται τή χάρη τοῦ Θεοῦ γίνεται ἄλλος ἄνθρωπος. Φωτίζεται, ἀλλάζει ἡ ἴδια καί γίνεται εὐαγγελίστρια γιά νά μεταφέρει τό μήνυμα τῆς σωτηρίας καί στούς ἄλλους. Γίνεται ἡ ἁγία Φωτεινή. Τέτοια παραδείγματα ἔχει ἄπειρα νά μᾶς παρουσιάσει ἡ Ἐκκλησία μας. Εἶναι οἱ προφῆτες, ἀπόστολοι, διδάσκαλοι καί πατέρες, ἅγιοι καί ὅσιοι μέ ἐπικεφαλῆς τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, τήν ὁποία ὁ ὑμνωδός τῆς Ἐκκλησίας μας σ’ ἕνα Χαιρετισμό χαιρετίζει ὡς «λαμπρόν τῆς χάριτος γνώρισμα».

    Ἡ θεία χάρη μέ ἄπειρους τρόπους κατεργάζεται τόν ἁγιασμό καί τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἄς εὐχηθοῦμε νά μήν ἀφήσει ἀσυγκίνητες καί τίς δικές μας ψυχές. Νά τίς ἀγγίσει καί νά τίς μεταμορφώσει μέ τή δύναμη τοῦ εὐαγγελίου, γιά νά μᾶς κάνει καί μᾶς τούς ἴδιους γνωρίσματά της καί νά φαίνεται ἡ δύναμή της πάνω στόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. Ἀμήν.

Στεργίου Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)

Παρασκευή, 24 Μάιος 2024 03:00

Κυρ. Παραλύτου Ἰω 5,1-15

  paralytikos Ἡ Ἐκκλησία μας τήν Δ΄ Κυριακή ἀπό τοῦ Πάσχα διαβάζει τήν περικοπή τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Βηθεσδά (Ἰω 5,1-15). Ζήτημα δημιουργήθηκε γιά τόν καθορισμό «τῆς ἑορτῆς τῶν Ἰουδαίων», τήν ὁποία ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν ἀρχή τῆς διηγήσεώς του. Ποιά εἶναι αὐτή «ἡ ἑορτή τῶν Ἰουδαίων», μέ τήν εὐκαιρία τῆς ὁποίας ὁ Ἰησοῦς βρῆκε τόν ἰσραηλιτικό λαό συγκεντρωμένο στά Ἰεροσόλυμα; Ἕνα χειρόγραφο, ὄχι σπουδαῖο, προσθέτει τήν λέξη «τῶν ἀζύμων», καί ἕνα ἄλλο «τῆς σκηνοπηγίας». Αὐτά εἶναι ἑρμηνευτικά γλωσσήματα τοῦ περιθωρίου. Ἀπό τούς ἑρμηνευτές ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι καί οἱ περισσότεροι ἀπό τούς νεωτέρους ἀκολουθοῦν τόν Χρυσόστομο, κατά τόν ὁποῖο ἡ γιορτή ἦταν ἡ Πεντηκοστή. Γι' αὐτό ἴσως καί ἡ Ἐκκλησία ἤδη ἀπό τά πολύ ἀρχαῖα χρόνια φρόντισε ὥστε σέ μία ἀπό τίς Κυριακές τοῦ Πεντηκοσταρίου νά διαβάζεται καί αὐτή ἡ περικοπή.

    Ἡ σύνταξη τοῦ στίχου 2 φαίνεται ἀνώμαλη στό πρῶτο ἄκουσμα· «Ἔστι δέ ἐν τοῖς Ἰεροσολύμοις, ἐπί τῇ προβατικῇ, κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστί Βηθεσδά, πέντε στοάς ἔχουσα». Τά «προβατικῇ» καί «κολυμβήθρα» δέν βρίσκονται στήν ἴδια πτώση, οὔτε τό «προβατικῇ» εἶναι ἐπίθετο στό «κολυμβήθρα». Τό «προβατικῇ» εἶναι δοτική καί τό «κολυμβήθρα» ὀνομαστική. Τό νόημα τοῦ στίχου εἶναι· «Ἔστι δέ ἐν τοῖς Ἰεροσολύμοις, ἐπί τῇ προβατικῇ (ἐννοεῖται πύλῃ), (μία) κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστί Βηθεσδά».

    Τό ἑβραϊκό ὄνομα τῆς κολυμβήθρας παραδίδεται κατά τέσσερις τρόπους· Βηλζαθά, Βαθζαθά, Βηθσαϊδά καί Βηθεσδά. Οἱ δύο πρῶτες γραφές ὑπάρχουν σέ μεμονωμένα χειρόγραφα, εἶναι ἄγνωστες στήν ἔμμεση παράδοση τοῦ κειμένου καί δέν ὑπάρχουν στήν πραγματικότητα στήν ἀραμαϊκή γλῶσσα. Περισσότερο μαρτυροῦνται στήν χειρόγραφη παράδοση οἱ γραφές Βηθσαϊδά (=οἶκος κολυμβήσεως) καί Βηθεσδά (=οἶκος ἐλέους), κυρίως ἡ δεύτερη, πού ἔχει πολλές καί ἀρχαιότατες μαρτυρίες καί στήν ἔμμεση παράδοση, στά ἔργα δηλαδή τῶν ἀρχαίων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Ἡ φράση πού ἀκολουθεῖ, «πέντε στοάς ἔχουσα», ἐπεξηγεῖ τήν γραφή «Βηθεσδά». Εἶναι σάν νά λέει· «Οἶκος ἐλέους», δηλαδή νοσοκομεῖο μέ πέντε πτέρυγες.

    Ἡ περικοπή βρίσκεται στήν ἀρχή μιᾶς μεγάλης συνάφειας, ὅπου ὁ εὐαγγελιστής ἐντάσσει τόν πρῶτο μακροσκελῆ λόγο τοῦ Ἰησοῦ πρός τούς Ἰουδαίους. Ἀναφέρει μάλιστα καί τήν πρώτη σοβαρή ἀπόπειρα τῶν Ἰουδαίων νά σκοτώσουν τόν Ἰησοῦ. Μέ τήν ἀφήγηση τῆς θεραπείας ὁ Ἰωάννης ἔχει σκοπό νά δείξει ὅτι ἕνα ἀπό τά κύρια αἴτια γιά τά ὁποῖα «ἐδίωκον τόν Ἰησοῦν οἱ Ἰουδαῖοι» ἦταν ἡ κατάλυση τῶν σχολαστικῶν διατάξεων περί Σαββάτου.

    Ἡ σχολαστικότητα τῶν ραββίνων γιά τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου εἶχε φθάσει στίς μέρες τοῦ Χριστοῦ τά ὅρια τοῦ γελοίου. Τό Σάββατο δέν ἐπιτρεπόταν κανείς νά σηκώνει φορτίο. Δέν ἔπρεπε νά φορᾶ παπούτσια μέ καρφιά, διότι τά καρφιά εἶναι βάρος. Ἕνας ἄνθρωπος ἐπιτρεπόταν νά κρατᾶ ἕνα ψωμί, δύο ἄνθρωποι δέν ἐπιτρεπόταν νά κρατοῦν ἕνα ψωμί, διότι αὐτό ἦταν συνεργασία... Ἀλλά γιατί νά ἀνατρέχουμε στίς ραββινικές πηγές, ἀφοῦ καί στό ἴδιο τό εὐαγγέλιο ὁ Ἰησοῦς χαρακτηρίσθηκε «ἁμαρτωλός», διότι ἡμέρα Σάββατο ἔκανε λάσπη μέ τό σάλιο του!

    Ὁ Ἰησοῦς παραβλέποντας ὅλες αὐτές τίς ἀνόητες διατάξεις, πλησίασε τόν παραλυτικό καί τόν ρώτησε· «Θέλεις ὑγιής γενέσθαι;». Ὁ ἄνθρωπος ἦταν παράλυτος 38 ὁλόκληρα χρόνια. Καί «ἐξεδέχετο», ποιός ξέρει πόσα χρόνια, «τήν τοῦ ὕδατος κίνησιν». Παρά τό ὅτι δέν εἶχε ἄνθρωπο νά τόν βοηθήσει, ἐπέμενε νά περιμένει τήν κίνηση τοῦ νεροῦ, διότι ἤλπιζε. Ἡ τόση ἐπιμονή καί ἐλπίδα του δείχνει πόσο καιγόταν ἀπό τόν πόθο νά γίνει ὑγιής. Κάτω ἀπό τέτοιες συνθῆκες ἡ ἐρώτηση τοῦ Ἰησοῦ ἦταν μία ἐρώτηση γιά τήν ὁποία ἄλλος στήν θέση τοῦ ἀρρώστου θά ἐξοργιζόταν μέ τόν Ἰησοῦ καί θά νόμιζε ὅτι τόν ἐμπαίζει, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος.

    Ἐντούτοις ὁ παραλυτικός ἀπάντησε ταπεινά· «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ βάλῃ με εἰς τήν κολυμβήθραν». Δέν εἶπε κἄν «Ναί, θέλω». Ἦταν τόσο εὐνόητο. Ἀλλά εἶπε τό παράπονό του, καί μάλιστα χωρίς πικρόχολη παρατήρηση ἐναντίον τόσων καί τόσων οἱ ὁποῖοι ἀσφαλῶς πολλές φορές τόν παραγκώνισαν γιά νά πέσουν στό νερό πρῶτοι. Πολλοί ἑρμηνευτές ὀρθά συμπεραίνουν ἀπό αὐτά ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔδειξε γενικά ταπείνωση καί ἀκακία. Γι' αὐτό ἴσως καί ὁ Ἰησοῦς, πού δοκίμασε μέ τήν ἐρώτησή του τήν ταπείνωση τοῦ ἀνθρώπου, θεράπευσε μόνον αὐτόν ἀπό τόσες δεκάδες καί ἑκατοντάδες ἴσως ἀσθενῶν.

    Ὁ παραλυτικός ἔδειξε στήν συνέχεια καί πίστη. Διότι τό νά ὑπακούσει στήν φωνή ἑνός ἀγνώστου ἀνθρώπου «ἔγειραι, ἆρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει» καί νά ἀποπειραθεῖ νά σηκωθεῖ ἐκτελώντας μία παράλογη ἐκ πρώτης ὄψεως προτροπή, ἦταν ζήτημα πίστεως. Ὁ παραλυτικός σηκώθηκε, πῆρε τόν «κράββατόν» του καί ἔφυγε.

    Ἡ λέξη «κράββατος», πού προέρχεται ἀπό τήν ἀρχαία μακεδονική διάλεκτο, συμπεριλήφθηκε στήν κοινή ἑλληνική καί ἐπικράτησε περισσότερο ἀπό τήν λέξη «κλίνη». Σημαίνει ὅ,τι καί σήμερα. Στούς παπύρους λέγεται «κράββακτος», «κράββατος» καί «κρεββάτι», ὅπως ἀκριβῶς σήμερα.

    Οἱ Ἰουδαῖοι, καί μάλιστα οἱ ἐπίσημοι, βλέποντας τόν θεραπευμένο νά κάνει μία τέτοια δουλειά τό Σάββατο, τόν ἐπέπληξαν· «Σάββατόν ἐστιν, οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τόν κράββατον». Αὐτούσιο ραββινικό ἀπόφθεγμα, ἄν ἐξαιρέσουμε τήν λέξη «κράββατος», ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἀντικατασταθεῖ μέ ὁποιαδήποτε λέξη.

    Ὁ ἄνθρωπος ἀπαντᾶ μέ κάποια ἀπολογητική καί ἐλεγκτική ἤ εἰρωνική ἴσως ἔμφαση. «Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει». Ἦταν σάν νά ἔλεγε· «Αὐτός πού εἶχε τήν δύναμη νά μέ θεραπεύσει, αὐτός μοῦ ἔδωσε τήν ἐντολή νά κάνω ὅ,τι κάνω. Σεῖς μέ ποιά ἐξουσία μέ παρατηρεῖτε;». Ἤ «Ἐγώ οὔτε αὐτόν οὔτε ἐσᾶς γνωρίζω. Βλέπω μόνο ὅτι ἐκεῖνος εἶχε τήν ὑπερφυσική δύναμη νά μέ κάνει ὑγιῆ, καί στήν ἐντολή ἐκείνου ὑπακούω». Χαρακτηριστική ἀπάντηση, ἀπ' ὅπου φαίνεται ὅτι ὁ ἁπλός ἄνθρωπος, ὅταν ἀντιμετωπίζει πολλές ἐντολές, προσέχει νά δεῖ τίνος ἐντολοδότου οἱ ἐντολές ἔχουν ἀντίκρυσμα τά ἀνάλογα ἔργα, καί τίς ἐντολές τῶν ἄλλων τίς θεωρεῖ ἄκυρες.

    Οἱ Ἰουδαῖοι ξαναρωτοῦν ποιός εἶναι αὐτός. Μέ εὐφυΐα παρατηρεῖ ὁ Χρυσόστομος ὅτι στήν ἐρώτησή τους δέν λένε «τίς ἐστιν ὁ ποιήσας σε ὑγιῆ», ὅπως ἀπαιτεῖ καί ἡ ἀκολουθία τοῦ λόγου μετά τήν σχετική ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά «τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει;». Ἀπαξιοῦν νά ποῦν τήν λέξη πού δείχνει τό σημεῖο καί λένε μόνο τήν φράση μέ τήν ὁποία φαίνεται ἡ καταπάτηση τῆς ἐντολῆς.

    Ὁ Ἰησοῦς συναντᾶ κατόπιν τόν πρώην παραλυτικό στό ἱερό καί τοῦ λέει· «Ἴδε ὑγιής γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν τί σοι γένηται». Ἀπό τά λόγια αὐτά συνάγεται ὅτι ἡ αἰτία τῆς παραλυσίας ἦταν κάποια συγκεκριμένη ἁμαρτία ἤ ἁμαρτωλή ζωή. Ὁ Χριστός εἶπε στούς μαθητές του ἄλλοτε ὅτι αἰτία κάθε ἀσθένειας δέν εἶναι ὁπωσδήποτε ἡ προσωπική ἁμαρτία ἤ ἡ ἁμαρτία τῶν γονέων (βλ. Ἰω 9,3). Ἐδῶ ὅμως ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι αἰτία εἶναι ἡ προσωπική ἁμαρτία. Ἡ παράλυση, πού ὀφείλεται κυρίως σέ βλάβη τοῦ ἐγκεφάλου, εἶναι δυνατόν νά προέλθει ἀπό διάφορες παθήσεις, ἀλλά καί ἀπό ἀφροδίσια νοσήματα, τά ὁποῖα τότε βέβαια δέν εἶχαν διαγνωσθεῖ, ἀλλά δέν ἦταν ἄγνωστα καί στόν Κύριο.

    Ὁ πρώην παραλυτικός «ἀπῆλθε καί ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτόν ὑγιῆ». Πολλοί σύγχρονοι ἑρμηνευτές φρονοῦν ὅτι ὁ θεραπευμένος παραλυτικός ἐνήργησε ἔτσι ἀπό ἀχαριστία καί κακία, διότι θίχτηκε ἀπό τήν προτροπή τοῦ Ἰησοῦ «μηκέτι ἁμάρτανε». Ἡ ἀνακοίνωση κατά τήν ἄποψη αὐτή ἦταν προδοσία. Ἡ ἑρμηνεία αὐτή εἶναι καθώς φαίνεται ἀρχαιοτάτη, διότι τήν ἀναφέρει καί ὁ Χρυσόστομος, πού τήν ἀπορρίπτει ὅμως ὡς φαντασιώδη. Ὁ ἄνθρωπος τό ἀνήγγειλε μέ καύχημα μᾶλλον γιά τόν Ἰησοῦ, ὅπως καί στήν πρώτη ἀπάντηση πρός τούς Ἰουδαίους. Ἔχουμε καί πολλές ἄλλες περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες οἱ εὐεργετημένοι ἀπό τόν Ἰησοῦ διαλαλοῦσαν τήν θεραπεία τους στούς Φαρισαίους, ὄχι μόνο ἐρεθίζοντάς τους κατά τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά καί κάνοντάς το παρά τίς ἐπιπλήξεις του. Ὁ εὐαγγελιστής θέλει νά πεῖ ἁπλῶς ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀπέφευγε τήν μεγάλη δημοσιότητα, γιά νά μή γίνεται προκλητικός, ὅπως ἐδῶ, πού ἀμέσως μετά τήν θεραπεία «ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ». Τά ἔργα του ὅμως ἔφθαναν στήν ἀντίληψη τῶν ἐχθρῶν του, διότι διαλαλοῦνταν ἀπό τούς ἴδιους τούς εὐεργετημένους. Εἶναι τό «καί ἐάν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται» (Λκ 19,40).

Σ. Ν. Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές, σελ. 31-38