῾Η ἀνάσταση τοῦ γιοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν
῾Ο εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ὅπως ἤδη λέχθηκε, μέ ἰδιάζουσα εὐαισθησία διασώζει στό Εὐαγγέλιό του κάθε λέξη, κίνηση καί περιστατικό ἀπό τήν ἐπίγεια δράση τοῦ ᾿Ιησοῦ πού προβάλλει τή θεϊκή εὐσπλαγχνία καί φιλανθρωπία. Μέσα σ᾿ αὐτό τό πλαίσιο ἐξιστορεῖ καί τήν ἀνάσταση τοῦ γιοῦ τῆς χήρας στήν πόλη Ναΐν, τήν ὁποία δέν ἀναφέρουν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές.
7,11. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς.
῾Η φράση καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς φανερώνει ὅτι ἡ διήγηση ἀκολουθεῖ χρονικά τήν προηγούμενη, ἀλλά δέν συνδέεται ἐννοιολογικά μαζί της. ῾Ο Κύριος ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναῒν γιά νά ἀντιμετωπίσει τόν ἀνθρώπινο σπαραγμό μπροστά στό ἀμείλικτο γεγονός τοῦ θανάτου.
Τό ὄνομα τῆς πόλεως «Ναΐν», πού σημαίνει «ὡραία», «καλλονή», φανερώνει τήν ἰδιαίτερη ὀμορφιά τῆς πόλεως. Καί σήμερα ὑπάρχουν χωριά μέ παρόμοια ὀνόματα, Καλλονή, Πανόραμα, Καλλιθέα. ῾Η Ναΐν ἦταν πόλη τῆς Γαλιλαίας, κτισμένη στήν ὄχθη τοῦ χειμάρρου Κισών ὄχι μακριά ἀπό τήν μεγάλη κοιλάδα ᾿Εσδραλών. Τά ἐρείπιά της βρέθηκαν κοντά στήν Καπερναούμ, νοτιοανατολικά τῆς Ναζαρέτ. ᾿Ανῆκε στήν φυλή ᾿Ισσάχαρ.
Στόν δρόμο γιά τήν Ναΐν ὁ ᾿Ιησοῦς βάδιζε μέ μεγάλη συνοδία. Πολλοί μαθητές παρακολουθοῦσαν τακτικά τήν διδασκαλία του, ἀλλά δέν εἶχαν ὅλοι τήν ἴδια σχέση μαζί του. Μέ κριτήριο τόν βαθμό σχέσεως πού διατηροῦσαν οἱ μαθητές μέ τόν ᾿Ιησοῦ μποροῦν νά καταταγοῦν σέ τρεῖς κύκλους· τῶν δώδεκα, τῶν ἑβδομήκοντα καί ἕναν εὐρύτερο. Οἱ δώδεκα, ὅταν τόν γνώρισαν, τά ἄφησαν ὅλα, τήν δουλειά τους καί τήν οἰκογένειά τους, καί τόν ἀκολούθησαν στήν δημόσια δράση του. Γιά τούς ἑβδομήκοντα δέν γνωρίζουμε πολλά στοιχεῖα παρά μόνον ὅτι συχνά ἀκολουθοῦσαν τόν Κύριο. ῾Ο εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει ὅτι ὁ Κύριος τούς ἔστειλε νά κηρύξουν στήν Παλαιστίνη (βλ. 10,1). Στόν τρίτο κύκλο, τέλος, ἀνῆκαν ἐκεῖνοι πού κατά καιρούς τόν ἀκολουθοῦσαν στίς περιοδεῖες του. ῾Ο Λουκᾶς κάνει σαφῆ διάκριση ἀνάμεσα σέ ὅλους αὐτούς πού παρακολουθοῦσαν τακτικά τίς ὁμιλίες τοῦ ᾿Ιησοῦ καί τούς ὁποίους ἀποκαλεῖ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καί στό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων πού τυχαῖα ἤ ἀπό περιέργεια βρισκόταν κοντά του καί χαρακτηρίζεται ὡς ὄχλος.
7,12. ῾Ως δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ.
Καθώς πλησιάζει τῇ πύλῃ τῆς πόλεως ὁ ᾿Ιησοῦς συναντᾶ κηδεία. Τά νεκροταφεῖα τῶν ῾Εβραίων ὅπως καί τῶν ῾Ελλήνων στήν ἀρχαιότητα ἦταν ἔξω ἀπό τήν πόλη, κοντά στά τείχη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ τό νεκροταφεῖο τῶν Γαδαρηνῶν (βλ. Λκ 8,27) καί ὁ Κεραμεικός τῆς ἀρχαίας ᾿Αθήνας. ῎Εξω ἀπό τίς ἀρχαῖες πόλεις, ἐπίσης, ἑνωμένοι μέ τά τείχη ἦταν οἱ τόποι τῶν ἐμποροπανηγύρεων καί ὁ ἱππόδρομος.
Κοντά στήν πύλη τῆς Ναΐν, λοιπόν, ὁ ᾿Ιησοῦς βρέθηκε μπροστά σέ μιά πολύ θλιβερή σκηνή. Μέ συντομία ἀλλά καί ζωηρότητα τήν περιγράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς· ἐξεκομίζετο -τό ρῆμα «ἐκκομίζω» συνήθως σημαίνει τήν ἐκφορά νεκροῦ- τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα. ῾Η ἐκφορά τοῦ νεκροῦ γινόταν κατά κανόνα πάνω σ᾿ ἕνα εἶδος φορείου, τό νεκροκρέβατο, καί ὅλοι μποροῦσαν νά βλέπουν τήν σορό. Μπροστά ἀπό τόν νεκρό πήγαιναν οἱ γυναῖκες θρηνώντας.
Κάθε κηδεία περιέχει ὀδύνη. Αὐτή ὅμως τήν ὁποία συνάντησε ὁ ᾿Ιησοῦς ἦταν ὀδυνηρότερη ἀπό τίς συνηθισμένες. Νεκρός ἦταν ὁ μονάκριβος γιός μιᾶς χήρας μάνας. Σπάραζε ἀπό τόν πόνο ἡ δυστυχισμένη γυναίκα, καθώς ξεπροβοδοῦσε τό νεαρό βλαστάρι της στό ἄνθος τῆς ἡλικίας του· αὐτόν πού εἶχε ἀπορροφήσει ὅλη της τήν μητρική στοργή καί ἀγάπη· αὐτόν πού μετά τόν θάνατο τοῦ συζύγου της ἦταν ἡ μόνη χαρά καί συντροφιά της, ὅλη ἡ οἰκογένειά της καί ἡ μοναδική βακτηρία τῶν γηρατειῶν της.
Στήν σκληρότερη ὥρα τῆς ζωῆς της, καθώς ἡ χαροκαμένη μάνα ἔμενε τελείως ἔρημη στόν κόσμο καί βαθειά πληγωμένη, ἔτρεξε νά τῆς συμπαρασταθεῖ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανός, σχεδόν ὅλη ἡ πόλη. Τό σημεῖο πού ἀκολούθησε, ἑπομένως, ἔγινε μπροστά σέ πολλούς μάρτυρες, ὥστε νά μήν μπορεῖ κανείς νά τό ἀμφισβητήσε.
7,13. Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε.
᾿Ανάμεσα σέ ἐκείνους πού ἔσμιγαν τά δάκρυά τους μέ τόν θρῆνο τῆς ἀπαρηγόρητης μάνας βρέθηκε καί ὁ ᾿Ιησοῦς. Συμμερίζεται κι αὐτός τόν πόνο της, συγκινεῖται βαθειά, ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ. Στό πρόσωπό της βλέπει ὅλη τήν ἀνθρωπότητα νά πληρώνει ἀκριβά τό τίμημα τῆς ἀποστασίας της. Παρά τά ἀγαθά καί τά ἐπιτεύγματά της μένει σέ κάθε ἐποχή φαρμακωμένη ἀπό τόν θάνατο, ἐνῶ ὁ Θεός ἀπό ἀγάπη τήν δημιούργησε γιά τήν ἀθανασία καί τήν αἰώνια μακαριότητα.
῾Η συμπόνοια τοῦ Κυρίου δέν ἦταν σάν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Κανείς δέν θά ἀποτολμοῦσε νά παρηγορήσει τήν γυναίκα ἐκείνη. Στό πρῶτο πλῆγμα τῆς χηρείας της ἐρχόταν νά προστεθεῖ δεύτερη ἀβάσταχτη συμφορά. Τί νά τῆς ἔλεγαν γιά νά τήν στηρίξουν; ῾Ο Κύριος ὅμως στρέφεται μέ ὅλη του τήν συμπάθεια πρός αὐτήν, δίχως κανείς νά τοῦ τό ἔχει ζητήσει, καί μέ τρυφερότητα τῆς λέγει· μὴ κλαῖε. Μόνον Αὐτός ὡς Θεός μπορεῖ νά πεῖ ἕναν τέτοιο λόγο, διότι, ὅπως ἀποδεικνύει ἡ συνέχεια τῆς διηγήσεως, κρατᾶ στά χέρια του τήν ζωή καί τόν θάνατο.
7,14. καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι.
῾Ο Κύριος δέν περιορίσθηκε στά λόγια. ῎Εκανε, ἐπιπλέον, μία κίνηση· ἥψατο τῆς σοροῦ, δηλαδή ἔπιασε τό φέρετρο ἐμποδίζοντας τούς μεταφορεῖς νά προχωρήσουν. «Σορός» λεγόταν τό σκεῦος, φέρετρο, νεκροκρέβατο στό ὁποῖο τοποθετοῦνταν ὁ νεκρός καί ὄχι τό σῶμα, ὅπως ἐπικράτησε νά λέγεται σήμερα. ῾Ο Κύριος προχωρεῖ καί ἀγγίζει τό φέρετρο. ῾Ο νόμος, βέβαια, δέν ἐπέτρεπε νά ἀγγίζουν οἱ ἰουδαῖοι καθετί πού εἶχε σχέση μέ νεκρό, διότι αὐτό μετέδιδε λευιτική, δηλαδή τυπική ἀκαθαρσία (βλ. ᾿Αρ 19,11). ῾Ο Κύριος, ἐντούτοις, ὅπως ἤδη λέχθηκε (βλ. σχόλια στό 5,13 καί στό 6,5), δέν δεσμεύεται ἀπό τόν νόμο πού ὁ ἴδιος νομοθέτησε. Τό ἀξιοθαύμαστο εἶναι ὅτι καί κανείς δέν τοῦ προβάλλει ἀντίσταση. ῏Ηταν ἐπιβλητικός ὡς ἄνθρωπος ὁ ᾿Ιησοῦς, ἱκανός νά πείθει καί νά κυριαρχεῖ ἀκόμη καί στίς πιό δύσκολες καί ἰδιάζουσες στιγμές. ῎Ετσι ἦταν ὁ ἄνθρωπος πρίν ἀπό τήν πτώση, ὁ πλασμένος κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἐξουσιάζει ὅλη τήν κτίση (Γέ 1,26).
῾Ως ἐξουσιαστής τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου ὁ ᾿Ιησοῦς ἀκουμπᾶ τήν σορό μεταγγίζοντας τήν ζωή, καί μέ στοργή ἀπευθύνει πρός τόν νεκρό νέο τό πρόσταγμά του· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. Τό χέρι του ἀνορθώνει τόν νεκρό, ἡ φωνή του κάνει τήν ψυχή νά ἐπιστρέψει στό σῶμα. «Οὐ λόγῳ δὲ θαυματουργεῖ μόνον, ἀλλὰ καὶ τῆς σοροῦ ἅπτεται· ἵνα μάθωμεν ὅτι τὸ σῶμα αὐτοῦ σῶμα ζωῆς ἐστιν», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. ῞Οπως ὁ σίδηρος, ὅταν ἔλθει σέ ἐπαφή μέ τήν φωτιά, ἀποκτᾶ τήν ἐνέργειά της, ἔτσι καί ἡ ἁγία σάρκα τοῦ Κυρίου, ἐφόσον ἑνώθηκε μέ τήν θεότητα, ἀπέκτησε τήν ἐνέργειά της, νά μεταδίδει ζωή. ῾Ο Κύριος ἐδῶ ἀποκαλύπτει στήν πράξη αὐτό πού θά διακηρύξει ἀργότερα· «ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή» (᾿Ιω 11,25).
Οἱ νεκραναστάσεις πού ἀναφέρονται στήν Παλαιά Διαθήκη (βλ. Γ´ Βα 17,19-22· Δ´ Βα 4,34-36) ἔγιναν μετά ἀπό ἐναγώνια προσευχή τῶν προφητῶν καί θερμή ἐπίκληση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Στό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν ᾿Αποστόλων βλέπουμε ὅτι μέ τόν ἴδιο τρόπο ἀνέστησε ὁ ἀπόστολος Πέτρος τήν Ταβιθά (9,40). ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός ὅμως ἐπιτελεῖ νεκραναστάσεις δίνοντας μόνο μία προσταγή (βλ. Μρ 5,41· Λκ 8,54· ᾿Ιω 11,43). Καλεῖ τούς νεκρούς ἀπό τόν θάνατο στήν ζωή σάν νά τούς καλεῖ νά ξυπνήσουν ἀπό τόν ὕπνο. ᾿Αποδεικνύει ἔτσι ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ἐξουσιαστής τῆς ζωῆς καί νικητής τοῦ θανάτου. Ταυτόχρονα, προμηνύει τήν ἀνάστασή του καί τήν κοινή ἀνάσταση ὅλων τῶν νεκρῶν.
7,15. Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ.
᾿Από τούς ἑλληνιστικούς χρόνους μέχρι καί σήμερα μέ τό ρῆμα «ἀνεκάθισεν» οἱ γιατροί δηλώνουν ὅτι ὁ ἀσθενής πού ἦταν ξαπλωμένος στό κρεβάτι σηκώθηκε σέ στάση καθιστική. Τό ὅτι ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς (πρβλ. Πρξ 9,40) καὶ ἤρξατο λαλεῖν ἀποτελεῖ τό κυριώτερο τεκμήριο ὅτι δέν πρόκειται γιά παιχνίδι τῆς φαντασίας ἀλλά γιά πραγματική ἀνάσταση. ᾿Αξίζει νά ὑπογραμμισθεῖ τό λιτό καί ἀπέριττο ὕφος πού διατηρεῖ ὁ Λουκᾶς στήν περιγραφή ἑνός τόσο σπουδαίου καί ὑπερφυσικοῦ γεγονότος.
῾Η φράση καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ τονίζει ὅτι ὁ Κύριος κρατοῦσε στά χέρια του τήν ζωή τοῦ νέου. Τοῦ ἀνῆκε καί θά μποροῦσε νά τοῦ ζητήσει νά προστεθεῖ στήν ἀκολουθία του. Τόν παραδίδει ὅμως στήν μητέρα του. Τόν ἀφήνει κοντά στήν πονεμένη χήρα ὡς στήριγμα καί παρηγοριά της.
7,16. ῎Ελαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
Μόλις εἶδαν ἀναστημένο τόν νέο, κυριεύθηκαν ἀπό φόβο ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι. Δέος καταλαμβάνει τόν ἄνθρωπο, ὅταν ἀντιληφθεῖ ὅτι κοντά του ἐνεργεῖ μία ὑπεράνθρωπη καί ὑπερφυσική δύναμη. Εἶναι τό ἴδιο αἴσθημα πού δοκίμασαν ὁ Ζαχαρίας, ἡ παρθένος Μαρία καί οἱ βοσκοί μπροστά στήν παρουσία ἀγγέλου, καθώς ἐπίσης καί ὁ Πέτρος μετά ἀπό τό σημεῖο τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας (βλ. Λκ 1,13· 1,30· 2,9-10· 5,8-10). ῾Η ἐπιτέλεση ἑνός θαύματος δηλώνει πάντοτε τήν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγαπητική του παρουσία στήν ὥρα τῆς δοκιμασίας.
῾Η φράση προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν θυμίζει τήν ὑπόσχεση τοῦ Μωυσῆ στό Δευτερονόμιο· «Προφήτην ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ὡς ἐμὲ ἀναστήσει σοι Κύριος ὁ Θεός σου, αὐτοῦ ἀκούσεσθε» (18,15), ἡ ὁποία ἀναφέρεται στόν Μεσσία. ῾Η ἀνάσταση τοῦ νέου ἦταν μία ἔνδειξη ὅτι αὐτός πού τήν ἐπιτέλεσε δέν ἦταν ἄλλος παρά ἐκεῖνος ὁ προφήτης γιά τόν ὁποῖο μίλησε τότε ὁ Μωυσῆς. ῾Η παρουσία προφήτη σημαίνει γιά τήν ἐκλεκτή μερίδα τοῦ ᾿Ισραήλ ὅτι ὁ Θεός θυμήθηκε καί πάλι τόν λαό του. Αὐτό τό νόημα ἔχει ἡ φράση ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ, ἡ ὁποία ὑπαινίσσεται καί τό μακροχρόνιο διάστημα ἀπό τόν προφήτη Μαλαχία ὥς τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ, κατά τό ὁποῖο δέν εἶχε ἐμφανισθεῖ ἄλλος προφήτης (βλ. σχόλια στό 3,3).
7,16. ῎Ελαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
Μόλις εἶδαν ἀναστημένο τόν νέο, κυριεύθηκαν ἀπό φόβο ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι. Δέος καταλαμβάνει τόν ἄνθρωπο, ὅταν ἀντιληφθεῖ ὅτι κοντά του ἐνεργεῖ μία ὑπεράνθρωπη καί ὑπερφυσική δύναμη. Εἶναι τό ἴδιο αἴσθημα πού δοκίμασαν ὁ Ζαχαρίας, ἡ παρθένος Μαρία καί οἱ βοσκοί μπροστά στήν παρουσία ἀγγέλου, καθώς ἐπίσης καί ὁ Πέτρος μετά ἀπό τό σημεῖο τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας (βλ. Λκ 1,13· 1,30· 2,9-10· 5,8-10). ῾Η ἐπιτέλεση ἑνός θαύματος δηλώνει πάντοτε τήν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγαπητική του παρουσία στήν ὥρα τῆς δοκιμασίας.
῾Η φράση προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν θυμίζει τήν ὑπόσχεση τοῦ Μωυσῆ στό Δευτερονόμιο· «Προφήτην ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ὡς ἐμὲ ἀναστήσει σοι Κύριος ὁ Θεός σου, αὐτοῦ ἀκούσεσθε» (18,15), ἡ ὁποία ἀναφέρεται στόν Μεσσία. ῾Η ἀνάσταση τοῦ νέου ἦταν μία ἔνδειξη ὅτι αὐτός πού τήν ἐπιτέλεσε δέν ἦταν ἄλλος παρά ἐκεῖνος ὁ προφήτης γιά τόν ὁποῖο μίλησε τότε ὁ Μωυσῆς.
Ἡ παρουσία προφήτη σημαίνει γιά τήν ἐκλεκτή μερίδα τοῦ ᾿Ισραήλ ὅτι ὁ Θεός θυμήθηκε καί πάλι τόν λαό του. Αὐτό τό νόημα ἔχει ἡ φράση ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ, ἡ ὁποία ὑπαινίσσεται καί τό μακροχρόνιο διάστημα ἀπό τόν προφήτη Μαλαχία ὥς τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ, κατά τό ὁποῖο δέν εἶχε ἐμφανισθεῖ ἄλλος προφήτης (βλ. σχόλια στό 3,3).
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Α΄, σελ. 294-299.
Ἀγάπη στούς ἐχθρούς
6,31. Καὶ καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως.
Μετά ἀπό τά ἁπλά παραδείγματα ἔμπρακτης ἀγάπης ὁ λόγος προχωρεῖ σέ ἕνα πρακτικό συμπέρασμα, πού εἰσάγεται μέ τό συμπερασματικό καὶ. Εἶναι σάν νά λέει: Συμπερασματικά, μέ λίγες λέξεις, νά ἀντιμετωπίζετε τούς ἄλλους, ὅπως θά θέλατε νά σᾶς ἀντιμετωπίζουν ἐκεῖνοι (πρβλ. Μθ 7,12).
Τό ἀναγινωσκόμενο βιβλίο Τωβίτ παραγγέλλει· «ὃ μισεῖς, μηδενὶ ποιήσῃς» (4,15). Ἀργότερα ὁ Ἰσοκράτης, ὁ Φίλων, οἱ στωικοί φιλόσοφοι, ἀλλά καί οἱ βουδιστές διδάσκουν «ὅ σύ μισεῖς ἑτέρῳ μή ποιήσῃς». Αὐτή ἡ ἀρνητική διατύπωση (τί δέν πρέπει νά κάνεις) δέν μπορεῖ νά ἐξασφαλίσει τήν ἁρμονική κοινωνική ζωή. Πρῶτος καί μόνος ὁ Ἰησοῦς Χριστός διατυπώνει θετικά τήν ἐντολή. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας παρατηρεῖ ὅτι ὁ καρδιογνώστης Χριστός ὁρίζει ὡς κριτήριο τοῦ τί πρέπει νά κάνουμε πρός τούς ἄλλους τόν νόμο τῆς δικῆς μας φιλαυτίας. «Καί δέν ζήτησε ὁ Κύριος», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «νά κάνεις στόν πλησίον σου ὅσα θά ἤθελες νά σοῦ κάνει ὁ Θεός, γιά νά μήν πεῖς ὅτι σοῦ εἶναι ἀδύνατον, διότι ἐκεῖνος εἶναι Θεός κι ἐσύ ἄνθρωπος. Σοῦ συνιστᾶ· ὅσα θά ἤθελες νά σοῦ κάνει ὁ σύνδουλός σου, αὐτά νά δείχνεις κι ἐσύ στόν πλησίον».
Ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ, κατά τόν Θεοφύλακτο, «νόμον ἔμφυτον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν ἐγγεγραμμένον» καί συμπίπτει μέ τό «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Λε 19,18· πρβλ. Μθ 19,19· Μρ 12,31· Λκ 10,27). Ὅπως βλέπεις τόν ἑαυτό σου, ὅσο τόν ἀγαπᾶς καί τόν περιποιεῖσαι, ἔτσι νά βλέπεις καί τόν ἄλλο, τόσο νά τόν ἀγαπᾶς καί νά τόν περιποιεῖσαι. Αὐτό τό παράγγελμα τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ τόν «χρυσό κανόνα» τῆς χριστιανικῆς συμπεριφορᾶς. Εἶναι βέβαια ἀσύγκριτα ἀνώτερο ἀπό τήν κοινή ἠθική. Ὡστόσο, στήν βασιλεία τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό ἄλφα, ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι ὅλο τό ἀλφάβητο τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς ἀποτελεῖται ἀπό τρία γράμματα, τίς τρεῖς ἐντολές πού ἀναφέρονται ἐδῶ (στ. 31-36) . Ὁ «χρυσός κανόνας», δηλαδή, ὁ ὁποῖος βρίσκεται πολύ ψηλότερα ἀπό τήν ψηλότερη βαθμίδα τῆς κλίμακας τῆς κοινῆς ἠθικῆς, ἀποτελεῖ τήν χαμηλότερη βαθμίδα στήν κλίμακα τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς. Ἡ κορυφή της, πού θέτει ὡς πρότυπο τόν διο τόν Θεό, προβάλλει στό τέλος τῆς περικοπῆς (στ. 36).
6,32-34. Καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι. Καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. Καὶ ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ σα.
Ἡ δεύτερη ἐντολή εἶναι ὅτι ἡ ἀγάπη πρός τόν ἄλλο πρέπει νά εἶναι ὄχι μόνον ἴση, ἀλλά καί ἀνιδιοτελής, χωρίς νά περιμένει ἀμοιβή ἤ ἀνταπόκριση. Τό ἱερό κείμενο μᾶς τήν περιγράφει πρῶτα στερεοσκοπικά μέ τρία παραπλήσια παραδείγματα καί ἔπειτα τήν διατυπώνει ὡς ἐντολή (στ 35):
α) εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ἐάν ἀρκεῖσθε σέ μία συναισθηματική ἀνταπόδοση τῆς ἀγάπης πρός αὐτούς πού σᾶς ἀγαποῦν·
β) ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ἐάν κάνετε τό καλό μόνο σέ ἐκείνους πού μποροῦν νά σᾶς τό ἀνταποδώσουν. Ἐδῶ τήν ἀγάπη ἀντικαθιστᾶ ἡ ἀγαθοποιία, ἀπό τό συναίσθημα προχωρεῖ στήν ἔμπρακτη ἀπόδειξη.
γ) Ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ἐάν δανείζετε μέ τήν ἀπαίτηση νά πάρετε τόκο ἤ, ἀκόμη, νά σᾶς ἐπιστραφεῖ τό δάνειο. Στό τρίτο παράδειγμα ἀντί γιά τήν ἀγάπη ἤ τήν ἀγαθοποιία ἔχουμε τό δάνειο.
Καί στίς τρεῖς περιπτώσεις, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; ρωτᾶ ὁ Ἰησοῦς. Μέ τήν ρητορική αὐτή ἐρώτηση τονίζει ὅτι καμία ἀμοιβή ἤ εὔνοια δέν μπορεῖ νά περιμένει ἀπό τόν Θεό ἐκεῖνος πού περιορίζει τήν προσφορά τῆς ἀγάπης στό χαμηλό ἐπίπεδο τῆς συναλλαγῆς. Στά μάτια τοῦ Θεοῦ δέν διαφέρει ἀπό τούς τελῶνες (βλ. Μθ 5,46-47), ἐνεργεῖ ὅπως καί οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ κατά κοινή ὁμολογία κακοί καί φαῦλοι ἄνθρωποι.
Ἀξίζει νά σημειώσουμε ὅτι στά δύο πρῶτα παραδείγματα, ἔτσι κι ἀλλοιῶς δέν περιμένει κανείς ἀνταπόδοση. Στό δάνειο ὅμως περιμένει, διότι ὁ ἴδιος ὁ δανειζόμενος ὑπόσχεται τήν ἀνταπόδοση. Κι ὅμως, ὁ πολίτης τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ οὔτε καί ἀπό ἐδῶ δέν πρέπει νά περιμένει τήν ἀνταπόδοση.
6,35. Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς.
Ὁ Ἰησοῦς συνοψίζει τά νοήματα τῶν παραδειγμάτων καί διατυπώνει τήν δεύτερη ἐντολή. Τήν εἰσάγει μάλιστα ἐμφατικά, μέ τόν ἰσχυρό ἀντιθετικό σύνδεσμο πλὴν. Ζητᾶ ἀπό τούς πολῖτες τῆς βασιλείας του ἀνυστερόβουλη καί ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Τούς προτρέπει νά ἀγαποῦν τούς ἐχθρούς τους, νά κάνουν τό καλό καί νά δανείζουν χωρίς νά ἐλπίζουν ὅτι θά κερδίσουν τόκο ἤ ὅτι θά λάβουν πίσω ὅσα δάνεισαν. Τό παράγγελμα αὐτό ξεπερνάει τόν φυσικό νόμο τῆς ἀδιάφθορης ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε, βέβαια, γιά νά ἀγαπᾶ· αὐτή εἶναι ἡ φυσική του κατάσταση, σ’ αὐτήν ἀναπαύεται. Τό ἀξίωμα αὐτό διακήρυξε καί ἡ σοφία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων μέ τό στόμα τῆς Ἀντιγόνης: «οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν» (=γεννήθηκα ὄχι γιά νά μισῶ ἀλλά γιά νά ἀγαπῶ). Ἡ ποιότητα ὅμως τῆς ἀγάπης πού παραγγέλλει ὁ Κύριος εἶναι ἄλλου ἐπιπέδου, πολύ ὑψηλοτέρου ἀπό ἐκεῖνο τῆς φυσικῆς ἀγάπης. Πηγάζει ἀπό τήν πίστη καί τρέφεται ἀπό αὐτήν. Ἡ χριστιανική ἠθική δέν νοεῖται χωρίς πίστη.
Στόν πιστό τόν ὁποῖο ἡ πίστη ἐμπνέει καί κινεῖ σέ ἔργα ἀγάπης ὁ Κύριος ὑπόσχεται μισθό μεγάλο· καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου. Ἡ υἱοθεσία δίνεται στούς πιστούς μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος. Ἀπαιτεῖται ὅμως ἡ συνέργεια τοῦ βαπτιζομένου, ὥστε νά ἀποδειχθεῖ ἀντάξιος τοῦ προνομίου πού ἔλαβε.
Ὁ Θεός εἶναι χρηστός, δηλαδή ἐπιεικής, γεμάτος καλωσύνη, ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς, καί σ᾿ ἐκείνους πού στίς εὐεργεσίες καί στήν ἀγάπη του ἀνταποδίδουν ἀχαριστία καί κακότητα (πρβλ. Μθ 5,45). Ἄν ἀνάμεσα στούς εὐεργετημένους ἀπό τόν Θεό ἀχάριστους καί πονηρούς συμπεριλαμβάνει ὁ πιστός καί τόν ἑαυτό του (πρβλ. Ρω 5,10), πού εἴτε ἑκούσια εἴτε ἀκούσια ἁμαρτάνει, τότε βρίσκει τήν δύναμη νά εὐεργετεῖ ἀκόμη καί ἐκείνους πού τοῦ ἔκαναν κακό (πρβλ. Ἐφ 4,32· Κλ 3,12-14).
6,36. Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί.
Ὁ Κύριος συνοψίζει ἀκόμη περισσότερο τήν ἐντολή. Στήν πρώτη διατύπωση (στ. 31) εἶπε «τί πρέπει» νά γίνεται. Στήν δεύτερη (στ. 35) συνοψίζοντας, τό «πρέπει» ἐξασθένησε. Τώρα τό «πρέπει» ἐξαφανίσθηκε. Ὁ Χριστός ἐπικαλεῖται τήν ἐπιθυμία κάθε ἀνθρώπου νά ἀποδείξει ὅτι εἶναι γνήσιο γέννημα τοῦ πατέρα του καί ὄχι νόθο κάποιου ἄλλου. Ἡ πιό ἰσχυρή καί ἀκαταμάχητη ἀπόδειξη ὅτι ἕνας ἄνθρωπος εἶναι γνήσιο παιδί τοῦ πατέρα του, εἶναι τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του. Ἄν στά χαρακτηριστικά αὐτά εἶναι ὁλόϊδιος ὁ πατέρας του, δέν χρειάζεται ἄλλη ἀπόδειξη γνησιότητος. Χαρακτηριστικό φυσικό τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι εἶναι οἰκτίρμων. Ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος εἶναι οἰκτίρμων, ὅπως ὁ Θεός, δέν χρειάζεται ἄλλη ἀπόδειξη ὅτι εἶναι πράγματι υἱός τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τονίζει ὅτι ἡ ὁμοιότητά μας μέ τόν Θεό πατέρα σέ τίποτε ἄλλο δέν ἑστιάζεται παρά μόνο στό «ἐλεεῖν καὶ οἰκτείρειν». Δέν εἶπε ὁ Κύριος ὅτι θά εἴμαστε ὅμοιοι μέ τόν Θεό, ὅταν νηστεύουμε ἤ ἀσκοῦμε τήν παρθενία ἤ προσευχόμαστε, διότι τίποτε ἀπό αὐτά δέν κάνει ὁ Θεός. Χαρακτηριστικό του εἶναι ἡ εὐσπλαγχνία καί μόνον αὐτή θά μᾶς ἐξομοιώσει μαζί του.
Θά ἐμβαθύνουμε περισσότερο στό παράγγελμα αὐτό τοῦ Κυρίου, ὅταν τό συνδυάσουμε μέ δύο παρόμοιες προτροπές, πού διατυπώνονται ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη. Στό Λευϊτικόν ὁ Θεός παραγγέλλει· «καὶ ἁγιασθήσεσθε καὶ ἅγιοι ἔσεσθε, ὅτι ἅγιός εἰμι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεός ὑμῶν» (11,44· πρβλ. 20,7· Α΄ Πέ 1,16) καί στό Δευτερονόμιον· «τέλειος ἔσῃ ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου» (18,13· πρβλ. Μθ 5,48). Ἡ τελειότητα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς εἶναι καρπός τῆς ἁγιότητος καί τό πρῶτο βῆμα γιά τήν ἁγιότητα εἶναι ἡ οἰκτιρμοσύνη, ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη. Αὐτή, ὅπως ὑπογραμμίζει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μᾶς καθιστᾶ μιμητές τοῦ Θεοῦ καί «τέκνα (του) ἀγαπητά», δηλαδή γνήσια (Ἐφ 5,1).
Στεργἰου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Α΄, σελ. 273-277
Ἡ κλήση τῶν πρώτων μαθητῶν
Στήν ἀρχή τῆς δημόσιας δράσεώς του ὁ Ἰησοῦς κάλεσε τούς μαθητές πού θά τόν ἀκολουθοῦσαν καί θά γίνονταν συνεργάτες καί συνεχιστές τοῦ ἔργου του. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ὁ ὁποῖος, ὅπως λέχθηκε (βλ. σχόλια στό 1,3), δέν τηρεῖ αὐστηρά τήν χρονολογική τάξη τῶν γεγονότων, προτάσσει τῆς κλήσεως ὁρισμένα περιστατικά πού συνέβησαν ἀργότερα. Εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ δαιμονιζομένου στήν συναγωγή τῆς Καπερναούμ, ἡ ἀπαλλαγή τῆς πεθερᾶς τοῦ Πέτρου ἀπό τόν πυρετό καί ἄλλα σημεῖα πού ἱστοροῦνται στό τέλος τοῦ προηγουμένου κεφαλαίου (βλ. 4,31-44). Κατόπιν διηγεῖται τήν κλήση τῶν μαθητῶν, θεωρώντας την ὡς τό σπουδαιότερο γεγονός τῶν πρώτων ἡμερῶν τοῦ Ἰησοῦ στήν Καπερναούμ. Γι᾿ αὐτό τόν λόγο τήν περιγράφει μέ λεπτομέρειες, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες παραλείπει ἡ ἐπιγραμματική ἀφήγηση τῶν δύο ἄλλων συνοπτικῶν εὐαγγελιστῶν (βλ. Μθ 4,18-22· Μρ 1,16-20).
5,1. Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ τὸν ὄχλον ἐπικεῖσθαι αὐτῷ τοῦ ἀκούειν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς ἦν ἑστὼς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ.
Ὁ Ἰησοῦς δέν προερχόταν ἀπό τόν κύκλο τῶν φαρισαίων, τούς ὁποίους ὁ λαός σχεδόν φοβόταν. Ἦταν ἁπλός καί προσιτός στά λαϊκά στρώματα. Μιλοῦσε μέ σαφήνεια καί ἁπλότητα, ὥστε νά γίνεται ἀντιληπτός ἀπό τὸν ὄχλον, αὐτόν γιά τόν ὁποῖο τόσο περιφρονητικά μιλοῦσαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ φαρισαῖοι (βλ. Ἰω 7,48-49). Ἡ θρησκευτική ἡγεσία τῶν ἰουδαίων καί ἐκεῖνοι πού κατεῖχαν ὑψηλότερες κοινωνικές θέσεις, δηλητηριασμένοι ἀπό τήν ἔπαρση καί τήν αὐτάρκειά τους, δέν ἔνιωθαν τήν ἀνάγκη νά ἀκούσουν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό, ὁ Ἰησοῦς κηρύττει στήν παραλία τῆς Καπερναούμ -ἐκεῖ πιθανόν θά ἦταν καί ἡ ἀγορά τῆς πόλεως-, ὅπου συγκεντρώνονταν πολλοί ψαράδες καί ἄλλοι ἁπλοί ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ, τό ἐκλεκτό κατάλοιπο τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Α΄ Κο 1,26-28). Ὅλοι αὐτοί συνωστίζονταν, ὅπως δηλώνει τό ρῆμα ἐπικεῖσθαι, στήν προσπάθειά τους νά πλησιάσουν τόν Ἰησοῦ, γιά νά ἀκούσουν τήν διδασκαλία του.
Ἡ λίμνη Γεννησαρὲτ πῆρε τό ὄνομά της ἀπό τήν παρακείμενη ὁμώνυμη πεδιάδα. Ἡ ἴδια λίμνη ἀναφέρεται στό βιβλίο τῶν Ἀριθμῶν (34,11) μέ τήν ὀνομασία «Χενερέθ (κινύρα)», προφανῶς λόγω τοῦ σχήματός της, πού ἔμοιαζε μέ τό μουσικό ὄργανο κινύρα, τήν γνωστή ἅρπα. Λόγῳ τῆς μεγάλης ἐκτάσεώς της οἱ Ἑβραῖοι τήν ὀνόμαζαν θάλασσα. Ἔτσι ἀπαντᾶ στά Εὐαγγέλια ὡς «θάλασσα τῆς Γαλιλαίας» (Μθ 4,18· 15,29· Μρ 1,16· Ἰω 6,1), ἐπειδή βρισκόταν στήν περιοχή τῆς Γαλιλαίας ἤ «θάλασσα τῆς Τιβεριάδος» (Ἰω 6,1· 21,1), ἐπειδή στίς ὄχθες της κτίσθηκε πρός τιμήν τοῦ αὐτοκράτορα Τιβερίου ἡ πόλη Τιβεριάς. Σέ ἀντίθεση πρός τούς ἄλλους τρεῖς εὐαγγελιστές ὁ Λουκᾶς τήν χαρακτηρίζει λίμνην, ἐπειδή ἀπευθύνεται σέ πιστούς ἐκτός Παλαιστίνης, πού δέν γνώριζαν τήν τοπική συνήθεια.
5,2. καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα.
Στό σημεῖο ὅπου βρέθηκε ὁ Ἰησοῦς ὅταν τά πλήθη τόν περικύκλωσαν, ἦταν ἀραγμένα δύο ἁλιευτικά πλοῖα. Πρόκειται γιά μικρά καΐκια πού χρησιμοποιοῦσαν στό ἐπαγγελματικό ψάρεμα. Εἶχαν περίπου 8 μέτρα μῆκος καί 2 μέτρα φάρδος καί μποροῦσαν νά μεταφέρουν βάρος περίπου ἑνός τόνου.
Στήν λίμνη ὑπῆρχαν ἄφθονες ποσότητες ψαριῶν καί σέ διάφορες ποικιλίες. Τό ψάρι, ὅπως μποροῦμε νά διαπιστώσουμε καί ἀπό τήν συχνή ἀναφορά του στά Εὐαγγέλια (Μθ 14,15-21· 15,32-39· 17,24-27· Μρ 6,35-44· 8,1-10· Ἰω 6,1-14· 21,1-14) ἀποτελοῦσε βασικό εἶδος διατροφῆς τῶν Ἑβραίων. Οἱ κάτοικοι τῶν παραλίμνιων πόλεων καί χωριῶν, λοιπόν, ἦταν φυσικό νά ἀσχολοῦνται μέ τήν ἁλιεία.
Οἱ ψαράδες τῶν δύο πλοιαρίων εἶχαν βγεῖ στήν στεριά καί ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα, ἔπλεναν καί τακτοποιοῦσαν τά δίχτυα τους, μετά ἀπό τό ψάρεμα πού εἶχε προηγηθεῖ κατά τήν διάρκεια τῆς νύχτας (βλ. στ. 5). Ἡ ὥρα, ἑπομένως, ἦταν πρωινή ἤ τουλάχιστον προμεσημβρινή. Τό ψάρεμα γινόταν βασικά μέ δίχτυα. Ὑπῆρχαν διάφορα εδη διχτυῶν. Στίς εὐαγγελικές διηγήσεις ἀναφέρονται τό ἀμφίβληστρον (βλ. Μθ 4,18· Μρ 1,16), ἡ σαγήνη (Μθ 13,47) καί τά μακριά δίχτυα σάν τά σημερινά, μέ φελλούς στήν πάνω μεριά καί βαρίδια στήν κάτω. Αὐτό τό τελευταῖο εἶδος διχτυῶν χρησιμοποιοῦσαν οἱ ψαράδες τῆς περικοπῆς μας, ὅπως δείχνει ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ψάρευαν (βλ. στ. 6).
5,3. Ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους.
Ὁ Ἰησοῦς ζητάει τήν συγκατάθεση τοῦ Πέτρου, γιά νά χρησιμοποιήσει τό ἕνα ἀπό τά δύο πλοῖα ὡς ἕδρα διδασκαλίας. Ἀπευθύνει σ’ αὐτόν εὐγενική παράκληση, ἠρώτησεν αὐτόν, γνωρίζοντας ὅτι εἶναι ὁ ἰδιοκτήτης. Ἀπό τήν λεπτομέρεια αὐτή φαίνεται πόσο ὁ Κύριος σεβάσθηκε τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καί τό δικαίωμα τῆς περιουσίας του.
Τά ρήματα «ἀνάγειν» καί «κατάγειν» ὡς ναυτικοί ὅροι σημαίνουν ἀντίστοιχα «ἀνοίγομαι στό πέλαγος» καί «φέρνω τό πλοῖο στήν παραλία». Τό «ἐπανάγειν» σημαίνει «ἀνοίγομαι καί πάλι στό πέλαγος». Ὁ Ἰησοῦς παρακάλεσε τόν Πέτρο ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον, νά ἀπομακρύνει τό πλοῖο λίγα μόνο μέτρα ἀπό τήν ἀκρογιαλιά, ὥστε τό νερό νά ἀποτελέσει φυσικό φράγμα ἀνάμεσα σ᾿ αὐτόν καί στό πλῆθος πού συνωστιζόταν γύρω του. Μέ αὐτόν τόν τρόπο θά μποροῦσαν ὅλοι νά τόν βλέπουν καί νά τόν ἀκοῦν καλύτερα.
Εὐχαρίστως ὁ Πέτρος διέθεσε τό πλοῖο του, γιά νά κηρύξει ὁ Διδάσκαλος. Δέν λογάριασε τήν κόπωση ὅλης τῆς νύχτας μήτε τήν στενοχώρια του γιά τήν ἀποτυχημένη ψαριά. Λαχταροῦσε κι αὐτός ν᾿ ἀκούσει τό λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν Ἰησοῦ.
Γιά τό καθίσας ἐδίδασκεν βλ. σχόλια στό 4,20.
5,4. Ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν.
Ὁ Κύριος δέν θέλησε νά ἀφήσει δίχως ἀμοιβή τόν ἰδιοκτήτη τοῦ πλοίου, πού τοῦ ἐξασφάλισε τόν πρωτότυπο ἄμβωνα. Μετά τό τέλος τῆς ὁμιλίας, τόν προτρέπει νά ὁδηγήσει καί πάλι τό πλοῖο εἰς τὸ βάθος, στά ἀνοιχτά τῆς λίμνης, καί μαζί μέ τούς συνεργάτες του νά ξαναρρίξουν τά δίχτυα γιά ψάρεμα. Εἶχε, ἐξάλλου, τό σχέδιό του· «διά τῶν ἁλιευτικῶν ἐπιτηδευμάτων ἁλιεύει τούς μαθητάς», κατά τό λογοπαίγνιο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Ἤθελε νά ἁλιεύσει τούς πρώτους μαθητές του φανερώνοντας τήν δύναμή του καί κερδίζοντας τήν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη τους.
5,5. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον.
Ὁ Κύριος δέν ἦταν ψαράς· ὡς ἄνθρωπος ἦταν ἀνειδίκευτος σ᾿ αὐτή τήν τέχνη. Τό παράγγελμά του θά φάνηκε ἀσφαλῶς παράλογο στόν Πέτρο, ὁ ὁποῖος γνώριζε ὅτι ἡ ὥρα ἦταν ἐντελῶς ἀκατάλληλη γιά ψάρεμα. Κι ὅμως ἐντυπωσιασμένος ἀπό τήν παρουσία καί τό κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ ὁ ἔμπειρος ψαράς ὑποτάσσεται στήν ἀδικαιολόγητη προτροπή του. Τόν προσφωνεῖ ἐπιστάτα, πού σημαίνει «διδάσκαλε». Ὁ Λουκᾶς χρησιμοποιεῖ τήν λέξη αὐτή ἀντί τῆς ἑβραϊκῆς «ραββί», τήν ὁποία προτιμοῦν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές. Δέν εἶναι γνωστό ἄν ὁ Πέτρος εἶχε δεῖ ἤδη τόν Ἰησοῦ νά ἐπιτελεῖ ἄλλα σημεῖα. Βέβαιο εἶναι ὅτι τόν γνώριζε ἀπό τότε πού τοῦ τόν σύστησε ὁ ἀδελφός του Ἀνδρέας (βλ. Ἰω 1,42-43).
Ἡ ἀνενδοίαστη ἀνταπόκριση τοῦ Πέτρου στό πρόσταγμα τοῦ Κυρίου θυμίζει τήν πρόθυμη ὑπακοή τῆς Παρθένου Μαρίας στό μήνυμα τοῦ ἀγγέλου (Λκ 1,38) καί ἀποτελεῖ σπουδαῖο μάθημα γιά τούς πιστούς ὅλων τῶν αἰώνων. Ὁ ἀποφασιστικός λόγος του, ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον, ἐπαναλαμβάνεται συχνά ἀπό τά χείλη ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ὑποτάσσονται στό θέλημα τοῦ Κυρίου δίχως ὅρους καί ὅρια, ἀκόμη κι ὅταν ἡ λογική τους ἀντιστρατεύεται.
5,6. Καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν.
Ἦταν τόσο πολλά τά ψάρια πού συγκεντρώθηκαν, ὥστε τό δίχτυ διερρήγνυτο. Ὁ ρηματικός αὐτός τύπος, ἀποπειρατικός παρατατικός, δηλώνει ὅτι τό δίχτυ κόντευε νά σπάσει.
Ὁ Ἰησοῦς ὡς παντοδύναμος Θεός ἐξουσιάζει τά πάντα. Τό δικό του θέλημα καί ἡ δύναμη τοῦ λόγου του ἐπιτέλεσαν τό σημεῖο τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας, πού δέν μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ λογικά. Μία θαυμαστή ἁλιεία ἱστορεῖται καί στό Ἰω 21,3-14. Δέν πρόκειται ὅμως γιά τό ἴδιο περιστατικό. Ἐκεῖ ὁ ἀναστημένος Κύριος ἐμφανίζεται «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» καί ἐπαναλαμβάνει τό σημεῖο πού περιγράφεται ἐδῶ ὡς δηλωτικό τῆς ταυτότητός του καί ὡς σημεῖο ἀναγνωρίσεως ἀπό τούς μαθητές του.
5,7. Καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά.
Τό «κατανεύω» εἶναι ναυτικός ὅρος, πού στήν νεοελληνική σημαίνει «κάνω σινιάλο». Ὅταν τά πλοῖα βρίσκονται σέ μεγάλη ἀπόσταση τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο, οἱ ναυτικοί συνεννοοῦνται κουνώντας τά χέρια τους ἤ ἕνα ὕφασμα ἤ μέ κάποιο ἄλλο ὀπτικό σημάδι. Τό πλοῖο τοῦ Πέτρου ἦταν στά ἀνοιχτά τῆς λίμνης, ἐνῶ τῶν συνεταίρων του, τῶν γιῶν τοῦ Ζεβεδαίου, βρισκόταν στήν παραλία. Γιά τόν λόγο αὐτό μποροῦσαν νά συνεννοηθοῦν μόνο μέ νοήματα.
Ἀπό τό ὅτι ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, γέμισαν καί τά δύο πλοῖα, φαίνεται ὅτι καί τά ψάρια ἦταν πάρα πολλά καί τά πλοῖα σχετικά μικρά. Τό βυθίζεσθαι, ἀποπειρατικός ἐνεστώτας, δέν σημαίνει ὅτι τά πλοῖα εἶχαν ἀρχίσει νά βυθίζονται, ἀλλά ὅτι ἀπό τό βάρος κόντευαν νά βυθισθοῦν. Τό ἐκτόπισμά τους, δηλαδή, ξεπέρασε τήν γραμμή ἀσφαλείας. Ἐπειδή ἀγνοοῦσαν τήν ἀκριβῆ ἑρμηνεία τῶν δύο αὐτῶν ρημάτων, ὁρισμένοι ξένοι μελετητές βρέθηκαν ἀντιμέτωποι μέ τούς ἑξῆς προβληματισμούς: Πῶς οἱ μαθητές πῆραν τελικά τά ψάρια, ἀφοῦ τά δίχτυα καταστράφηκαν ἀπό τό βάρος; Πῶς διέσωσαν τά πλοῖα, ἀφοῦ καταποντίζονταν; Ἡ ἔννοια τοῦ ἀποπειρατικοῦ χρόνου ἀπαντᾶ ἱκανοποιητικά στίς παραπάνω ἀπορίες.
5,8. Ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε.
Ἡ ἀναφορά τοῦ διπλοῦ ὀνόματος Σίμων Πέτρος μᾶς βοηθάει νά καταλάβουμε ὅτι ὁ εὐαγγελιστής ἔχει ὑπ᾿ ὄψιν του τήν πρώτη ἐπαφή τοῦ Πέτρου μέ τόν Ἰησοῦ, τότε πού ὁ Κύριος τοῦ εἶπε· «σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὃ ἑρμηνεύεται Πέτρος» (Ἰω 1,43), τήν ὁποία καταγράφει ὁ Ἰωάννης. Δέν ὑπάρχει, ἑπομένως, διαφωνία μεταξύ τοῦ Ἰωάννη καί τῶν ἄλλων τριῶν εὐαγγελιστῶν γιά τήν ἐκλογή τῶν μαθητῶν, ὅπως κάποιοι ἰσχυρίσθηκαν. Ὁ Ἰωάννης περιγράφει τήν πρώτη γνωριμία· οἱ ἄλλοι τήν προϋποθέτουν καί παραδίδουν τήν κλήση τῶν πρώτων μαθητῶν καί ἀργότερα τόν ὁριστικό καθορισμό τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἐπιτελείου, τήν ἐκλογή τῶν δώδεκα καί τήν ἀποστολή τους (βλ. Μθ 10,1-4· Μρ 3,13-19· Λκ 6,13-16).
Τό σημεῖο τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας ἀποκάλυψε τήν θεϊκή δύναμη τοῦ Ἰησοῦ. Μπροστά σ’ αὐτή τήν ἀποκάλυψη, ὁ Πέτρος συγκλονίζεται. Ἀντιπαραβάλλει τήν δική του ἀδυναμία καί ἁμαρτωλότητα πρός τό μεγαλεῖο καί τήν ἁγιότητα Ἐκείνου, τόν ὁποῖο αὐθόρμητα προσφωνεῖ Κύριε. Συναισθάνεται ὁ Πέτρος πόσο μικρός καί ἀνάξιος εἶναι γιά νά φιλοξενεῖ τόν Ἰησοῦ στό πλοιάριό του. Γονατιστός μέ συντριβή ἀναφωνεῖ· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι. Ὁ αὐθορμητισμός του δέν τοῦ ἐπιτρέπει νά σκεφθεῖ πόσο ἄτοπη καί ἐκτός λογικῆς εἶναι ἡ παράκλησή του, ἀφοῦ γιά νά βγεῖ ἀπό τό καράβι του ὁ Ἰησοῦς θά ἔπρεπε νά πέσει στήν θάλασσα. Εἶναι καί αὐτή μία λεπτομέρεια πού δηλώνει τή φυσικότητα καί ἀλήθεια τῆς διηγήσεως.
5,9. Θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον.
Ἡ θαυμαστή ψαριά ἄφησε ἔκθαμβους τούς ἁπλούς ψαράδες, ὄχι βέβαια γιά τόν ἀπροσδόκητο πλοῦτο πού πιθανόν θά ἔφερνε, ἀλλά ὡς ὑπερφυσικό γεγονός, πού σημείωνε τήν παρουσία ἑνός κραταιοῦ προσώπου.
5,10. ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. Καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν.
Οἱ ἐπαγγελματίες ψαράδες τῆς λίμνης συνήθως σχημάτιζαν συντεχνίες, μικρές ἁλιευτικές ἑταιρεῖες. Τά μέλη τους ὀνομάζονταν «μέτοχοι» (βλ. στ. 7) ἤ κοινωνοί, μετεῖχαν στήν ἑταιρεία προσφέροντας τά πλοῖα, τά δίχτυα καί τόν κόπο τους καί «κοινωνοῦσαν», μοιράζονταν, τά κέρδη. Μιά τέτοια ἑταιρεία εἶχαν δημιουργήσει τά δυό ζευγάρια τῶν ἀδελφῶν: Πέτρος-Ἀνδρέας, Ἰάκωβος-Ἰωάννης.
Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει ὀνομαστικά τούς τρεῖς ἀπό τούς τέσσερις συνεταίρους, τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη. Παραλείπει τόν ἀδελφό τοῦ Πέτρου, τόν Ἀνδρέα, τόν ὁποῖο ἀναφέρουν οἱ ἄλλοι δύο εὐαγγελιστές (βλ. Μθ 4,18· Μρ 1,16). Σκοπός του, προφανῶς, ἦταν νά πληροφορήσει τούς ἀναγνῶστες του μέ ποιόν τρόπο κλήθηκαν οἱ τρεῖς κορυφαῖοι μαθητές, τούς ὁποίους ὁ Ἰησοῦς ἔπαιρνε μαζί του σέ καίριες στιγμές τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, ὅπως στήν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου (Μρ 5,37· Λκ 8,51), στήν Μεταμόρφωση (Μθ 17,1· Μρ 9,2· Λκ 9,28), στήν Γεθσημανῆ (Μθ 26,37· Μρ14,33).
Μέ τήν προτροπή μὴ φοβοῦ ὁ Κύριος καθησυχάζει τόν Πέτρο, ὅπως ἄλλοτε ὁ ἄγγελος Γαβριήλ τόν Ζαχαρία (βλ. Λκ 1,13) καί τήν παρθένο Μαρία (βλ. Λκ 1,30). Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στό Σινᾶ (πρβλ. Ἔξ 19,16-18· 20,18) καί γενικότερα στήν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ συνοδευόταν ἀπό φαινόμενα πού προκαλοῦσαν τόν τρόμο τῶν Ἰσραηλιτῶν. Στά χρόνια τῆς Καινῆς Διαθήκης ὁ Θεός ἦρθε γιά νά διώξει τόν φόβο καί νά καταστήσει τούς ἀνθρώπους μετόχους στήν χαρά τῆς βασιλείας του.
Τό ρῆμα «ζωγρῶ» ἀναφέρεται στήν σύλληψη ζωντανῶν ὄντων. Ὁ Πέτρος καλεῖται νά ἀλλάξει ὄχι ἐπάγγελμα ἀλλά τό ἀντικείμενο τῆς ἁλιείας του. Ἀντί νά πιάνει στά δίχτυα του ψάρια καί νά τά ὁδηγεῖ στόν θάνατο, θά συλλαμβάνει ἀνθρώπους ἀπό τήν θάλασσα τοῦ κόσμου, ὅπου πλανῶνται πνευματικά νεκροί, καί θά τούς ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ζωή. Ἡ ἀνωτερότητα τῆς ἐπικειμένης ἀποστολῆς εἶναι ὁλοφάνερη.
5,11. Καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.
Οἱ εὐλογημένοι ψαράδες ἐντυπωσιάσθηκαν ἀπό τήν πλούσια ψαριά, ἀλλά δέν θέλησαν νά τήν ἐκμεταλλευθοῦν οἰκονομικά. Ἡ ἐπιθυμία τοῦ κέρδους δέν στάθηκε ἐμπόδιο στήν κλήση πού τούς ἀπηύθυνε ὁ Ἰησοῦς. Τόν ἀκολούθησαν ἀφέντες ἅπαντα. Ἡ ἀποστολή πού ἀναλάμβαναν ἀπαιτοῦσε αὐταπάρνηση καί ἀπόλυτη ἀφοσίωση. Ἐκείνη τήν ἡμέρα ὁ Ἰησοῦς διέλυσε μία ἁλιευτική ἑταιρεία ἀποκτώντας τούς πρώτους μετόχους τῆς δικῆς του θείας «Ἑταιρείας».
Στήν ἐκλογή τῶν μαθητῶν ὑπάρχει ἕνα στοιχεῖο πού παρουσιάζει ἔντονη ἀντίθεση μέ τήν τακτική πού χρησιμοποιοῦν οἱ ἀρχηγοί διαφόρων κινημάτων. Ἐκεῖνοι ἀναζητοῦν τούς ὀπαδούς τους ἀνάμεσα στούς ἀνέργους καί ἀργόσχολους. Ὁ Κύριος κάλεσε τούς συνεργάτες του τήν ὥρα πού ἐργάζονταν (πρβλ. Ἔξ 3,1-4· Γ΄ Βα 19,19-21). Μέ τόν τρόπο αὐτό ἔδειξε πώς τιμᾶ τήν ἐργασία. Ὁ ἴδιος, ἐξάλλου, δέν ἀπαξίωσε νά χαρακτηρισθεῖ «τέκτων» (βλ. Μθ 13,55· Μρ 6,3), δηλαδή τεχνίτης (ξυλουργός, οἰκοδόμος, σιδεράς).
Οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος σημειώνουν μέ ἔμφαση ὅτι «εὐθέως» τά ἄφησαν ὅλα οἱ τέσσερις ψαράδες, γιά νά ἀκολουθήσουν τόν Ἰησοῦ (βλ. Μθ 4,20.22· Μρ 1,18.20). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπαινεῖ τήν ὑπακοή τους καί προτρέπει: «Τοιαύτην γὰρ ὁ Χριστὸς ὑπακοὴν ζητεῖ παρ᾿ ἡμῶν», νά ἐκτελοῦμε, δηλαδή, τό θέλημα τοῦ Κυρίου χωρίς τήν παραμικρή ἀναβολή.
Συμβαίνει πολλές φορές νά ἀναπτύσσουμε μεγάλη δραστηριότητα γιά ἐπίγεια πράγματα, ἐνῶ ἀναβάλλουμε συνεχῶς ὅ,τι ἔχει σχέση μέ τήν πνευματική ζωή καί μέ τήν ὑπόθεση τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἀναβλητικότητα ἀποτελεῖ μία καλοστημένη παγίδα τοῦ πονηροῦ. Γράφει σχετικά ὁ ἐπίσκοπος πρώην Φλωρίνης Αὐγουστῖνος: «Ὅλοι, ἀγαπητοί, ἄς φοβηθῶμεν τόν δαίμονα τῆς ἀναβολῆς. Αὐτός εἶνε ἐκεῖνος, ὅστις εἰς κάθε ὡραίαν μας ἀπόφασιν ὑπέρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ὑπέρ τῆς ὠφελείας τοῦ πλησίον, ἔρχεται καί μᾶς ψιθυρίζει· Αὔριον. Ὤ τόν παμπόνηρον! Μᾶς ὑπόσχεται τό ἀβέβαιον αὔριον, καί μᾶς ἁρπάζει τό παρόν... Ἄς μή λησμονῶμεν τό ὑπό τινος σοφοῦ λεχθέν ὅτι ἡ ὁδός ἡ ἄγουσα εἰς τήν κόλασιν εἶνε ἐστρωμένη μέ τά πολυάριθμα “θά”, μέ ὡραῖες ὑποσχέσεις, ὑποσχέσεις αἱ ὁποῖαι οὐδέποτε ἐπραγματοποιήθησαν».
Σέ κάθε ἐποχή ὁ Κύριος ἀπευθύνει σέ ὅλους τήν πρόσκληση νά γίνουν ἀκόλουθοί του· νά ἐγκαταλείψουν τήν ζωή τῆς ἁμαρτίας καί νά βαδίσουν πιστά στά ἴχνη του (βλ. Α΄ Πέ 2,21· πρβλ. Κλ 3,8-10). Παράλληλα ὁ κάθε χριστιανός καλεῖται νά εἶναι στό περιβάλλον του ἕνας ἱεραπόστολος. Τό σύνθημα τῶν πρώτων χριστιανῶν ἦταν: «Εἷς πρός ἕνα πρός ΙΧΘΥΝ» καί γνωρίζουμε ὅτι στή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου συνέβαλαν πολύ οἱ χριστιανοί ἔμποροι πού ταξίδευαν στίς χῶρες τῆς Μεσογείου. Ἡ ἐκκλησία τῆς Ρώμης π.χ. ἱδρύθηκε ἀπό μαθητές τοῦ ἀποστόλου Παύλου οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ πρίν ἀκόμη φθάσει ὁ διος ὁ ἀπόστολος. «Εἶνε κίβδηλος χριστιανός ὁ μή ἔχων πόθους ἱεραποστολικούς», γράφει κατηγορηματικά ὁ ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος.
Ἐκτός ὅμως ἀπό τήν γενική κλήση, ὁ Κύριος ἀπευθύνει καί ἰδιαίτερες κλήσεις σέ ὁρισμένα πρόσωπα, γιά νά ἀναλάβουν τήν εἰδική ἀποστολή νά συνεχίσουν τό ἔργο τῶν ἀποστόλων. Εἶναι ἀδήριτη ἀνάγκη νά ὑπάρχουν σέ κάθε ἐποχή οἱ ἀκούραστοι ἁλιεῖς, οἱ διδάσκαλοι τοῦ εὐαγγελίου, ἐκεῖνοι πού θά θελήσουν νά θυσιάσουν τήν σταδιοδρομία τους, νά κόψουν κάθε ἀνθρώπινο συναισθηματικό δεσμό καί νά ριχθοῦν μέ φρόνημα θυσίας στό ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς μέσα ἤ ἔξω ἀπό τήν πατρίδα τους. Ὁ Κύριος, τονίζοντας αὐτή τήν ἀνάγκη, προτρέπει τούς πιστούς· «δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ» (Μθ 9,38).
Τό σημεῖο τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας μπορεῖ νά παραλληλισθεῖ μέ τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πλούσια ψαριά ἦταν τύπος τῆς πλούσιας ἁλιείας τῶν ἀνθρώπων, προμήνυμα τοῦ μεγάλου πλήθους ἐκείνων πού ἐπρόκειτο νά ἁλιευθοῦν ἀπό τά δίχτυα τῶν ἀποστόλων. Μέ τήν δύναμη καί τήν ἐξουσία τοῦ Κυρίου, μέ τήν ἐπιμονή καί τήν ὑπομονή πού χαρακτηρίζει τούς ψαράδες, οἱ ἀπόστολοι ἅπλωσαν, πράγματι, τά δίχτυα τοῦ εὐαγγελίου καί συνέλαβαν πλῆθος ἀνθρώπων, τούς ὁποίους ὁδήγησαν στόν Χριστό καί στήν σωτηρία.
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Α΄, σελ. 207-216
Λέξεις:
8,34. ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ = νά σηκώσει τόν σταυρό του
35. τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι = νά σώσει τή ζωή του
ἀπολέσει αὐτήν = θά τήν χάσει
ἕνεκεν ἐμοῦ = γιά μένα
38. ὅς γάρ ἄν ἐπαισχυνθῇ με καί τούς ἐμούς λόγους = ὅποιος θά ντραπεῖ ἐμένα καί τά λόγια μου ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρός αὐτοῦ = μέ τή δόξα τοῦ πατέρα του
9,1. Εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων = ὑπάρχουν μερικοί ἀπό αὐτούς πού στέκονται ἐδῶ
Οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου = οἱ ὁποῖοι δέν θά γευθοῦν θάνατο, δέν θά πεθάνουν.
Ἱστορικά - Πραγματολογικά - Ἑρμηνευτικά
Στήν περικοπή μας ἔχουμε ἕναν λόγο τοῦ Κυρίου μας γιά τήν αὐταπάρνηση καί τή μαθητεία κοντά του. Τόν λόγο αὐτό διασώζουν καί ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος (16,24-28) καί ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς (9,23-27). Γιά νά καταλάβουμε καί νά ἑρμηνεύσουμε τήν περικοπή, πρέπει νά ξέρουμε πότε, γιατί καί σέ ποιούς εἶπε ὁ Κύριος αὐτά τά λόγια.
Βρισκόμαστε στήν ἀρχή τοῦ τρίτου ἔτους τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Χριστοῦ. Γιά πρώτη φορά ὁ Κύριος κάνει λόγο στούς μαθητές του γιά τό πάθος του καί ὁ Πέτρος ἐκφράζοντας καί τῶν ἄλλων τή γνώμη τόν ἐπιπλήττει, λέγοντας· «ἵλεώς σοι, Κύριε· οὐ μή ἔσται σοι τοῦτο» (βλ. Μθ 16,21-23). Τά λόγια τοῦ Πέτρου δείχνουν τή φιλαυτία τῶν μαθητῶν. Μέχρι τότε ἔβλεπαν τόν Ἰησοῦ ὡς ἕνα φωτισμένο διδάσκαλο, ἤ ἔστω καί ὡς τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού ἦρθε στόν κόσμο γιά νά ἱδρύσει τή βασιλεία του καί νά περάσουν ὅλοι καλά μαζί του. Τώρα ὅμως, πού ἀκοῦνε νά τούς μιλᾶ γιά πάθος καί θάνατο, ταράσσονται, γιατί ὁπωσδήποτε κοντά στόν διδάσκαλο θά ταλαιπωροῦνταν κι αὐτοί. Κι ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ ἤλεγξε τόν Πέτρο μέ τό «ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ...» (Μρ 8,33), εἶπε αὐτόν τόν λόγο πού θά μελετήσουμε, ξεκαθαρίζοντας ἔτσι ἀπό τήν ἀρχή τή θέση του ἔναντι ἐκείνων πού θά ἤθελαν νά τόν ἀκολουθήσουν.
Ἕξι ἡμέρες μετά ἀπό τόν λόγο αὐτό, ὁ Ἰησοῦς μεταμορφώθηκε στό ὄρος μπροστά στούς τρεῖς ἀγαπημένους του μαθητές, Πέτρο, Ἰάκωβο καί Ἰωάννη. Μέ τή μεταμόρφωσή του ὁ Κύριος ἔδωσε στούς μαθητές του μία ἀπόδειξη ὅτι τό πάθος του, γιά τό ὁποῖο τούς μίλησε καί θά τούς ξαναμιλήσει καί πολλές ἄλλες φορές, τό ἔχει σχεδιάσει μόνος του καί προχωρεῖ σ’ αὐτό θεληματικά.
Τέσσερα πράγματα περιέχει ὁ λόγος τοῦ Κυρίου:
α) Πρόσκληση (στ. 34).
β) Διδαχή (στ. 35-37).
γ) Προφητεία γιά τό μακρινό μέλλον (στ. 38).
δ) Προφητεία γιά τό κοντινό μέλλον (στ. 9,1).
Μέ τή διδαχή δικαιολογεῖ τήν πρόσκληση, ἐνῶ μέ τήν προφητεία κατοχυρώνει τήν πρόσκληση καί τή διδαχή.
8,34. Καί προσκαλεσάμενος τόν ὄχλον σύν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ, καί ἀκολουθείτω μοι. Λίγο πιό πρίν, ὅπως εἴπαμε, ὁ Πέτρος μάλωσε τόν Κύριο, πού ἔλεγε ὅτι θά σταυρωθεῖ. Καί ὁ Κύριος τώρα, μιλώντας στόν Πέτρο καί σέ ὅλο τόν κόσμο, δίνει τήν ἀπάντηση· Πέτρε, ἐσύ μέ συμβουλεύεις ν’ ἀποφύγω τήν αὐτοθυσία, γιά νά περάσεις ἐσύ καλά. Ἀλλά ἐγώ σοῦ λέω ὅτι, ἄν δέν κάνεις αὐτά πού ζητῶ, φύγε ἀπό κοντά μου αὐτή τή στιγμή, γιατί δέν θά καλοπεράσεις.
Ἀπό τό «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν» βγαίνει ἡ λέξη αὐταπάρνηση, πού εἶναι τόσο συνηθισμένη στόν Χριστιανισμό. Ἀπαρνοῦμαι τόν ἑαυτό μου θά πεῖ τόν ἀρνοῦμαι ὁλότελα. Ὅπως, ὅταν κάποιος ἀπαρνεῖται ἕναν φίλο του, δέν νοιάζεται πιά καθόλου γι’ αὐτόν, ἔτσι, ὅποιος ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του δέν ἐνδιαφέρεται καθόλου γι’ αὐτόν. Πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό θά τό δοῦμε παρακάτω, στά νοήματα.
ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ: Ὁ σταυρικός θάνατος ἦταν ὁ πιό σκληρός. Οἱ κατάδικοι πού ἐπρόκειτο νά σταυρωθοῦν, βάδιζαν πρός τόν τόπο τῆς ἐκτελέσεώς τους φορτωμένοι μέ τόν σταυρό, πάνω στόν ὁποῖο καί τούς σταύρωναν. Τό «αἴρω τόν σταυρόν» στά χρόνια ἐκεῖνα εἶχε καταντήσει παροιμιώδης ἔκφραση καί εἶχε τή σημασία πού ἔχει σήμερα τό «βαδίζω στήν κρεμάλα».
καί ἀκολουθείτω μοι: Ἡ αὐταπάρνηση καί ὁ σταυρός, δηλαδή ἡ αὐτοθυσία πού ἀνέφερε προηγουμένως, παίρνουν ἀξία ὅταν γίνονται γιά χάρη τοῦ «ἀκολουθείτω μοι», δηλαδή γιά νά ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό.
Οἱ ὅροι τούς ὁποίους ἔθεσε ὁ Κύριος γιά ὅσους θέλουν νά γίνουν μαθητές του εἶναι πολύ σκληροί. Δικαιολογημένα οἱ ἀκροατές του θά ρωτοῦσαν· Τί ὄφελος θά 'χουμε ἀπό μιά μαθητεία πού πληρώνεται τόσο ἀκριβά; Σ’ αὐτό τό φυσικό ἐρώτημα ὁ Κύριος ἀπαντᾶ μέ τούς στίχους 35-37.
8,35. ὃς γάρ ἂν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τήν ἑαυτοῦ ψυχήν ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν.
Γιά νά καταλάβουμε τό νόημα τοῦ στίχου αὐτοῦ πρέπει νά πιάσουμε σωστά τή σημασία τῆς λέξεως ψυχή. Ἐδῶ ψυχή σημαίνει ζωή. Στήν πραγματικότητα ἡ ζωή εἶναι μία καί αἰώνια. Αὐτό βέβαια ὅσοι ἀπό τούς ἀκροατές τοῦ Κυρίου ἦταν πιστοί, τό πίστευαν ἀλλά καί ἐκεῖνοι πού δέν τό πίστευαν τό εἶχαν ἀκούσει, τό ἤξεραν. Στή διάρκεια τῆς ζωῆς τό πιό σημαντικό σημεῖο εἶναι ὁ σταυρός, γιά τόν ὁποῖο μόλις μίλησε ὁ Κύριος. Οἱ ἄπιστοι ἀκροατές ἔβλεπαν τόν σταυρό σάν τό τέρμα τῆς ζωῆς, γι’ αὐτό καί τόν φοβοῦνταν. Οἱ πιστοί τόν θεωροῦσαν ἕνα διαχωριστικό σημεῖο, μετά ἀπό τό ὁποῖο βρίσκεται τό μεγαλύτερο καί ὡραιότερο τμῆμα τῆς ζωῆς. Ὁ Χριστός λέει: Ὅποιος πιστεύει ὅτι ἡ ζωή του θά τελειώσει μέ τόν σταυρό καί γι’ αὐτό θέλει νά τή φυλάξει, αὐτός οὐσιαστικά θά τή χάσει, γιατί τό πιό μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς εἶναι μετά τόν σταυρό. Ὅποιος ὅμως χάσει αὐτή τή λίγη ζωή, πού εἶναι πρίν ἀπό τόν σταυρό, κερδίζει τό αἰώνιο τμῆμα τῆς ζωῆς, πού εἶναι μετά ἀπό τόν σταυρό.
ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου: Μέ δύο τρόπους μπορεῖ νά χάσει κανείς τή ζωή του, γιά χάρη τοῦ εὐαγγελίου: α) τηρώντας τό εὐαγγέλιο, β) κηρύττοντας τό εὐαγγέλιο. Ὁ μόνος τρόπος γιά νά πεθάνει κανείς γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ, εἶναι νά πεθάνει γιά χάρη τοῦ εὐαγγελίου. Ἔτσι «ἕνεκεν ἐμοῦ» καί «ἕνεκεν τοῦ εὐαγγελίου» εἶναι τό ἴδιο πρᾶγμα.
8,36. τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον, καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ;
Τό πιό πολύτιμο ἀγαθό στόν κόσμο εἶναι ἡ ζωή μας. Σκεφθεῖτε κάποιον πού ἔχει στή κατοχή του τόν πιό μεγάλο θησαυρό, ὅ,τι πιό πολύτιμο ὑπάρχει πάνω στή γῆ, τόν κόσμο ὅλο. Σέ τί θά τόν ὠφελήσει αὐτό, ἄν χάσει τή ζωή του, ἄν ἔρθει ἡ ὥρα νά πεθάνει. Πολλοί, ἀπό τό στίχο αὐτό παίρνουν ἀφορμή γιά νά μιλήσουν γιά τήν ἀξία τῆς ψυχῆς. Ὅλος ὁ κόσμος δέν ἀξίζει ὅσο ἀξίζει μία ψυχή. Ἡ σωστή ἐξήγηση, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ὅτι ψυχή σημαίνει ζωή.
Ὁ στίχος αὐτός ἀναλύει καί ἐπεξηγεῖ τό «ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου». Ὅποιος θά ντραπεῖ ἐμένα, λέει ὁ Κύριος, καί τά λόγια μου, δηλαδή τό εὐαγγέλιό μου, θά τόν ντραπῶ κι ἐγώ καί δέ θά τόν ἀναγνωρίσω γιά δικό μου κατά τή β΄ παρουσία μου.
ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι: Ἡ ἁγία Γραφή, καί ἰδιαίτερα ἡ Παλαιά Διαθήκη, συχνά χρησιμοποιεῖ τόν χαρακτηρισμό «μοιχαλίς» γιά τή γενιά πού ξεκλίνει ἀπό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί πιστεύει στά εἴδωλα. Αὐτό δείχνει πόσο ἀποκλειστικός καί ἀπόλυτος εἶναι στήν ἀγάπη του ὁ Θεός
ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ… ἁγίων: Εἰκόνα τῆς β’ παρουσίας τοῦ Κυρίου.
9,1. Καί ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.
τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει: Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού θά ἔλθει ἐν δυνάμει συνδέεται μέ τήν ἵδρυση καί προκοπή τῆς Ἐκκλησίας κατά τά πρῶτα της βήματα καί μέ τήν καταστροφή τῆς Ἰερουσαλήμ τό 70 μ.Χ. ἀπό τόν Τίτο. Τά δύο αὐτά σημαίνουν τό ἴδιο γεγονός, ὅτι ὁ Θεός ἀλλάζει περιούσιο λαό. Ἐγκαταλείπει τόν παλαιό Ἰσραήλ καί υἱοθετεῖ τόν νέο Ἰσραήλ, τήν Ἐκκλησία. Ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ ἐκδηλώνεται, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μέ σωματική καταστροφή. Ἡ υἱοθεσία τοῦ νέου Ἰσραήλ γίνεται, κατά τό πνεῦμα τῆς Καινῆς Διαθήκης, πνευματικά, μέ πνευματική προκοπή.
Τήν προφητεία αὐτή, πράγματι, τήν εἶδαν νά ἐκπληρώνεται πολλοί ἀπό τούς ἀκροατές τοῦ Κυρίου (= τῶν ὧδε ἑστηκότων). Βέβαια τήν πρόοδο τῆς Ἐκκλησίας τήν ἔνιωσαν μόνο οἱ πιστοί, τήν καταστροφή τῆς Ἰερουσαλήμ ὅμως τήν εἶδαν ὅλοι. Ἔτσι ἡ ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς προφητείας ἦταν γιά ὅλους μία ἐγγύηση γιά τήν ἐκπλήρωση καί τῆς προηγούμενης προφητείας, ὅτι κατά τή β΄ παρουσία του ὁ Κύριος θά ἀναγνωρίσει μόνο ἐκείνους πού τόν ἀναγνώρισαν. Ὁπότε, πρέπει ὅλοι νά πιστέψουν ὅτι ἡ ζωή συνεχίζεται καί μετά τόν σταυρό. Κι ἄν γι’ αὐτή τή ζωή τήν πρό τοῦ σταυροῦ δέν ὑπάρχει ἀντάλλαγμα, πολύ περισσότερο δέν ὑπάρχει ἀντάλλαγμα γιά τήν αἰώνια ζωή, τήν μετά τόν σταυρό. Ἑπομένως, εἶναι πολύ μεγάλο τό κέρδος γιά τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ καί δέν θά πρέπει νά τούς φαίνονται σκληρά τά δίδακτρα πού ζητᾶ ὁ Κύριος.
Τά δίδακτρα τοῦ σταυροῦ: Ὁ σταυρός εἶναι τό σύμβολο πού μιλᾶ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού ἐκφράζεται μέ τήν ὑπέρτατη θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, πού φαίνεται στήν ἀνάσταση, καί γιά τή σοφία τοῦ Θεοῦ πού ἀποκαλύπτεται στό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας. Συγχρόνως ὅμως μιλᾶ καί γιά τήν ἀγάπη τοῦ λυτρωμένου ἀνθρώπου πρός τόν Θεό. Αὐτήν τήν ἀγάπη μας ὁ Θεός ζητᾶ νά τήν ἐκδηλώνουμε μέ τή μαθητεία. Θέλει νά γίνουμε μαθητές του. Καί τό ζητᾶ αὐτό ἀπ' ὅλους, μικρούς καί μεγάλους, σέ ὅποια τάξη κι ἄν ἀνήκουμε, ὅποια δουλειά κι ἄν κάνουμε, ὅπου κι ἄν βρισκόμαστε. Δέν μᾶς ὑποχρεώνει διά τῆς βίας νά τόν ἀκολουθήσουμε. Δέν ἀναγκάζει κανένα. Σ' ἐκείνους ὅμως πού θά θελήσουν νά ὀνομάζονται χριστιανοί ὁ Χριστός βάζει μερικούς ὅρους.
Οἱ μαθητές, στίς χῶρες πού δέν εἶναι δωρεάν ἡ παιδεία, πληρώνουν δίδακτρα στίς σχολές τῶν διδασκάλων τους. Στή σχολή τοῦ σταυροῦ, τί δίδακτρα πρέπει νά πληρώσουμε, ποιές εἶναι οἱ προϋποθέσεις πού χρειάζονται γιά νά μᾶς δεχθεῖ ὁ Χριστός ὡς μαθητές του;
1. Αὐταπάρνηση: Αὐταπάρνηση εἶναι ἡ ἀγάπη στήν πράξη καί τήν ἐφαρμογή. Νά, μερικά παραδείγματα ἀνθρώπων πού δείχνουν ἔμπρακτα τήν ἀγάπη τους στούς ἄλλους:
* Ὁ ἐπιστήμων πού κοπιάζει καί μοχθεῖ ὄχι γιά νά πλουτίσει, ἀλλά γιά νά προαγάγει τήν ἐπιστήμη του καί νά ὠφελήσει ἔτσι τήν ἀνθρωπότητα.
* Ἡ μάνα πού ὑπηρετεῖ τό παιδί της ξεχνώντας τόν ἑαυτό της.
* Ἡ ἀδελφή νοσοκόμα πού ἀγρυπνεῖ στό προσκεφάλι τοῦ ἀρρώστου ἀνθρώπου καί ταλαιπωρεῖται αὐτή, γιά νά δώσει ἀνακούφιση στόν πονεμένο...
Ἡ ζωή εἶναι μιά σκάλα θυσιῶν, πού ὅλο καί μεγαλύτερες γίνονται. Ἀλλά ἄν ἀξίζει νά ἀπαρνεῖται κανείς τόν ἑαυτό του καί νά θυσιάζεται γιά νά ὑπηρετήσει τήν κοινωνία, τόν ἄνθρωπο κτλ., χίλιες φορές ἀξίζει νά ζήσει μέ αὐταπάρνηση γιά χάρη τοῦ Θεοῦ. Συγκλονιστικό παράδειγμα τέτοιας αὐταπαρνήσεως παραμένει στούς αἰῶνες ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ, πού δέν δίστασε νά ὁδηγήσει στή θυσία καί αὐτό τό μονάκριβο παιδί του, ἐπειδή τοῦ τό ζήτησε ὁ Θεός. Μιά τέτοια αὐταπάρνηση σάν τοῦ Ἀβραάμ ζητᾶ κι ἀπό μᾶς ὁ Θεός. Δέν ζητᾶ βέβαια νά θυσιάσουμε τά φυσικά μας παιδιά. Ζητᾶ ὅμως νά κόψουμε τά πάθη μας πού τά ἀγαποῦμε τόσο πολύ καί συνδεόμαστε τόσο μ’ αὐτά. Μιά τέτοια θυσία γίνεται εὐπρόσδεκτη ἀπό τόν Θεό. Ὅπως ἐκεῖνος πού ἔχει ἕνα ἀπόστημα στό σῶμα του ἀφήνεται μ’ ἐμπιστοσύνη στά χέρια τοῦ γιατροῦ γιά νά τόν ἐγχειρίσει, ἔτσι κι ἐμεῖς ν’ ἀφήσουμε τόν ἑαυτό μας στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε βέβαια πολλά ἄσχημα σημεῖα, πληγές καί ἀποστήματα πού πρέπει νά κοποῦν καί νά πεταχθοῦν. Νά μή λυπηθοῦμε τόν ἑαυτό μας. Νά τόν ἐμπιστευθοῦμε στόν Θεό, γιά νά κόψει καί νά πετάξει αὐτός κάθε σάπιο καί βρομερό, κάθε τι πού ἀντιστέκεται στή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Τότε θά ζήσουμε μέ αὐταπάρνηση, ὅπως μᾶς τό ζητᾶ ὁ Χριστός.
2. Θυσία: Τό νά εἶσαι χριστιανός στοιχίζει καί μάλιστα πολύ. Μιά ματιά στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας, στή ζωή τῶν ἁγίων καί τῶν μαρτύρων της, μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει νά καταλάβουμε τί σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός ζητᾶ ἀπό τά παιδιά του θυσία.
Πολλοί γιά τή χριστιανική τους ἰδιότητα χάλασαν τή σταδιοδρομία τους κατά κόσμον, ἔχασαν τήν εὔνοια τῶν ἀνωτέρων τους, ἔζησαν μέρες σκληρές κι εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι πού ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τόν Χριστό.
Ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ σταυρός. Καί τοῦ κάθε χριστιανοῦ ἡ δόξα πρέπει νά εἶναι ὁ σταυρός. Ὅπως ὁ Χριστός θυσιάστηκε γιά μᾶς, ἔτσι κι ἐμεῖς ὀφείλουμε νά θυσιασθοῦμε γιά τήν ἀγάπη του. Μᾶς φαίνεται σκληρό νά μιλοῦμε γιά θυσία καί γιά σταυρό κι ὅμως πρέπει νά ξέρουμε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ κλῆρος μας, «εἰς τοῦτο κείμεθα».
Σ’ ἕναν κόσμο, ὅπου κυβερνᾶ τό συμφέρον κι ὅλοι προσπαθοῦν νά κοπιάζουν ὅσο γίνεται λιγώτερο καί νά ἐκμεταλλεύονται τούς ἄλλους, οἱ γνήσιοι μαθητές τοῦ Χριστοῦ διακρίνονται ἀπό τή θυσία. Γιατί ἡ θυσία εἶναι αὐτή πού δείχνει ἔμπρακτα τήν ἀγάπη καί τήν πίστη μας στόν Χριστό. Οἱ χριστιανοί δέν συμβιβάζονται μέ τήν ἁμαρτωλή νοοτροπία τοῦ κόσμου. Σ’ ἕναν κόσμο βρόμικο καί ἁμαρτωλό, πού κυβερνιέται ἀπό τόσα εἴδωλα καί ξόανα (μόδα, δύναμη, ἀπόλαυση, κτλ.) ὁ χριστιανός, ὁ ἀληθινός μαθητής τοῦ σταυροῦ, πού ζῆ μέ θυσία, πάει κόντρα. Εἶναι ζωντανό ψάρι πού δέν τόν παρασύρει τό νερό.
3. Μίμηση Χριστοῦ: Ἡ αὐταπάρνηση καί ἡ θυσία εἶναι δύο μεγάλα μαθήματα, δύο πνευματικά κεφάλαια, ἀλλά χάνουν τήν ἀξία καί τή σπουδαιότητά τους, ὅταν δέν συνδέονται μέ τόν Χριστό. Ἄν δηλαδή κάποιος ἀπό τή φύση του εἶναι καλοκάγαθος καί θυσιάζεται γιά τούς ἄλλους, ἄν ζῆ μέ ἄκρα αὐταπάρνηση γιά ὁποιοδήποτε ἄλλο σκοπό καί ὄχι γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, χάνει τόν μισθό του. Τό πρῶτο πού ζητᾶ ἀπό μᾶς ὁ Χριστός εἶναι νά τόν μιμηθοῦμε. Χριστιανός θά πεῖ μιμητής τοῦ Χριστοῦ, ἕνας μικρός Χριστός. Ὁ χριστιανός ὀφείλει νά ἀκολουθεῖ βῆμα πρός βῆμα τόν Χριστό. Κι ὁ δρόμος τοῦ Χριστοῦ εἶναι δρόμος τοῦ σταυροῦ, ἔχει πίκρα καί πόνο. Ἀλλά δέν σταματᾶ ἐδῶ. Συνεχίζεται μέ τή χαρά τῆς ἀναστάσεως. Ὅπως τό σιτάρι, πού σπέρνουμε στό χωράφι δέν χάνεται ἀλλά ἀπό τόν σαπισμένο κόκκο ξεπετιέται τό βλαστάρι, ἔτσι καί ἡ θυσία δέν εἶναι καταστροφή. Ὁδηγεῖ στήν ἀνάσταση καί τή ζωή.
Γιά νά τά καταλάβουμε καί νά τά ζήσουμε αὐτά χρειάζεται νά δοῦμε τά πράγματα μέσα ἀπό τό πρῖσμα τῆς αἰωνιότητος.
4. Ὁμολογία: Ὁ Χριστός ἀπαιτεῖ ἀπό ἐμᾶς νά ὁμολογοῦμε ὅτι εἴμαστε παιδιά του. Ἄν εἶναι αἶσχος καί προδοσία ν’ ἀρνεῖται κανείς τόν φίλο ἤ τήν πατρίδα του, εἶναι ἁμαρτία φοβερή ν’ ἀρνούμαστε τόν Χριστό πού μᾶς ἔπλασε καί μᾶς ἀνέπλασε μέ τήν ἀγάπη του, πού εἶναι ὁ μεσίτης μας, ὁ ὁποῖος μᾶς προσαγάγει στόν Θεό Πατέρα. Ὅποιος ἀρνεῖται τόν Χριστό, ἀρνεῖται τή σωτηρία του.
῾Η θεραπεία τῆς θυγατέρας τῆς Χαναναίας
῾Η συνάντηση τοῦ ᾿Ιησοῦ μέ μιά πονεμένη Χαναναία γυναίκα, τῆς ὁποίας ἡ θυγατέρα ἦταν ἀσθενής, περιγράφεται στήν εὐαγγελική περικοπή τῆς ΙΖ´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου (15,21-28). Τό σημεῖο, πού τό ἐξιστορεῖ καί ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος (βλ. 7,24-30), ἔχει ἰδιαίτερη σημασία.
Πρίν ἀπό τό ἐπεισόδιο τῆς Χαναναίας οἱ εὐαγγελιστές μνημονεύουν δύο ἄλλα ἐπεισόδια, πού ἔχουν στενή ἐσωτερική σχέση μ᾿ αὐτό. Τό ἕνα εἶναι ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς, ὅταν πῆγε στήν πατρίδα του, ἔκανε ἐλάχιστα σημεῖα «διά τήν ἀπιστίαν αὐτῶν» (Μθ 13,58). Τό δεύτερο εἶναι ὅτι ἤλεγξε δριμύτατα τίς πόλεις Καπερναούμ, Χοραζίν καί Βηθσαϊδά, διότι τοῦ ἔδειξαν μεγάλη ἀπιστία, παρόλο πού ὁ Κύριος παρέμεινε στίς πόλεις αὐτές τόν περισσότερο καιρό τῆς δράσεώς του καί ἔκανε ἐκεῖ τά περισσότερα σημεῖα καί κηρύγματα. Εἶπε μάλιστα ὅτι, ἄν ἔκανε τόσα σημεῖα στήν Τύρο καί στή Σιδώνα, πρό πολλοῦ οἱ ἄνθρωποι θά μετανοοῦσαν καί θά πίστευαν (Μθ 11,20-24). Μέ τήν εὐμενῆ ἀναφορά τῶν δύο πόλεων (Τύρου καί Σιδῶνος) ὁ Κύριος προετοιμάζει τίς συνειδήσεις τῶν μαθητῶν του. Μέ τό νά ἀρνεῖται νά κάνει σημεῖα στήν πατρίδα του, τούς ἀποκαλύπτει τήν ἀπιστία τῶν ᾿Ιουδαίων. ῎Επειτα ἐλέγχοντας τήν παράδοση τῶν πρεσβυτέρων, ἀποδεικνύει στούς μαθητές του ὅτι καί αὐτοί οἱ φαρισαῖοι πού θεωροῦνται ἅγιοι, ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἁγίας Γραφῆς καί προσκολλήθηκαν σέ μιά ψευτοθρησκεία (Μθ 15,1-20). ᾿Αμέσως μετά ἀπό αὐτά χειραγωγεῖ τούς μαθητές «εἰς τά μέρη Τύρου καί Σιδῶνος», γιά νά διαπιστώσουν μόνοι τους ὅτι ἤξερε ὁ ᾿Ιησοῦς τί ἔλεγε, ὅταν κατέκρινε τήν Καπερναούμ καί ἐπαίνεσε τίς δύο αὐτές πόλεις.
Οἱ φαρισαῖοι καί γενικά οἱ ζηλωτές ᾿Ιουδαῖοι ἐκφράζονταν μέ ἀπέχθεια καί ἀποδοκιμασία ἔναντι τῶν ἀλλοεθνῶν. Τούς ἀποκαλοῦσαν ὑβριστικά «κύνας». ῾Η συντετριμμένη Χαναναία μητέρα μέ τή στάση της δίνει τήν εὐκαιρία στούς μαθητές νά διαπιστώσουν μόνοι τους, τί θησαυροί πίστεως κρύβονται ἀνάμεσα σ᾿ ἐκείνους τούς ἐθνικούς, τούς ὁποίους οἱ φαρισαῖοι περιφρονοῦσαν καί ἀπεχθάνονταν. Τό σημεῖο τῆς θεραπείας τῆς Χαναναίας κόρης λειτουργεῖ ἐπίσης ὡς προανάκρουσμα ὅτι θά ἀπολαύσουν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι θά δεχτοῦν τόν Χριστό σωτήρα καί λυτρωτή τους.
α) ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἀναχωρεῖ στήν παραμεθόριο περιοχή (15,21)
15,21. Καί ἐξελθών ἐκεῖθεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἀνεχώρησεν εἰς τά μέρη Τύρου καί Σιδῶνος.
Περιόδευε πλέον μόνιμα στή Γαλιλαία ὁ ᾿Ιησοῦς (βλ. Μθ 14,34-35· Μρ 6,54-56), ἀποφεύγοντας τά ᾿Ιεροσόλυμα ὅπου εἶχε τήν ἕδρα του τό Μ. Συνέδριο, ἡ ἡγεσία τῶν φαρισαίων. Δέν ἤθελε νά τούς προκαλεῖ. ᾿Εκεῖνοι ὅμως ἀνήσυχοι στέλνουν ἀντιπροσώπους γιά νά τόν κατασκοπεύουν. ῾Η δική τους ἐχθρότητα καί τά ἐπικριτικά σχόλια γίνονται ἡ αἰτία νά μεταβεῖ ὁ Χριστός πρός τά βόρεια σύνορα τῆς Γαλιλαίας. ῎Ηθελε νά καταφύγει σ᾿ ἕναν ἥσυχο τόπο μακριά ἀπό τούς ἐχθρούς του, νά παραμείνει ἄγνωστος καί νά καταρτίζει ἀπερίσπαστος τούς μαθητές του. ῞Οπως ὁ προφήτης ᾿Ηλίας, ἔφυγε μακριά ἀπό τόν βασιλιά τῆς πατρίδας του πού τόν καταδίωκε, ἔτσι τώρα καί ὁ Κύριος, ἀπομακρύνεται γιά λίγο ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους καί ἔρχεται νά συναντήσει μιά ψυχή, πού ζοῦσε βέβαια στό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας, ὅμως μέσα της ἔκρυβε τή σπίθα τῆς πίστεως.
Εἰς τά μέρη Τύρου καί Σιδῶνος: ῾Η Τύρος ἦταν ἡ πρωτεύουσα καί ἡ Σιδών ἡ συμπρωτεύουσα τῆς Φοινίκης, μιᾶς χώρας γειτονικῆς πρός τήν Παλαιστίνη. Οἱ κάτοικοί της δέν ἀνῆκαν στήν ἑβραϊκή φυλή, ἦταν εἰδωλολάτρες. Οἱ πόλεις Τύρος καί Σιδών μάλιστα ἦταν διαβόητες γιά τήν εἰδωλολατρία, τήν τρυφή καί τήν ἀσωτία τους. Οἱ προφῆτες τῆς Π. Διαθήκης τίς ἐλέγχουν μέ σφοδρότητα καί προλέγουν τίς συμφορές πού θά ἐπέλθουν πάνω τους (᾿Ιζ 28 κεφ.). Πράγματι οἱ πόλεις αὐτές τιμωρήθηκαν μέ ἐχθρικές ἐπιδρομές καί ὑπέστησαν μεγάλες καταστροφές. Τήν Τύρο τήν κυρίευσε ὁ Ναβουχοδονόσορ καί ἀργότερα ὁ Μ. ᾿Αλέξανδρος, ἐνῶ τή Σιδώνα τήν κατέκτησε ὁ Σαλμανασάρ.
᾿Εκτός ἀπό τή φυγή στήν Αἴγυπτο κατά τή νηπιακή του ἡλικία, ὁ Κύριος δέν εἶχε βγεῖ ἀπό τή χώρα τῆς Παλαιστίνης. Βγαίνει τώρα γιά πρώτη φορά καί πηγαίνει στή γειτονική Φοινίκη. ῞Οταν ἀπέστειλε τούς μαθητές του νά περιοδεύσουν τή χώρα, τούς εἶχε συστήσει νά μήν κηρύξουν σέ Σαμαρεῖτες ἤ ἐθνικούς, ἀλλά μόνο «πρός τά πρόβατα τά ἀπολωλότα οἴκου ᾿Ισραήλ» (Μθ 10,6). ῾Ο ἴδιος βέβαια δέν δεσμευόταν ἀπό τήν προσωρινή ἀπαγόρευση πού εἶχε θέσει στούς ἀποστόλους του. Φαίνεται ὅτι καθώς περιόδευε τά ἀκριτικά χωριά τῆς Γαλιλαίας τόν εἶχαν γνωρίσει καί κάτοικοι τῆς Φοινίκης (βλ. Λκ 6,17· πρβλ. Μθ 4,24). Κάποιοι ἀπό αὐτούς θά εἶχαν ἀπολαύσει καί τή θεραπεία ἀπό διάφορες ἀσθένειες. Αὐτοί οἱ εὐεργετημένοι μπορεῖ νά τόν εἶχαν καλέσει στή χώρα τους. ῾Ωστόσο, φτάνοντας στή Φοινίκη ὁ Κύριος δέν κήρυξε, ἀλλά, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος «εἰσελθών εἰς οἰκίαν οὐδένα ἤθελε γνῶναι» (7,24). Πρόκειται πιθανόν γιά τό σπίτι κάποιου εὐεργετημένου, ὁ ὁποῖος θά φιλοξένησε τόν ᾿Ιησοῦ.
β) ῾Η κραυγή μιᾶς πονεμένης μητέρας (15,22-23)
15,22. Καί ἰδού γυνή Χαναναία ἀπό τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγαζεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν με, Κύριε, υἱέ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται.
Γυνή Χαναναία: Οἱ κάτοικοι τῆς Φοινίκης, ὅπως βλέπουμε καί στήν Π. Διαθήκη, λέγονται Χαναναῖοι, διότι εἶναι οἱ παλιοί κάτοικοι τῆς γῆς Χαναάν, οἱ ντόπιοι τῆς βορείου Παλαιστίνης. Στό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιο ἡ γυναίκα ὀνομάζεται «῾Ελληνίς, Συροφοινίκισσα τῷ γένει» (7,26). ῞Οπως σωστά ἑρμηνεύει ὁ Ζιγαβηνός τό ῾Ελληνίς ἀναφέρεται στό θρήσκευμά της, ἦταν δηλαδή εἰδωλολάτρισσα, τό «Σύρα» στή γλώσσα, μιλοῦσε συριακά, καί τό «φοινίκισσα» στήν ἐθνικότητά της. ῾Η γυναίκα αὐτή δηλαδή ἦταν μιά ξένη, ἀλλοεθνής, ἀλλόθρησκη καί ἀλλόφυλη. ῞Οταν ἐγκαταστάθηκαν στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας οἱ ῾Εβραῖοι καταδίωξαν τούς Χαναναίους. Γι᾿ αὐτό, ὅπως ἀναφέρεται πολλές φορές στήν Π. Διαθήκη, ὑπῆρχε μεγάλη ἔχθρα μεταξύ ῾Εβραίων καί Χαναναίων, ἡ ὁποία μάλιστα συνεχιζόταν καί στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ.
᾿Από τῶν ὁρίων ἐκείνων: ῞Ορια λέμε σήμερα τά σύνορα. Στήν ἁγία Γραφή ὅμως ὅρια ὀνομάζεται καί ἡ περιοχή γύρω ἀπό τά σύνορα, δηλαδή ἡ περιφέρεια, ἡ παραμεθόριος περιοχή. ῾Ο ῾Ηρώδης π.χ. «ἀνεῖλε τούς παῖδας τούς ἐν Βηθλεέμ καί ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς» (Μθ 2,16), δηλαδή ἔσφαξε τά παιδιά ὅλης τῆς περιοχῆς τῆς Βηθλεέμ. ῾Η Χαναναία καταγόταν ἀπό τήν παραμεθόρια περιοχή τῆς Φοινίκης, ἦταν ντόπια Φοινίκισσα. Μόλις ἔμαθε ὅτι ἦρθε στή χώρα της ὁ ξακουστός ᾿Ιουδαῖος διδάσκαλος καί θεραπευτής ᾿Ιησοῦς Χριστός ἐξελθοῦσα ἐκραύγαζεν. Βγῆκε ἀπό τό σπίτι της γιά νά πάει νά τόν βρεῖ. Εἶχε ἀκούσει γιά τά πολλά σημεῖα καί τίς θεραπεῖες πού ἔκανε ὁ ᾿Ιησοῦς στήν Παλαιστίνη καί γεμάτη πίστη καί ἐλπίδα τρέχει νά τόν συναντήσει, γιά νά τόν παρακαλέσει νά θεραπεύσει τό παιδί της. ᾿Εκφράζει μάλιστα τήν παράκλησή της κραυγάζοντας. Τό θέαμα τῆς τραγικῆς μάνας, πού μέ βαθύ πόνο καί δυνατές φωνές ἐκλιπαροῦσε, σίγουρα κίνησε τή συμπάθεια ὅλων.
῾Η Χαναναία πλησίασε τόν ᾿Ιησοῦ λέγουσα· ἐλέησόν με, καί ὄχι ἐλέησε τήν κόρη μου, ὅπως θά περιμέναμε. Οἱ φιλόστοργοι γονεῖς νιώθουν κάθε πόνο καί κάθε χαρά τῶν παιδιῶν τους σάν δική τους. ῾Υπογραμμίζοντας τήν ἀλήθεια αὐτή ὁ ἅγιος Χρυσόστομος παρουσιάζει τήν Χαναναία νά λέγει στόν ᾿Ιησοῦ· «᾿Εκείνη δέν ἔχει συναίσθηση τῆς ἀρρώστιας της, ἐγώ ὅμως τήν νιώθω καί ὑποφέρω πολλαπλά, διότι γνωρίζω ὅτι εἶναι μανιακή». Δέν τόλμησε νά φέρει τή δαιμονισμένη μπροστά στόν διδάσκαλο, ἀλλά ἔρχεται ἡ ἴδια νά τόν παρακαλέσει. Εἶναι πράγματι ἀξιοθαύμαστη ἡ πίστη τῆς γυναίκας αὐτῆς καί ἡ ἀγάπη πρός τό παιδί της.
Υἱέ Δαυΐδ: ῾Ο τίτλος υἱός Δαυΐδ ἀνήκει στόν Μεσσία ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μέ τίς προφητεῖες, θά ἦταν ἀπόγονος τοῦ βασιλιᾶ Δαυΐδ. ῾Ο προφήτης Νάθαν εἶχε πεῖ στόν Δαυΐδ ὅτι ἀπ᾿ αὐτόν θά γεννηθεῖ κατά σάρκα ὁ Μεσσίας, τοῦ ὁποίου ὁ θρόνος θά μένει «ἕως εἰς τόν αἰῶνα» (Β´ Βα 7,13· πρβλ. Ψα 131,12). ῾Ο ᾿Ησαΐας προφήτευσε ὅτι αὐτός ὁ ἀναμενόμενος υἱός τοῦ Δαυΐδ θά ἀνορθώσει τή βασιλεία τοῦ πατέρα του (βλ. ᾿Ησ 11,10· ᾿Αμ 9,11). Στόν εὐαγγελισμό ὁ Γαβριήλ εἶπε στήν Παρθένο Μαρία γιά τόν ᾿Ιησοῦ· «καί δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός τόν θρόνον Δαυΐδ τοῦ πατρός αὐτοῦ...καί τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» (Λκ 1,32-33). ῾Ο λαός, πού ἔβλεπε ἀνεπίφθονα τά σημεῖα τοῦ ᾿Ιησοῦ, τοῦ ἀπέδωσε ἀνεπιφύλακτα τόν τίτλο υἱός Δαυΐδ. ῾Ως υἱό Δαυΐδ τόν ἐπευφήμησε κατά τή θριαμβευτική εἴσοδό του στά ᾿Ιεροσόλυμα καί ὁ χορός τῶν παιδιῶν στό ἱερό τοῦ Σολομῶντος (βλ. Μθ 21,9-17).
Οἱ ᾿Ιουδαῖοι βέβαια, ἀκόμη καί οἱ ἑρμηνευτές τοῦ νόμου, δέν ὑποπτεύονταν τό πνευματικό νόημα τῆς προφητείας. Εἶχαν πλάσει μέ τή φαντασία τους μιά μεγαλοπρεπῆ εἰκόνα τοῦ Μεσσία. Τόν περίμεναν ὡς βασιλιά ἐκδικητή ὅλων τῶν ταπεινώσεων, τίς ὁποῖες ὑπέστη τό ἔθνος τους. Γι᾿ αὐτό δέν συμβιβάζονταν μέ τήν ταπεινή ἐμφάνιση τοῦ ᾿Ιησοῦ. ᾿Ακόμη καί οἱ μαθητές ἦταν ἐπηρεασμένοι ἀπό αὐτές τίς ἀντιλήψεις. Γι᾿ αὐτό περίμεναν ἀπ᾿ τόν ᾿Ιησοῦ νά ξεσηκώσει κάποια ἐπανάσταση ἐναντίον τῶν Ρωμαίων, νά κυριαρχήσει ὡς ἡγέτης καί κοντά του νά ἀναδειχθοῦν καί αὐτοί. Χαρακτηριστικό εἶναι τό αἴτημα τῶν ἀδελφῶν ᾿Ιακώβου καί ᾿Ιωάννη (Μρ 10,35-40).
῾Η Χαναναία δέν περιμένει νά τῆς ἀπευθύνει τό λόγο ὁ ᾿Ιησοῦς γιά νά τοῦ ἐξηγήσει τί ζητάει. Τοῦ ἀποκαλύπτει ἀμέσως τήν αἰτία τοῦ πόνου της· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. ῾Ο εὐαγγελιστής Μᾶρκος ἀντί ἡ θυγάτηρ μου, λέει «θυγάτριον» ἤ «παιδίον». Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ θυγατέρα τῆς Χαναναίας, ἦταν μικρῆς ἡλικίας. Τό μικρό κορίτσι κακῶς δαιμονίζεται, ὑποφέρει φοβερά ἀπό δαιμόνιο. ῾Η Χαναναία εἶχε πληροφορηθεῖ τίς πολλές θεραπεῖες τῶν δαιμονιζομένων στή γειτονική Γαλιλαία. ῎Ετσι ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἦρθε στήν πατρίδα της, ἄφησε τήν θυγατέρα της καί ἔσπευσε νά τόν συναντήσει καί νά τόν παρακαλέσει νά χαρίσει καί στό παιδί της τή θεραπεία.
15,23. ῾Ο δέ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. Καί προσελθόντες οἱ μαθηταί αὐτοῦ ἠρώτων αὐτόν λέγοντες· ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν.
῾Η στάση τοῦ ᾿Ιησοῦ ἀπέναντι στήν πονεμένη μάνα εἶναι παράδοξη καί προκλητική. Αὐτή τρέχει κοντά του καί τόν ἱκετεύει μέ τόση εὐλάβεια, ἀλλά ᾿Εκεῖνος οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον, δέν τήν θεωρεῖ ἄξια οὔτε νά τῆς ἀπαντήσει.
«Ποιόν ἄνθρωπο δέν θά σκανδάλιζε αὐτή ἡ ἀντιμετώπιση;»,ρωτᾶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. ῎Ισως πολλοί ἀπό αὐτούς πού τήν ἄκουγαν νά σκανδαλίστηκαν, ἐκείνη ὅμως ὄχι.
Καί αὐτοί ἀκόμη οἱ μαθηταί αὐτοῦ πού ἦταν ἐπηρεασμένοι ἀπό τό ἰουδαϊκό ἐθνικιστικό πνεῦμα, ἔνιωσαν κάποια συμπάθεια γιά τήν Χαναναία, τήν λυπήθηκαν. Χωρίς νά παραμερίσουν τήν ἐθνικιστική νοοτροπία τους τολμοῦν νά ζητήσουν ἀπό τόν Κύριο τήν ἱκανοποίηση τοῦ αἰτήματος μιᾶς ἀλλόφυλης εἰδωλολάτρισσας. Τοῦ λένε· ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν· «Βοήθησέ την, γιά νά φύγει, διότι συνεχῶς μᾶς ἀκολουθεῖ καί μᾶς ἐνοχλεῖ μέ τίς κραυγές της». ῾Ο Κύριος ὅμως ἐμφανίζεται φανατικότερος καί σκληρότερος ἐθνικιστής ᾿Ιουδαῖος ἀπό τούς μαθητές του. Στή στάση του αὐτή σάν σέ καθρέφτη οἱ μαθητές μποροῦν νά δοῦν τόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους. ῎Ετσι ὁ ᾿Ιησοῦς δίνει μάθημα αὐτογνωσίας μέ τό παράδειγμά του καί ὄχι μέ λόγια.
᾿Εάν ἡ Χαναναία εἰσακουόταν ἀμέσως, τότε δικαιολογημένα οἱ μαθηταί καί ὁ λαός πού ἦταν ἐκεῖ θά σκανδαλίζονταν μέ τή στάση τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἀφοῦ γνώριζαν ὅτι ἡ γυναίκα ἦταν ἀλλογενής καί ἀλλόπιστη. ῾Ο Κύριος δέν τῆς ἀποκρίθηκε κανένα λόγο, γιά νά ἀναγκαστεῖ νά φανερώσει τήν πίστη καί τήν ἀρετή της. ῾Η σιωπή τοῦ ᾿Ιησοῦ ἀποκάλυψε τήν εὐλάβεια τῆς γυναίκας καί πρόλαβε τόν σκανδαλισμό τῶν ἄλλων.
῾Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις καί στή δική μας ζωή στίς ὁποῖες δέν μποροῦμε νά ἐξηγήσουμε γιατί οἱ προσευχές μας δέν παίρνουν τήν ἀπάντηση πού περιμένουμε. Νά μήν ἀπελπιζόμαστε ἀλλά νά εἴμαστε ἀπόλυτα βέβαιοι ὅτι ὁ Κύριος ἔχει ἀνεξάντλητη ἀγάπη καί εὐσπλαγχνία γιά μᾶς τά παιδιά του, καί ὅταν ἀκόμη φαίνεται ὅτι δέν ἀνταποκρίνεται στίς παρακλήσεις μας καί ἀδιαφορεῖ γιά τίς ἀνάγκες μας.
γ) ῾Ο ᾿Ιησοῦς παραμένει ἄκαμπτος στίς παρακλήσεις τῆς Χαναναίας (15,24-27)
15,24. ῾Ο δέ ἀποκριθείς εἶπεν· οὐκ ἀπεστάλην εἰ μή εἰς τά πρόβατα τά ἀπολωλότα οἴκου ᾿Ισραήλ.
῾Ο ᾿Ιησοῦς βάζει σέ μεγάλη δοκιμασία τήν πίστη τῆς γυναίκας. ῞Οταν ἀποφάσισε νά τῆς μιλήσει τό ἔκανε μόνο γιά νά τῆς θυμίσει τήν κατώτερη, σέ σχέση μέ τούς ᾿Ιουδαίους, θέση της. ῾Ως ἀλλοεθνής καί ἀλλόθρησκη δέν εἶχε δικαιώματα στό βασίλειο τοῦ Μεσσία, τοῦ υἱοῦ τοῦ Δαυΐδ. ῾Η ἀποστολή τοῦ ᾿Ιησοῦ καθώς καί τῶν μαθητῶν του ἀπέβλεπε στά πρόβατα τά ἀπολωλότα οἴκου ᾿Ισραήλ, στό ἔθνος τῶν ᾿Ιουδαίων στό ὁποῖο ὁ Θεός εἶχε δώσει τίς ἐπαγγελίες.
15,25. ῾Η δέ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι.
Καί μόνη ἡ σιωπή τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀρκετή γιά νά ἀποστομώσει καί νά ἀπογοητεύσει τόν καθένα· ἀκόμη περισσότερο ἡ ἀπάντησή του μποροῦσε νά ὁδηγήσει στήν ἀπελπισία. ῾Η Χαναναία ὅμως ὄχι μόνο δέν σιώπησε καί δέν ἔφυγε ἀπογοητευμένη, ἀλλά ἔγινε περισσότερο ὁρμητική καί τολμηρή· προσεκύνησεν αὐτῷ, ἔπεσε στά πόδια του (βλ. Μρ 7,25) καί τόν παρακαλοῦσε. ῞Οπως σωστά παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἐμεῖς δέν ἐνεργοῦμε ἔτσι ὅταν δέν ἱκανοποιηθεῖ τό αἴτημά μας. ᾿Απομακρυνόμαστε καί μάλιστα μέ πικρία, χωρίς νά ἐπιμένουμε...῾Η γυναίκα ὅμως δέν ἔχασε τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα της. ῞Οταν εἶδε ὅτι οἱ προστάτες της, δηλαδή οἱ μαθητές, δέν εἶχαν καμία δύναμη, ἔδειξε τήν ὡραία ἀδιαντροπιά της. Προηγουμένως ἔκραζε ἀπό πίσω τους, ἐνῶ τώρα πλησιάζει καί προσκυνεῖ τόν Κύριο.
Τιμητικά τόν προσφωνεῖ Κύριε, ὡς υἱό Δαυΐδ, ὡς τόν ἀναμενόμενο Μεσσία, πού ἔρχεται ὄχι μόνο γιά τούς ᾿Ιουδαίους ἀλλά καί γιά τούς ἐθνικούς. Αὐτός εἶναι ἡ ἐλπίδα τοῦ ᾿Ισραήλ, ἀλλά καί ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν. ῾Επομένως καί αὐτή ἔχει δικαίωμα νά ζητήσει τή βοήθεια του. Γι᾿ αὐτό ἐπιμένοντας στίς ἱκεσίες της τοῦ λέει βοήθει μοι.
15,26. ῾Ο δέ ἀποκριθείς εἶπεν· οὐκ ἔστι καλόν λαβεῖν τόν ἄρτον τῶν τέκνων καί βαλεῖν τοῖς κυναρίοις.
῞Οσο ἡ Χαναναία θέρμαινε τήν παράκλησή της, τόσο περισσότερο ἔμενε ἀσυγκίνητος ὁ ᾿Ιησοῦς. ᾿Αντί νά καμφθεῖ ἀπό τήν ἐπιμονή τῆς γυναίκας γίνεται πιό προσβλητικός. Τῆς ἀποκρίνεται· οὐκ ἔστι καλόν λαβεῖν τόν ἄρτον τῶν τέκνων καί βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. ᾿Ονομάζει τούς ᾿Ιουδαίους τέκνα, ἐνῶ αὐτή τήν ἀποκαλεῖ χλευαστικά κυνάριο, σκυλάκι. ῾Η λέξη κυνάρια ἐκφράζει ὄχι μόνο τό μίσος, ἀλλά καί τήν περιφρόνηση. Οἱ ραββίνοι ἔβριζαν τούς ἐθνικούς ὡς κύνας. ᾿Αλλά καί ἀπό τή νεότερη ἱστορία ξέρουμε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἔβριζαν τούς χριστιανούς σάν ἀπίστους ἀποκαλώντας τους «σκυλιά». ῾Ο Θεοτόκης λέει· «Κυνάρια καλεῖ τούς ἐθνικούς διά τό ἀκάθαρτον τῆς ζωῆς αὐτῶν καί τήν τῶν εἰδώλων λατρείαν· τέκνα δέ τούς ᾿Ιουδαίους διά τήν θεοσέβειαν καί τήν εἰς αὐτούς δοθεῖσαν νομοθεσίαν· ἄρτον δέ τήν διά θαύματος εὐεργεσίαν».
῎Αρτος εἶναι ὁποιαδήποτε δωρεά καί εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ πού σύμφωνα μέ τή νοοτροπία τῶν ᾿Ιουδαίων ἔπρεπε νά δίνεται μόνο σ᾿ αὐτούς, ἀφοῦ αὐτοί ἦταν ὁ ἐκλεκτός λαός του, τά τέκνα του. ῾Ο Χριστός συμπεριφέρεται σάν γνήσιος φανατικός ᾿Ιουδαῖος ἐθνικιστής, πού ἔχει ὡς δόγμα ὅτι «κάθε ἀλλοεθνής εἶναι σκυλί». Τά εὐεργετικά του σημεῖα εἶναι μόνο γιά τό ἔθνος τῶν ῾Εβραίων. Οἱ μαθητές πίστευαν ὅτι οἱ Χαναναῖοι ἐξαιτίας τῆς εἰδωλολατρίας καί τῆς διαφθορᾶς τους δέν εἶχαν ἴδια δικαιώματα μέ τούς ῾Εβραίους, γι᾿ αὐτό ὁ ᾿Ιησοῦς δέν θά πρέπει νά τούς εὐεργετεῖ. ῾Ο Κύριος μέ τή συμπεριφορά του ἐκφράζει τόν ἑβραϊκό ἐγωισμό πού εἶχαν οἱ μαθητές στό βάθος τῆς ψυχῆς τους. ῎Ετσι τούς δείχνει· α) Πόσο κακό πράγμα εἶναι ἡ διάκριση τῶν ἀλλοφύλων καί β) Πόσο αὐτοί οἱ ἀλλόφυλοι εἶναι πολλές φορές καλύτεροι, ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους καί πιό ἄξιοι τῆς θείας εὐλογίας.
15,27. ῾Η δέ εἶπε· ναί, Κύριε· καί γάρ τά κυνάρια ἐσθίει ἀπό τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπό τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν.
῾Η συνετή γυναίκα δέν θυμώνει, ἀλλά παραδέχεται ὡς σωστό τό λόγο τοῦ Χριστοῦ καί χρησιμοποιεῖ τίς ἴδιες τίς λέξεις του γιά τήν ὑπεράσπισή της. Κατά τήν ὥρα τοῦ φαγητοῦ τά κυνάρια στέκονται γύρω ἀπό τό τραπέζι καί τρῶνε ἀπό τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπό τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. ῞Ο,τι συμβαίνει καθημερινά σ᾿ αὐτά, εἶναι δίκαιο νά γίνει καί σέ μένα, λέει ἡ Χαναναία. Γνωρίζω ὅτι ἡ τροφή εἶναι ἀναγκαία γιά τά τέκνα, ὅμως αὐτό δέν μέ ἐμποδίζει ἐμένα πού εἶμαι σκυλάκι νά πάρω τά ψίχουλα. Μέ τήν εἰκόνα αὐτή προσπαθεῖ νά ἀποσπάσει τήν εὔνοια καί τή συμπάθεια τοῦ ᾿Ιησοῦ.
῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος λέει ὅτι ὁ Κύριος κρατοῦσε αὐτή τήν ἀρνητική στάση ἀπέναντι στή γυναίκα, διότι ἤθελε νά φανερώσει ὅλη τήν εὐσέβεια τῆς ψυχῆς της καί τή μεγάλη της ἀρετή. Τά λόγια του δέν ἦταν προσβλητικά, ἀλλά προκλητικά γιά νά ἀποκαλύψουν τόν κρυμμένο θησαυρό.
«Τό μέν οὖν μή ἀποστῆναι, τοσοῦτον ἐξουδενωθεῖσαν, πίστεως ἦν· τό δέ συνομολογῆσαι κυνάριον ἑαυτήν, ταπεινώσεως· τό δέ ἀπό τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ κατασκευάσαι συνηγορίαν, συνέσεως», ἐπισημαίνει ὁ Ζιγαβηνός. Τό ὅτι δέν ἀπομακρύνθηκε, παρότι ὁ Κύριος τήν ἐξουθένωσε, δείχνει τήν πίστη της. Τό ὅτι συμφώνησε ὅτι εἶναι κυνάριο δηλώνει τήν ταπείνωσή της, ἐνῶ τό ὅτι χρησιμοποίησε τά λόγια τοῦ Χριστοῦ ὡς ἐπιχείρημα ὑπέρ τοῦ ἑαυτοῦ της, φανερώνει τή σύνεσή της. Πιστεύει ὄχι μόνο στή δύναμη, ἀλλά καί στήν ἀγαθότητα καί τή φιλανθρωπία τοῦ Χριστοῦ, γι᾿ αὐτό δέν ἀπέκαμε, ἀλλά ἐπέμεινε νά ἐκλιπαρεῖ τή βοήθειά του. Ναί, Κύριε, συμφωνῶ ὅτι δέν εἴμαστε τά παιδιά τοῦ ᾿Αβραάμ, δέν ἔχουμε τήν πίστη, εἴμαστε σκυλιά μέσα στήν εἰδωλολατρία καί τήν ἀθλιότητά μας. Λάβε ὑπ᾿ ὄψη σου ὅμως, Κύριε, ὅτι τά παιδιά τρῶνε τούς ἄρτους καί τά φαγητά στό τραπέζι, ἀλλά κάτω ἀπό τό τραπέζι πέφτουν ψίχουλα καί τά σκυλιά τρῶνε τά ψίχουλα αὐτά. ῞Ενα ψίχουλο δός μου. Κάνε θαύματα πολλά στά παιδιά σου. Σέ μένα δῶσε μόνο ἕνα ψίχουλο· θεράπευσε τήν κόρη μου.
῾Ο ἀείμνηστος Κ. Καλλίνικος ἑρμηνεύοντας τό διάλογο τοῦ Χριστοῦ μέ τή Χαναναία τόν παραλληλίζει μέ τή μυστηριώδη πάλη τοῦ ᾿Ιακώβ μέ ἕναν παράδοξο ἄγγελο. ῾Ο πατριάρχης πάλευε ὅλη τή νύκτα μαζί του, μέχρις ὅτου κατόρθωσε νά νικήσει αὐτόν πού ἦταν ἰσχυρότερός του καί νά ἀποσπάσει τήν εὐλογία του. ῎Ετσι καί ἡ Χαναναία, ἁρπάζει ἀπό τό στόμα τοῦ Κυρίου τά λόγια του καί τόν νικάει μέ τό δικό του ὅπλο. Μεταβάλλει τό «ὄχι» του σέ «ναί», ἤ καλύτερα ἀποσπᾶ τό «ναί» πού εἶναι κρυμμένο κάτω ἀπό τό «ὄχι».
δ) ῾Ο ᾿Ιησοῦς βραβεύει τήν πίστη τῆς Χαναναίας (15,28)
15,28. Τότε ἀποκριθείς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! Γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. Καί ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης.
῞Οταν ἡ γυναίκα ταπεινώθηκε τόσο πολύ μπροστά στόν Κύριο, στούς μαθητές του καί στούς ἄλλους ἰουδαίους πού πιθανόν ἦταν ἐκεῖ παρόντες, τότε ὁ ᾿Ιησοῦς ἀνοίγει τήν καρδιά του, δείχνει τά ἀληθινά αἰσθήματά του πρός τήν Χαναναία καί ἐγκωμιάζει τήν πίστη της. Γεμάτος θαυμασμό ἀναφωνεῖ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! Μέ τέτοια δυνατή καί ζωντανή πίστη ὅ,τι θέλεις γίνεται. Γενηθήτω σοι ὡς θέλεις: Κέρδισες πράγματι τή μάχη, πέτυχες μεγάλη νίκη. ῾Η πίστη σου ἀποδείχθηκε ἰσχυρή καί ἀκλόνητη, ἄς γίνει ὅπως θέλεις.
Στήν Κυριακή προσευχή ὁ ᾿Ιησοῦς μᾶς δίδαξε νά λέμε στόν Θεό· «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς γενηθήτω τό θέλημά σου». Νά γίνεται ὄχι τό θέλημα τό δικό μας, ἀλλά τό δικό του θέλημα, διότι αὐτό εἶναι τό ὀρθό, τό δίκαιο, τό ἅγιο, τό σωτήριο γιά μᾶς. Στήν περίπτωση ὅμως τῆς Χαναναίας ὁ Χριστός λέγει νά γίνει τό δικό της ἀνθρώπινο θέλημα· Γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. ῾Ο Θεός ἐκτελεῖ τό δικό μας θέλημα, ὅταν εἶναι ἅγιο καί ὅταν τοῦ τό ζητοῦμε μέ δυνατή πίστη. Αὐτός ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ πρός τή Χαναναία πού κρύβει μέσα του τή δύναμη τοῦ θαύματος, φέρνει στή σκέψη μας τή φωνή τοῦ Δημιουργοῦ πού εἶπε· «Γενηθήτω φῶς· καί ἐγένετο φῶς» (Γε 1,3).
Καί ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης: Τό δαιμόνιο βγῆκε ἀμέσως. ῾Η θυγατέρα τῆς Χαναναίας θεραπεύτηκε τελείως, ἔγινε ὑγιής καί φρόνιμη. ῾Η πίστη, ἡ ταπείνωση καί ἡ ἐπιμονή τῆς μάνας βραβεύτηκαν.
Θαύμασε ὁ Χριστός τήν πίστη αὐτῆς τῆς γυναίκας, ὅπως καί τήν πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου, καί τήν διατυμπάνισε. Καί οἱ δύο ἦταν ἐθνικοί καί τυπικά εἰδωλολάτρες. Τόν ἑκατόνταρχο τόν ἐπαίνεσε στά μάτια τοῦ λαοῦ, μέ τό νά πεῖ ὅτι «οὐδέ ἐν τῷ ᾿Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εὗρον». Θέλησε μέ τή δήλωση αὐτή νά ξυπνήσει τούς ψυχρούς ᾿Ιουδαίους. Τήν Χαναναία τήν θαυμάζει, γιά νά διδάξει τούς μαθητές του. Γιά τό σκοπό αὐτό κυρίως ἔκανε καί τό ταξίδι στήν ξένη χώρα. Τό δίδαγμα ἦταν φανερό. «Εἴδατε ἀγαπητοί μαθητές, τήν ἀπιστία, εἴδατε καί τήν καταπάτηση τῆς διαθήκης τοῦ Θεοῦ ἐκ μέρους αὐτῶν πού θεωροῦνται γνήσια τέκνα τοῦ Θεοῦ καί ἀποκλειστικοί κληρονόμοι του. Δέστε τώρα καί ποιός θησαυρός πίστεως, ποιά ταπείνωση καί σύνεση καί τί ἀναμονή τοῦ υἱοῦ Δαυΐδ κρύβεται σ᾿ αὐτή τήν ἀλλοεθνή και τυπικά εἰδωλολάτρισσα γυναίκα».
Τό δίδαγμα γιά τήν ᾿Εκκλησία εἶναι μεγάλο και βαθύ, ὁλοφάνερο καί θεμελιακό. Νά μήν ἐπηρεάζεται ποτέ οὔτε ἀπό τήν καταγωγή τῶν ἀνθρώπων, οὔτε ἀπό ἄλλα ἐξωτερικά προσόντα ἤ μειονεκτήματα, ἀλλά νά ἐνδιαφέρεται γιά τήν πίστη καί τήν ἀρετή τους. ᾿Ακόμη καί στούς πιό περιφρονημένους καί στούς πιό ἄθλιους ἀνθρώπους μπορεῖ νά ὑπάρχουν ψυχές πού ζητοῦν τή σωτηρία. Γι᾿ αὐτό τό κήρυγμα πρέπει νά τούς ἀγκαλιάζει ὅλους, χωρίς καμία διάκριση. ᾿Ακόμη καί μέσα στό βοῦρκο τῆς πιό ἀνήθικης ζωῆς, ὑπάρχουν ψυχές πού λάμπουν σάν διαμάντια πολύτιμα καί περιμένουν νά τίς πλησιάσουμε καί νά μεταδὠσουμε τό μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου, νά τίς ὁδηγήσουμε στή σωτηρία. ῞Οπως ὁ ἥλιος ρίχνει τίς ἀκτίνες του στό ἄσπρο χιόνι ἀλλά καί στό βοῦρκο καί στή λάσπη, χωρίς νά λερώνεται, ἔτσι καί ἡ ᾿Εκκλησία ἀπευθύνει τό κήρυγμά της σ᾿ ὅλους καί καλεῖ στή σωτηρία καί τούς πιό ἁμαρτωλούς. Μιμεῖται σ᾿ αὐτό τόν ἀρχηγό της, τόν Κύριο, ὁ ὁποῖος «μή ἐκστάς τῆς φύσεως μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος».
Θά πρέπει ἐπίσης νά προσέξουμε νά μή δημιουργήσουμε γιά τόν ἑαυτό μας μία φαρισαϊκή ἰδέα ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ καί ὑπερέχουμε ἔναντι τῶν ἄλλων. Πόσοι ἄνθρωποι θά ἦταν πολύ καλύτεροι ἀπό μᾶς ἄν εἶχαν τήν πνευματική καλλιέργεια πού εἴχαμε ἐμεῖς, ἄν εἶχαν τίς εὐκαιρίες πού ἀπολαύσαμε ἐμεῖς! Πόσες Χαναναῖες πού ἐμεῖς περιφρονοῦμε, προσελκύουν στοργικό ἐπάνω τους τό βλέμμα τοῦ Χριστοῦ!
Στήν περικοπή αὐτή βλέπουμε ἐπίσης τόν μεγάλο πόθο τοῦ Κυρίου μας νά ἑνωθοῦν στή μία πίστη ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀνεξάρτητα ἀπό ποῦ προέρχονται καί ποῦ ἀνήκουν. Μέ τή μία πίστη καί μία ἀγάπη, μέ τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας ὡς ὕψιστο καί αἰώνιο σύνταγμα μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά ἀποτελέσουν μία οἰκογένεια μέ πατέρα τόν Θεό, μιά κοινωνία μέ κυβερνήτη τό ἅγιο Πνεῦμα, μιά βασιλεία μέ βασιλιά τόν Κύριό μας ᾿Ιησοῦ Χριστό.
Τά εὐεργετικά καί σωτήρια ἀποτελέσματα τῆς πίστεως στή ζωή μας εἶναι πολλά. ῾Η πίστη εἶναι ἕνα σωσίβιο στίς τρικυμίες καί τούς πειρασμούς πού μᾶς κυκλώνουν. Εἶναι ἕνα ἐφόδιο στίς θλίψεις, στίς δοκιμασίες καί τίς δυσκολίες πού καθημερινά συναντοῦμε. ῾Η πίστη φέρνει τόν Θεό κοντά μας. (῎Εχουμε θαυμαστά παραδείγματα ἀνθρώπων πού ἔνιωθαν κοντά τους τόν Θεό σέ σκληρές ὧρες· ὁ ᾿Ιώβ λεπρός καί ἐγκαταλειμένος στήν κοπριά, ὁ ᾿Ιωνᾶς στήν κοιλιά τοῦ κήτους, οἱ τρεῖς παῖδες στό καμίνι τοῦ Ναβουχοδονόσορα, ὁ Δανιήλ στό λάκκο τῶν λεόντων). Αὐτή ἡ πολύτιμη δύναμη τῆς πίστεως στίς μέρες μας χτυπιέται σκληρά ἀπό τήν ἀθεΐα καί τόν ὑλισμό, ἀπό τή διαφθορά καί τίς σκοτεινές δυνάμεις. Γι αὐτό μέ ἀγωνία καθημερινά νά ἐλέγχουμε τόν ἑαυτό μας, νά μή χάσουμε τήν πίστη μας. ᾿Εναγώνια νά ἀπευθύνουμε στόν Κύριο τό αἴτημα πού τοῦ ὑπέβαλαν κάποτε καί οἱ μαθητές του· «Κύριε, πρόσθες ἡμῖν πίστιν».
Στεργίου Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές (βοηθήματα κυκλαρχῶν)
῾Η παραβολή τῶν ταλάντων
Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς ΙΣΤ´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου εἶναι ἡ παραβολή τῶν ταλάντων (25,14-30). Τήν εἶπε ὁ Κύριος μετά ἀπό τήν παραβολή τοῦ ἔμπιστου δούλου (24,45-51) καί τῶν δέκα παρθένων (25,1-13). Καί οἱ τρεῖς αὐτές παραβολές ἔχουν θέμα τή μέλλουσα κρίση καί τήν ἐγρήγορση μέ τήν ὁποία ὀφείλουν οἱ πιστοί νά τήν περιμένουν.
Στήν παραβολή τῶν ταλάντων ἡ ἐγρήγορση παρουσιάζεται ὡς ὑπεύθυνη ἐργασία καί ὄχι ὡς παθητική καί ἄπρακτη προσμονή. ῾Ο ἀγαθός δοῦλος γρηγορεῖ, ἐργάζεται συνεχῶς καί πολλαπλασιάζει τά τάλαντα πού τοῦ ἔδωσε ὁ κύριός του. ῎Ετσι κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως βρίσκεται ἕτοιμος καί εὐάρεστος στόν Κύριο. ᾿Αντίθετα ὁ πονηρός καί ὀκνηρός δοῦλος τήν ὥρα τῆς κρίσεως βρίσκεται ἀνέτοιμος καί ἔνοχος, γι᾿ αὐτό κατακρίνεται.
῾Η παραβολή τῶν ταλάντων ἔχει πολλά κοινά σημεῖα μέ τήν παραβολή τῶν μνῶν, τήν ὁποία καταγράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς (19,11-27), παρουσιάζει ὅμως καί διαφορές. Στήν παραβολή τῶν ταλάντων ὁ κύριος ἔδωσε διαφορετικό ποσό στόν κάθε δοῦλο, ἐνῶ οἱ μνές μοιράστηκαν ἐξίσου σέ ὅλους. ῾Ο ὀκνηρός δοῦλος πού δέν ἀξιοποίησε τό τάλαντο τιμωρεῖται σκληρά, ἐνῶ αὐτός πού ἄφησε ἀναξιοποίητη τή μνᾶ, ἀναγκάσθηκε νά τήν ἐπιστρέψει χωρίς ἄλλη τιμωρία.
α) ῾Η διανομή τῶν ταλάντων (25,14-15)
25,14. ῞Ωσπερ γάρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τούς ἰδίους δούλους καί παρέδωκεν αὐτοῖς τά ὑπάρχοντα αὐτοῦ. ῾Ο ᾿Ιησοῦς, ὅπως συνηθίζει, χρησιμοποιεῖ γιά τήν παραβολή του ἕνα γεγονός γνωστό στούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς. Οἱ μεγαλέμποροι ἄρχοντες, πολιτικοί καί στρατιωτικοί, συνήθιζαν εἴτε γιά ἐμπορικές εἴτε γιά πολιτικές ἤ στρατιωτικές ὑποθέσεις νά ἀπουσιάζουν γιά πολύ καιρό ἀπό τά σπίτια καί τίς οἰκογένειές τους ταξιδεύοντας σέ μακρινές χῶρες. ῞Ενα τέτοιο πρόσωπο ἦταν καί ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀποδημῶν, γιά τόν ὁποῖο θά μιλήσει ὁ Κύριος. ῾Η διήγηση τῆς παραβολῆς ἀρχίζει μέ τό ὥσπερ, ὅπως, ἀλλά ἡ ἀπόδοση τῆς πρότασης παραλείπεται. Μέ τό τέλος τῆς παραβολῆς ὁ ᾿Ιησοῦς θά συνέχιζε κάπως ἔτσι· «῎Ετσι καί ἐγώ ἀναχωρώντας μέ τήν ἀνάληψή μου στούς οὐρανούς, θά παραδώσω στούς ἀποστόλους μου τά χαρίσματα γιά τόν καταρτισμό καί τή διοίκηση τῆς ᾿Εκκλησίας μου». «᾿Εκδημίαν αὐτοῦ καλεῖ τήν εἰς οὐρανούς ἄνοδον, ὅτε καί παρέδωκε τοῖς μαθηταῖς τά οὐράνια μυστήρια, καί τοῖς τῆς ᾿Εκκλησίας μυσταγωγοῖς ἑκάστῳ κατά τήν ἀναλογίαν τῆς θεοσεβείας τό ἁρμόδιον διδούς», τονίζει ὁ Θεόδωρος ῾Ηρακλείας.
῾Ο ἄνθρωπος αὐτός ἐκάλεσε τούς ἰδίους δούλους, αὐτούς πού ὡς ἀφεντικό τούς εἶχε στήν ἀποκλειστική ὑπηρεσία του. ᾿Εδῶ δούλους ὀνομάζει παραβολικά τούς ἀποστόλους ἀλλά καί ὅλους τούς πιστούς πού ἀναγνωρίζουν τόν Θεό ὡς κύριό τους καί εἶναι ἀφοσιωμένοι στό θέλημά του. Τήν ἐποχή ἐκείνη, ὅπως γνωρίζουμε, οἱ δοῦλοι ἦταν πρόσωπα τά ὁποῖα ἀγόραζε ὁ κύριός τους, τά εἶχε στήν ἰδιοκτησία του καί τά χρησιμοποιοῦσε ὅπως ἤθελε. Δέν εἶχαν δική τους περιουσία, ἀλλά ἐργάζονταν γιά τό ἀφεντικό τους. Οἱ πιστοί εἶναι δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, διότι αὐτός τούς ἐξαγόρασε ἀπό τήν αἰώνια καταδίκη μέ τίμημα μεγάλο, μέ τό αἷμα τῆς θυσίας του, ὅπως λέγουν ὁ ἀπ. Παῦλος καί ὁ ἀπ. Πέτρος (βλ. Α´ Κο 6,19-20· Α´ Πε 1,18-19). Οἱ ἴδιοι οἱ ἀπόστολοι μάλιστα μέ καύχημα ἀποκαλοῦν τόν ἑαυτό τους δοῦλο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Καί ἀπέδειξαν πράγματι τήν ἀφοσίωσή τους στόν Κύριο, μέ τή ζωή, τή διδασκαλία καί τό μαρτύριό τους.
῾Ο κύριος τῆς παραβολῆς κάλεσε τούς δούλους του καί τούς ἐμπιστεύτηκε τήν περιουσία του, παρέδωκεν αὐτοῖς τά ὑπάρχοντα αὐτοῦ. Δέν τούς τά χάρισε ἀλλά τούς τά ἔδωσε νά τά ἐργαστοῦν γιά λογιαριασμό δικό του. Τά ὑπάρχοντα πού μᾶς παραδίδει ὁ Κύριος εἶναι τό Εὐαγγέλιο, ἡ ᾿Εκκλησία, τό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, τά μυστήριά της, καί γενικά ὅλες οἱ πνευματικές δωρεές, οἱ ὁποῖες εἶναι κτῆμα τοῦ Χριστοῦ καί μᾶς τίς ἐμπιστεύτηκε.
25,15. καί ᾧ μέν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δέ δύο, ᾧ δέ ἕν, ἑκάστῳ κατά τήν ἰδίαν δύναμιν, καί ἀπεδήμησεν εὐθέως.
Καί ᾧ μέν ἔδωκε πέντε τάλαντα: Τό τάλαντο ἦταν μέτρο βάρους καί νομισματική μονάδα. Τό τάλαντο χρυσοῦ, ἦταν τό ἀκριβότερο νόμισμα τῆς κλασικῆς ἀρχαιότητος καί ἰσοδυναμοῦσε μέ 6.000 χρυσές δραχμές τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Προκαλεῖ ἐντύπωση ἡ μεγάλη ἀξία τοῦ ποσοῦ πού δίνει ὁ κύριος στούς δούλους του, καθώς καί τό ὅτι τά ποσά δέν μοιράζονται ἴσα ἀλλά οὔτε καί αὐθαίρετα. ῾Ο Κύριος ἐπιλέγει γιά τήν παραβολή τό νόμισμα τοῦ ταλάντου, γιά νά δηλώσει καί τόν μεγάλο πλοῦτο τοῦ ἀφεντικοῦ ἀλλά καί τήν ἀξία τῶν χαρισμάτων πού προσφέρει στούς ἀνθρώπους.
Μερικοί θεώρησαν τάλαντα μόνο τά φυσικά προσόντα καί τίς ἱκανότητες τοῦ ἀνθρώπου, τά λεγόμενα ταλέντα. ῾Η πολυμορφία ὅμως καί ἡ ποικιλία τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους δέν μᾶς ἐπιτρέπουν νά περιορίσουμε τήν ἔννοια τοῦ ταλάντου σέ ἕνα μόνο εἶδος δωρεᾶς. Τά τάλαντα πού ἐννοεῖ ὁ Χριστός εἶναι βέβαια τά φυσικά χαρίσματα πού διακρίνονται ἐξωτερικά ἀλλά πρωτίστως εἶναι τά πνευματικά χαρίσματα πού πλουτίζουν τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο.
«Τάλαντον πολύτιμον εἶναι ἡ ψυχή, τάλαντα δέ καί τά μέσα τῆς σωτηρίας πού δίδει ὁ Θεός εἰς πάντα χριστιανόν. Καί ἄν αὐτά χρησιμοποιήση καταλλήλως καί μορφώση χαρακτῆρα ἐνάρετον καί ἅγιον, θά ὠφελήση ὄχι μόνον τόν ἑαυτόν του, ἀλλά καί ἄλλους πολλούς μέ τό παράδειγμά του. ῾Υπάρχει ἄνθρωπος εἰς χειροτέραν κατάστασιν ἀπό τόν πτωχόν Λάζαρον; Κι ὅμως ἐστόλισε τήν ψυχήν του μέ τελείαν ὑπομονήν, ἔγινε αἰώνιον παράδειγμα, ἀπό τό ὁποῖον ἀντλοῦν παρηγορίαν καί ἐλπίδα τόσαι καί τόσαι ψυχαί», ἐπισημαίνει ὁ ἀείμνηστος π. Σεραφείμ Παπακώστας.
Τά τάλαντα εἶναι κεφάλαια πού πρέπει νά ἀποδώσουν κέρδη, εἶναι προσόντα γιά βοήθεια καί ἐξυπηρέτηση τῶν ἄλλων. Δέν δίνονται γιά δόξα καί ἀπόλαυση, ἀλλά γιά δράση καί ἐργασία. Δημιουργοῦν ὑποχρεώσεις, ὁρίζουν καθήκοντα καί χρέη πού ἀπαιτοῦν κόπους.
῾Η διευκρίνιση ὅτι ᾧ μέν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δέ δύο, ᾧ δέ ἕν, παρουσιάζει τήν προσωπική σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν κάθε ἄνθρωπο, ἡ ὁποία ποικίλλει κατά πρόσωπο καί κατά περίπτωση. Δέν μπορεῖ, λοιπόν, κανείς νά παραπονεθεῖ, γιατί πῆρε λιγότερα ἀπό τόν ἄλλο. ῾Η συνέχεια τῆς παραβολῆς δείχνει ὅτι ὅποιος ἔλαβε πολλά, θά τοῦ ζητηθοῦν καί πολλά, ἐνῶ ὅποιος πῆρε λίγα, θά τοῦ ζητηθοῦν λιγότερα. ῾Η διαφορά τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ταλάντων δέν ὁδηγεῖ τόν ἕνα στήν ἀγωνία τοῦ πολλαπλασιασμοῦ καί τόν ἄλλο στήν ἀδράνεια. ῾Ο σκοπός εἶναι ὁ καθένας νά ἀξιοποιήσει ὅ,τι τοῦ δόθηκε γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Τά χαρίσματα καί τά προτερήματα τοῦ καθενός νά γίνουν διακονία γιά τήν ὠφέλεια τῶν ἄλλων, γιά ὅλη τήν κοινωνία. Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν, νά ἐπισημάνουμε τά τάλαντά μας, νά τά ἐκτιμήσουμε καί νά τά ἀξιοποιήσουμε. Καί τό ἕνα τάλαντον, πού ἔλαβε ὁ τρίτος δοῦλος, δέν εἶναι κάτι μικρό καί ἀσήμαντο.
῾Εκάστῳ κατά τήν ἰδίαν δύναμιν. ῾Ο κύριος γνωρίζει τίς δυνατότητες τῶν δούλων του καί τίς ἀντιμετωπίζει μέ σεβασμό. ᾿Αποτελεῖ γεγονός ἀναμφισβήτητο ὅτι ὁ Θεός διανέμει τάλαντα στούς ἀνθρώπους καί δέν μένει κανείς χωρίς νά λάβει ἔστω καί ἕνα. Διαφέρει μόνο ὁ ἀριθμός τῶν ταλάντων πού δίνει στόν καθένα. ῾Η διανομή εἶναι ἄνιση, ἀλλά ὄχι αὐθαίρετη διότι ὁ Θεός, πού γνωρίζει τίς προϋποθέσεις τοῦ κάθε ἀνθρώπου, τοῦ ἐμπιστεύεται τόσα τάλαντα, ὅσα ὁ καθένας μπορεῖ νά πολλαπλασιάσει.
῾Ο ἀπ. Παῦλος λέει· «῾Ενί δέ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατά τό μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ» (᾿Εφ 4,7). ῾Ο ἅγιος Κλήμης Ρώμης λέει ὅτι ὁ Χριστός μοιράζει ἄνισα τά τάλαντά του στούς πιστούς, ὅπως στό στρατό ὅπου «οὐ πάντες εἰσίν ἔπαρχοι, οὐδέ χιλίαρχοι, ἀλλά ἕκαστος ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι τά ἐπιτασσόμενα ὑπό τοῦ βασιλέως ἐπιτελεῖ». Οἱ μεγάλοι ἀξιωματοῦχοι δέν μποροῦν νά κάνουν τίποτε χωρίς τούς μικρούς. ῾Ο ἅγιος ᾿Ιγνάτιος λέει ὅτι ὁ ἱερός κλῆρος ἀποτελεῖ κιθάρα ἡ ὁποία ψάλλει τόν Χριστό καί ἡ κιθάρα αὐτή συγκροτεῖται ἀπό ποικίλες χορδές.
῾Ο Μπάχ ἔπαιζε τίς ἀθάνατες μελωδίες του στό ἐκκλησιαστικό ὄργανο. Μά γι᾿ αὐτό χρειαζόταν τή βοήθεια τοῦ νεωκόρου, πού ἀθέατος τραβοῦσε τό φυσερό. Μιά μέρα ὁ νεωκόρος παραπονέθηκε, γιατί ὅλα τά συγχαρητήρια τά ἔπαιρνε ὁ Μπάχ. Αὐτό βέβαια ἔκαμε τόν μεγαλοφυῆ μουσικό νά γελάσει. ῞Οταν ὁ Μπάχ στήν προσεχῆ λειτουργία ἔβαλε τά χέρια στά πλῆκτρα, δέν ἔβγαινε ἦχος. ῎Εντρομος ἔρριξε τό βλέμμα στή θέση τοῦ νεωκόρου καί τόν εἶδε νά κάθεται μέ σταυρωμένα τά χέρια! ῾Η στάση του ἔλεγε· «῎Αν μπορεῖς, παῖξε μόνος σου, νά σέ θαυμάσουν».
β) Οἱ ἐνέργειες τῶν δούλων καί ἡ ἐπάνοδος τοῦ κυρίου (25,16-19)
Στή συνέχεια τῆς παραβολῆς σημειώνεται ἡ ἄμεση δραστηριοποίηση καί ἡ ἐντατική ἐργασία τῶν δούλων πού πῆραν ἀπό πέντε καί ἀπό δύο τάλαντα, καθώς καί ἡ ἐνέργεια τοῦ τρίτου δούλου ν᾿ ἀποκρύψει στή γῆ τό δικό του. Μετά ἀπό πολύ χρόνο ἐπιστρέφει ὁ κύριος καί τακτοποιεῖ τούς λογαριασμούς μέ τούς δούλους του, στούς ὁποίους ἐμπιστεύτηκε τά διάφορα ποσά. ᾿Από τούς τρεῖς δούλους ὁ ἕνας βρέθηκε ἀνάξιος τῆς ἐμπιστοσύνης τοῦ κυρίου του, διότι ἀποδείχτηκε πονηρός καί ὀκνηρός.
25,16-17. Πορευθείς δέ ὁ τά πέντε τάλαντα λαβών εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καί ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα. ῾Ωσαύτως καί ὁ τά δύο ἐκέρδησε καί αὐτός ἄλλα δύο.
Οἱ δύο πρῶτοι δοῦλοι ἐργάστηκαν καί διπλασίασαν τό κεφάλαιο πού πῆραν. Στόν κόσμο οἱ ἔμποροι συχνά παθαίνουν ζημιές, χρεωκοπίες καί καταστροφές, παρά τούς ἀκριβεῖς προϋπολογισμούς, τίς οἰκονομικές μελέτες καί τό ἐπιχειρηματικό πνεῦμα, ἐδῶ ὅμως συμβαίνει τό ἀντίθετο. ῾Ο χριστιανός πού θά χρησιμοποιήσει τά πνευματικά του κεφάλαια καί θά ἐργαστεῖ μέ προθυμία καί ἐπιμέλεια, εἶναι ἀδύνατο νά μήν κερδίσει.
«῾Ο καί πράττων καλῶς καί διδάσκων ὀρθῶς τά ἐμπιστευθέντα διπλασιάζει τάλαντα», σημειώνει ὁ Ζιγαβηνός. ῾Η αὔξηση τῶν ταλάντων εἶναι κάτι γενικό καί δέν περιορίζεται στίς ἀρετές τοῦ ἀνθρώπου. Τό νά φέρει κανείς καί ἄλλους στόν Χριστό καί νά γίνει αἴτιος προκοπῆς πολλῶν ἀδελφῶν, τό νά προσευχηθεῖ, νά ἐργαστεῖ καί ν᾿ ἀγωνιστεῖ γιά τήν ᾿Εκκλησία, νά συγχωρήσει ὅσους τόν ἔβλαψαν, νά ἐλεήσει αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκη, εἶναι αὔξηση τῶν ταλάντων. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος τονίζει ὅτι εἶναι ἡ ἀγαθοποιός δράση τοῦ ἀνθρώπου μέσα στήν κοινωνία καί ὅτι τίποτε δέν εἶναι τόσο εὐάρεστο στόν Θεό ὅσο τό «κοινωφελῶς ζῆν».
25,18. ῾Ο δέ τό ἕν λαβών ἀπελθών ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καί ἀπέκρυψε τό ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ.
῾Ο τρίτος δοῦλος ἔθαψε στή γῆ τό ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ καί ἔτσι τό ἄφησε ἀνενέργητο, ἀναξιοποίητο. ῾Ο Θεοφύλακτος ἐξηγεῖ· «Τό ἐν τῇ γῇ δηλοῖ τήν εἰς ὑλικά καί κοσμικά πράγματα προσήλωσιν καί χρῆσιν τῶν πνευματικῶν αὐτοῦ δυνάμεων καί δώρων». ῾Ο δοῦλος περιῆλθε σέ πνευματική ἀδράνεια καί παραλυσία, σπατάλησε δηλαδή τίς δυνάμεις του στίς κοσμικές ἐπιθυμίες καί ἡδονές. ῾Ο Θεός τοῦ ἔδωσε τό τάλαντο τῆς πίστεως καί ἐκεῖνος δέν τό χρησιμοποίησε γιά νά ἀναπτύξει μία πνευματική ζωή, ἀλλά τό ἔθαψε ὡς νεκρό νόμισμα. Δέν ἦταν καταχραστής, δέν τό σπατάλησε, ἀλλά τό ἄφησε ἀχρησιμοποίητο. Τό ὅτι ὅμως δέν τό ἀξιοποίησε εἶναι σάν νά τό σπατάλησε καί ἁμάρτησε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Κύριος διδάσκει ὅτι ὅποιος ἀρνεῖται νά κάνει τό καλό, πού μπορεῖ νά κάνει, διαπράττει κακό, ὅπως φαίνεται ἀπό τή στάση τοῦ ἱερέα καί τοῦ λευΐτη στήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη (βλ. Λκ 10,32). ῾Ο ἅγιος ᾿Ιάκωβος ἐπαναλαμβάνει ὅτι «εἰδότι οὖν καλόν ποιεῖν καί μή ποιοῦντι, ἁμαρτία αὐτῷ ἐστιν» (4,17).
25,19. Μετά δέ χρόνον πολύν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καί συναίρει μετ᾿ αὐτῶν λόγον.
Στούς στίχους πού ἀκολουθοῦν ὁ Χριστός μέ εἰκόνες καί ζωηρούς παραβολικούς λόγους παρουσιάζει τή μεγάλη καί παγκόσμια ὥρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας του, τήν κρίση καί τήν ἀπολογία τῶν ἀνθρώπων, τήν ἀμοιβή ἤ τήν τιμωρία τους.
Μετά τήν ᾿Ανάληψη τοῦ ᾿Ιησοῦ στούς οὐρανούς, θά ἀκολουθήσει ἡ Δευτέρα Παρουσία μετά χρόνον πολύν. Τονίζεται ἐδῶ ὅτι δόθηκε στούς δούλους χρόνος πολύς, δηλαδή ἀρκετός ὥστε νά μπορέσουν νά ἐργασθοῦν καί νά διπλασιάσουν τό τάλαντο. ῞Οταν τελικά ὁ κύριος τῆς παραβολῆς ἐπέστρεψε, ζήτησε λογαριασμό ἀπό τούς δούλους του. ῎Ετσι καί ὁ Χριστός μέ πολλή δύναμη καί μεγαλοπρέπεια θά ξαναέρθει. Τότε θά καθίσει στόν ἔνδοξο θρόνο του καί συναίρει μετ᾿ αὐτῶν λόγον, θά ζητήσει λογαριασμό γιά τήν ἀξιοποίηση τῶν χρημάτων του (πρβλ. Μθ 18,23).
γ) ῾Ο ἔπαινος καί ἡ ἀμοιβή τοῦ πρώτου καί δεύτερου δούλου (25,20-23)
25,20. Καί προσελθών ὁ τά πέντε τάλαντα λαβών προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς.
῾Ο δοῦλος πού εἶχε λάβει τά πέντε τάλαντα καί ἔφερε στό ἀφεντικό του ἄλλα πέντε τάλαντα, παρουσιάστηκε μέ παρρησία καί θάρρος μπροστά του λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. Μοῦ ἐμπιστεύτηκες πέντε τάλαντα, κοίτα ἐκέρδησα ἄλλα τόσα. Τό κέρδος δέν τό ἀποδίδει στόν ἑαυτό του ἀλλά στήν προσφορά τοῦ κυρίου του, ἀπό τόν ὁποῖο ἔλαβε τό κεφάλαιο τῆς ἐργασίας του.
Οἱ πιστοί δέν οἰκειοποιοῦνται τήν καρποφορία τῶν ταλάντων, δέν ἀποδίδουν στόν ἑαυτό τους τό κέρδος. Συναισθάνονται ὅτι ὁ Θεός τούς δώρισε τά διάφορα χαρίσματα, τούς ἔδωσε τή διάθεση καί τήν ἀπόφαση νά ἐργασθοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημά του, γι᾿ αὐτό ἀναγνωρίζουν ὅτι τά πάντα ἀνήκουν στόν Θεό, ἀφοῦ «ὁ Θεός ἐστίν ὁ ἐνεργῶν τά πάντα ἐν πᾶσι» (Α´ Κο 12,6).
25,21. ῎Εφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ! ᾿Επί ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπί πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ κυρίου σου.
Τόν πρῶτο δοῦλο, ὁ ὁποῖος μέ τήν ἐργασία του διπλασίασε τά πέντε τάλαντα, ὁ κύριος τόν ἐπαινεῖ· εὖ, δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ. Χαρακτηρίζεται ἀγαθός, διότι μέ τά τάλαντα τοῦ κυρίου του ἐργάσθηκε τό ἀγαθό στούς ἀνθρώπους, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Θεοτόκης· «᾿Αγαθός ἐστίν ὁ μεταδοτικός, ὡς ἀγαθοποιῶν τόν πλησίον αὐτοῦ». Πιστός δέ λέγεται διότι κοπίασε μέ ἀφοσίωση γιά τά συμφέροντα τοῦ κυρίου του «οἰκονομῶν τό δοθέν αὐτῷ τάλαντον κατά τόν σκοπόν τοῦ Κυρίου αὐτοῦ».
᾿Επί ὀλίγα ἦς πιστός: Δηλώνει τήν ἀφοσίωση τοῦ δούλου καί τονίζει τό ἐνδιαφέρον του γιά τό λίγο, πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ κύριός του. Λίγα καί μικρά εἶναι τά πρόσκαιρα χαρίσματα, σέ σύγκριση μέ τήν οὐράνια δόξα καί τήν αἰώνια βασιλεία, πού ὁ Θεός ἀξιώνει τόν δοῦλο του. Σ’ αὐτόν τόν δοῦλο ὑπόσχεται ὅτι θά τοῦ δώσει πολλά· ἐπί πολλῶν σε καταστήσω. Θά σοῦ χαρίσω ἀγαθά «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε» (Α´ Κο 2,9), δόξα ἀνεκλάλητη καί βασιλεία ἀπέραντη. Σ᾿ αὐτά τόν προσκαλεῖ λέγοντας εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ κυρίου σου, διότι ὅλα αὐτά προξενοῦν τήν ἀτελεύτητη χαρά καί τήν αἰώνια ἀγαλλίαση τῆς βασιλείας του.
῾Ο κύριος βέβαια δέν εἶχε ἀνάγκη ἀπό τά τάλαντα τῶν ὑπηρετῶν του, ἀλλά ὅσα τούς δόθηκαν καί ὅσα ἀπόκτησαν θά εἶναι ὁ δικός τους αἰώνιος πλοῦτος. ῾Ο εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης λέει ὅτι τά καλά ἔργα ἀκολουθοῦν τόν ἄνθρωπο μετά τό θάνατό του. «Μακάριοι οἱ νεκροί, οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες ἀπ᾿ ἄρτι. Ναί, λέγει τό Πνεῦμα, ἵνα ἀναπαύσωνται ἐκ τῶν κόπων αὐτῶν· τά δέ ἔργα αὐτῶν ἀκολουθεῖ μετ᾿ αὐτῶν» (᾿Απ 14,13). ῾Ο θησαυρός τῶν δικαίων θά εἶναι ὅλα τά ἀπερίγραπτα ἀγαθά τοῦ παραδείσου (βλ. Α´ Κο 2,9).
Θά εἰσέλθουν εἰς τήν χαράν τοῦ κυρίου ὅσοι ἐργάστηκαν ἐδῶ ὡς πιστοί οἰκονόμοι καί διαχειριστές τῶν χαρισμάτων, ὡς πρόθυμοι καί εὐεργετικοί ὑπηρέτες τῶν ἄλλων. Τήν ἀλήθεια αὐτή ἐκφράζει τό τροπάριο τῶν ἀποστίχων, πού ψαλλέται τό βράδυ τῆς Μ. Δευτέρας· «Δεῦτε, πιστοί, ἐπεργασώμεθα προθύμως τῷ Δεσπότῃ· νέμει γάρ τοῖς δούλοις τόν πλοῦτον καί ἀναλόγως ἕκαστος πολυπλασιάσωμεν τό τῆς χάριτος τάλαντον· ὁ μέν σοφίαν κοσμείτω δι᾿ ἔργων ἀγαθῶν· ὁ δέ λειτουργίαν λαμπρότητος ἐπιτελείσθω· κοινωνείτω δέ τοῦ λόγου ὁ πιστός τῷ ἀμυήτῳ· καί σκορπιζέτω τόν πλοῦτον πένησιν ἄλλος· οὕτω γάρ τό δάνειον πολυπλασιάσομεν, καί ὡς οἰκονόμοι πιστοί τῆς χάριτος δεσποτικῆς χαρᾶς ἀξιωθῶμεν· αὐτῆς ἡμᾶς καταξίωσον, Χριστέ ὁ Θεός, ὡς φιλάνθρωπος».
25,22-23. Προσελθών δέ καί ὁ τά δύο τάλαντα λαβών εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. ῎Εφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ! ᾿Επί ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπί πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ κυρίου σου.
Τήν ἴδια ἀμοιβή λαμβάνει καί ὁ δεύτερος δοῦλος ὁ ὁποῖος διπλασίασε τά δύο τάλαντα. ῾Ο κύριος ὅ,τι εἶπε στόν πρῶτο δοῦλο τό λέει καί σ᾿ αὐτόν, τόν ἐπαινεῖ μέ τήν ἴδια φράση· εὖ, δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ! Τόν βραβεύει μέ τήν εἴσοδό του στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Εἰ καί διάφορα τά χαρίσματα, ἀλλ᾿ ἴση ἡ τιμή· διότι καί ἴση ἡ σπουδή. Καί γάρ ἑκάτερος τά δεδομένα ἐδιπλασίασε», ὑπογραμμίζει ὁ Ζιγαβηνός. ῾Ο κύριος τιμᾶ τούς δούλους καί τούς δοξάζει ὀνομάζοντάς τους πιστούς καί ἀγαθούς, καί τούς προάγει.
δ) ῾Η τιμωρία τοῦ ὀκνηροῦ δούλου (25,24-30)
Τό ὑπόλοιπο μέρος τῆς παραβολῆς ἀναφέρεται στήν τιμωρία τοῦ ὀκνηροῦ δούλου, ὁ ὁποῖος δέν ἐργάσθηκε ὅπως οἱ δύο πρῶτοι ἀλλ᾿ ἀπέκρυψε τό τάλαντό του στή γῆ. ῾Ο Κύριος στή συμπεριφορά αὐτοῦ τοῦ δούλου ἀποκάλυψε τήν ἀχαριστία καί τίς παράλογες προφάσεις τῶν πονηρῶν καί ὀκνηρῶν ἀνθρώπων. Αὐτοί ποτέ δέν ἀρκοῦνται σέ ὅσα ὁ Θεός τούς δίνει, οὔτε τοῦ προσφέρουν τήν εὐχαριστία πού τοῦ χρωστοῦν, ἀλλά πάντοτε κλαίγονται μέ ἀχαριστία. ᾿Ενῶ δέν κάνουν τό χρέος τους, ἐπινοοῦν αὐθάδεις καί παράλογες προφάσεις οἱ ὁποῖες δέν τούς δικαιολογοῦν, ἀλλά τούς κατακρίνουν.
25,24. Προσελθών δέ καί ὁ τό ἕν τάλαντον εἰληφώς εἶπε· κύριε, ἔγνων σε ὅτι σκληρός εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καί συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας.
Κύριε, ἔγνων σε ὅτι σκληρός εἶ ἄνθρωπος: ῾Ο πονηρός δοῦλος θεωρεῖ τόν κύριό του ὡς σκληρό, ἀπαιτητικό καί ἄδικο. Παρουσιάζει μιά περίεργη στάση. ᾿Ενῶ λέει ὅτι γνωρίζει τή σκληρότητα τοῦ κυρίου του, ἡ συμπεριφορά του δείχνει ὅτι δέν τόν φοβᾶται καί δέν τόν ὑπολογίζει. Βλέποντας ὅτι ὁ κύριός του βράβευσε τούς ἀφοσιωμένους καί ἐργατικούς συνδούλους του, περιμένει τή δική του σειρά νά ἀπολογηθεῖ. Καταλαβαίνει τήν ἐνοχή του, ἀλλά δέν μπορεῖ νά τήν ἀποδεχθεῖ· νά παραδεχθεῖ ταπεινά τήν ἀδυναμία του καί νά ζητήσει συγγνώμη. ῎Ετσι ἀπό κατηγορούμενος γίνεται δικαστής. Δέν ἀναλαμβάνει τήν εὐθύνη τῶν πράξεών του, ἀλλά δικαιολογεῖται, κατηγορώντας τόν κύριό του ὅτι ἀπαιτεῖ αὐτά γιά τά ὁποῖα δέν κοπίασε.
Παρουσιάζει ὁ δοῦλος αὐτός μιά στάση ἀνάλογη μέ αὐτή τῶν πρωτοπλάστων, πού στήν προσπάθειά τους νά δικαιολογήσουν τήν πτώση τους, μεταθέτουν τήν εὐθύνη ἀπό τόν ἕναν στόν ἄλλον καί τελικά στόν ἴδιο τόν Θεό· «Καί εἶπεν ὁ ᾿Αδάμ· ἡ γυνή, ἥν ἔδωκας μετ᾿ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπό τοῦ ξύλου» (Γέ 3,12).
25,25. καί φοβηθείς ἀπελθών ἔκρυψα τό τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τό σόν.
῾Η στάση τοῦ τρίτου δούλου φανερώνει ὄχι μόνο ἀδιαφορία καί τεμπελιά ἀλλά καί κακία καί σκληρότητα. ῾Ο τρόπος πού μιλάει δείχνει ὅτι θεωρεῖ τήν ἐνέργειά του σοφή καί συνετή. Προνόησε νά μή χάσει τό τάλαντο καί ἔτσι νομίζει ὅτι εἶναι ἐντάξει ἀπέναντι τοῦ κυρίου του.
Πρίν ἀπό ἀρκετά χρόνια οἱ ἄνθρωποι γιά νά ἀσφαλίσουν θησαυρούς πού εἶχαν στήν κατοχή τους π.χ. ἕνα κουτί ἤ ἕνα πιθάρι λίρες, ἄνοιγαν ἕνα λάκκο καί τά παράχωναν, σέ μέρος πού ἤξεραν μόνο αὐτοί. ῎Ετσι κι ὁ πονηρός δοῦλος, γιά νά ἀσφαλίσει τό τάλαντον, τό παράχωσε. ῾Ο δοῦλος δικαιολογεῖται ὅτι φοβήθηκε τόν κύριό του. ῾Ο φόβος δέν δημιουργεῖ ποτέ ἔργα ἀνδρείας καί ἡρωισμοῦ. Αὐτός πού φοβᾶται δέν ἐμπιστεύεται, δέν σκέφτεται ὀρθά, ἀλλά διακατέχεται ἀπό δειλία καί ἀπελπισία. Φοβήθηκε ὁ δοῦλος τίς συναλλαγές καί τίς ἀποτυχίες τοῦ ἐμπορίου, τόν κόπο καί τόν κίνδυνο τῆς δουλειᾶς καί προτίμησε τήν ἡσυχία του. ῾Ο φόβος ἀναστέλλει κάθε δημιουργική ἐργασία καί ὁδηγεῖ στήν ὀκνηρία. Μέ τήν ὀκνηρία εἶναι ἀναμεμιγμένη καί ἡ πονηριά. Προκειμένου νά ριψοκινδυνεύσει ἕνα ἀμφίβολο ἀποτέλεσμα μέ τήν ἐργασία, προτιμᾶ τή βεβαιότητα τῆς ραθυμίας. ᾿Επιστρέφει τό τάλαντο ἀκέραιο στό ἀφεντικό του, χωρίς νά ὑποπτεύεται ὅτι αὐτό πού ζητεῖ ὁ κύριος δέν εἶναι ἡ διαφύλαξη τοῦ ταλάντου ἀλλά ἡ ἀξιοποίησή του μέ τήν ἐργασία καί τόν πολλαπλασιασμό. ῾Ο ἱερός Αὐγουστῖνος χαρακτηρίζει ἀσέβεια τό νά μήν ὠφελεῖς κανέναν.
Τό θάψιμο τοῦ ταλάντου ἀποτελεῖ περιφρόνηση γιά τόν Θεό καί ἔλλειψη ἀγάπης γιά τόν συνάνθρωπο.
῎Ισως ὁ δοῦλος αὐτός νά σκέπτεται ὅτι εἶναι ἀδικημένος πού ἔλαβε μόνο ἕνα τάλαντο, ἐνῶ οἱ ἄλλοι πῆραν περισσότερα. ᾿Αποτελεῖ τυπικό παράδειγμα πολλῶν ἀνθρώπων πού νομίζουν ὅτι στεροῦνται χαρισμάτων, ὅτι δέν ἔχουν δυνατότητες δράσεως, ὅτι εἶναι οἱ ἀδικημένοι. «῎Ας μήν προφασίζεται κανείς ὅτι ἔχει ἕνα μόνο τάλαντο, καί δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε. Μπορεῖ καί μέ ἕνα νά προκόψει... Καί χρήματα καί προθυμία καί τά πάντα ἄς τά προσφέρουμε γιά τήν ὠφέλεια τοῦ πλησίον», προτρέπει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
25,26. ᾿Αποκριθείς δέ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρέ δοῦλε καί ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καί συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα!
῾Ο κύριος, προφανῶς ὀργισμένος, τόν προσφωνεῖ «πονηρέ δοῦλε καί ὀκνηρέ». Τό ἐπίθετο «πονηρός» χρησιμοποιεῖται σέ ἀντίθεση πρός τό «ἀγαθέ δοῦλε», πού χαρακτήρισε τούς δύο πρώτους, ἐνῶ τό «ὀκνηρέ» εἶναι ἀντίθετο τοῦ «πιστέ».
῾Η πονηριά τοῦ τρίτου δούλου φαίνεται στήν προσπάθεια νά δικαιολογήσει τήν ἀμέλειά του. ῾Η ὀκνηρία του ἀποδεικνύεται ἀπό τό ὅτι δέν ἀξιοποίησε τό τάλαντό του. ῾Η ἐπίπληξη τοῦ κυρίου σημαίνει· «῞Οσο περισσότερο σοῦ φαινόμουν σκληρός καί ἀπαιτητικός, τόσο περισσότερο ἔπρεπε νά φροντίσεις νά ἱκανοποιηθῶ, καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια πού θά σοῦ ἐξασφάλιζε κέρδος καί ἀμοιβή».
25,27. ῎Εδει οὖν σε βαλεῖν τό ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καί ἐλθών ἐγώ ἐκομισάμην ἄν τό ἐμόν σύν τόκῳ.
Τίς ὑπηρεσίες πού προσφέρουν σήμερα οἱ τράπεζες, στήν ἀρχαιότητα τίς ἐπιτελοῦσαν ἰδιῶτες πού λέγονταν τραπεζίται. ῏Ηταν, πράγματι, πολύ εὔκολο νά καταθέσει ὁ δοῦλος τό τάλαντο στούς τραπεζίτες, ὁπότε θά εἶχε καί κάποιο κέρδος ἐπί πλέον νά προσφέρει στόν κύριό του. ῾Ο πονηρός δοῦλος ὅμως ἔδειξε ὀκνηρία καί ἀδιαφορία γιά τά συμφέροντα τοῦ ἀφεντικοῦ του. ῎Ετσι συνετέλεσε στήν πλήρη ἀχρήστευση τοῦ ποσοῦ πού τοῦ δόθηκε.
Στήν περίπτωση τοῦ τρίτου δούλου ἀνήκουν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ἄν καί βρίσκονται μέσα στήν ᾿Εκκλησία, ἔχουν ράθυμη, ψυχρή, πονηρή καί ἰταμή σχέση μέ τόν Χριστό. Εἶναι δοῦλοι ἐπικατάρατοι, διότι εἶναι ἀμελεῖς, ὅπως λέει ὁ προφήτης ᾿Ιερεμίας· «᾿Επικατάρατος ὁ ποιῶν τά ἔργα Κυρίου ἀμελῶς» (᾿Ιε 31,10).
25,28. ῎Αρατε οὖν ἀπ᾿ αὐτοῦ τό τάλαντον καί δότε τῷ ἔχοντι τά δέκα τάλαντα.
῾Η καταδίκη τοῦ δούλου παρουσιάζει τρία σκέλη. Πρῶτον, τή στέρηση τοῦ ταλάντου· ἄρατε οὖν ἀπ᾿ αὐτοῦ τό τάλαντον. Εἶναι φυσικό νά πάρει ὁ Θεός τή δωρεά ἀπό ἐκεῖνον πού δέν τήν χρησιμοποιεῖ. Δεύτερον, τήν ἀπόρριψη τοῦ δούλου στό αἰώνιο βασανιστήριο (βλ. στ. 30). Τρίτον, ὁ Κύριος παραχωρεῖ τό ἀναξιοποίητο τάλαντο στόν δοῦλο πού διπλασίασε τά πέντε· δότε τῷ ἔχοντι τά δέκα τάλαντα. ῎Ετσι τοῦ ἀνοίγει ἕνα νέο πεδίο, στό ὁποῖο θά μπορέσει νά ἀναπτύξει τή δρατηριότητά του καί συνεπῶς νά ἀποκτήσει καινούργια δόξα καί λαμπρό στεφάνι γιά τήν αἰωνιότητα.
25,29. Τῷ γάρ ἔχοντι παντί δοθήσεται καί περισσευθήσεται, ἀπό δέ τοῦ μή ἔχοντος καί ὅ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ.
Αὐτό τό συμπέρασμα τονίζεται καί σέ ἄλλα σημεῖα τῶν εὐαγγελίων (βλ. Μθ 13,12· Μρ 4,25· Λκ 8,18). ῞Οποιος μέ τή συνεχῆ ἐργασία, τή σπουδή καί τήν ἐπιμέλεια ἔχει φέρει εἰς πέρας τήν ἀποστολή του κατά τή διάρκεια τῆς ζωῆς του, θά λάβει πλούσια ἀμοιβή κατά τήν ὥρα τῆς κρίσεως, ἐνῶ ὁ ὀκνηρός καί πονηρός θά τιμωρηθεῖ αὐστηρά.
Τό νόημα αὐτοῦ τοῦ στίχου μᾶς βοηθάει νά καταλάβουμε τήν παράξενη ἰδιότητα πού ἔχουν τά «νομίσματα» πού μᾶς δίνει ὁ Κύριος. ῞Ενας πού ἔχει, ἀποκτᾶ περισσότερα καί ἕνας πού δέν ἔχει, χάνει κι αὐτό πού ὥς τώρα τοῦ ἀνῆκε. ῾Η γῆ, ὅταν εἶναι εὔφορη, πολλαπλασιάζει τούς καρπούς, ὅταν ὅμως εἶναι ἄγονη καί ἄνυδρη, ξηραίνει καί τούς ὑπάρχοντες. Τό ἴδιο συμβαίνει καί στήν πνευματική ζωή. Τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται καί προοδεύουν, ἡ ἴδια ἡ πνευματικότητά τους τούς βοηθάει νά καλλιεργηθοῦν περισσότερο καί ἡ ἴδια ἡ καλλιέργεια συντελεῖ στό νά καρποφορήσουν περισσότερο. Στό στερέωμα τῆς ᾿Εκκλησίας προβάλλουν πολυταλαντοῦχοι ἅγιοι. Μέσα τους ἠχοῦσε ἀκατάπαυστα καί ἔντονα ἡ προτροπή τοῦ ἀπ. Παύλου· «μή ἀμέλει τοῦ ἐν σοί χαρίσματος» (Α´ Τι 4,14). Μήν παραμελεῖς τό χάρισμα πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Μήν καταχώνεις τό τάλαντο. Καλλιέργησέ το, ἀξιοποίησέ το, πολλαπλασίασέ το.
᾿Αντίθετα οἱ πονηροί, οἱ ράθυμοι καί ἀμελεῖς, καί ἄν ἀκόμη ἔχουν κάτι καλό, τό χάνουν, διότι εἶναι ἀνάξιοι καί αὐτῆς τῆς μικρῆς εὐλογίας πού τούς δίνει ὁ Θεός, γιά νά καλλιεργήσουν καί νά βοηθήσουν τόν ἑαυτό τους.
25,30. καί τόν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων.
῾Η παραβολή κλείνει μέ τήν ἐντολή τοῦ κυρίου ὁ ἀχρεῖος δοῦλος νά ριχτεῖ εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον, νά παραδοθεῖ στήν αἰώνια τιμωρία. Τό χωρίο εἶναι μιά μαρτυρία τῆς μελλούσης κρίσεως καί κολάσεως. ῎Οχι μόνο στόν παλαιό νόμο ἀλλά καί στά εὐαγγέλια, λέγει ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος, εἶναι φανερή ἡ αὐστηρότητα τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ πρός αὐτούς πού μέ τή θέλησή τους ἀπειθοῦν.
Συνοπτικά τά συμπεράσματα τῆς παραβολῆς τῶν ταλάντων εἶναι τά ἑξῆς·
1. ῎Αγνωστος εἶναι ὁ χρόνος τῆς τελικῆς κρίσεως. Αὐτό ἀπαιτεῖ τήν συνεχῆ ἐγρήγορση, τήν ἀδιάκοπη ἐργασία καί τήν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς μας.
2. ῾Η ὀκνηρία σημαίνει ἔλλειψη ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο.
3. ῾Η διαφορά πού ὑπάρχει μεταξύ τῶν ἀνθρώπων ὡς πρός τό ἔργο πού ἐπιτελοῦν δέν ὀφείλεται σέ αὐθαίρετη διανομή τῶν ταλάντων ἀπό τόν Θεό. ᾿Εκεῖνος μοιράζει τά δῶρα του ἀνάλογα πρός τίς δυνατότητες τοῦ κάθε ἀνθρώπου, τίς ὁποῖες γνωρίζει πολύ καλά.
4. ῾Ο ἄνθρωπος εἶναι διαχειριστής τῶν ταλάντων πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Στήν κρίση θά δώσει λόγο γιά τήν καλή ἤ κακή χρήση τους.
5. ῾Η ἀγάπη τοῦ Θεοῦ φαίνεται στή διανομή τῶν ταλάντων στούς ἀνθρώπους καί ἡ δικαιοσύνη του στή λογοδοσία τῶν ἀνθρώπων σχετικά πρός τή διαχείριση τῶν ταλάντων.
6. ῾Ο Θεός τιμωρεῖ ὄχι μόνο τή διάπραξη τοῦ κακοῦ ἀλλά καί τήν ἀμέλεια, τήν παράλειψη τοῦ καλοῦ.
Στέργιος Σάκκος
Εὐαγγελικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)
῾Η παραβολή τῶν βασιλικῶν γάμων
Μετά τήν παραβολή τῶν κακῶν γεωργῶν (21, 33-42, Μάθ. 20ο) ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος καταγράφει τήν παραβολή τῶν γάμων, πού ἀποτελεῖ τήν εὐαγγελική περικοπή τῆς ΙΔ´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου. Μοιάζει πολύ μέ τήν παραβολή τοῦ δείπνου, τήν ὁποία παραθέτει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς (βλ. 14,15-24), ἀλλά δέν ταυτίζονται οὔτε στίς λεπτομέρειες οὔτε στό σκοπό γιά τόν ὁποῖο λέχθηκαν. ῾Η παραβολή τοῦ δείπνου μᾶς ἀποκαλύπτει τή θεολογική ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεός ἀπευθύνει τό προσκλητήριό του σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀνεξαιρέτως. ῾Η παραβολή τῶν βασιλικῶν γάμων ἔχει ἠθικό χαρακτήρα· Γιά νά παρουσιασθοῦμε στόν Θεό πού μᾶς κάλεσε, πρέπει νά εἴμαστε ἕτοιμοι, κατάλληλα εὐπρεπισμένοι.
Οἱ δύο προηγούμενες παραβολές, τῶν δύο υἱῶν (βλ. 21,28-32) καί τῶν κακῶν γεωργῶν, λέχθηκαν «εἰς τό ἱερόν» (21,23), μπροστά στούς ἀρχιερεῖς καί τούς πρεσβυτέρους τοῦ λαοῦ, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀπορρίψει τόν Μεσσία. ῞Ολοι αὐτοί κατάλαβαν τόν ἔλεγχο πού τούς ἀπηύθυνε ὁ ᾿Ιησοῦς μέσῳ τῶν παραβολῶν καί θέλησαν νά τόν συλλάβουν, ὅμως φοβήθηκαν τό λαό (βλ. 21,45-46). Μέ τόν ἴδιο τρόπο ἀντιδροῦν καί μετά τήν παραβολή τῶν γάμων (βλ. 22,15). Σ᾿ αὐτή τήν παραβολή ὁ ᾿Ιησοῦς ἀποκαλύπτει τήν πρόνοια καί τή μακροθυμία τοῦ Θεοῦ γιά τό λαό του, ἀλλά καί τήν ἀγνώμονη συμπεριφορά τῶν εὐεργετημένων ἔναντι τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀπεσταλμένων του. Προλέγει ἐπίσης τήν ἀπόρριψη τῶν ᾿Ιουδαίων καί τήν κλήση τῶν ἐθνικῶν.
α) ῾Η ἀνταπόκριση τῶν καλεσμένων στήν πρόσκληση τοῦ βασιλιᾶ (22,2-6)
22,2. ῾Ωμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ.
Ἡ εἰσαγωγή τῆς παραβολῆς μᾶς εἶναι γνωστή ἀπό τήν παραβολή τοῦ ἀχαρίστου δούλου.
῞Οστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ: Στή ζωή τῶν ἀνθρώπων ὁ γάμος κατέχει σπουδαία θέση. Εἶναι γεγονός χαρᾶς καί εὐτυχίας γιά τούς γονεῖς, πού βλέπουν τά παιδιά τους νά δημιουργοῦν νέα οἰκογένεια. Μέ τόν πληθυντικό γάμοι δηλώνονται οἱ γιορταστικές ἐκδηλώσεις πού γίνονταν τήν ἐποχή ἐκείνη στήν Παλαιστίνη καί διαρκοῦσαν συνήθως ἑπτά ἤ ὀκτώ ἡμέρες.
Δέν ὑπῆρξε ἐκφραστικότερη εἰκόνα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἀπό αὐτή τοῦ γάμου. ῾Ο βασιλιάς πού νυμφεύει τόν μονογενῆ Υἱό του εἶναι ὁ Θεός. Μέ τήν ἰδιότητα τοῦ νυμφίου παρουσιάζεται πολλές φορές ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός στήν Κ.Δ. (βλ. Μθ 9,15· 25, 1-10· ᾿Ιω 3,29). Γάμος εἶναι ὁ πνευματικός σύνδεσμος τοῦ Χριστοῦ μέ τήν ᾿Εκκλησία, τήν ὁποία ἐξαγόρασε μέ τό τίμιο αἷμα του (βλ. Πρξ 20,28· ᾿Εφ 1,7· Ττ 2,14·Α´ Πέ 1,18-19· ᾿Απ 5,9). ῾Ο γάμος αὐτός πραγματοποιήθηκε μυστικά κατά τό Μυστικό Δεῖπνο, ὅπου οἱ μαθητές ἔγιναν μέτοχοι στό θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Επίσημα φανερώθηκε στόν κόσμο κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς μέ τήν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Κατά τή Δευτέρα Παρουσία, θά γίνει ὁ τέλειος γάμος τοῦ ἀρνίου μέ τήν ᾿Εκκλησία τῶν πρωτοτόκων τῶν ἀπογεγραμμένων ἐν οὐρανοῖς (῾Εβ 12,23), καί τῆς πόλεως τοῦ Θεοῦ, τῆς ἐπουρανίου ᾿Ιερουσαλήμ (βλ. ᾿Απ 19,7-9· 21,2-3. 9· 22,17). Τό γαμήλιο συμπόσιο εἶναι ἡ αἰώνια βασιλεία τήν ὁποία μᾶς χαρίζει ὁ Χριστός μέ τό θάνατο καί τήν ἀνάστασή του. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος τονίζει· «Τό γεγονός αὐτό ὀνομάσθηκε γάμος γιά νά γνωρίσεις τή φροντίδα τοῦ Θεοῦ, τή μεγάλη ἀγάπη του σέ μᾶς καί τό χαρμόσυνο τοῦ γεγονότος. Τίποτε τό λυπηρό καί τό δυσάρεστο δέν ὑπάρχει ἐκεῖ, ἀλλά ὅλα εἶναι γεμάτα ἀπό πνευματική χαρά. Μέ τήν παραβολή αὐτή ὁ Κύριος προεῖπε καί τήν ἀνάσταση. Μετά τό θάνατό του γιά τόν ὁποῖο μίλησε προηγουμένως, θά γίνουν οἱ γάμοι, τότε θά ἔρθει ὁ νυμφίος».
῾Ο Υἱός τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή του συνδέει ἄρρηκτα τή θεία του φύση μέ τήν ἀνθρώπινη. Πρώτη ἡ Παναγία ὀνομάζεται θεόνυμφος, διότι ἀπό αὐτή γεννιέται ὁ θεάνθρωπος ᾿Ιησοῦς Χριστός. Νύμφη τοῦ ᾿Ιησοῦ ὅμως εἶναι καί κάθε θεοφιλής ψυχή πού προσέρχεται στόν Χριστό μέ τό ἅγιο βάπτισμα. ῾Ο ἀπ. Παῦλος λέει· «ἡρμοσάμην γάρ ὑμᾶς ἑνί ἀνδρί, παρθένον ἁγνήν παραστῆσαι τῷ Χριστῷ» (Β´ Κο 11,2). ᾿Ανάμεσα στίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων ἡ πιό στενή εἶναι ἡ σχέση τοῦ γάμου. Δύο ἄνθρωποι ἑνώνονται σέ μιά ἀδιάσπαστη ἑνότητα. Τήν ἑνότητα αὐτή διάλεξε ὁ Κύριος, γιά νά παραστήσει τήν ἀμεσότητα καί τήν πληρότητα τοῦ δεσμοῦ τῆς ψυχῆς μας μέ τό πρόσωπό του. Στήν ᾿Εκκλησία ἡ ἕνωση καί ἡ κοινωνία μας μέ τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό δέν εἶναι τυπική καί ἐξωτερική, ἀλλά βαθειά καί οὐσιαστική. Οἱ γάμοι τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μιά πρόσκαιρη τελετή, ἀλλά μιά κατάσταση μέ αἰώνια διάρκεια. ῾Η ἕνωσή μας μέ τόν Νυμφίο καί ἡ συμμετοχή μας στό Δεῖπνο τῆς ἀγάπης του εἶναι τό μεγαλύτερο γεγονός τῆς ζωῆς μας, διότι μᾶς υἱοθετεῖ, μᾶς κάνει παιδιά τοῦ Θεοῦ, μέλη τῆς οἰκογένειάς του καί μετόχους τῆς χαρᾶς του. ᾿Αρκεῖ ἐμεῖς ν᾿ ἀνταποκρινόμαστε σ᾿ αὐτή τήν ἀσύλληπτη προσφορά του μέ τήν πίστη καί τήν ἀφοσίωσή μας στό πρόσωπό του.
22,3. Καί ἀπέστειλε τούς δούλους αὐτοῦ καλέσαι τούς κεκλημένους εἰς τούς γάμους, καί οὐκ ἤθελον ἐλθεῖν.
Καί ἀπέστειλε τούς δούλους αὐτοῦ: Οἱ ἄνθρωποι τῆς παραβολῆς πρίν ἀπό πολύ καιρό εἶχαν δεχθεῖ τήν πρόσκληση τοῦ βασιλιᾶ· τώρα οἱ δοῦλοι ἁπλῶς τούς εἰδοποιοῦν ὅτι ὅλα εἶναι ἕτοιμα. ῾Η ἀποστολή τῶν δούλων γιά τήν ὑπενθύμιση τῆς προσκλήσεως μαρτυρεῖ τήν ἐπισημότητα τοῦ συμποσίου. Στούς ἀνατολικούς λαούς ἀκόμη καί σήμερα ἐπικρατεῖ ἡ συνήθεια νά εἰδοποιοῦν τούς καλεσμένους λίγο πρίν ἀπό τό γάμο, ὅταν πρόκειται νά ἀρχίσει τό γλέντι.
῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος τονίζει ὅτι οἱ ᾿Ισραηλίτες κλήθηκαν στήν ἀρχή μέ τούς προφῆτες καί ὕστερα μέ τόν ᾿Ιωάννη, ὁ ὁποῖος τούς ἔδειξε τόν Χριστό καί τούς καθοδηγοῦσε πρός αὐτόν λέγοντας· «᾿Εκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι» (᾿Ιω 3,30).
Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι οἱ προσκεκλημένοι, ἀντίθετα πρός τήν προσδοκία τοῦ βασιλιᾶ, οὐκ ἤθελον ἐλθεῖν. Δέν ἀνταποκρίθηκαν, ὄχι ἐπειδή δέν μποροῦσαν ἀλλά ἐπειδή ἐνσυνείδητα ἀδιαφόρησαν γιά τή θεία πρόσκληση. ῾Ο Κύριος εἶπε στούς ᾿Ιουδαίους· «οὐ θέλετε ἐλθεῖν πρός με, ἵνα ζωήν ἔχητε» (᾿Ιω 5,40). ῾Η σωτηρία τήν ὁποία προσφέρει ὁ Χριστός στόν ἄνθρωπο ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά τή δεχτεῖ ἤ νά τήν ἀπορρίψει (βλ. Μθ 11,14· 16,24· 19,17, κτλ).
22,4. Πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους λέγων· εἴπατε τοῖς κεκλημένοις· ἰδού τό ἄριστόν μου ἡτοίμασα, οἱ ταῦροί μου καί τά σιτιστά τεθυμένα, καί πάντα ἕτοιμα· δεῦτε εἰς τούς γάμους.
Οἱ ἄλλοι δοῦλοι τούς ὁποίους ἀπέστειλεν ὁ βασιλιάς πορεύθηκαν καί πάλι πρός τούς ᾿Ιουδαίους. Αὐτοί οἱ δοῦλοι, οἱ ὁποῖοι πῆραν ἀπό τόν ᾿Ιησοῦ τήν παραγγελία νά πορευθοῦν «πρός τά πρόβατα τά ἀπολωλότα οἴκου ᾿Ισραήλ» (Μθ 10,6) καί νά τούς προσκαλέσουν, εἶναι οἱ ἀπόστολοι.
῎Αριστον λέγεται τό μεσημβρινό φαγητό, τό γεῦμα. ᾿Εδῶ τό ἄριστον δηλώνει ὅλα τά δῶρα τῆς θείας χάριτος, τά ἱερά μυστήρια, τήν πνευματική τροφή πού παρέχει ἡ ᾿Εκκλησία στούς πιστούς. Φιλάνθρωπος ὁ Θεός δέν ἀδιαφορεῖ γι᾿ αὐτούς πού ἤδη ἀρνήθηκαν τήν πρόσκλησή του. ῞Οταν φθάνει ἡ ὥρα τοῦ ἀρίστου, καλεῖ μέ τούς κήρυκες τοῦ λόγου του τό λαό του. Οἱ ἐπανειλημμένες αὐτές προσκλήσεις δείχνουν τό ἔλεος καί τή μακροθυμία του.
῾Ο βασιλιάς δίνει ἐντολή στούς δούλους του· Πέστε στούς προσκαλεσμένους ὅτι ἔχω ἑτοιμάσει τό συμπόσιο, οἱ ταῦροί μου καί τά σιτιστά τεθυμένα. Σιτιστόν εἶναι αὐτό πού ἔχει τραφεῖ καλά, σημαίνει ὅ,τι καί τό σιτευτός (βλ. Λκ 15,23. 27). Τά καλοθρεμμένα, τά παχιά ζῶα ἔχουν σφαγεῖ, ἔχουν μαγειρευτεῖ καί εἶναι τά πάντα ἕτοιμα. Τό συμπόσιο εἶναι πλούσιο καί πολυτελές καί ἡ τιμή πού γίνεται στούς καλεσμένους πάρα πολύ μεγάλη. ῾Ωστόσο, οἱ καλεσμένοι δέν φιλοτιμήθηκαν νά ἔρθουν στήν εὐωχία καί στήν ἀπόλαυση αὐτοῦ τοῦ πλουσιοπάροχου γεύματος. ῞Οσο μεγαλύτερη μακροθυμία καί ἀνοχή ἔδειχνε ὁ βασιλιάς, τόσο πιό πολύ μεγάλωνε ἡ κακία καί ἡ σκληρότητά τους.
Οἱ ταῦροι καί τά σιτιστά τά τεθυμένα εἶναι σύμβολα τοῦ ἀχράντου σώματος καί τοῦ τιμίου αἵματος τοῦ Υἱοῦ, δηλαδή τοῦ ζωοπάροχου μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας. ῾Ο Θεός στρώνει τό τραπέζι τῆς ἀγάπης του καί τό ἀποκορύφωμα τῆς προσφορᾶς του εἶναι ὁ μόσχος ὁ σιτευτός, ἡ θεία Κοινωνία, ὅπου ὁ Κύριος προσφέρεται ὁ ἴδιος «εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς». Στό Μυστικό δεῖπνο τῆς θείας λειτουργίας ὁ ᾿Ιησοῦς εἶναι «καί ὁ προσφέρων καί ὁ προσφερόμενος». ῾Ο Θεοτόκης λέει· «᾿Εμνημόνευσε δέ πρῶτον τῆς τραπέζης τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἐπειδή δι᾿ αὐτῆς τελειοῦται ὁ πνευματικός γάμος, ἡ πνευματική δηλαδή ἕνωσις τοῦ νυμφίου καί τῆς νύμφης, ἤγουν τοῦ Χριστοῦ καί τῆς καθαρᾶς ψυχῆς· ἔπειτα προσέθηκε καί τό πάντα ἕτοιμα... ῎Ελθετε, πάντα εἰσίν ἕτοιμα, ἡ μετάνοια, τό βάπτισμα, τά θεῖα χαρίσματα, ἡ δόξα καί ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἡ αἰώνιος· πάντα εἰσίν ἕτοιμα εἰς τούς διά τῆς εἰς Χριστόν πίστεως προσερχομένους».
22,5. οἱ δέ ἀμελήσαντες ἀπῆλθον, ὁ μέν εἰς τόν ἴδιον ἀγρόν, ὁ δέ εἰς τήν ἐμπορίαν αὐτοῦ.
῾Η ἀπουσία τῶν καλεσμένων δέν ὀφείλεται στίς ἐπείγουσες ἐργασίες τους, ἀγροτικές, ἐμπορικές ἤ ὅποιες ἄλλες, ἀλλά στήν ἀδιαφορία τους. «᾿Αμελήσαντες, καταφρονήσαντες τῆς κλήσεως», ὑπογραμμίζει ὁ Ζιγαβηνός. Προτίμησαν τά φθαρτά καί γήινα ἀγαθά, τά πνευματικά καί ἐπουράνια. ῾Η ἀντίδραση τῶν ἀνθρώπων ἔκφράζει τήν ἄρνηση καί τήν ἀδιαφορία στή φροντίδα καί στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
῾Ο μέν εἰς τόν ἴδιον ἀγρόν, ὁ ἕνας πῆγε στά κτήματά του. ῾Ο δέ εἰς τήν ἐμπορίαν αὐτοῦ, δηλαδή στόν ἀγώνα γιά τό κέρδος καί τήν ἀπόκτηση πλούτου, πού ὁδηγεῖ στήν πλεονεξία.
῾Η συμπεριφορά τῶν καλεσμένων εἶναι καί πάλι ἀπροσδόκητη καί ἀχαρακτήριστη. Θά περίμενε κανείς νά συγκινηθοῦν ἀπό τήν ἐπιμονή τοῦ βασιλιᾶ. ῞Ομως ἄλλοι ἀδιαφοροῦν καί στρέφονται στίς ἀγροτικές καί ἐμπορικές τους ἀσχολίες, καί ἄλλοι φέρονται μέ φανερή κακεντρέχεια, ὅπως βλέπουμε στόν ἑπόμενο στίχο. ῞Ολοι αὐτοί οἱ καλεσμένοι ἀμέλησαν καί δέν ἔκριναν ἄξια προσοχῆς τήν πρόσκληση. ῾Ο π. Αὐγουστῖνος, ἐπίσκοπος Φλωρίνης, τονίζει· «Δέν εἶναι αὐτά περίεργα καί πρωτοφανῆ; Πότε ἀκούστηκε νά καλεῖται ἕνας σέ τέτοια τιμητικά γεγονότα καί νά δείχνει τέτοια διαγωγή; ᾿Αλλ᾿ αὐτό πού δέν συμβαίνει σέ κοσμικούς γάμους, σέ τραπέζια καί δεῖπνα κοσμικά, συμβαίνει σέ ἄλλου εἴδους δεῖπνα, γιά τά ὁποῖα θέλει νά μιλήσει ἡ παραβολή. Στούς καλεσμένους τῆς παραβολῆς βλέπουμε τούς ἀδιάφορους ἀνθρώπους πού καί σήμερα δέν θέλουν νά ἀκούσουν τίποτε τό ἅγιο καί πνευματικό» (Σταγόνες ἀπό τό ὕδωρ τό ζῶν, σελ. 208-209).
Τό κακό δέν βρίσκεται στό ἔργο τό ὁποῖο ὁ καθένας ἐπιτελεῖ ἀλλά στήν προσκόλληση καί τήν ἀπορρόφηση ἀπό τά πρόσκαιρα ἀγαθά, πού μαραίνει τό ζῆλο γιά τά πνευματικά καί αἰώνια. Στόν ἄνθρωπο πού παρασύρθηκε ἀπό τή μέθη τῆς ἁμαρτίας καί ἔκοψε τό δεσμό του μέ τόν Θεό, τά φθαρτά καί ἐφήμερα πράγματα λάμπουν σάν τίς γυαλιστερές χάντρες. ῾Ο δυστυχισμένος αὐτός ἄνθρωπος μοιάζει μέ τό ἀετόπουλο πού, μόλις εἶχε κάνει τά πρῶτα πετάγματα, τὄπιασαν καί τό ἁλυσόδεσαν. ῞Οταν μιά μέρα τοὔκοψαν τίς ἁλυσίδες, εἶχε πλέον ξεχάσει νά πετᾶ.
᾿Εδῶ ἐπαληθεύεται τό ἀνέκδοτο τοῦ φτωχοῦ ἐκείνου σιδηρουργοῦ, τόν ὁποῖο κάλεσαν νά γίνει βασιλιάς, καί αὐτός, ὅταν περνοῦσαν ἀπό κάποιο δάσος καί εἶδε δένδρα κατάλληλα γιά κάρβουνα πού χρησιμοποιοῦσε στό σιδηρουργεῖο, ἐπεθύμησε «λουμάκια (=κλαδιά) γιά κάρβουνα», ὄχι βασιλεία!
22,6. οἱ δέ λοιποί κρατήσαντες τούς δούλους αὐτοῦ ὕβρισαν καί ἀπέκτειναν.
῾Η ἀχαριστία τῶν προσκεκλημένων φθάνει στό ἀποκορύφωμα. Δέν περιφρόνησαν μόνο τήν πρόσκληση τοῦ βασιλιᾶ, δέν ἀρνήθηκαν μόνο νά ἔρθουν στό συμπόσιο τοῦ γάμου, ἐπιπλέον ἔπιασαν τούς δούλους, τούς ὕβρισαν καί τούς ἀπέκτειναν. Στήν παραβολή τῶν κακῶν γεωργῶν κακοποίησαν ἐκείνους πού ἦρθαν γιά νά τούς ζητήσουν τή σοδειά καί τούς καρπούς, ἐνῶ αὐτοί φέρονται βάναυσα στούς δούλους οἱ ὁποῖοι τούς καλοῦσαν σέ γιορτή καί χαρά. Αὐτό εἶναι τό πιό φοβερό καί μεγάλο δεῖγμα τῆς παραφροσύνης τους.
Οἱ ᾿Ιουδαῖοι μοχθηροί καί κακοῦργοι, ὅπως οἱ δοῦλοι τῆς παραβολῆς, ὄχι μόνο δέν πίστευσαν στόν Χριστό, ἀλλά καί κράτησαν τούς δούλους του, δηλαδή τούς ἀποστόλους. ῎Αλλους τούς φόνευσαν, ὅπως τόν ᾿Ιάκωβο τόν ἀδελφό τοῦ ᾿Ιωάννη (βλ. Πρξ 12,2), τόν πρωτομάρτυρα Στέφανο (βλ. Πρξ 7,59)· καί ἄλλους, ὅπως τόν Πέτρο καί τόν ᾿Ιωάννη καί τούς λοιπούς ἀποστόλους, τούς ἔβρισαν, τούς ἔδειραν καί τούς καταδίωξαν μέ μανία (βλ. Πρξ 5,18). Γι᾿ αὐτό καί ὁ ἀπ. Παῦλος ἔλεγε γι᾿ αὐτούς· «Τῶν καί τόν Κύριον ἀποκτεινάντων καί τούς ἰδίους προφήτας, καί ἡμᾶς ἐκδιωξάντων» (Α´ Θε 2,15).
β) ῾Η τιμωρία τῶν ἐνόχων καί οἱ νέοι καλεσμένοι (22,7-10)
22,7. ᾿Ακούσας δέ ὁ βασιλεύς ἐκεῖνος ὠργίσθη, καί πέμψας τά στρατεύματα αὐτοῦ ἀπώλεσε τούς φονεῖς ἐκείνους καί τήν πόλιν αὐτῶν ἐνέπρησε.
῞Οταν ἄκουσε τό γεγονός αὐτό, ὁ βασιλεύς ἐκεῖνος ὠργίσθη. ῾Ο βασιλιάς θύμωσε ὄχι μόνο διότι δέν θέλησαν νά ἔρθουν στό συμπόσιό του, ἀλλά διότι φόνευσαν τούς δούλους του. Γι᾿ αὐτό, ἔστειλε τά στρατεύματα αὐτοῦ καί ἐξολόθρευσε τούς φονεῖς ἐκείνους καί ἔκαψε τήν πόλιν αὐτῶν. Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Χρυσόστομο ὁ στίχος ἀναφέρεται σαφῶς στήν καταστροφή τῆς ᾿Ιερουσαλήμ ἀπό τούς ρωμαίους αὐτοκράτορες, τόν Βεσπασιανό καί τόν Τίτο. Οἱ εἰδωλολάτρες Ρωμαῖοι γίνονται ὄργανα τοῦ Θεοῦ γιά τήν τιμωρία τῆς παρανομίας καί τῆς κακίας τῶν ἀσεβῶν. ᾿Αποκαλεῖ τά στρατεύματα αὐτοῦ, διότι «πάντες τοῦ Θεοῦ εἰσι κατά τόν λόγον τῆς δημιουργίας», σχολιάζει ὁ Ζιγαβηνός. ῾Η φράση τήν πόλιν αὐτῶν ἐνέπρησε λέγεται γιά τήν ᾿Ιερουσαλήμ. Τήν ἀποκαλεῖ μάλιστα τήν πόλιν αὐτῶν καί ὄχι τήν πόλιν αὐτοῦ, διότι ἡ ᾿Ιερουσαλήμ ἔπαυσε πλέον νά εἶναι ἡ ἐκλεκτή πόλη τοῦ Θεοῦ.
῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος προσθέτει· «῾Η ἅλωση τῆς ᾿Ιερουσαλήμ δέν ἔγινε ἀμέσως μετά τή σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά μετά ἀπό σαράντα χρόνια, γιά νά φανεῖ ἡ μακροθυμία του. ῾Η καταστροφή ἔγινε ἀφοῦ φόνευσαν τόν Στέφανο καί τόν ᾿Ιάκωβο καί ἀφοῦ κακοποίησαν τούς ἀποστόλους. Εἶδες πραγματοποίηση προφητειῶν καί ταχύτητα πραγματοποιήσεώς τους; Αὐτά συνέβησαν ἐνῶ ἀκόμα ζοῦσε ὁ ᾿Ιωάννης ὁ εὐαγγελιστής καί πολλοί ἄλλοι ἀπό αὐτούς πού συναναστράφηκαν τόν Χριστό, καί ἦταν μάρτυρες τῶν ὅσων συνέβησαν αὐτοί οἱ ἴδιοι πού τά εἶχαν ἀκούσει ἀπό τό στόμα του».
22,8. Τότε λέγει τοῖς δούλοις αὐτοῦ· ὁ μέν γάμος ἕτοιμός ἐστιν, οἱ δέ κεκλημένοι οὐκ ἦσαν ἄξιοι.
Οἱ δέ κεκλημένοι οὐκ ἦσαν ἄξιοι: Οἱ ᾿Ιουδαῖοι δέν ἦταν ἄξιοι τοῦ γάμου, τῆς χαρᾶς πού χαρίζει ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό. ῾Ο Θεοτόκης ἐξηγεῖ· «Γεγόνασιν ἀνάξιοι τοῦ πνευματικοῦ γάμου, ἤγουν τῆς τῶν οὐρανῶν βασιλείας, διά τήν εἰδωλολατρίαν, διά τήν προφητοκτονίαν, διά τήν Χριστοκτονίαν καί διά τήν εἰς τό εὐαγγελικόν κήρυγμα ἀποστροφήν αὐτῶν καί ἐπιβουλήν καί δυσμένειαν». Κανείς δέν θεωρεῖται ἀνάξιος πρίν τοῦ γίνει ἡ πρόσκληση. Καθιστᾶ τόν ἑαυτό του ἀνάξιο ὅποιος, ἐνῶ πῆρε τήν πρόσκληση, ἀρνεῖται νά συμμετάσχει στό βασιλικό συμπόσιο.
22,9. πορεύεσθε οὖν ἐπί τάς διεξόδους τῶν ὁδῶν, καί ὅσους ἐάν εὕρητε καλέσατε εἰς τούς γάμους.
Μετά ἀπό τήν ἄρνηση τῶν καλεσμένων νά λάβουν μέρος στό γαμήλιο γεῦμα, ὁ βασιλιάς δέν ματαιώνει τό συμπόσιο πού ἑτοίμασε, ἀλλά καλεῖ ἄλλους νά τό ἀπολαύσουν.
Στέλνει τούς δούλους του ἐπί τάς διεξόδους τῶν ὁδῶν. ῾Οδός εἶναι ὁλόκληρος ὁ δρόμος καί οἱ διέξοδοι εἶναι τμήματα τῆς ὁδοῦ, οἱ διακλαδώσεις, τά σταυροδρόμια, ὅπου καταλήγουν οἱ ἀγροτικοί δρόμοι. Δηλαδή στέλνει τούς δούλους του στίς ἀκρινές συνοικίες, στά ἀπόκεντρα μέρη τῆς πόλεως, γιά νά καλέσουν ὅσους βροῦν.
῾Ο ᾿Ιησοῦς ἀναφέρεται ἐδῶ στήν πρόσκληση τῶν ἐθνικῶν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τήν τιμωρία τοῦ ᾿Ιουδαϊκοῦ ἔθνους (βλ. στ. 7), τήν ἀκολουθεῖ ἡ σύσταση τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο ἀείμνηστος Καλλίνικος ἑρμηνεύει· «᾿Επί τάς διεξόδους τῶν ὁδῶν, ὅπου μακράν τῆς εὐρείας, εὐθείας καί φωτεινῆς λεωφόρου τῆς θείας ᾿Αποκαλύψεως καί ἀνά τάς σκολιάς ἀτραπούς καί τάς ἀποκρήμνους ἀκρωρείας τῶν ἀνθρωπίνων πλανῶν καί συστημάτων ἐκυλινδοῦντο καί κυλινδοῦνται τά ἔθνη».
῾Ο Χριστός καλεῖ καί τούς ἐθνικούς, διότι θυσιάστηκε «οὐχ ὑπέρ τοῦ ἔθνους (τοῦ ἰουδαϊκοῦ) μόνον, ἀλλ᾿ ἵνα τά τέκνα τοῦ Θεοῦ τά διεσκορπισμένα συναγάγῃ εἰς ἕν» (᾿Ιω 11,52). ῾Ο ἴδιος εἶπε ὅτι ἐκτός ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους «καί ἄλλα πρόβατα ἔχει, ἅ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης κἀκεῖνα με δεῖ ἀγαγεῖν» (᾿Ιω 10,16).
῞Οσους ἐάν εὕρητε καλέσατε εἰς τούς γάμους: ῾Ο βασιλιάς, πού εἶναι ὁ Θεός, κάλεσε στή βασιλεία του, δηλαδή στήν ᾿Εκκλησία, πρῶτα τούς οἰκείους του, δηλαδή τούς ᾿Ισραηλίτες, πού τόν γνώριζαν ὡς Θεό τους ἀπό τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Αὐτοί ὅμως φάνηκαν ἀνάξιοι τῆς θείας κλήσεως, διότι περιφρόνησαν μέ προσβλητική ἀδιαφορία τήν πρόσκλησή του. Τότε ὁ Θεός δέχτηκε στό γαμήλιο συμπόσιο τούς εἰδωλολάτρες, τούς πλανεμένους, τούς ἁμαρτωλούς. Καί οἱ ἀπόστολοι μετά τήν Πεντηκοστή ἄρχισαν τό κήρυγμα πρῶτα ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους. ᾿Αντιμετώπισαν ὅμως τήν ἐχθρότητά τους καί στράφηκαν πρός τούς ἐθνικούς. ῾Ο ἀπ. Παῦλος λέγει· «῾Υμῖν ἦν ἀναγκαῖον πρῶτον λαληθῆναι τόν λόγον τοῦ Θεοῦ· ἐπειδή δέ ἀπωθεῖσθε αὐτόν καί οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτούς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδού στρεφόμεθα εἰς τά ἔθνη» (Πρξ 13,46).
22,10. Καί ἐξελθόντες οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι εἰς τάς ὁδούς συνήγαγον πάντας ὅσους εὗρον, πονηρούς τε καί ἀγαθούς. Καί ἐπλήσθη ὁ γάμος ἀνακειμένων.
Οἱ δοῦλοι βγῆκαν εἰς τάς ὁδούς, μάζεψαν ὅλους ὅσους βρῆκαν πονηρούς τε καί ἀγαθούς. Οἱ νέοι συνδαιτυμόνες δέν εἶναι ὅλοι ἀγαθοί, ἀλλά ὑπάρχουν καί πονηροί, ὅπως λέγεται στήν παραβολή τῆς σαγήνης (βλ. Μθ 13,47-50). Πονηρούς ὀνομάζει τούς ἐθνικούς, οἱ ὁποῖοι δέν ἦταν μόνο ἄπιστοι ἀλλά καί διεφθαρμένοι, ἡ ζωή τους εἶχε κάθε εἴδους κακία καί φαυλότητα. ᾿Αγαθοί ὀνομάζονται ὅσοι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους ἦταν καλοπροαίρετοι, ἀλλά καί ὅσοι ἐθνικοί ζοῦσαν μέ σωφροσύνη καί ἀρετή, ὅπως ὁ ἑκατόνταρχος Κορνήλιος, ὁ ὁποῖος ἄν καί ἦταν ἐθνικός, ὅμως σεβόταν τόν Θεό, προσευχόταν, νήστευε καί ἔκανε ἐλεημοσύνες (βλ. Πρξ 10,1. 30). ῾Ο Χριστός παρουσιάζει τήν κατάσταση τῆς ᾿Εκκλησίας του, στήν ὁποία τό σιτάρι συνυπάρχει μέ τά ζιζάνια (βλ. Μθ 13,24-25). Μεταξύ τῶν πιστῶν πάντοτε θά ὑπάρχουν καί ὑποκριτές καί ἁμαρτωλοί (βλ. Μθ 7,15). ῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι ἕνα πνευματικό ἰατρεῖο, ἡ κιβωτός πού δέχεται ὅλους τούς ἀνθρώπους. ᾿Απ᾿ αὐτούς ἐξαρτᾶται ἄν θά φροντίσουν νά θεραπευτοῦν καί νά εὐπρεπιστοῦν.
Καί ἐπλήσθη ὁ γάμος ἀνακειμένων: ῞Ενα μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων ἀνταποκρίθηκε αὐτή τή φορά στήν πρόσκληση τοῦ βασιλιᾶ. Γέμισε ἡ μεγάλη αἴθουσα τοῦ γαμήλιου συμποσίου ἀπό τό πλῆθος τῶν συνδαιτυμόνων πού ἦταν ἕτοιμοι νά ἀπολαύσουν τά ἀγαθά τοῦ γεύματος. Οἱ ἀρχαῖοι ἔτρωγαν μισοξαπλωμένοι, ἀκουμπισμένοι στόν ἀριστερό ἀγκώνα καί ἔχοντας τό δεξί χέρι ἐλεύθερο γιά νά τρῶνε. ᾿Ανακείμενοι εἶναι αὐτοί πού κάθονται μέ αὐτόν τόν τρόπο στό τραπέζι τοῦ συμποσίου, οἱ ὁμοτράπεζοι.
γ) ῾Ο συνδαιτυμόνας πού δέν φοροῦσε ἔνδυμα γάμου τιμωρεῖται (22,11-14)
Τό νόημα τῆς παραβολῆς δέν περιορίζεται στήν ἀποδοχή ἤ τήν ἀπόρριψη τῆς προσκλήσεως τοῦ Θεοῦ. Προχωρεῖ καί σέ μιά ἄλλη ἐξίσου σπουδαία προϋπόθεση γιά τήν εἴσοδο στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι τό ἔνδυμα τοῦ γάμου. Μπορεῖ νά δεχθεῖ κανείς τήν πρόσκληση, ἀλλά νά μήν ἔχει τό κατάλληλο ἔνδυμα, γιά νά παραμείνει στή χαρά τοῦ γάμου. ῾Η εἰκόνα εἶναι παρμένη ἀπό τίς συνήθειες τῆς ἐποχῆς, πού προέβλεπαν καθαρή ἐνδυμασία γιά τή συμμετοχή στό ἐπίσημο καί γιορταστικό γαμήλιο γεῦμα.
22,11. Εἰσελθών δέ ὁ βασιλεύς θεάσασθαι τούς ἀνακειμένους εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρωπον οὐκ ἐνδεδυμένον ἔνδυμα γάμου.
Εἰσελθών δέ ὁ βασιλεύς: Μέ τήν ἄφιξη τοῦ βασιλιᾶ ἡ σκηνή ἀλλάζει. ῾Η ἀνάμιξη πονηρῶν καί ἀγαθῶν, πού ἦταν προηγουμένως ἀνεκτή, τώρα ξεκαθαρίζεται. ῞Οποιος δέν εἶναι ἄξιος νά λάβει μέρος στό γεῦμα θά ἐκβληθεῖ ἔξω. ῾Η εἴσοδος τοῦ βασιλιᾶ εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως, τότε «ἑκάστου τό ἔργον φανερόν γενήσεται» (Α´ Κο 3,13).
῎Ενδυμα γάμου: Κατά τίς ἀσιατικές συνήθειες ὅταν ὁ βασιλιάς προσκαλοῦσε τούς ὑπηκόους του σέ συμπόσιο, συγχρόνως τούς προμήθευε καί τήν ἀνάλογη στολή, τήν ὁποία φοροῦσαν καί ἔπειτα καταλάμβαναν τή θέση τους. ῾Ο ἄνθρωπος τῆς παραβολῆς περιφρόνησε τό γαμήλιο ἔνδυμα καί μπῆκε στό συμπόσιο ντυμένος ἀνάρμοστα. ᾿Εκδήλωσε ἔτσι τή διάθεση νά προσβάλει τόν ἄρχοντα πού τελοῦσε τούς γάμους τοῦ υἱοῦ του. Δέν ἔμεινε ὅμως ἀπαρατήρητος, δέν μπόρεσε νά κρυφτεῖ ἀπό τό βλέμμα τοῦ βασιλιᾶ.
Τό ἔνδυμα γάμου πού χαρίζει σέ κάθε πιστό ὁ Κύριος εἶναι ἡ καθαρή στολή πού προσφέρει τό ἅγιο βάπτισμα. ῎Εργο τοῦ πιστοῦ εἶναι νά τηρήσει μέ τόν ἀγώνα καί τή μετάνοιά του ἄσπιλο τό χιτώνα τοῦ βαπτίσματος, μέ τόν ὁποῖο ἐνδύθηκε τόν Χριστό. Μέ αὐτό τό ἔνδυμα γίνεται ὁ πιστός ἄξιος τῆς ἐπουρανίου βασιλείας. Οἱ πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας λένε ὅτι ἔνδυμα γάμου εἶναι τά ἀγαθά ἔργα πού συνοδεύουν τή νέα ζωή τοῦ πιστοῦ μέσα στήν ᾿Εκκλησία. Εἶναι οἱ καρποί πού προσφέρει ὁ χριστιανός ὡς ἀπάντηση στή θεία κλήση καί στή χάρη τοῦ Θεοῦ. «᾿Ενδύσασθε οὖν, ὡς ἐκλεκτοί Θεοῦ ἅγιοι καί ἠγαπημένοι σπλάγχνα οἰκτιρμῶν, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πραότητα, μακροθυμίαν» (Κλ 3,12), διδάσκει ὁ ἀπ. Παῦλος.
῾Ο ἀνάξιος πού μπῆκε στό γάμο χωρίς νά εὐπρεπιστεῖ ἀποκαλύπτει αὐτόν πού μπαίνει στήν ᾿Εκκλησία μαζί μέ τήν ἀκαθαρσία τῆς προηγούμενης ἁμαρτωλῆς ζωῆς του. ῾Υπῆρξαν ἄνθρωποι πού θέλησαν νά εἶναι χριστιανοί χωρίς νά ζοῦν χριστιανικά. Αὐτοί ἀργότερα ἀποκόπηκαν ἀπό τήν ᾿Εκκλησία, ὅπως εἶπε ὁ εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης · «᾿Εξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν· εἰ γάρ ἦσαν ἐξ ἡμῶν, μεμενήκεισαν ἄν μεθ᾿ ἡμῶν» (Α´ ᾿Ιω 2,19). ῾Ο ἀείμνηστος Σεραφείμ Παπακώστας γράφει· «᾿Επειδή βρῆκαν τήν πόρτα ἀνοιχτή τοῦ βαπτίσματος καί εἰσῆλθαν νήπια στήν ᾿Εκκλησία, ἐνόμισαν ὅτι καί ἔπειτα σέ κάθε μυστήριο ἡ εἴσοδος εἶναι στή διάθεσή τους, ἔστω καί ἄν ἦσαν ὁλοτελῶς ἀνάξιοι». ῎Αν ἡ στολή τῆς ψυχῆς μας δέν εἶναι κατάλληλη, νά ἔχουμε τουλάχιστον συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μας καί νά ἐπαναλαμβάνουμε μέ δέος τήν ἱκεσία πού λέγεται πρίν ἀπό τή θεία Κοινωνία· «῾Ο χιτών μέ ἐλέγχει, ὅτι οὐκ ἔστι τοῦ γάμου. Καθάρισον, Κύριε, τόν ρύπον τῆς ψυχῆς μου καί σῶσόν με ὡς Φιλάνθρωπος», καθώς καί τό κατανυκτικό τροπάριο τῆς Μ. ῾Εβδομάδος· «Τόν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον καί ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ· λάμπρυνόν μου τήν στολήν τῆς ψυχῆς, Φωτοδότα καί σῶσόν με». ῾Ο Θεός προσφέρει τή θεία του χάρη μέ τό λουτρό τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως μέ τό ὁποῖο μπορεῖ νά ἐπαναφέρει τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μας στήν πρώτη του καθαρότητα καί λαμπρότητα.
22,12. καί λέγει αὐτῷ· ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μή ἔχων ἔνδυμα γάμου; ὁ δέ ἐφιμώθη.
῾Ο βασιλιάς ἀπορεῖ μέ τήν ἀναίδεια αὐτοῦ πού δέν ἦταν εὐπρεπῶς ἐνδεδυμένος γιά τή συγκεκριμένη περίπτωση, καί ρωτᾶ πῶς τόλμησε νά εἰσέλθει στό γαμήλιο συμπόσιο.
῾Εταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μή ἔχων ἔνδυμα γάμου; Φίλε, μέ ποιό δικαίωμα μπῆκες ἐδῶ χωρίς τό κατάλληλο ροῦχο; «῾Εταῖρον αὐτόν εἶπεν ὡς τέως χριστιανόν, εἰ καί ἀναξίως τῆς προσηγορίας ταύτης ἐπολιτεύσατο», σημειώνει ὁ Ζιγαβηνός. Μέ τήν προσφώνηση ἑταῖρε ἤλεγξε ὁ Κύριος τόν ᾿Ιούδα· «ἑταῖρε, ἐφ᾿ ᾧ πάρει;» (Μθ 26,50) καί αὐτόν πού ἀγανάκτησε γιά τήν ἴση διανομή τοῦ δηναρίου· «ἑταῖρε, οὐκ ἀδικῶ σε» (Μθ 20,13).
῾Ο δέ ἐφιμώθη: Αὐτός ἀποστομώθηκε, ἔχασε τή μιλιά του. Μέ τό νά μήν ἔχει νά πεῖ τίποτε, κατέκρινε τόν ἑαυτό του. ῎Εμεινε ἀναπολόγητος καί ἄφωνος.
22,13. Τότε εἶπεν ὁ βασιλεύς τοῖς διακόνοις· δήσαντες αὐτοῦ πόδας καί χεῖρας ἄρατε αὐτόν καί ἐκβάλετε εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων.
Τότε εἶπεν ὁ βασιλεύς τοῖς διακόνοις: ῾Ο βασιλιάς ἔδωσε ἐντολή στούς ὑπηρέτες πού διακονοῦσαν στό τραπέζι. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ἐξηγεῖ· «Οὗτοι οὖν οἱ τιμωρητικοί ἄγγελοι εἰσίν οἱ διάκονοι, οἱ ὑπό τοῦ βασιλέως τῶν βασιλευόντων Θεοῦ προσταζόμενοι». Κατά τήν ἔσχατη ἡμέρα οἱ ἄγγελοι ἐπιτελοῦν αὐτά τά ἔργα (βλ Μθ 13,39. 41. 49· 24,31)· ἀπελαύνουν τούς ἀναξίους ἀπό τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τούς παραλαμβάνουν οἱ δαίμονες.
Δήσαντες αὐτοῦ πόδας καί χεῖρας: ῾Ο βασιλιάς πρόσταξε νά τόν δέσουν χειροπόδαρα. ῾Ο Σολομών ἔλεγε· «Σειραῖς δέ τῶν ἑαυτοῦ ἁμαρτιῶν ἕκαστος σφίγγεται» (Πρμ 5,22). ᾿Ενῶ ἐδῶ στή γῆ οἱ ἁμαρτωλοί κατόρθωσαν νά διαφύγουν τήν τιμωρία καί τή δέσμευση, ἐκεῖ παραμένουν αἰώνια δέσμιοι.
᾿Εκβάλετε εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων: ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ἐξηγεῖ· «Μή νομίσεις ὅμως ἀκούγοντας σκότος ὅτι αὐτός τιμωρεῖται μέ αὐτόν τόν τρόπο, ὁδηγούμενος δηλαδή ἁπλῶς καί μόνο σέ σκοτεινό μέρος, ἀλλ᾿ ὁδηγεῖται ἐκεῖ ὅπου εἶναι τό κλάμα καί ὁ τριγμός τῶν δοντιῶν. Αὐτό τό λέγει γιά νά δείξει τά ἀνυπόφορα βάσανα». ῞Οπως ὑπάρχει ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὑπάρχει καί ἡ ὀργή του πού ἐκδηλώνεται στήν τιμωρία αὐτῶν πού περιφρόνησαν τήν ἀγάπη του. ῾Ο προφήτης ᾿Ησαΐας βεβαιώνει· «᾿Ιδού ἰσχυρόν καί σκληρόν ὁ θυμός Κυρίου» (28,2) (βλ. Μάθ. 12ο καί 16ο).
22,14. Πολλοί γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δέ ἐκλεκτοί.
῾Ο στίχος πού κλείνει τήν παραβολή ἀπευθύνεται τόσο στόν παλαιό ὅσο καί στό νέο ᾿Ισραήλ. ῾Ο Θεός καλεῖ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅμως δέν ἀποδέχονται ὅλοι τήν πρόσκλησή του. ῾Ο Κύριος κάνοντας αὐτή τή σκληρή διαπίστωση μᾶς προτρέπει σέ ἐγρήγορση καί νήψη, ὥστε νά μήν ἔχουμε τήν τύχη αὐτοῦ πού στερήθηκε τό ἔνδυμα τοῦ γάμου, ἀλλά ν᾿ ἀγωνιστοῦμε γιά νά παραμείνουμε μεταξύ τῶν συνδαιτυμόνων τοῦ θείου συμποσίου. ῾Ο κάθε πιστός νά φροντίσει ὥστε ἀπό «κλητός ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (Ρω 1,6) νά γίνει ἐκλεκτός, νά ὁδηγηθεῖ στό «ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθη» (᾿Εφ 4,1). Μεγάλη ἡ τιμή πού μᾶς ἔκαμε ὁ Θεός νά μᾶς καλέσει στούς γάμους τοῦ Υἱοῦ του, στή μακαριότητα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, στά ἀνέκφραστα ἀγαθά τοῦ Παραδείσου. ῎Ας μείνουμε πιστοί μέχρι τέλους γιά νά «εἰσέλθωμεν σύν αὐτῷ εἰς τούς γάμους», ὅπως λέγει καί τό τροπάριο τῆς Μ. ῾Εβδομάδος.
῾Ο ἀείμνηστος π. Κ. Καλλίνικος γιά νά μᾶς δείξει ὅτι πολλοί καλοῦνται νά εἰσέλθουν στή βασιλεία, ἀλλά λίγοι γίνονται ὁριστικά δεκτοί σ᾿ αὐτήν, ἀναφέρεται στήν ἱστορία τοῦ ᾿Ισραήλ καί λέει· «᾿Εξέρχονται ἐκ τῆς ψυχωλετείρας Αἰγύπτου χιλιάδες μετά τοῦ Μωϋσέως, ἀλλ᾿ ἐλάχιστοι εἰσέρχονται εἰς τήν γῆν Χαναάν. ᾿Αθροίζονται περί τόν Γεδεών 32 χιλιάδες ὁπλιτῶν, ἀλλ ἐξ αὐτῶν, μετά διπλοῦν κοσκίνισμα, μόνον 300 ἀπομένουν, οἵτινες καί νικηταί ἀποδεικνύονται...Οὕτω τό ἁλώνιον διαρκῶς λικμίζεται, τά σαπρά ὀψάρια χωρίζονται ἀπό τά καλά καί δι᾿ αὐστηρᾶς διαλογῆς μόνον οἱ ἄριστοι ἐκ τῶν κληθέντων προβιβάζονται εἰς τούς ἐκλεκτούς Κυρίου. Γλυκεῖα ὑπέρ μέλι ἡ ἀγάπη τοῦ ᾿Αρνίου, ἀλλά φοβερόν ὡς φλογίνη ρομφαία τό πτυάριον τῆς δικαιοκρισίας Του».
Στεργίου Σάκκου
Εὐαγγελικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)