῾Η θεραπεία τῆς συγκύπτουσας
Μόνον ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ ἐξιστορεῖται ἡ θεραπεία τῆς συγκύπτουσας, ἕνα πραγματικό γεγονός, στό ὁποῖο βλέπουμε καί μία πολύ παραστατική εἰκόνα τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητος· Κυρτωμένη ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας ἡ ἀνθρωπότητα, μέ τό βλέμμα στηλωμένο μόνο στά γήινα, ἀνορθώθηκε καί ἀνέβλεψε πρός τόν οὐρανό μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου . ῾Η ᾿Εκκλησία ὅρισε αὐτή ἡ περικοπή νά διαβάζεται σταθερά κάθε χρόνο τήν τρίτη Κυριακή πρό τῶν Χριστουγέννων.
13,10. ῏Ην δὲ διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι.
Σέ ὅποια πόλη καί ἄν βρισκόταν ὁ Κύριος κατά τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου πήγαινε στήν συναγωγή καί δίδασκε (πρβλ. Λκ 4,15. 16· 6,6). ᾿Εδῶ εἶναι ἡ τελευταία φορά πρίν ἀπό τό Πάθος κατά τήν ὁποία ἀναφέρεται ὁ ᾿Ιησοῦς διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν, νά ἐπισκέπτεται καί νά διδάσκει σέ κάποια συναγωγή. ῾Η εὐαγγελική διήγηση δέν προσδιορίζει τόν τόπο. ᾿Επειδή ὅμως ἡ ὅλη συνάφεια ἀναφέρεται στήν πορεία πρός τά ᾿Ιεροσόλυμα, πρόκειται μᾶλλον γιά κάποια συναγωγή τῆς Γαλιλαίας ἤ τῆς Περαίας . Συχνά στήν ἁγία Γραφή χρησιμοποιεῖται ὁ πληθυντικός «σάββατα» γιά νά δηλώσει ἕνα μόνο Σάββατο (βλ. Λκ 4,16.31· 6,2.9· 24,1).
13,11. Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές.
Μέ συντομία ἀλλά καί ἀκρίβεια πού προσιδιάζει σέ ἕναν γιατρό, ὁ Λουκᾶς περιγράφει τήν ἀρρώστια τῆς συγκύπτουσας, τήν αἰτία καί τά συμπτώματά της.
῾Η γυναίκα δέν ἔπασχε ἁπλῶς ἀπό ἕνα συνηθισμένο νόσημα. ῾Η ἀσθένειά της προερχόταν ἀπό σατανική ἐπήρεια, ὅπως δηλώνει ἡ ἔκφραση ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας, καί ἐπιβεβαιώνει παρακάτω (στ. 16) ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. ῾Ο σατανάς, πού στάθηκε ἡ αἰτία νά χάσει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀφθαρσία του καί νά ἀποκτήσει σῶμα ὑποκείμενο στίς ἀρρώστιες καί στόν θάνατο, εὐθύνεται γιά ὅλες τίς ἀνθρώπινες δυσχέρειες, μέ τήν παραχώρηση βέβαια τοῦ Θεοῦ . Αὐτός, λοιπόν, ἐκμεταλλευόμενος ἴσως κάποιες ἁμαρτίες τῆς γυναίκας πού τήν ἀπομάκρυναν ἀπό τήν θεία χάρη, τήν ὁδήγησε σέ μία κατάσταση οἰκτρή καί δέν τήν ἄφηνε νά θεραπευθεῖ ἐπί ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, δεκοκτώ ὁλόκληρα χρόνια.
῾Η ἄρρωστη γυναίκα ἔπασχε ἀπό ἕνα εἶδος φοβερῆς κύφωσης· ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές. Τό σῶμα της ἀπό τήν μέση καί πάνω ἦταν κυρτωμένο καί καμπουριασμένο πρός τά κάτω, ἐνῶ τό κεφάλι της ἦταν συνεχῶς σκυμμένο, χωρίς νά μπορεῖ νά τό σηκώσει καθόλου πρός τά πάνω. ῏Ηταν ἀναγκασμένη, δηλαδή, νά βλέπει μόνο τήν γῆ, χωρίς νά μπορεῖ νά ἀνορθώσει τό κορμί της καί νά δεῖ τόν κόσμο γύρω της, νά ἀντικρύσει τόν οὐρανό πού ἁπλωνόταν ἐπάνω της. Κατήντησε νά μοιάζει μέ τετράποδο ζῶο παρά μέ ἄνθρωπο.
13,12. ᾿Ιδὼν δὲ αὐτὴν ὁ ᾿Ιησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου.
῾Ο ᾿Ιησοῦς συμπόνεσε τήν συγκύπτουσα. Εἶδε μέ πόση προσοχή παρακολουθοῦσε τό κήρυγμά του. ῾Η παρουσία της στήν συναγωγή, ἐξάλλου, δήλωνε τήν πίστη της, πού τόσο σκληρά δοκιμάσθηκε μέσα στήν μακροχρόνια ἀσθένειά της. Ξεπέρασε τίς πολλές της δυσκολίες καί ἔφθασε ὡς ἐκεῖ ἀποβλέποντας στήν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς της. ῾Ο Κύριος ὅμως τῆς χάρισε ἐπιπλέον καί τήν ὑγεία τοῦ σώματος.
᾿Απευθύνεται στήν ταλαιπωρημένη γυναίκα πρίν προλάβει ἡ ἴδια νά τοῦ ζητήσει κάποια βοήθεια. ῾Ως καρδιογνώστης διείσδυσε στά βάθη τῆς ὕπαρξής της, ὅπου διέκρινε τήν εἰλικρινῆ της διάθεση γιά μετάνοια καί τήν θερμή πίστη της. Γι᾿ αὐτό δέν τῆς ζητᾶ νά ὁμολογήσει τήν πίστη της, ὅπως συνήθιζε προκειμένου νά ἐπιτελέσει ἕνα σημεῖο· ἰδὼν αὐτήν, μόλις τήν εἶδε, προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ, τήν φώναξε καί τῆς εἶπε· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου, γυναίκα, εἶσαι ἐλευθερωμένη ἀπό τήν ἀσθένειά σου!
«Θεοπρεπεστάτη λίαν ἡ φωνή, ἐξουσίας γέμουσα τῆς ἀνωτάτω! νεύματι γὰρ βασιλικῷ τὴν νόσον ἐλαύνει» , θαυμάζει ὁ ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας. ᾿Απέπνεε θεϊκή μεγαλοπρέπεια ἡ φωνή τοῦ ᾿Ιησοῦ καί ἦταν ἀρκετό ἕνα νεῦμα του γιά νά διώξει τήν ἀσθένεια.
Τό ρῆμα «λύω» πού χρησιμοποιεῖ ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς εἶναι ὅρος γνωστός ἀπό τούς ἰατρούς συγγραφεῖς καί δηλώνει τήν ριζική θεραπεία μιᾶς ἀσθένειας. ᾿Ενῶ ὁ σατανᾶς κρατοῦσε δεμένη τόσα χρόνια τήν δυστυχισμένη γυναίκα, ὁ ᾿Ιησοῦς μέ τήν θεϊκή του ἐξουσία σέ μιά στιγμή λύνει τά δεσμά καί τήν ἀπελευθερώνει.
13,13. καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν.
῎Εβαλε ἐπάνω στήν ἄρρωστη γυναίκα τά χέρια του ὁ ᾿Ιησοῦς, ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας. Εἶχε, βέβαια, τήν ἰσχύ νά τήν θεραπεύσει μέ μόνο τόν παντοδύναμο θεϊκό λόγο του. Τήν ἄγγιξε, ὡστόσο, καί μέ τό χέρι του, γιά νά ἐκφράσει τήν συμπόνια του. ῾Ο λόγος του ἀπευθύνθηκε στήν ψυχή της καί τήν ἀπελευθέρωσε ἀπό τήν τυραννία τοῦ σατανᾶ· τό χέρι του ἄγγιξε τό παραμορφωμένο σῶμα της καί τό ἴσιωσε.
Στήν κίνηση αὐτή, ἐπιπλέον, βλέπει ὁ ἅγιος Κύριλλος τήν ὑποστατική ἕνωση τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ. ῏Ηταν τέλειος ἄνθρωπος, διατηροῦσε ὅμως καί τήν τέλεια θεϊκή φύση. ῾Η ἀνθρώπινη σάρκα του εἶχε ἐνδυθεῖ τήν θεϊκή δύναμη καί ἐνέργεια, πού ἦταν ἀποκλειστικά δική του, ἀφοῦ αὐτός εἶναι ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ . ῎Ετσι ἀνατρέπονται οἱ κακοδοξίες τῶν Νεστοριανῶν.
Τήν ἴδια στιγμή, παραχρῆμα, ἡ γυναίκα ἀνωρθώθη, ἀπέκτησε καί πάλι τήν ὄρθια στάση τοῦ σώματός της. Δεκαοκτώ χρόνια δέν εἶχε δυνατότητα νά δεῖ πρόσωπο ἀνθρώπου· τώρα ἰσιώνοντας τό κορμί της τό πρῶτο πού ἀντίκρυσε ἦταν τό ἱλαρό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ, τοῦ εὐεργέτη της. Αὐθόρμητα ἐδόξαζε τὸν Θεόν, ξέσπασε σέ δοξολογία πρός τόν Θεό. ῾Η ἄμεση θεραπεία δηλώνει τήν παντοδυναμία τοῦ ᾿Ιησοῦ καί ἡ αὐθόρμητη δοξολογία τῆς συγκύπτουσας τήν εὐγνωμοσύνη τῆς ψυχῆς της γιά τήν λύτρωση ἀπό τήν ἀρρώστια ἀλλά καί ἀπό τίς ἁμαρτίες της.
13,14. ᾿Αποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου.
῾Ο ἀρχισυνάγωγος, δηλαδή ὁ προϊστάμενος τῆς συναγωγῆς , πῆρε μόνος του τόν λόγο ἀγανακτῶν, γεμάτος ἀγανάκτηση. ᾿Ενοχλήθηκε δῆθεν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἐπειδή ἡ θεραπεία ἔγινε τήν ἡμέρα τοῦ σαββάτου. Στήν πραγματικότητα ὅμως τόν ἐνόχλησε τό γεγονός ὅτι ὅλοι στράφηκαν μέ θαυμασμό πρός Αὐτόν πού ἐπιτέλεσε τό σημεῖο. ᾿Αντί νά χαρεῖ γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς ἄρρωστης γυναίκας, κυριεύθηκε ἀπό τόν φθόνο, ἔγινε «βασκανίας ἀνδράποδον», δοῦλος καί δέσμιος τοῦ σατανᾶ.
῾Ωστόσο, ἐπειδή δέν τολμοῦσε ὁ ἀρχισυνάγωγος νά ἐπιτιμήσει ἄμεσα τόν φιλάνθρωπο καί παντοδύναμο ᾿Ιησοῦ, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ, ἀποδοκίμαζε ἔμμεσα τήν πράξη του ἀπευθυνόμενος στά μέλη τῆς συναγωγῆς. ῎Ηθελε νά διεγείρει τόν λαό ἐναντίον τοῦ ᾿Ιησοῦ ὡς δῆθεν παραβάτη τοῦ νόμου. Νά ἐπαναλάβει τήν συκοφαντία τῶν φαρισαίων· «οὗτος ὁ ἄνθρωπος (ὁ ᾿Ιησοῦς) οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ Σάββατον οὐ τηρεῖ» (᾿Ιω 9,16). ᾿Επικεντρώνει, λοιπόν, τήν μομφή του στήν κατάλυση τοῦ Σαββάτου. Μέ τίς στρεβλές ἑρμηνεῖες τοῦ νόμου οἱ ραββῖνοι εἶχαν περάσει στόν λαό τήν λανθασμένη ἐντύπωση ὅτι μόνο γιά ἀργία τούς δόθηκε τό Σάββατο, ἐνῶ ἡ ἀργία καθιερώθηκε γιά νά διαθέτουν ὅλο τόν χρόνο τῆς ἡμέρας στά πνευματικά.
Γιά νά κάνει μάλιστα βαρύτερη τήν ἐπίπληξη ὁ ἀρχισυνάγωγος, τήν ἐπενδύει μέ τόν λόγο τῆς Γραφῆς (βλ. ῎Εξ 20,9· Δε 5,13). Λέγει σέ τόνο αὐστηρό· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι, ὑπάρχουν ἕξι ἡμέρες κατά τίς ὁποῖες ἐπιτρέπεται ἡ ἐργασία. ᾿Εν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου, αὐτές τίς ἐργάσιμες ἡμέρες νά ἔρχεσθε καί νά θεραπεύεσθε καί ὄχι τήν ἡμέρα τοῦ σαββάτου.
Πόσο ἀδικαιολόγητη καί ἀβάσιμη εἶναι ἡ μομφή πού διατυπώνει ὁ θιγμένος ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς! Μήπως ἡ συγκύπτουσα δέν ἐρχόταν καθημερινά στήν συναγωγή; Γιατί δέν τήν θεράπευσε -ἄν μποροῦσε- ὁ ἴδιος μία ἐργάσιμη ἡμέρα, ὥστε νά προλάβει τήν... κατάλυση τοῦ Σαββάτου; ῎Επειτα σέ τί ἔφταιγαν οἱ ἄνθρωποι, στούς ὁποίους ἀπευθύνεται; Δέν ζήτησαν αὐτοί τήν θεραπεία, οὔτε κἄν γνώριζαν ὅτι ἐπρόκειτο νά συντελεσθεῖ. Οὔτε καί ἡ ἴδια ἡ ἄρρωστη γυναίκα εἶχε ἔλθει στήν συναγωγή ἀποβλέποντας στήν θεραπεία της, ἀφοῦ δέν ἐξέφρασε κἄν τέτοια ἐπιθυμία καί παράκληση.
῎Αν δέν εἶχε τυφλωθεῖ ἀπό τόν φθόνο ὁ ἀρχισυνάγωγος, θά μποροῦσε νά σκεφθεῖ ὅτι τό νά θεραπευθεῖ κάποιος δέν εἶναι ἐργασία οὔτε ἀδικεῖται ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἡ εὐσπλαγχνία Του ἐκδηλώνεται ἡμέρα Σάββατο. Εὔστοχα, ἐξάλλου, ρωτᾶ τόν ἀρχισυνάγωγο ὁ ἅγιος Κύριλλος· «Σέ ποιόν ἔδωσε ὁ Θεός τήν ἐντολή τῆς ἀργίας κατά τό Σάββατο; Στόν ἑαυτό του ἤ σέ σένα; ῎Αν τήν ἔδωσε στόν ἑαυτό του, ἄς μήν κυβερνᾶ τήν ζωή μας κατά τό Σάββατο. ῎Ας τηρηθεῖ ἀργία καί στήν πορεία τοῦ ἡλίου· νά μήν πέφτουν βροχές, νά στερέψουν οἱ πηγές, νά σταματήσει ἡ ἀκατάπαυστη ροή τῶν ποταμῶν καί τῶν ἀνέμων ἡ χρεία...» . Τελικά, ἀποδεικνύει ὁ ἅγιος ὅτι καταλυτής τοῦ Σαββάτου εἶναι ὁ ἀρχισυνάγωγος· «῞Οταν ὁ Θεός ἀναπαύει κάποιους ἀπελευθερώνοντάς τους ἀπό τήν ἀσθένεια καί σύ τούς ἐμποδίζεις, ὁλοφάνερα λύνεις τόν νόμο τοῦ Σαββάτου, διότι δέν ἀφήνεις νά ἀναπαυθοῦν κατά τό Σάββατο ἐκεῖνοι πού βρίσκονται μέσα στούς πόνους καί στά νοσήματα, ἐκεῖνοι τούς ὁποίους ἔδεσε ὁ σατανάς».
13,15-16. ᾿Απεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; ταύτην δέ, θυγατέρα ᾿Αβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;
῾Η ὑπερβολική εὐλάβεια γιά τήν τήρηση τοῦ νόμου, τήν ὁποία ἐπικαλεῖται ὁ ἀρχισυνάγωγος ὡς αἰτία τῆς διαμαρτυρίας του γιά τήν κατάλυση τοῦ Σαββάτου, εἶναι στήν πραγματικότητα μία μάσκα κάτω ἀπό τήν ὁποία μάταια προσπαθεῖ νά κρύψει τόν φθόνο καί τήν κακία του. Δέν μπορεῖ ὅμως νά ἐξαπατήσει τόν καρδιογνώστη Θεραπευτή, γιά τόν ὁποῖο σκόπιμα ὁ Λουκᾶς χρησιμοποιεῖ ἐδῶ τό ὄνομα Κύριος ἀντί τοῦ συνηθισμένου «᾿Ιησοῦς».
Τόν ἀποκαλύπτει, λοιπόν, ὁ Κύριος μέ τήν προσφώνηση ὑποκριτά καί στιγματίζει τήν ἀνειλικρινῆ συμπεριφορά του μέ τό ἐλεγκτικό ἐρώτημα· ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; ῾Η ἀπάντηση εἶναι προφανής. ᾿Ασφαλῶς, καθένας ἀπό τούς παρευρισκομένους στήν συναγωγή καί ὁ ἴδιος ὁ ἀρχισυνάγωγος λύνει τό βόδι ἤ τόν ὄνο του καί πηγαίνει νά τά ποτίσει, καταλύοντας ἔτσι τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου. ῾Ο νόμος, βέβαια, ἀπαγόρευε στούς ᾿Ιουδαίους νά δέσουν ἤ νά λύσουν ἕνα κόμπο σέ σχοινί κατά τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Δέν ἐπιτρεπόταν οὔτε νά κρατοῦν ἕνα «κεσιέρ», μιά κλωστή δεμένη σέ κόμπο, μέ τήν ὁποία σημάδευαν οἱ τελῶνες τά φορολογούμενα ἀντικείμενα. ᾿Εντούτοις, στήν πράξη, ὅταν ἐπρόκειτο γιά τήν συντήρηση τῶν οἰκιακῶν ζώων, παραβλεπόταν ὁ νόμος .
῎Ασπλαγχνος καί ἄδικος θά χαρακτηριζόταν, ἀναμφίβολα, ὅποιος ἐπί μία ὁλόκληρη ἡμέρα ἄφηνε τό ζῶο πού τόν ὑπηρετεῖ νά ὑποφέρει ἀπό τήν δίψα (πρβλ. Πρμ 12,10). ῏Ηταν ἄραγε μικρότερη ἡ ἀσπλαγχνία καί ἡ ἀδικία τοῦ ἀρχισυναγώγου, πού δέν ἐνέκρινε τήν ἀπελευθέρωση τῆς δεμένης ἀπό τήν κύφωση γυναίκας; ῾Η ἀντιπαράθεση πού ἀκολουθεῖ ἀποκαλύπτει τό μέγεθος τῆς μοχθηρίας του ἀλλά καί τῆς ἀντιθέσεώς του πρός τόν νόμο·
α) ῎Αν ἐπιτρέπεται κατά τήν ἡμέρα τοῦ σαββάτου ἡ περιποίηση τῶν ζώων, εἶναι κατακριτέα ἡ φροντίδα γιά ἕναν ἄνθρωπο;
β) Δέν ἀντιπαρατίθεται μάλιστα τό ζῶο σέ ἕναν ἄνθρωπο ἁπλῶς, δέν ὀνομάζεται ἡ γυναίκα «θυγατέρα ᾿Αδάμ», ἀλλά θυγατέρα ᾿Αβραάμ. ῾Ο χαρακτηρισμός αὐτός ἀποτελοῦσε τίτλο τιμῆς γιά τούς ᾿Ιουδαίους. Σήμαινε οὐσιαστικά «παιδί τοῦ Θεοῦ».
γ) Γιά τό πότισμα τῶν ζώων ἀπαιτοῦνταν πολύ περισσότερος κόπος. Τήν γυναίκα τήν θεράπευσε ὁ Κύριος μέ ἕνα του λόγο καί μ᾿ ἕνα ἄγγιγμα τοῦ χεριοῦ του.
δ) Οἱ ᾿Ιουδαῖοι δέν ἄφηναν τά ζῶα τους νά ὑποφέρουν δεμένα στήν φάτνη· ὁ ᾿Ιησοῦς θά ἔπρεπε νά ἀδιαφορήσει γιά τήν συγκύπτουσα θυγατέρα του, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς;
ε) Δέν θεωροῦνταν σωστό νά μείνουν διψασμένα τά ζῶα οὔτε μία ἡμέρα. ᾿Ιδού, τονίζει ὁ Κύριος, δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἡ δύστυχη γυναίκα ἦταν δεμένη ἀπό τόν σατανᾶ. ῾Ως παντογνώστης ὁ Κύριος γνώριζε τόν ἀριθμό τῶν ἐτῶν, παρότι κανείς δέν τοῦ τόν ἀνέφερε.
῾Η θεραπεία τῆς κυρτωμένης γυναίκας ὄχι μόνο δέν ἀποτελοῦσε παράπτωμα, ἀλλά ἦταν ἀπολύτως ἀναγκαία καί ἐπιβεβλημένη. Αὐτό τό νόημα ἔχει ἡ ἐρώτηση τοῦ Κυρίου· οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; ῎Οχι μόνο δέν βεβηλώθηκε τό Σάββατο ἀπό τήν ἀγαθοεργία, ἀλλά ἀντίθετα, ἁγιάσθηκε, διότι καταλύθηκε ἕνα ἔργο τοῦ διαβόλου. ῎Οφειλαν νά χαροῦν ὅλα τά μέλη τῆς συναγωγῆς. Συγγένευαν, ἐξάλλου, πολύ στενά μέ τήν γυναίκα πού θεραπεύθηκε λόγῳ τῆς κοινῆς καταγωγῆς καί πίστεως, θυγατέρα ᾿Αβραὰμ οὖσαν.
Μέ τήν ἴαση τοῦ πολυχρόνιου καί ἀνίατου νοσήματος τῆς συγκύπτουσας ὁ ᾿Ιησοῦς γιά μία ἀκόμη φορά ἀπέδειξε ὄχι μόνο τήν θεϊκή του δύναμη ἀλλά καί τήν κυριαρχία του στήν ἀργία τοῦ Σαββάτου .
13,17. Καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ.
᾿Από τήν ἀπάντηση τοῦ ᾿Ιησοῦ ὁ ὄχλος διαφωτίσθηκε, ἡ θεραπευμένη γυναίκα ἐνθαρρύνθηκε, ἐνῶ ὁ ἀρχισυνάγωγος καί ὅσοι εἶχαν τό ἴδιο φρόνημα ἐξευτελίσθηκαν.
Ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ, ἐνῶ ὁ ᾿Ιησοῦς ἀποκάλυπτε τήν πραγματικότητα, κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καταντροπιάσθηκαν ὅλοι οἱ ἀντιφρονοῦντες. ῾Η ὑποκρισία τους ἀναντίρρητα ξεσκεπάσθηκε· κατέστη ὁλοφάνερη. Δέν μποροῦν πλέον νά καλυφθοῦν. Κατάλαβαν καί οἱ ἴδιοι ὅτι εἶναι ἀναπολόγητοι γιά τήν ἐχθρότητά τους πρός τόν Κύριο, τήν ὁποία καί ὁ λαός ἀντιλήφθηκε. Γι᾿ αὐτό νιώθουν ἐξευτελισμένοι. ᾿Εντούτοις, εἶναι τόσο κυριαρχικό μέσα τους τό πάθος τοῦ φθόνου, ὥστε δέν μποροῦν νά μετανοήσουν. ῾Η ἀποκάλυψη τῆς καταστάσεώς τους τούς ταράσσει καί ἡ ταραχή αὐξάνει τό μῖσος τους ἐναντίον τοῦ Κυρίου. Παραμένουν ἀνίατα συγκύπτοντες κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου.
῾Ο ἁπλός λαός ὅμως, πᾶς ὁ ὄχλος, πού δέν συμμεριζόταν τόν φθόνο τοῦ ἀρχισυναγώγου, ἔχαιρεν, χαιρόταν ὄχι μόνο γιά τήν θεραπεία τῆς συγκύπτουσας, ἀλλά καί ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ, γιά ὅλα τά θαυμαστά σημεῖα μέ τά ὁποῖα τόν εὐεργετοῦσε ὁ ᾿Ιησοῦς. ῾Η χαρά αὐτή τοῦ λαοῦ ἐκφράζει τιμή στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου, ἐμπιστοσύνη στήν ἐξουσία του καί ἀποδοκιμασία πρός τήν συμπεριφορά τοῦ ἀρχισυναγώγου.
῾Ο καθένας ἀπό τούς παρευρισκομένους στήν συναγωγή εἰσέπραξε τήν ἀπάντηση τοῦ ᾿Ιησοῦ ἀνάλογα μέ τίς ἐσωτερικές του διαθέσεις. ῎Ετσι ἐπιβεβαιώθηκε γιά μία ἀκόμη φορά ἡ προφητεία τοῦ Συμεών· «ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῶ ᾿Ισραήλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λκ 2,34).
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Β΄, σελ. 250-258
Ἡ παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου
12,16. Εἶπε δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων· ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα.
Παραστατικός διδάσκαλος ὁ Κύριος, γιά νά καταστήσει ζωηρότερη καί εὐκρινέστερη τήν ἀλήθεια πού διατύπωσε στόν προηγούμενο στίχο διηγεῖται μία παραβολή.
Κάποιου πλούσιου ἀνθρώπου εὐφόρησεν ἡ χώρα, ἔδωσε, δηλαδή, καρπό πολύ. ῾Η λέξη χώρα ἐκτός ἀπό τήν σημασία τήν ὁποία διατηρεῖ μέχρι σήμερα, σήμαινε ἐπίσης τήν καλλιεργημένη γῆ (πρβλ. Λκ 21,21· ᾿Ιω 4,35· ᾿Ια 5,4) καί χρησιμοποιεῖται ἀντί τοῦ «ἀγρός ἤ κτῆμα». ᾿Εδῶ δηλώνει ὅτι ὅλα τά χωράφια πού καλλιεργοῦσε ὁ πλούσιος ἀπέδωσαν πλούσια σοδειά. Πλουσιοπάροχα χάρισε ὁ Θεός τήν εὐλογία του καί ἔκανε τόν πλούσιο ἀκόμη πλουσιώτερο.
«Γιατί εὐφόρησεν ἡ χώρα ἑνός ἀνθρώπου πού δέν ἐπρόκειτο νά κάνει κανένα καλό μέ τά περισσότερα κέρδη του;», ἀναρωτιέται ὁ Μ. Βασίλειος. ῾Η ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἔτσι ὁ Θεός ἔδειξε τήν δική του ἀγαθότητα30[1]. ῾Ικανοποίησε τήν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ γιά πλούτη, ὥστε νά τόν φυλάξει ἀπό ἀδικίες καί κλοπές. Τοῦ ἔδωσε ὅμως καί μία εὐκαιρία γιά ἐλεημοσύνη. ῾Ο τρόπος, βέβαια, μέ τόν ὁποῖο ὁ πλούσιος θά διαχειριζόταν τήν μεγάλη του σοδειά θά ἦταν καθοριστικός γιά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως.
12,17. καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;
῾Ο πλούσιος δέν εὐχαριστεῖ τόν Θεό γιά τήν εὐφορία τῶν χωραφιῶν του. Δέν προλαβαίνει κἄν νά χαρεῖ γιά τήν πλούσια καρποφορία. Κατακλύζεται ἀπό σκέψεις καί ἀγωνίες· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; ῾Η ἀφθονία τῶν ἀγαθῶν, ἀντί νά δώσει μία ἄνεση στόν πλούσιο, τόν φορτώνει μέ φροντίδες. Βρέθηκε σέ ἀμηχανία, διότι δέν εἶχε χώρους τόσο εὐρύχωρους, ὥστε νά χωρέσουν ὅλοι οἱ καρποί του. Στενοχώρια δέν προκαλεῖ μόνον ἡ φτώχεια μέ τήν στέρηση τῶν ἀναγκαίων ἀλλά καί ὁ πλοῦτος μέ τήν ἀφθονία τῶν περιττῶν, ὅταν ἡ λογική δέν πρυτανεύει στήν διαχείρισή τους.
«῎Εχεις ἀποθήκας τῶν πτωχῶν τάς γαστέρας, πολλά δυναμένας χωρεῖν, καί ἀκαταλύτους καί ἀφθάρτους», γράφει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος ἀπευθυνόμενος στόν ἄφρονα τῆς παραβολῆς. ῎Αν μοίραζε ἀπό τήν περίσσεια σοδειά του στούς φτωχούς, θά ἔλυνε τό πρόβλημα πού τοῦ προέκυψε, καί ἐπιπλέον, θά κέρδιζε καταθέσεις στόν οὐρανό. Διότι, ὅπως διαβάζουμε στό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν, «δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν, κατὰ δὲ τὸ δόμα αὐτοῦ ἀνταποδώσει αὐτῷ» (19,17). ῾Ο ἄνθρωπος ὅμως τῆς παραβολῆς ἤθελε νά ἀποθηκεύσει τά ἀγαθά του στόν κόσμο αὐτόν ἀπό τόν ὁποῖο κάποια στιγμή θά ἔφευγε, καί δέν σκέφθηκε νά τά ἀποθηκεύσει μέ τήν ἐλεημοσύνη στόν ἄλλο κόσμο, ὅπου ἦταν βέβαιο ὅτι κάποτε θά ἔφθανε.
12,18. Καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου.
Μετά ἀπό πολλή σκέψη ὁ πλούσιος κατέληξε σέ μία ἀπόφαση· τοῦτο ποιήσω, αὐτό θά κάνω, εἶπε. ᾿Αλλά ἡ ἀπόφασή του τόν ἔβαλε σέ καινούργιες ἔγνοιες καί σέ μεγάλες δαπάνες· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω. ᾿Αποφάσισε νά γκρεμίσει τίς ἀποθῆκες του καί νά τίς ξαναχτίσει εὐρυχωρότερες. Καί ἄν τά χωράφια του εἶχαν εὐφορία καί τήν ἑπόμενη χρονιά, θά ξαναγκρέμιζε ἄραγε τίς ἀποθῆκες του, γιά νά τίς ξαναχτίσει καινούργιες;
Τήν ἀφροσύνη τοῦ πλουσίου ὑπογραμμίζει, ἐπίσης, ἡ ἐπίμονη ἐπανάληψη τῆς κτητικῆς ἀντωνυμίας μου. Θεωρεῖ δικά του τά γενήματα, τούς καρπούς τῆς γῆς, καί τά ἀγαθά, τά ποικίλα ἄλλα ἀποθηκεύσιμα προϊόντα. Λησμονεῖ ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Στόν Δημιουργό ἀνήκει τό χῶμα τῆς γῆς, ὁ ἥλιος καί ἡ βροχή· αὐτός παρέχει τά πρῶτα σπέρματα καί τίς πρῶτες ὕλες. «Τί δὲ ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;», γράφει ἀργότερα στούς Κορινθίους ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α´ Κο 4,7).
12,19. καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου.
῾Ικανοποιημένος γιά τήν ἀπόφαση πού πῆρε ὁ πλούσιος πλανᾶται νομίζοντας ὅτι θά μπορεῖ, ὅταν πλέον γεμίσει τίς καινούργιες του ἀποθῆκες, νά πεῖ στήν ψυχή του· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά. Μέσα στό παραλήρημά του ἀδυνατεῖ νά σκεφθεῖ ὅτι ἀκόμη καί ἄν ἔχει τά ἀγαθά στίς ἀποθῆκες του, δέν ἐξουσιάζει αὐτός τά χρόνια τῆς ζωῆς του (πρβλ. ᾿Ια 4, 13-16). Ξεχνᾶ ὅτι εἶναι ἄδηλο τό τέλος του. Ξεχνᾶ, ἐπίσης, πόσο ἄστατη εἶναι ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων καί πόσοι κίνδυνοι ἀπειλοῦν τά πολλά ἀγαθά του.
Αὐτό ὅμως πού προβάλλει ἀκόμη μεγαλύτερη τήν ἀφροσύνη του εἶναι ἡ ἐντελῶς παράλογη προτροπή πρός τήν ψυχή του· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. Στήν ἄυλη ψυχή προσφέρει ὑλικά ἀγαθά, γιά νά ἀναπαυθεῖ καί νά εὐφρανθεῖ! ῾Η ψυχή, ὡστόσο, ἔχει πνευματική ὑπόσταση καί ἑπομένως ἀναζητᾶ ἄλλου εἴδους ἀπολαύσεις. ῎Εκπληκτος ὁ Μ. Βασίλειος ἀναφωνεῖ· «῎Ω τοῦ παραλογισμοῦ! ῎Αν εἶχες ψυχή χοίρου θά τῆς ταίριαζαν αὐτά τά λόγια. Τόσο κτηνώδης εἶσαι, τόσο ἄγευστος ἀπό τά ἀγαθά πού προτιμᾶ ἡ ψυχή καί τῆς προσφέρεις τροφές πού ἀνήκουν μόνο στήν σάρκα καί ὅ,τι προορίζεται γιά τόν ἀφεδρώνα αὐτά προσφέρεις στήν ψυχή;».
12,20. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;
῾Η συγκέντρωση ἀγαθῶν πού ἐξυπηρετοῦν τήν ζωή ἀποτελεῖ μία πολύ φρόνιμη καί λογική ἐνέργεια γιά τόν ἄνθρωπο καί μάλιστα γιά τόν οἰκογενειάρχη, διότι ἀπό τήν ἐργατικότητα καί τήν προνοητικότητά του ἐξαρτᾶται ἡ ζωή τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας του. Τήν ὀκνηρία καί ἀπρονοησία κανείς ποτέ δέν τήν ἐπαίνεσε. Καί ὅμως ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος φροντίζει γιά τήν ἀποταμίευση τῶν ἀγαθῶν του, προσφωνεῖται ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό ἄφρον. Δέν τόν καθιστᾶ ἄφρονα ἡ προνοητικότητα, ἀλλά ἡ προσκόλλησή του στά ὑλικά καί ἡ παντελής ἀπουσία τοῦ Θεοῦ ἀπό τά σχέδιά του.
Ἀπό τίς διάφορες κατηγορίες ἀνθρώπων πού χαρακτηρίζει ἡ ἁγία Γραφή ὡς ἄφρονες ἐπισημαίνω τρεῖς · α) τούς ἀθέους (βλ. Ψα 13,1· 52,1), β) τούς πλεονέκτες (βλ. Λκ 12,20) καί γ) ἐκείνους πού ζοῦν χωρίς τήν ἐλπίδα στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν (βλ. Α´ Κο 15,36). ῾Η ἀθεΐα, ἡ πλεονεξία καί ἡ ἀπελπισία ἀποτελοῦν τρεῖς τρέλλες, οἱ ὁποῖες συνδέονται ἄρρηκτα μεταξύ τους.
῾Υπῆρξε, πράγματι, τραγικό τό τέλος τοῦ ἄφρονος πλουσίου τῆς παραβολῆς. ῾Ο ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος διάβαζε τίς σκέψεις του καί γνώριζε ὅλα τά σχέδιά του, τοῦ ἀναγγέλλει· ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ. Τό ρῆμα «ἀπαιτῶ» ἔφερνε στήν σκέψη τῶν ἀκροατῶν τοῦ Κυρίου τούς τελῶνες καί τήν σκληρότητα μέ τήν ὁποία ἅρπαζαν τούς φόρους ἀπό τόν λαό. ᾿Από τόν προφήτη ᾿Ησαΐα οἱ τελῶνες ὀνομάζονται «οἱ ἀπαιτοῦντες» (᾿Ησ 3,12).
Μέ βιαιότητα, παρά τήν θέλησή του, οἱ δαίμονες θά ἁρπάξουν τήν ψυχή τοῦ ἄφρονος πλουσίου, ὁ ὁποῖος εἶχε τόσο προσκολληθεῖ στίς ὑλικές ἀπολαύσεις, ὥστε τοῦ ἦταν ἀδύνατο καί νά σκεφθεῖ ἀκόμη ὅτι θά ἀποσπασθεῖ κάποτε ἀπό αὐτές. ῎Αν, ἀντίθετα, ἦταν δίκαιος, μέ χαρά καί ἀγαλλίαση θά παρέδιδε τό πνεῦμα του στόν Θεό, ὁπότε κάποια ἄλλη ἀνάλογη ἔκφραση θά χρησιμοποιοῦνταν γιά τόν θάνατό του.
Τόν πόνο τοῦ πλουσίου γιά τόν βίαιο ἀποχωρισμό του ἀπό τήν ζωή καί τήν περιουσία του ἐπιτείνει τό ἐρώτημα πού τοῦ τίθεται· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; Τά ἀγαθά γιά τά ὁποῖα τόσο μόχθο κατέβαλε ὄχι μόνο δέν θά τά πάρει μαζί του, ἀλλά εἶναι ἄγνωστο ἄν θά εἶναι οἰκεῖοι του ἐκεῖνοι πού θά τά καρπωθοῦν.
12,21. Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν.
῾Ο στίχος εἶναι ὁ ἐπίλογος καί τό ἠθικό συμπέρασμα τῆς παραβολῆς. Τό ρῆμα «θησαυρίζω» σημαίνει «ἀποταμιεύω στό θησαυροφυλάκιο, ἀποθηκεύω». Θά πάθει οὕτως, ὅ,τι ἔπαθε ὁ ἄφρων πλούσιος, ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καθένας πού μαζεύει τά ἀγαθά μόνο γιά τόν ἑαυτό του. Τό κέρδος του θά εἶναι ἄγχος καί ἀγωνία, αἰφνίδιος θάνατος καί κόλαση αἰώνια.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στόν μαθητή του Τιμόθεο· «ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα. οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν» (Α´ Τι 6,8-9).
Τό εἰς Θεὸν πλουτῶν δέν σημαίνει νά μαζεύει ὁ ἄνθρωπος πλούτη γιά τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ὡς ἀνενδεής ποτέ δέν πρόκειται νά τά χρειασθεῖ. Σημαίνει νά συγκεντρώνει πλούτη πού ἀρέσουν στόν Θεό. «Κατὰ Θεὸν δὲ πλοῦτος, ἡ κτῆσις τῶν ἀρετῶν», γράφει συνοπτικά ὁ Ζιγαβηνός. ῎Αν ὁ ἄνθρωπος ἀκολουθήσει τήν συμβουλή τοῦ Ψαλμωδοῦ, «πλοῦτος ἐὰν ρέῃ, μὴ προστίθεσθε καρδίαν» (61,11), καί δέν στηρίξει τήν πεποίθησή του στά πλούτη του ἀλλά μόνο στόν Θεό, τότε, πράγματι, θεωρεῖ ὡς μέγιστο πλουτισμό του τήν κοινωνία μαζί του καί τήν ἐκτέλεση τοῦ θείου θελήματος. ῾Ο ἅγιος Θεοφύλακτος ἑρμηνεύει· «ταμεῖον γάρ μοι τῶν ἀγαθῶν ἐστιν ὁ Θεός· ἀνοίγω καὶ αἴρω τὰ χρειώδη». ῾Ως ἀσφαλέστερο ταμεῖο του διαλέγει τόν ἴδιο τόν Θεό, ἀπό τόν ὁποῖο μπορεῖ νά λαμβάνει πάντοτε ὅ,τι τοῦ εἶναι ἀναγκαῖο.
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. B΄, σελ. 206-214
῾Ο διάλογος τοῦ ᾿Ιησοῦ μέ τόν νομικό καί ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη
Στήν ἁπλῆ καί σύντομη παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη ἀποτυπώνεται μέ τρόπο ἐπαγωγικό ἡ ἄριστη νομοθεσία γιά τίς διαπροσωπικές σχέσεις, ὅπως ὑπαγορεύεται ἀπό τήν ἄπειρη ἀγάπη πού ἔδειξε σέ μᾶς ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός. Παρ᾿ ὅλο πού κατά κύριο λόγο ἡ διήγηση τῆς παραβολῆς ἀποβλέπει στό νά δείξει ποιός εἶναι ὁ πλησίον, συγχρόνως φανερώνει μέ καταπληκτική συντομία «τὴν φιλάνθρωπον οἰκονομίαν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν». ῾
Ο κοινωνικός χαρακτήρας τῆς παραβολῆς δικαιολογεῖ ἄριστα τήν καταγραφή της στό κατά Λουκᾶν, τό Εὐαγγέλιο τῆς εὐσπλαγχνίας. ᾿Αφορμή γιά τήν διήγηση τῆς παραβολῆς στάθηκαν δύο ἐρωτήσεις ἑνός «νομικοῦ», ἑνός θεολόγου δηλαδή, πού γνώριζε πολύ καλά τόν νόμο, τόν μελετοῦσε, τόν ἑρμήνευε καί τόν δίδασκε στόν λαό. Οἱ νομικοί ἤ γραμματεῖς προέρχονταν κυρίως ἀπό τήν τάξη τῶν φαρισαίων66 . ῾Ο λαός τούς εἶχε σέ ὑπόληψη καί τούς ἀποκαλοῦσε τιμητικά «ραββί», πού σημαίνει «διδάσκαλε».
῾Ο ᾿Ιησοῦς, ὅπως γνωρίζουμε, δέν ἀπέφευγε νά πλησιάζει καί τούς φαρισαίους, νά ἀπευθύνει καί σ᾿ αὐτούς τό κήρυγμά του. ῎Ετσι κατά τήν διάρκεια τῆς δημόσιας δράσεώς του συζήτησε πολλές φορές μέ νομικούς (βλ. Μθ 22,34-40· Μρ 12,28-34). ῾Ο συγκεκριμένος διάλογος καταγράφεται μόνον ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, χωρίς νά προσδιορίζεται συγκεκριμένα ὁ τόπος στόν ὁποῖο πραγματοποιήθηκε.
10,25. Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;
῾Ο ᾿Ιησοῦς μαζί μέ τούς μαθητές του πιθανόν νά βρισκόταν σέ μία συναγωγή ἤ σέ κάποιο σπίτι ὅπου δίδασκε καί ὅλοι καθισμένοι τόν ἄκουγαν. Καὶ ἰδού, ξαφνικά, νομικός τις ἀνέστη, σηκώθηκε ὄρθιος γιά νά θέσει μία ἐρώτηση στόν Κύριο. ῏Ηταν φανερό ὅτι ἤθελε νά πειράξει τόν ᾿Ιησοῦ καί μάλιστα νά τόν ἐξευτελίσει, ὅπως δηλώνει ἡ μετοχή ἐκπειράζων· ἡ πρόθεση «ἐκ» ἐπιτείνει τήν ἔννοια τοῦ «πειράζω». Κινούμενος ἴσως ἀπό ὑπεροπτική διάθεση ἤ φθόνο αὐτός ὁ διδάσκαλος καί ἑρμηνευτής τοῦ νόμου θέλησε μέ τήν ἐρώτησή του νά στήσει παγίδα στόν ᾿Ιησοῦ. Νά τόν δοκιμάσει ἄν μποροῦσε νά ἀπαντήσει ἤ νά τόν φέρει σέ δύσκολη θέση ἀποκαλύπτοντας, ὅπως ἐκεῖνος νόμιζε, ἀσυμφωνία μεταξύ τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου καί τοῦ νόμου. Προσπαθώντας, βέβαια, νά ἀποκρύψει τήν πονηρή του πρόθεση ὁ νομικός προσφωνεῖ τόν ᾿Ιησοῦ διδάσκαλε, προσποιούμενος ὅτι τόν σέβεται καί τόν τιμᾶ. ῾Ο ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας ἀπευθύνεται στόν νομικό μέ τά ἑξῆς· «Τόν ἀποκαλεῖς διδάσκαλο, ἐνῶ δέν ἀνέχεσαι νά μαθητεύεις. ῾Υποκρίνεσαι ὅτι τόν τιμᾶς, ἐνῶ περιμένεις νά τόν ἐξαπατήσεις».
Τό ἐρώτημα τοῦ νομικοῦ τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον (πρβλ. Δα 12,2) κληρονομήσω; ἀφοροῦσε σέ ἕνα σοβαρό θέμα, ἐξαιρετικά ἐνδιαφέρον γιά τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης (πρβλ. τό ἐρώτημα τοῦ πλουσίου νεανίσκου, Μθ 19,16· Μρ 10, 17· Λκ 18,18)69 , ἀλλά καί κάθε ἐποχῆς. Στήν Παλαιά Διαθήκη μέ τό ρῆμα «κληρονομῶ» οἱ ῾Εβδομήκοντα δηλώνουν τήν κατάκτηση τῆς Χαναάν ἀπό τούς ᾿Ισραηλίτες (᾿Αρ 18,20· Δε 4,22. 26· ᾿Ιη 1, 15 κ.ἄ.), ἀλλά καί τήν κατάκτηση τῶν ἀγαθῶν τῆς βασιλείας τοῦ Μεσσία (Ψα 24,13· 36,9. 11. 34· ᾿Ησ 54,17· 60,21 κ.ἀ.). Καί οἱ δύο χρήσεις τῆς λέξεως βασίζονται στήν ἀρχική ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ πρός τόν ᾿Αβραάμ (βλ. Γέ 15,7· 22,17), τήν ὁποία παρελάμβαναν οἱ ἀπόγονοί του διά μέσου τῶν αἰώνων.
10,26. ῾Ο δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; Πῶς ἀναγινώσκεις;
Στό πονηρό ἐρώτημα τοῦ νομικοῦ δέν ἀπαντᾶ εὐθέως ὁ Κύριος. Θέτει καί αὐτός μία ἐρώτηση κατά τήν συνήθειά του (πρβλ. Μθ 22,15-22· Μρ 12,13-17), μεταθέτοντας τόν ἐπίδοξο νομικό ἀπό τήν θέση τοῦ διδασκάλου πού ἐξετάζει στήν θέση τοῦ μαθητῆ πού ἐξετάζεται. Τόν παραπέμπει στό ἀντικείμενο τῆς σπουδῆς του, μήπως καί διαπιστώσει τήν ἀνεπάρκειά του. Παρ᾿ ὅτι ὡς καρδιογνώστης γνωρίζει τήν δολιότητα τοῦ νομικοῦ, προσπαθεῖ μέ ἠπιότητα καί καλωσύνη νά τόν ὁδηγήσει στήν αὐτογνωσία καί τήν ταπείνωση. Τόν ρωτᾶ· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; Πῶς ἀναγινώσκεις; Τί γράφει στόν νόμο καί πῶς τό καταλαβαίνεις; Εἶναι σάν νά τοῦ λέγει· «ἐσύ ὡς νομικός πρέπει νά γνωρίζεις ὅτι γιά τό ἐρώτημα αὐτό ὑπάρχει σαφής ἀπάντηση στόν νόμο τόν ὁποῖο μελετᾶς καί διδάσκεις». ῾Ο ἴδιος ὁ νόμος τόν ὁποῖο ὁ νομικός ἤθελε δῆθεν νά ὑπερασπίσει, αὐτός θά τόν καταδικάσει.
10,27. ῾Ο δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν.
῾Η ἀπάντηση τοῦ νομικοῦ περιέχει δύο ἐντολές. ῾Η πρώτη παραγγέλλει τήν ὁλόψυχη ἀγάπη πρός τόν Θεό· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου. Στήν βιβλική ἀνθρωπολογία ἡ «καρδία» συνήθως ταυτίζεται μέ τόν νοῦ. ᾿Εδῶ ὅμως σημαίνει τόν ὅλο ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου. ῾Η ἀγάπη ἐξ ὅλης τῆς καρδίας ἀναλύεται στά τρία ἑπόμενα· ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, μέ ὅλο τό συναίσθημα, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος, μέ ὅλη τήν βούληση, καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, καί μέ ὅλη τήν διάνοια (βλ. Δε 6,5).
Μιά τέτοια ἀγάπη ἔχει τήν δύναμη, ὅπως καταθέτει ὁ ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας, νά ἐκδιώκει ἀπό τήν καρδιά τήν ἀγάπη γιά ὁτιδήποτε ἄλλο, χρῆμα, ἡδονή, δόξα καί νά τήν ἑνώνει μέ τόν Χριστό. Αὐτή τήν ἐντολή τήν ἐπαναλάμβαναν καθημερινά οἱ ᾿Ιουδαῖοι καθώς δύο φορές τήν ἡμέρα, πρωί καί βράδυ, ἀπήγγελλαν τήν προσευχή-ὁμολογία πίστεως, πού ὀνομαζόταν «Σιέμα», δηλαδή «ἄκουε» ἀπό τήν πρώτη λέξη τῆς περικοπῆς.
῾Η δεύτερη ἐντολή πού ἀναφέρει ὁ νομικός παραγγέλλει τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο (βλ. Λε 19,18). Οἱ δύο αὐτές ἐντολές ἀντιστοιχοῦν στίς δύο πλάκες τοῦ νόμου, καί συνοψίζουν ὅλα τά παραγγέλματα πού ἀναφέρονται στίς σχέσεις μέ τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο (πρβλ. Ρω 13,10· Γα 5,14). Οἱ ᾿Ιουδαῖοι τίς εἶχαν γραμμένες στά φυλακτήρια, εἰδικά κουτάκια ἀπό δέρμα (μικρά πουγκιά), πού τά ἔδεναν μέ ταινίες στό μέτωπο καί στό ἀριστερό χέρι τους.
10,28. Εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ.
῾Ο ᾿Ιησοῦς ἐπιδοκιμάζει τήν ἀπάντηση τοῦ νομικοῦ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης, σωστά ἀπάντησες, τοῦ λέει, καί τόν παροτρύνει νά τηρεῖ τίς ἐντολές αὐτές συνεχῶς· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ, αὐτό νά κάνεις καί θά ζήσεις, θά κληρονομήσεις τήν αἰώνια ζωή. ᾿Αξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Κύριος δέν χρησιμοποιεῖ ἀόριστο χρόνο, ὅπως ὁ νομικός, δέν λέει «ποιήσας» (στ. 25). Λέει ποίει, χρησιμοποιεῖ δηλαδή ἐνεστώτα, πού δηλώνει διάρκεια.
Παρά τίς πιθανόν ἀντίθετες προσδοκίες τοῦ νομικοῦ, ὁ Κύριος ὡς καλός ᾿Ιουδαῖος συμφώνησε ὅτι οἱ ὅροι γιά τήν κατάκτηση τῆς αἰωνιότητος ἐμπεριέχονται στόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί, ἐπιπλέον, ἐπισήμανε τό χρέος τοῦ πιστοῦ νά ἐφαρμόζει ὅσα ὁ νόμος λέει. ᾿Ενῶ ἀπαντᾶ στόν νομικό δείχνει σέ ὅλους τήν τέλεια πορεία τῆς οὐράνιας ζωῆς, πού συνδυάζει γνώση καί πράξη.
10,29. ῾Ο δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;
῾Ο δέ, ὁ νομικός, παγιδεύτηκε στήν παγίδα πού εἶχε στήσει. ῎Εδωσε μόνος του τήν ἀπάντηση στό ἐρώτημα πού εἶχε θέσει. ᾿Απέδειξε ὅτι αὐτή ἦταν πολύ ἁπλῆ καί ὁ ἴδιος γνώριζε πολύ καλά τί πρέπει νά κάνει γιά νά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή, ἑπομένως δέν ἦταν δικαιολογημένο οὔτε καλοπροαίρετο τό ἐρώτημά του. Θέλων, λοιπόν, δικαιοῦν ἑαυτόν, θέλοντας νά δικαιώσει τόν ἑαυτό του, νά περισώσει τήν ἐξευτελισμένη ἀπό τόν ἴδιο ἀξιοπρέπειά του, κάνει μία πρόσθετη ἐρώτηση· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; Προσποιεῖται ὅτι σκοπός του ἦταν νά μάθει τήν ἀκριβέστερη ἑρμηνεία τῶν χωρίων πού προανέφερε.
Τό ζήτημα αὐτό ἀπασχολοῦσε τότε σοβαρά τούς ᾿Ιουδαίους, πού εἶχαν διασπαρεῖ ἀνάμεσα στά ἔθνη ἀλλά καί στήν ἴδια τήν πατρίδα τους συμβίωναν ἀναγκαστικά μέ τούς εἰδωλολάτρες κατακτητές. Εἶχαν δημιουργηθεῖ προβλήματα σχετικά μέ τήν ἑρμηνεία καί τήν ἐφαρμογή τοῦ νόμου στά νέα κοινωνικά καί πολιτισμικά δεδομένα (πρβλ. Μθ 5,43). ῾Η ἔννοια τοῦ πλησίον εἶχε διαστρεβλωθεῖ. Οἱ ραββῖνοι δίδασκαν ὅτι στούς πλησίον περιλαμβάνονται μόνον οἱ ὁμοεθνεῖς καί ὁμόθρησκοι. Κάθε μή ᾿Ιουδαῖος δέν ἦταν πλησίον. ῎Ετσι, ἄν π.χ. ἕνας ᾿Ισραηλίτης σκότωνε ἐθνικό, δέν ἔπρεπε νά καταδικασθεῖ σέ θάνατο. ᾿Επιπλέον οἱ φαρισαῖοι δέν θεωροῦσαν πλησίον οὔτε τόν φτωχό καί ἀγράμματο λαό, πού περιφρονητικά τόν ἀποκαλοῦσαν «ἄμ χαάρετς», λαό τῆς γῆς.
10,30. ῾Υπολαβὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ ᾿Ιερουσαλὴμ εἰς ᾿Ιεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα.
Πῆρε τόν λόγο ὁ ᾿Ιησοῦς καί ἀπάντησε στήν δεύτερη ἐρώτηση τοῦ νομικοῦ μέ μία παραβολή. Δέν ἀναπτύσσει ἐπιχειρήματα ὁ Κύριος. Μέ τό παράδειγμα πού διηγεῖται βοηθᾶ τόν συνομιλητή του νά φθάσει μόνος του στό σωστό συμπέρασμα, ὥστε νά μήν μπορεῖ νά τό ἀμφισβητήσει στήν συνέχεια. ῾Η ἀπάντηση στό μεγάλο νομικοθεολογικό ζήτημα πού ἔθεσε ὁ νομικός εἶναι γραμμένη σέ κάθε ἁπλῆ καρδιά, ἀρκεῖ νά ἔχει κανείς τήν καλή διάθεση νά τήν δεχθεῖ.
῞Οποιος πράγματι ἀγαπᾶ τόν Θεό ὀφείλει νά ἀγκαλιάζει μέ τήν ἀγάπη του ὅλους ἀνεξαιρέτως καί ἀδιακρίτως. Γι᾿ αὐτό ὡς πρωταγωνιστής τῆς παραβολῆς ἀναφέρεται ἄνθρωπός τις. ῎Αν καί οἱ ἀκροατές δύσκολα θά ἀπεύφευγαν τήν σκέψη ὅτι πρόκειται γιά κάποιον ᾿Ιουδαῖο, δέν προσδιορίζεται ἄν πρόκειται γιά ᾿Ιουδαῖο, Σαμαρείτη ἤ ἐθνικό, δίκαιο ἤ ἄδικο. Αὐτό πού ἔχει σημασία γιά τήν διήγηση εἶναι ὅτι πρόκειται γιά κάποιον ἄνθρωπο, τόν ὁποιοδήποτε. ῾Ο ἄνθρωπος κατέβαινεν ἀπὸ ᾿Ιερουσαλὴμ εἰς ᾿Ιεριχώ. ῾Η πόλη ᾿Ιεριχώ ὑπάρχει καί σήμερα βορειοανατολικά τῆς ᾿Ιερουσαλήμ, ἀπό τήν ὁποία ἀπέχει 150 περίπου στάδια, σχεδόν 30 χιλιόμετρα. Τό ὑψόμετρό της εἶναι περίπου 1.000 μέτρα χαμηλότερα ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ78 , γι᾿ αὐτό χρησιμοποιεῖται τό ρῆμα «καταβαίνειν» γιά τήν μετάβαση ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ στήν ᾿Ιεριχώ καί γιά τήν ἀντίστροφη πορεία τό «ἀναβαίνειν» (βλ. Μθ 20,17· Μρ 10,32. 33· Λκ 18,31).
῾Ο δρόμος μεταξύ τῶν δύο πόλεων σέ μῆκος ἀρκετῶν χιλιομέτρων ἦταν ἔρημος, δύσβατος καί γι᾿ αὐτό ἐπικίνδυνος. ᾿Εκεῖ ἔβρισκαν κρησφύγετο πολλοί ληστές. ῾Υπάρχουν ἱστορικές μαρτυρίες ὅτι κατά τόν 1ο αἰ. μ.Χ. ὁ δρόμος αὐτός ἦταν ἔρημος καί πετρώδης, ἐνῶ κατά τόν 4ο αἰ. μ.Χ., κατέκλυζαν τήν περιοχή Βεδουΐνοι καί ληστές. ᾿Αλλά καί στά νεώτερα χρόνια μαρτυρεῖται δράση τῶν ληστῶν στήν περιοχή μεταξύ ᾿Ιερουσαλήμ καί ᾿Ιεριχώ81 . Εἶναι πιθανόν ὅτι ὁ Κύριος βρισκόταν στόν δρόμο αὐτό, ὅταν διηγήθηκε τήν παραβολή, διότι ἀμέσως μετά ἐξιστορεῖται ἡ ἐπίσκεψή του στήν Βηθανία (βλ. στ. 38-42), ἡ ὁποία τοποθετεῖται πάνω σ᾿ αὐτόν τόν δρόμο.
῾Ο ἄνθρωπος πού πήγαινε ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ στήν ᾿Ιεριχώ λῃσταῖς περιέπεσεν, περικυκλώθηκε ἀπό ληστές πού εἶχαν στήσει ἐκεῖ καρτέρι. Αὐτοί ἐκδύσαντες αὐτόν, στήν προσπάθειά τους νά τόν ληστέψουν τόν ἔγδυσαν, καί ἐπειδή προφανῶς ἐκεῖνος ἀντιστεκόταν πληγὰς ἐπιθέντες, τόν τραυμάτισαν. Κατόπιν ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα, ἔφυγαν ἐγκαταλείποντάς τον μισοπεθαμένο.
10,31. Κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν.
Κατά σύμπτωση, κατὰ συγκυρίαν, περνοῦσε ἀπό τό σημεῖο ἐκεῖνο τοῦ δρόμου ἱερεύς τις, ὁ ὁποῖος ἐρχόταν ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ, ὅπου πιθανόν εἶχε τελέσει τά ἱερατικά του καθήκοντα, καί ἐπέστρεφε στόν τόπο τῆς κατοικίας του. ῾Ως ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ ἦταν γνώστης τοῦ νόμου. Γνώριζε ἀσφαλῶς ὅτι εἶχε καθῆκον νά μή προσπεράσει ἀδιάφορος οὔτε τό ταλαιπωρούμενο ὑποζύγιο τοῦ ἐχθροῦ του (βλ. ῎Εξ 23,5), πολύ περισσότερο νά εἶναι εὔσπλαγχνος πρός ἕναν ἐμπερίστατο ἄνθρωπο. ῾
Ὡστόσο ὁ ἱερέας εἶδε τόν τραυματισμένο ὁδοιπόρο καί ἀντιπαρῆλθεν, τόν προσπέρασε καί κατευθύνθηκε στήν ἀπέναντι πλευρά τοῦ δρόμου.
10,32. ῾Ομοίως δὲ καὶ λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε.
῞Ομοια συμπεριφορά ἔδειξε καί κάποιος λευΐτης, ἀπόγονος τοῦ Λευΐ, ὁ ὁποῖος πέρασε ἀπό τόν ἴδιο τόπο. Τούς λευΐτες εἶχε ἐπιλέξει ὁ Θεός γιά νά τόν ὑπηρετοῦν ἀντί τῶν πρωτοτόκων υἱῶν τοῦ ᾿Ισραήλ (βλ. ᾿Αρ 3,12). ᾿Από αὐτούς ἡ γενιά τοῦ ᾿Ααρών ἀποτέλεσε τήν ἱερατική τάξη, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι βοηθοῦσαν τούς ἱερεῖς στά ἔργα τους. Οἱ λευΐτες ἦταν οἱ πυλωροί, ψαλμωδοί καί γραφεῖς τοῦ ναοῦ. ῾Η φυλή τοῦ Λευΐ δέν πῆρε δικό της μερίδιο κατά τήν ἐγκατάσταση τῶν ᾿Ισραηλιτῶν στήν Παλαιστίνη. ῎Ετσι οἱ λευΐτες κατοικοῦσαν ἀνάμεσα στίς ἄλλες φυλές κατάσπαρτοι σέ διάφορες πόλεις (βλ. ᾿Ιη 21,3). ᾿Από τίς πόλεις αὐτές μετέβαιναν στόν ναό τοῦ Σολομῶντος γιά νά ἐπιτελέσουν τήν ὑπηρεσία τους κατά τό καθιερωμένο πρόγραμμα.
῾Ο ἱερέας εἶχε δεῖ ἀπό μακριά τόν πληγωμένο καί ἔφυγε. ῾Ο λευΐτης ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε, πλησίασε, εἶδε ἀπό κοντά τήν ἄθλια κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, καί ὡστόσο τόν προσπέρασε ἀδιάφορα.
᾿Επείγονταν, ἄραγε, οἱ δύο αὐτοί ἄνδρες γιά τήν ἐκτέλεση κάποιου θρησκευτικοῦ καθήκοντος; Φαίνεται ἀπίθανο, διότι ἐπέστρεφαν ἀπό τά ᾿Ιεροσόλυμα, ὅπου θά εἶχαν ἐπιτελέσει τά καθήκοντά τους. ῾Υπέθεσαν ὅτι εἶχαν μπροστά τους ἕναν νεκρό καί ἔπρεπε νά τηρήσουν τήν διάταξη τοῦ Λευϊτικοῦ πού ἀπαγόρευε στούς ἱερεῖς τήν ἐπαφή μέ νεκρό (βλ. Λε 21,1); Αὐτό, βέβαια, δέν ἀφοροῦσε στόν λευΐτη, ἐφόσον ἀπό κοντά διαπίστωσε τήν κατάσταση τοῦ δύστυχου ἄνδρα.
Τό πιθανότερο εἶναι ὅτι φοβήθηκαν μήπως ὑποστοῦν τήν ἴδια μ᾿ ἐκεῖνον συμφορά, μήπως ἐπιτεθοῦν καί σ᾿ αὐτούς οἱ ληστές ἤ ἐνοχοποιηθοῦν οἱ ἴδιοι. ᾿Εξάλλου, ἡ ἔλλειψη θεατῶν στήν ἐρημιά, ὅπου βρισκόταν ὁ πληγωμένος ἄνθρωπος ἦταν ἀνασταλτικός παράγοντας γιά τούς δύο περαστικούς. Γιατί νά ταλαιπωρηθοῦν κάνοντας μία ἀγαθοεργία, ἀφοῦ δέν θά τούς ἔβλεπε κανείς, ὥστε νά τούς ἐπαινέσει;
Φαίνεται ὅτι ὁ ἱερέας ἀπομακρύνθηκε ἀμέσως ὑπακούοντας αὐθόρμητα στήν κυριαρχική ἐπιταγή τῆς φιλαυτίας καί ἰδιοτέλειάς του, ἐνῶ ὁ λευΐτης πρόλαβε νά κάνει κάποιους συλλογισμούς· ὑπολόγισε ὅτι ἦταν ἀκριβό τό τίμημα τῆς ἀγάπης σ᾿ ἐκείνη τήν περίσταση καί βιάστηκε νά φύγει, ὅπως τοῦ ὑπαγόρευε ἡ φυγοπονία του. ῾Η ἀδιαφορία τῶν δύο περαστικῶν ὄχι μόνο παρέτεινε χρονικά τήν ὀδύνη τοῦ δύστυχου ταξιδιώτη, ἀλλά καί ποιοτικά τήν ὄξυνε, καθώς τοῦ πρόσθεσε τόν πόνο τῆς ἐγκατάλειψης καί τῆς ἀπελπισίας.
Αὐτοί πού θεωροῦνταν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ἀποδείχθηκαν ἀσυγκίνητοι στόν ἀνθρώπινο πόνο, ἀπάνθρωποι. Προφανῶς φρόντιζαν μόνο γιά τήν ἐξωτερική τους ἱεροπρέπεια καί τήν τυπική τήρηση τῶν θρησκευτικῶν τους καθηκόντων, ἐνῶ ἀδιαφοροῦσαν γιά τήν ἐσωτερική εὐσέβεια, γιά τήν εὐσπλαγχνία πού εὐαρεστοῦσε τόν Θεό, ἀλλά ἀπαιτοῦσε τήν θυσία τῆς φιλαυτίας τους.
Δέν εἶναι, λοιπόν, καθόλου ἀπίθανο ὅτι κανείς ἀπό τούς δύο δέν θά ἔνιωσε ἴχνος ἐνοχῆς γιά τήν σκληρή συμπεριφορά του. Δέν εἶχαν κάνει κανένα κακό, δέν παρέβησαν κάποια ἐντολή, ἀφοῦ δέν κακοποίησαν αὐτοί τόν ἄνθρωπο· ἁπλῶς δέν μπόρεσαν νά τόν βοηθήσουν. ᾿Εξάλλου εἶχαν κάθε δικαίωμα νά διασφαλίσουν τήν ζωή καί τήν περιουσία τους.
10,33. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη.
῾Ωστόσο, κάποιος Σαμαρείτης, ἀδυσώπητος ἐχθρός τῶν ᾿Ιουδαίων (βλ. σχόλια στό 9,53), συγκινήθηκε ἀπό τό δράμα τοῦ κακοποιημένου ἀνθρώπου. ῾Οδεύων, ὁδοιπόρος καί αὐτός -δέν φαίνεται νά «κατέβαινε» ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ-, ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, ἔφθασε κοντά στόν τραυματισμένο καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη. ῾Ο Σαμαρείτης δέν ἔμεινε ἀδιάφορος, συμπόνεσε τόν πονεμένο. ῾Η αὐθόρμητη καί ἄμεση ἀνταπόκρισή του καθιστᾶ πιό σαφῆ καί ἔντονη τήν ἀσπλαγχνία τῶν προηγουμένων.
10,34-35. καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ. Καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι.
Δέν ἀρκέσθηκε σέ μία ἐπιπόλαια, θεωρητική συμπόνια ὁ Σαμαρείτης, ἀλλά προχώρησε στήν πράξη· ἀπό τήν εὐσπλαγχνία πέρασε στήν φιλανθρωπία. Προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ, πλησίασε καί σχίζοντας ἴσως ἕνα μέρος ἀπό τά ροῦχα του, τό ἔκανε ἐπιδέσμους, μέ τούς ὁποίους ἔδεσε τά τραύματα τοῦ πληγωμένου, ἀφοῦ πρῶτα ἔχυσε πάνω στίς πληγές ἔλαιον καὶ οἶνον. Λάδι καί κρασί καθώς καί ψωμί, τά βασικά εἴδη διατροφῆς, κουβαλοῦσε συνήθως μαζί του κάθε ταξιδιώτης.
῞Οπως μᾶς πληροφοροῦν μαρτυρίες ἀρχαίων συγγραφέων, ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων οἱ ἄνθρωποι χρησιμοποιοῦσαν γιά τήν θεραπεία τῶν πληγῶν τό λάδι ὡς μαλακτικό καί τό κρασί ὡς ἀντισηπτικό. Γιά μία ἀκόμη φορά θαυμάζουμε τήν ἐπιμονή τοῦ γιατροῦ Λουκᾶ στήν καταγραφή τῶν ἰατρικῶν λεπτομερειῶν.
῎Επειτα ὁ Σαμαρείτης ἐπιβιβάσας αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος, καταβάλλοντας ἀσφαλῶς ἰδιαίτερο κόπο, ἀνέβασε τόν συνάνθρωπο στό ζῶο πού μετέφερε τόν ἴδιο. Θυσίασε ὄχι μόνο τόν χρόνο ἀλλά καί τήν προσωπική του ἄνεση. Πεζοπορώντας αὐτός καί ὑποβαστάζοντας τόν τραυματισμένο, ἔφθασαν εἰς πανδοχεῖον, σ᾿ ἕνα ἀπό τά χάνια τῆς ἐποχῆς, ὅπου μποροῦσαν νά διανυκτερεύουν οἱ ταξιδιῶτες. Διέκοψε τό ταξίδι γιά νά διανυκτερεύσει καί ὁ ἴδιος στό πανδοχεῖο, ὅπου ἐπεμελήθη αὐτοῦ, τοῦ πρόσφερε τίς ἀναγκαῖες περιποιήσεις καί φροντίδες.
Κατά τήν ἀναχώρησή του ἐπὶ τὴν αὔριον, τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ἔβγαλε ἀπό τό βαλλάντιό του καί ἔδωσε στόν πανδοχέα δύο δηνάρια, ποσό ἴσο μέ δύο ἡμερομίσθια ἑνός ἀνειδίκευτου ἐργάτη (πρβλ. Μθ 20,2). Τόν παρακάλεσε νά φροντίσει τόν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο καί τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά ἐπιστρέψει καί θά τοῦ πληρώσει κάθε ἐπιπλέον δαπάνη.
῾Η εὐγένεια καί ἡ διακριτικότητα, ἡ ἀνιδιοτελής καί στοργική ἀγάπη, ἡ γενναιοδωρία σέ ἕναν ἄνθρωπο ἄγνωστο, ἀλλοεθνῆ καί μάλιστα ἐχθρό, ἀναμφίβολα, ἀνεβάζει τήν εὐεργεσία τοῦ Σαμαρείτη σέ πολύ ὑψηλό ἐπίπεδο.
10,36. Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς;
Μετά ἀπό τήν διήγηση τῆς παραβολῆς θά περίμενε κανείς νά ρωτήσει ὁ Κύριος τόν νομικό «ποιός, λοιπόν, εἶναι ὁ πλησίον;», γιά νά πάρει τήν ἀπάντηση «ὁ ἄνθρωπος πού ἔπεσε στήν ἐνέδρα τῶν ληστῶν». ῾Ο Κύριος ὅμως ἀντιστρέφοντας τήν ἐρώτηση τοῦ νομικοῦ δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης (ποιός πρέπει νά θεωρεῖται πλησίον) ἀλλά γιά τό ὑποκείμενό της· ρωτᾶ ποιός ἀπέδειξε τόν ἑαυτό του «πλησίον» τοῦ κακοποιημένου ἀνθρώπου, τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς. ᾿Απαιτεῖ μάλιστα νά γίνει ἡ διάκριση μεταξύ τούτων τῶν τριῶν, ἀνάμεσα στά τρία πρόσωπα στά ὁποῖα δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά ἀσκήσουν τό καθῆκον τους ὡς «πλησίον».
10,37. ῾Ο δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
῾Ο νομικός δέν ἔχει περιθώρια ἐπιλογῆς· ἡ ἀπάντηση σαφέστατη βγαίνει ἀβίαστα ἀπό τήν διήγηση. Εἶναι ἀναγκασμένος νά ὁμολογήσει ὅτι ὁ ἀνεπιθύμητος καί μισητός γι᾿ αὐτόν Σαμαρείτης ξεπέρασε τούς δύο ᾿Ιουδαίους, ἱερέα καί λευΐτη, ἀποδείχθηκε πλησίον, εὐαρέστησε τόν Θεό. Προκειμένου ὅμως νά ἀποφύγει τό ἀπεχθές γι᾿ αὐτόν ὄνομα τοῦ Σαμαρείτη, τό ἀντικαθιστᾶ μέ τήν πράξη του. Περιορίζεται νά πεῖ· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. ῾Η ἔκφραση αὐτή ἀποτελεῖ ἑβραϊσμό καί σημαίνει «αὐτός πού ἔκανε πράξη τήν εὐσπλαγχνία».
῾Ο ὑπερόπτης καί δοκησίσοφος νομικός ταπεινώνεται. Σάν νά ἦταν ἕνας ἄπειρος μαθητής ἀκούει τήν προτροπή μέ τήν ὁποία κλείνει τήν συζήτηση ὁ Κύριος· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως. Προβάλλει τό παράδειγμα τοῦ σπλαγχνικοῦ εὐεργέτη ὡς πηγή ἐμπνεύσεως καί πρότυπο πρός μίμηση. ῎Εναντι τῆς ἁρπακτικῆς ἰδιοτέλειας τῶν ληστῶν, πού ἀδίστακτα λήστεψαν καί κακοποίησαν τόν συνάνθρωπό τους, ἀλλά καί ἔναντι τῆς ἀπάνθρωπης ἀδιαφορίας τῶν δύο ἀνδρῶν, πού τόν ἄφησαν ἀβοήθητο, ἡ αὐτοθυσία τοῦ Σαμαρείτη προβάλλει τήν στάση ζωῆς ἡ ὁποία διέπεται ἀπό τήν ἔμπρακτη ἀγάπη. Εἶναι ἡ οὐσιαστική ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο (πρβλ. ᾿Ια 2,15-16· Α´ ᾿Ιω 3,18), ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνει καί ἐγγυᾶται τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό (πρβλ. Α´ ᾿Ιω 4,12.16).
᾿Αξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Κύριος δέν λέει «ποίησον», ἀλλά ποίει ὁμοίως. ῾Η πράξη τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη ἀποτελεῖ πρότυπο γιά συνεχῆ καί ἀδιάκοπη, ἰσόβια μίμηση. Δέν ἐπαναλαμβάνει ἐπίσης τό «καὶ ζήσῃ» τοῦ στ. 28, διότι προϋπόθεση τῆς αἰώνιας ζωῆς εἶναι ἡ ἀγάπη ὄχι μόνο πρός τόν συνάνθρωπο, ἀλλά καί πρός τόν Θεό καί ἡ παραβολή ἀναφέρθηκε μόνο στήν πρώτη. Στό ἐρώτημα «τίς ἔστι μου πλησίον» δόθηκε σαφέστατα ἡ ἀπάντηση ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ πλησίον δέν καθορίζεται ἀπό τήν συγγένεια γένους, ἐθνότητος, φιλίας· πλησίον εἶναι κάθε ἄνθρωπος πού ἐνεργεῖ ὡς πλησίον· εἶναι καί ὁ ἐχθρός Σαμαρείτης.
* * *
Μέσα ἀπό τίς εἰκόνες καί τίς σκηνές τῆς περιπέτειας τοῦ «περιπεσόντος εἰς τούς ληστάς» ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη περιγράφει ἀνάγλυφα ὅλο τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, τήν περιπέτεια τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου καί τήν σωτηρία πού τοῦ ἐξασφάλισε ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Γιά τόν ἄνθρωπο πού ἔπεσε στήν παγίδα τῶν δαιμόνων «πλησίον» ἀποδείχθηκε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. ῏Ηλθε πολύ κοντά μας, παίρνοντας τήν ἀνθρώπινη φύση, καί ἔχυσε τό ἴδιο του τό αἷμα πάνω στίς πληγές τῆς ἁμαρτίας μας. Μέ τήν λυτρωτική θυσία καί τήν ἀνάστασή του ἐλευθέρωσε τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τήν σατανική κυριαρχία, κατέλυσε τά ἔργα τοῦ διαβόλου καί ἀσφάλισε τό ἀπολυτρωτικό ἔργο στήν ᾿Εκκλησία του, ἡ ὁποία καί τό συνεχίζει. ῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι τό μεγάλο πανδοχεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεανθρώπου. Οἱ ποιμένες καί διδάσκαλοί της ὡς πανδοχεῖς ἐπιμελοῦνται τήν θεραπεία καί καλλιέργεια τῶν ψυχῶν. Γιά τό ἔργο τους θά ἀμειφθοῦν πλουσιοπάροχα ἀπό τόν Κύριο κατά τήν Δευτέρα Παρουσία του. Μέ τήν θεώρηση αὐτή δικαιώνεται ἡ τυπολογική-ἀναγωγική ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς, τήν ὁποία ἀκολουθοῦν καί ὁρισμένοι ἀπό τούς πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας, χωρίς νά παραβιάζεται ἡ ἱστορική ἑρμηνεία καί νά καταντᾶ ἀλληγορία.
Κατακλείοντας τήν παραβολή ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ καλός Σαμαρείτης πού ἐξέφρασε τήν ἀγάπη του ὡς ὁ ἰδεώδης πλησίον τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου, προτρέπει «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως»· προτείνει ἔτσι τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του ὡς πρότυπο «ποιήσαντος καί διδάξαντος».
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Β΄, σελ. 122-136
῾Η ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ ᾿Ιαείρου καί ἡ θεραπεία τῆς αἱμορροούσης γυναικός
῾Η ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ ᾿Ιαείρου καί ἡ θεραπεία τῆς αἱμορροούσης, τό δίδυμο αὐτό θαῦμα, περιγράφεται καί ἀπό τούς ἄλλους δύο συνοπτικούς εὐαγγελιστές (βλ. Μθ 9,18-26· Μρ 5,22-43).
8,40. ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ ὑποστρέψαι τὸν ᾿Ιησοῦν ἀπεδέξατο αὐτὸν ὁ ὄχλος· ἦσαν γὰρ πάντες προσδοκῶντες αὐτόν.
῾Ο ᾿Ιησοῦς ἐγκαταλείποντας τήν περιοχή τῶν Γαδαρηνῶν, ὅπου ἡ παρουσία του ἦταν ἀνεπιθύμητη, ἐπιστρέφει στήν Καπερναούμ. ᾿Εκεῖ ὁ ὄχλος ἀπεδέξατο αὐτόν, τόν ὑποδέχτηκε μέ χαρά· ἦσαν πάντες προσδοκῶντες αὐτόν, τόν περίμεναν ὅλοι μέ λαχτάρα.
8.41. Καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα ᾿Ιάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.
Ξαφνικά παρουσιάστηκε μπροστά στόν ᾿Ιησοῦ κάποιος πού ὀνομαζόταν ᾿Ιάειρος. Τό ὄνομα αὐτό εἶναι ὁ ἐξελληνισμένος τύπος τοῦ ἑβραϊκοῦ ᾿Ιαΐρ (πρβλ. ᾿Αρ 32,41· Δε 3,14· Κρ 10,3· ᾿Εσθήρ 2,5), πού στά ἑλληνικά μεταφράζεται «Φωτεινός» ἤ «Φώτιος». ῾Ο ᾿Ιάειρος ἦταν ἄρχων, δηλαδή προϊστάμενος, τῆς συναγωγῆς, ὑπεύθυνος γιά τήν τήρηση τῆς τάξεως, αὐτός πού ὅριζε τούς ἀναγνῶστες τῶν ἁγιογραφικῶν περικοπῶν καί ἔδινε τόν λόγο σέ ἐκείνους πού ἤθελαν νά μιλήσουν. Γιά τήν ἐποπτεία κάθε συναγωγῆς ὑπῆρχαν τρεῖς ἤ τέσσερις ἀρχισυνάγωγοι.
῾Ο ἀρχισυνάγωγος ᾿Ιάειρος γονάτισε μπροστά στόν ᾿Ιησοῦ καί τόν παρακαλοῦσε νά ἔλθει στό σπίτι του. ῾Η στάση του -πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ (βλ. σχόλια στό 5,12)- δηλώνει ὅτι ὁ θρησκευτικός αὐτός ἀξιωματοῦχος ἀναγνωρίζει τόν ᾿Ιησοῦ ὡς ἀνώτερό του καί ἐλπίζει στήν βοήθειά του.
8,42. ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. ᾿Εν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν.
῾Ο ᾿Ιάειρος εἶχε ἕνα μονάκριβο κορίτσι περίπου δώδεκα ἐτῶν, τό ὁποῖο κινδύνευε νά πεθάνει. ῾Ο πόνος τοῦ πατέρα πού χάνει τό μονάκριβο παιδί του, ἀλλά καί ὁ φόβος τοῦ ἰουδαίου, πού θεωροῦσε τήν ἀτεκνία δεῖγμα μεγάλης τιμωρίας τοῦ Θεοῦ, κάνουν τόν ᾿Ιάειρο νά ζητᾶ γονατιστός τήν βοήθεια τοῦ ᾿Ιησοῦ. ῾Ο ᾿Ιησοῦς, συμπονώντας τόν δυστυχισμένο πατέρα, ἀνταποκρίνεται στό αἴτημά του.
῾Η πίστη τοῦ ᾿Ιαείρου δέν ἦταν, βέβαια, τόσο μεγάλη ὅσο τοῦ ἑκατοντάρχου τῆς Καπερναούμ. ᾿Εκεῖνος ζήτησε ἀπό τόν ᾿Ιησοῦ νά θεραπεύσει τόν δοῦλο του ἀπό μακριά μέ ἕνα μόνο λόγο του (βλ. Μθ 8,8· Λκ 7,7). ῾Ο ᾿Ιάειρος τόν παρακάλεσε νά τόν ἐπισκεφθεῖ καί νά βάλει τό χέρι του πάνω στό ἑτοιμοθάνατο κορίτσι (βλ. Μθ 9,18). Εἶχε ἴσως πληροφορηθεῖ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐπιτελέσθηκαν κάποια ἄλλα σημεῖα (βλ. Μθ 8,3.15· Μρ 1,31.41· Λκ 4,40· 5,13). ῾Ο Κύριος, ὡστόσο, πού θαύμασε τήν πίστη τοῦ ἐθνικοῦ (Μθ 8,10· Λκ 7,9), δέν ἀπορρίπτει καί τήν ἀσθενέστερη πίστη τοῦ ἰσραηλίτη ᾿Ιαείρου.
Στόν δρόμο πρός τό σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. Τά πλήθη συνωθοῦνταν γύρω ἀπό τόν Διδάσκαλο, πού δέν κρατοῦσε ἀποστάσεις, ἀλλά σκορποῦσε σέ ὅλους ἁπλόχερα τίς εὐεργεσίες του καί δέν καταφρονοῦσε κανέναν.
8,43-44. Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς.
Μέσα στό πλῆθος πού περιέβαλλε τόν ᾿Ιησοῦ εἰσχώρησε καί μία γυναίκα, ἡ ὁποία ἔπασχε ἀπό συνεχῆ ἐξαντλητική αἱμορραγία. ῾Υπέφερε δώδεκα χρόνια. ῎Εκανε κάθε δυνατή ἀνθρώπινη προσπάθεια γιά τήν θεραπεία της. Ξόδεψε ὅλη τήν περιουσία της στούς γιατρούς. ῾Η κατάστασή της ὅμως ὄχι μόνο δέν βελτιώθηκε, ἀλλά χειροτέρευσε (βλ. Μρ 5,26).
῾Ο μωσαϊκός νόμος θεωροῦσε ἀκάθαρτη τήν γυναίκα πού εἶχε αἱμορραγία. ῞Οποιος ἀκουμποῦσε τήν ἴδια ἤ ἀντικείμενα πού ἐκείνη εἶχε ἀγγίξει, γινόταν ἐπίσης ἀκάθαρτος καί ἔπρεπε νά κάνει μία σειρά καθαρμῶν, γιά νά καθαρισθεῖ καί νά συμμετέχει στήν κοινωνία τῶν ῾Εβραίων (βλ. Λε 15,25-27). ῾Η αἱμορροοῦσα, λοιπόν, ζοῦσε στό περιθώριο τῆς κοινωνικῆς καί θρησκευτικῆς ζωῆς. Οὔτε στόν ναό ἐπιτρεπόταν νά πάει ἀλλά οὔτε καί νά συναναστραφεῖ ἄλλους. Γι᾿ αὐτό πλησίασε τόν ᾿Ιησοῦ κρυφά προσελθοῦσα ὄπισθεν, ἀπό πίσω, ὥστε νά μήν τήν ἀντιληφθεῖ κανείς. Θά ἔχανε τότε τήν εὐκαιρία τῆς θεραπείας καί θά τῆς ἔμενε ἡ ντροπή γιά τήν ἀσθένεια πού κουβαλοῦσε. ῾Υπῆρχε ἄλλωστε κίνδυνος νά τήν κακοποιήσουν ἀκόμη καί νά τήν λιθοβολήσουν. Φοβισμένα καί ταπεινά ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, ἄγγιξε τήν ἄκρη τοῦ ἱματίου του, μέ τήν πεποίθηση ὅτι μπορεῖ ὁ ᾿Ιησοῦς νά τῆς χαρίσει ἀκόμη καί ἔτσι τήν θεραπεία· «ἔλεγε γὰρ ἐν ἑαυτῇ, ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι» (Μθ 9,21· πρβλ. Μρ 5,28).
Πράγματι, μόλις ἡ γυναίκα ἄγγιξε τόν ᾿Ιησοῦ, ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμορραγία καί ἀποκαταστάθηκε ἡ ὑγεία της. ῾Ο Λουκᾶς ὡς γιατρός σημειώνει τήν ἄμεση θεραπεία χρησιμοποιώντας ἰατρική ὁρολογία· καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. «῞Οπως ἄν κάποιος φέρει τό μάτι του κοντά σέ φῶς πού λάμπει ἤ φρύγανο κοντά σέ φωτιά, ἀμέσως θά λάβουν ἐνέργεια, ἔτσι μόλις ἡ αἱμορροοῦσα πρόσφερε πίστη σέ ἐκεῖνον πού μποροῦσε νά τήν θεραπεύσει, ἀμέσως ἔλαβε τήν θεραπεία», γράφει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος.
8,45. Καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ᾿Αρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου;
῾Ο ᾿Ιησοῦς ρωτᾶ· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ῾Ο ἴδιος, βέβαια, ὡς παντογνώστης γνώριζε πολύ καλά ποιός καί γιατί τόν ἄγγιξε. Κάνει, ὡστόσο, τήν ἐρώτηση αὐτή, ἐπειδή θέλει νά διαλύσει τόν φόβο τῆς γυναίκας ὅτι ἔκλεψε τήν θεραπεία της· νά διορθώσει τήν ἐσφαλμένη της ἀντίληψη, ὅτι θά μποροῦσε νά διαφύγει ἀπό τήν προσοχή τοῦ ᾿Ιησοῦ ἡ ἐνέργειά της· νά ἀποκαλύψει, τέλος, καί στούς ἄλλους τήν πίστη τῆς ἄρρωστης γυναίκας, καθώς καί τήν δική του δύναμη καί παγγνωσία.
῾Ο Πέτρος, ὡς ὁ πιό αὐθόρμητος, ἐκφράζει τήν σκέψη καί τῶν ἄλλων ἀποστόλων· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; ῾Ο ὁρμητικός του χαρακτήρας δέν τόν ἀφήνει νά σκεφθεῖ ὅτι ὁ Κύριος θά εἶχε κάποιο λόγο γιά νά κάνει μιά τέτοια ἐρώτηση.
8,46. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ.
῾Ο ᾿Ιησοῦς ἐξηγεῖ ὅτι δέν ἀναφέρεται σέ ἕνα τυχαῖο ἄγγιγμα, ἀλλά σέ μία ἐπαφή πού εἵλκυσε ἀπό μέσα του θεραπευτική δύναμη. Συγκαταβαίνοντας στήν ἀδυναμία τῶν ἀκροατῶν του, μιλάει ὅπως ἐκεῖνοι θά μποροῦσαν νά τόν καταλάβουν, «πρὸς τὴν ὑπόνοιαν τῶν ἀκουόντων», κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο25. Διευκρινίζει· ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ’ ἐμοῦ. ᾿Από τήν φράση αὐτή γίνεται φανερό ὅτι ἡ δύναμη μέ τήν ὁποία ἐπιτελοῦσε ὁ ᾿Ιησοῦς τά σημεῖα βρισκόταν μέσα του, χωρίς ποτέ νά ἐξαντλεῖται οὔτε νά μειώνεται, διότι αὐτός ἦταν ἡ πηγή τῆς δυνάμεως καί κάθε ἀγαθοῦ (βλ. σχόλια στό 6,19).
῾Ο εὐαγγελιστής Μᾶρκος συμπληρώνει ὅτι ὁ Κύριος, στήν συνέχεια, ἔρριξε γύρω του ἕνα ἐρευνητικό βλέμμα· «καὶ περιεβλέπετο ἰδεῖν τὴν τοῦτο ποιήσασαν» (5,32). Δέν κάλεσε ἀμέσως τήν γυναίκα, ἀλλά τῆς ἔδωσε ἕνα χρονικό περιθώριο, ὥστε μόνη της νά ὁμολογήσει τήν πράξη της.
8,47. ᾿Ιδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα.
῞Οταν ἡ γυναίκα διαπίστωσε ὅτι δέν ξέφυγε τήν προσοχή τοῦ ᾿Ιησοῦ, ὅπως αὐτή νόμιζε, ἦρθε τρέμοντας ἀπό τόν φόβο μήπως τιμωρηθεῖ γιά τήν τολμηρή της ἐνέργεια. ῎Επεσε γονατιστή μπροστά του καί ὁμολόγησε σέ ἐκεῖνον πού ὅλα τά γνώριζε καί ἐνώπιον τοῦ λαοῦ τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο τόν ἄγγιξε. Πίστευε ὅτι ἀγγίζοντας τό ἱμάτιό του θά θεραπευθεῖ. Πραγματικά, ὅπως ἡ ἴδια βεβαιώνει, θεραπεύθηκε ἀμέσως.
8,48. ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.
῾Ο Κύριος προσφωνεῖ στοργικά τήν φοβισμένη γυναίκα καί τήν ἐνθαρρύνει λέγοντας· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. Τονίζει ὅτι δέν πρέπει νά αἰσθάνεται ἐνοχές πού τόν πλησίασε· οὔτε τόν νόμο πρόσβαλε οὔτε τούς ἀνθρώπους μίανε οὔτε τόν ἴδιο ἔθιξε. ᾿Αντίθετα, ἔκανε μία σπουδαία πράξη πίστεως, πού τήν κατέστησε μέτοχο τῆς δυνάμεώς του καί τῆς ἐξασφάλισε τήν σωτηρία. ῾Επομένως, ὄχι μόνο δέν πρέπει νά θεωρεῖται ἀξιοκατάκριτη, ἀλλά ἀξίζει νά προβάλλεται ὡς πρότυπο πρός μίμηση. Τέλος, τήν βεβαιώνει ὅτι μπορεῖ νά νιώθει ἀπόλυτα εἰρηνική. Αὐτός πού τήν ἐλευθέρωσε ἀπό τήν ἀρρώστια, πού μάστιζε τό σῶμα της, φροντίζει νά εὐεργετήσει καί τήν ψυχή της χαρίζοντάς της τήν εἰρήνη· γι᾿ αὐτό τήν ἀποκαλεῖ θύγατερ, προσφώνηση πού δέν ἀπηύθυνε σέ ἄλλη γυναίκα.
8,49- 50. ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται.
᾿Ενῶ ἀκόμη ὁ Κύριος μιλοῦσε στήν γυναίκα, ἔρχεται κάποιος παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου, ἀπό τό σπίτι τοῦ ᾿Ιαείρου, γιά νά τοῦ φέρει τό δυσάρεστο μήνυμα· ἡ κόρη του πέθανε. ῏Ηταν πλέον περιττή καί ἀνώφελη ἡ ἐπίσκεψη τοῦ ᾿Ιησοῦ. Γι᾿ αὐτό, προσθέτει· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. Γιά τήν σημασία τοῦ ρήματος «σκύλλω» βλ. σχόλια στό 7,6.
῾Η εἴδηση θά προκάλεσε ὁπωσδήποτε μεγάλο πόνο στόν πατέρα. Μέχρι τήν ὥρα ἐκείνη διατηροῦσε μέσα του κάποια ἐλπίδα. Εἶχε δεχθεῖ τόσο πρόθυμα ὁ ᾿Ιησοῦς νά τόν ἀκολουθήσει καί μόλις εἶχε δώσει ἕνα ἀκόμη δεῖγμα τῆς δυνάμεώς του θεραπεύοντας τήν αἱμορροοῦσα. Πίστευε ὁ ᾿Ιάειρος ὅτι ὁ θαυμαστός αὐτός διδάσκαλος μποροῦσε νά θεραπεύσει ἀκόμη καί τά βαρύτερα νοσήματα. ῾Η πίστη του ὅμως δέν ἦταν τόση, ὥστε νά ἐλπίζει σέ μιά νεκρανάσταση.
῾Ωστόσο, πρίν προλάβει ὁ ᾿Ιάειρος νά ἐκφράσει τό παράπονό του, ὅτι ἄν δέν καθυστεροῦσαν στόν δρόμο, ἡ κόρη του θά ἀπέφευγε ἴσως τόν θάνατο (πρβλ. ᾿Ιω 11,32), ἀκούει τήν φωνή τοῦ ᾿Ιησοῦ· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. Δέν διέφυγε τήν προσοχή τοῦ Κυρίου τό μήνυμα πού ἔφθασε στόν ἀρχισυνάγωγο οὔτε ἡ ὀδύνη τοῦ δύστυχου πατέρα, πού ἔβλεπε νά σωριάζονται ὅλες του οἱ ἐλπίδες. Μέ ἀγάπη καί καλωσύνη στρέφεται πρός αὐτόν καί τόν ἐνθαρρύνει. Κανείς ἄλλος, βέβαια, δέν θά τολμοῦσε νά τόν παρηγορήσει μέ τά ἴδια λόγια· μόνον αὐτός πού, ὅπως πρόκειται νά ἀποδείξει, εἶναι ὁ ἐξουσιαστής τοῦ θανάτου καί χορηγός τῆς ζωῆς. Δέν διστάζει, λοιπόν, νά παροτρύνει τόν ᾿Ιάειρο, πού εἶχε νικήσει τούς πρώτους δισταγμούς καί ὥς ἐκείνη τήν στιγμή προσδοκοῦσε τό θαῦμα, νά μή χάσει τήν πίστη του τήν ὥρα τῆς σκληρῆς δοκιμασίας. Τοῦ εἶχε δώσει, ἐξάλλου, ἕνα συγκλονιστικό παράδειγμα γιά τήν δύναμη τῆς πίστεως θεραπεύοντας τήν αἱμορροοῦσα. ῾Ο Κύριος, πρίν κάνει ἕνα σημεῖο, ζητᾶ πάντοτε ἀπό τούς ἀνθρώπους πίστη, διότι ἀποβλέπει στήν οὐσιαστική τους ὠφέλεια. ῾Ο ἴδιος, ἀναμφίβολα, δέν ἀδυνατεῖ νά ἐπιτελέσει τό σημεῖο ἀκόμη καί σέ ἀπίστους, ἀλλά δέν προσφέρει ποτέ τίς εὐεργεσίες του σέ ἐκείνους πού δέν ἔχουν τίς προϋποθέσεις νά τίς ἀξιοποιήσουν.
8,51. ᾿Ελθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα.
῾Ο Κύριος, ὅταν ἔφτασε στό σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου, δέν ἄφησε κανέναν νά μπεῖ στό δωμάτιο τῆς νεκρῆς κόρης παρά μόνον τούς πιό οἰκείους της, τούς γονεῖς της, καί τούς πιό οἰκείους του, τρεῖς μαθητές του, τόν Πέτρο, τόν ᾿Ιάκωβο καί τόν ᾿Ιωάννη. ᾿Αθόρυβα καί ἥσυχα ἤθελε νά κάνει τό μεγάλο θαῦμα. «Οὐ γὰρ δὴ ὁ ταπεινὸς ᾿Ιησοῦς θέλει πρὸς ἐπίδειξίν τι ποιεῖν», σχολιάζει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος26. ᾿Από τούς μαθητές διάλεξε τρεῖς, διότι ἦταν ἀρκετοί ὡς μάρτυρες (βλ. Δε 19,15)· καί διάλεξε αὐτούς τούς τρεῖς, διότι αὐτοί ἦταν ἱκανοί νά μεταφέρουν καί νά βεβαιώσουν τό σημεῖο καί στούς ὑπόλοιπους. Αὐτούς τούς ἴδιους πῆρε, ἐπίσης, μαζί του ὁ Κύριος στήν Μεταμόρφωση (βλ. Μθ 17,1· Μρ 9,2· Λκ 9,28) καί στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ (βλ. Μθ 26,37· Μρ 14,33).
8,52-53. ῎Εκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ῾Ο δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν.
Στό σπίτι τοῦ ᾿Ιαείρου ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν, ὅλοι ἔκλαιγαν καί θρηνοῦσαν χτυπώντας τά στήθη τους γιά τόν θάνατο τοῦ κοριτσιοῦ. ῾Ο εὐαγγελιστής Ματθαῖος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι εἶχαν καταφθάσει ἤδη καί οἱ «αὐληταί» (βλ. 9,23), οἱ ὁποῖοι σύμφωνα μέ τίς συνήθειες τῆς ᾿Ανατολῆς τόνιζαν μέ τούς αὐλούς τους πένθιμα ἄσματα. ῾Υπῆρχε συνήθεια καί ὁ πιό φτωχός ᾿Ισραηλίτης ἀκόμη, στήν κηδεία ἀγαπητοῦ του προσώπου νά μισθώνει αὐλητές καί μοιρολογῆτρες.
῎Αν καί ἦταν ἤδη βεβαιωμένο γεγονός ὁ θάνατος τοῦ κοριτσιοῦ, ὁ ᾿Ιησοῦς λέγει στούς παρευρισκομένους· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει (πρβλ. ᾿Ιω 11,11). Θέλει νά κατευνάσει τήν ταραχή τῶν ἀνθρώπων καί νά τούς προετοιμάσει γιά τό θαῦμα πού θά ἀκολουθήσει. Δέν θά ἔχει διάρκεια ὁ θάνατος αὐτός, γι᾿ αὐτό τόν χαρακτηρίζει ὡς ὕπνο. «῞Οπως τότε πού γαλήνευσε τήν θάλασσα, πρῶτα εἶχε ἐπιτιμήσει τούς μαθητές γιά τήν δειλία καί τήν ὀλιγοπιστία τους, ἔτσι καί τώρα φροντίζει πρῶτα νά καταπραΰνει τήν ταραχή τῶν παρευρισκομένων, δείχνοντας ταυτόχρονα ὅτι δέν τοῦ εἶναι δύσκολο νά ἀνασταίνει νεκρούς», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
Δέν ἦταν, βέβαια, εὔκολο νά ἀντιληφθοῦν τήν σημασία τῶν λόγων του ὅσοι βρίσκονταν τήν ὥρα ἐκείνη στό σπίτι τοῦ ᾿Ιαείρου. ᾿Απόλυτα βεβαιωμένοι γιά τόν θάνατο τοῦ κοριτσιοῦ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰρωνεύονταν τόν ᾿Ιησοῦ, γελοῦσαν εἰς βάρος του, ἐπειδή εἶπε ὅτι τό κορίτσι κοιμᾶται. ῾Η στάση τους ἀποδεικνύει περίτρανα τήν ἀλήθεια τοῦ σημείου· ᾿Εφόσον ὁ θάνατος ἦταν βέβαιος, ἡ συνέχεια τῆς διηγήσεως ἀποτελεῖ ἀδιάψευστη μαρτυρία γιά τήν θεϊκή δύναμη τοῦ ᾿Ιησοῦ.
8,54. Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου.
῾Ο ᾿Ιησοῦς, ἀφοῦ ἔβγαλε ἔξω ὅλους ἐκείνους πού θορυβοῦσαν, ἔπιασε τό χέρι τῆς νεκρῆς κόρης καί τῆς μίλησε σάν νά ἐπρόκειτο νά τήν ξυπνήσει ἀπό τόν συνηθισμένο ὕπνο· ἡ παῖς ἐγείρου, ξύπνα κορίτσι μου! ῾Ο εὐαγγελιστής Μᾶρκος διασώζει τήν ἀραμαϊκή προσφώνηση· «ταλιθά, κοῦμι· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, τὸ κοράσιον, σοὶ λέγω ἔγειρε» (5,41). Μέ παρόμοια κίνηση καί λόγο ὁ Κύριος εἶχε ἀναστήσει καί τόν νεκρό γιό τῆς χήρας στή Ναΐν (βλ. σχόλια στό 7,14).
8,55-56. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς. ῾Ο δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.
Στήν ἁγία Γραφή συχνά ἡ ψυχή ὀνομάζεται «πνεῦμα», ἐπειδή δημιουργήθηκε μέ τήν θεία πνοή (βλ. Γέ 2,7) καί ἔχει ὑπόσταση πνευματική. ῾Η ἔκφραση ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς προϋποθέτει ὅτι θάνατος εἶναι ἡ ἔξοδος τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα.
῾Η δυνατότητα πού εἶχε ἀμέσως τό ἀναστημένο κορίτσι νά φάει καί νά περπατήσει (βλ. Μρ 5,42) φανερώνει ὅτι ἐπανῆλθε πράγματι στήν ζωή -δέν ἦταν φάντασμα (πρβλ. Λκ 24,39-41)- καί ὅτι, ἐπιπλέον, ἡ ὑγεία της ἀποκαταστάθηκε ἀπόλυτα.
Στούς ἔκπληκτους γονεῖς ὁ ᾿Ιησοῦς παραγγέλλει, ἐπίμονα κατά τόν εὐαγγελιστή Μᾶρκο (5,43), νά κρατήσουν μυστικό τό σημεῖο (βλ. σχόλια στό 5,14).
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Α΄, σελ. 359-368
Ἡ θεραπεία τοῦ δαιμονισμένου στή χώρα τῶν Γαδαρηνῶν
Μετά ἀπό τήν κατάπαυση τῆς τρικυμίας καί οἱ ἄλλοι δύο συνοπτικοί εὐαγγελιστές (βλ. Μθ 8,28-34· Μρ 5,1-20) ἱστοροῦν τήν θεραπεία τοῦ δαιμονισμένου στά Γάδαρα, τήν ὁποία περιγράφει ἐδῶ ὁ Λουκᾶς. Ἡ ὁμολογία τῶν δαιμονίων καί ἡ ἐκδίωξή τους ἀπό τούς χοίρους ἔρχεται ὡς ἀπάντηση στό ἐρώτημα τῶν ἔκθαμβων μαθητῶν· «τίς ἄρα οὗτός ἐστιν;» (8,25). Μέ τήν ὑποταγή τῆς δαιμονικῆς λεγεώνας ἀποδεικνύεται γιά ἄλλη μιά φορά ἡ θεϊκή ἐξουσία τοῦ Ἰησοῦ, στήν ὁποία ὑποτάχθηκε ἡ τρικυμισμένη θάλασσα.
8,26. Καὶ κατέπλευσεν εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ἥτις ἐστὶν ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας.
Μετά τήν κατάπαυση τῆς τρικυμίας ὁ Ἰησοῦς κατέπλευσεν, ἔφθασε στήν παραλία καί ἀποβιβάσθηκε εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν. Τά Γάδαρα ἦταν μία πόλη στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Δεκαπόλεως, ἀνατολικά τοῦ Ἰορδάνη, σέ σημαντική ἀπόσταση ἀπό τήν λίμνη Γεννησαρέτ. Γνώριζε μεγάλη ἀκμή ἐκείνη τήν ἐποχή καί τά περίχωρά της ἁπλώνονταν μέχρι τήν νοτιοανατολική ὄχθη τῆς λίμνης. Ἔτσι ἡ περιοχή ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας, ἡ ἀπέναντι ὄχθη τῆς Γαλιλαίας, ἦταν γνωστή καί ὡς «χώρα τῶν Γαδαρηνῶν». Στά παράλια τῆς λίμνης ὑπῆρχε μία μικρότερη πόλη, ἡ Γέρσα ἤ Γέργεσα, ὅπου ὁ Κύριος θεράπευσε τόν δαιμονισμένο. Γι’ αὐτό οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος ὀνομάζουν τήν περιοχή «χώραν τῶν Γεργεσηνῶν» (Μθ 8,28· Μρ 5,1).
8,27. Ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασιν.
Μόλις ὁ Ἰησοῦς ἀποβιβάσθηκε στήν στεριά, ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, κάποιος ἄνδρας καταγόμενος ἀπό τήν πόλη ἐκείνη, ἔτρεξε ἀμέσως νά τόν συναντήσει (βλ. Μρ 5,6). Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἐκ χρόνων ἱκανῶν, ἐδῶ καί πολλά χρόνια, βρισκόταν κάτω ἀπό τήν ἀνελέητη ἐξουσία τῶν δαιμόνων. Ἡ τραγική του κατάσταση ἦταν γνωστή σέ ὅλους τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς· ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασιν, γυρνοῦσε γυμνός ἔξω ἀπό τήν πόλη καί κατοικοῦσε στά μνήματα. Τά μνήματα τήν ἐποχή ἐκείνη ἦταν σκαμμένα μέσα σέ βράχους ἤ χτισμένα σάν μικρά μονόχωρα οἰκήματα, ὅπου μποροῦσε κανείς νά προστατευθεῖ ἀπό τό καῦμα τοῦ ἥλιου, τό κρύο ἤ τήν βροχή. Ἐκεῖ ὁδηγοῦσε τόν ταλαίπωρο δαιμονισμένο ὁ μισάνθρωπος κυρίαρχός του, γιά νά τόν κρατᾶ μακριά ἀπό τούς ἀνθρώπους, μόνο καί ἀβοήθητο, ἕρμαιο τῆς δαιμονικῆς κακεντρέχειας. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἔβαζε σέ μεγαλύτερη ταλαιπωρία καί τούς συγγενεῖς του, οἱ ὁποῖοι ἀναγκάζονταν κάθε φορά νά τόν ἀναζητοῦν μέ πόνο κι ἀγωνία. Στόχευε ἴσως ὁ πονηρός καί στήν καλλιέργεια τῆς πλανεμένης ἀντίληψης, πού καί τότε ἐνδημοῦσε, ὅτι οἱ ψυχές τῶν νεκρῶν γίνονται δαίμονες.
Σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο, ὁ Ἰησοῦς συνάντησε στήν περιοχή αὐτή δύο δαιμονισμένους (βλ. 8,28). Ὁ Λουκᾶς, ὅπως καί ὁ Μᾶρκος (βλ. 5,2), κάνουν λόγο μόνο γιά ἕναν. Προφανῶς πρόκειται γιά τόν ἕναν ἀπό τούς δύο πού ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος· ἴσως αὐτός ἦταν σέ χειρότερη κατάσταση ἤ αὐτός προϋπάντησε τόν Ἰησοῦ καί «προσέπεσεν αὐτῷ» (στ. 28).
8,28. Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; Δέομαί σου, μή με βασανίσῃς.
Ὅταν ὁ δαιμονισμένος βρέθηκε μπροστά στόν Ἰησοῦ, ἔπεσε στήν γῆ βγάζοντας κραυγές τρόμου, σάν τόν δοῦλο πού γονατίζει μπροστά στό ἀφεντικό του περιμένοντας νά πέσει ἐπάνω του τό μαστίγιο. Ὁ διάβολος δέν ἀντέχει οὔτε στιγμή τήν παρουσία τοῦ πανάγιου καί πανάγαθου Κυρίου. Χρησιμοποιώντας τό στόμα τοῦ δαιμονισμένου, παρά τήν δειλία του, μέ θράσος διακήρυξε ὅτι δέν θέλει νά ἔχει καμία σχέση μέ τόν Ἰησοῦ, πού τόν ἀπογυμνώνει ἀπό τά λάφυρά του. Ἔλεγε μέ δυνατή φωνή· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; (πρβλ. Μρ 1,24· 3,10-11· Λκ 4,34).
Τά δαιμόνια εἶχαν ἤδη λάβει πολλά δείγματα τῆς δυνάμεως τοῦ Ἰησοῦ. Ἐμπειρικά πλέον γνώριζαν τήν ἐξουσία πού ἀσκοῦσε ἐναντίον τους καί τήν συμπόνια πού ἔδειχνε πρός τούς δαιμονισμένους. Γι’ αὐτό, ἀντιλαμβάνονται τί τούς περιμένει, καί μέ φόβο τόν ἱκετεύουν -ὅλα μαζί σάν νά ἦταν ἕνα ἤ ἕνα ἀπό ὅλα γιά λογαριασμό καί τῶν ἄλλων- λέγοντας· δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. Γνωρίζουν ὅτι τούς περιμένει ἡ κόλαση, ὅπου θά βασανίζονται αἰώνια. Ζητοῦν ὅμως νά τούς δοθεῖ κάποια προσωρινή ἄνεση· νά μήν καταδικασθοῦν «πρὸ καιροῦ» (Μθ 8,29).
8,29. Παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους.
Δίχως νά βραδύνει ὁ Κύριος δίνει ἐντολή στό ἀκάθαρτο πνεῦμα ἐξελθεῖν ἀπό τοῦ ἀνθρώπου. Εἶχε ἔλθει μέ σκοπό νά ἐλευθερώσει τόν δυστυχισμένο ἄνθρωπο ἀπό τήν μακροχρόνια καταδυνάστευση τοῦ διαβόλου· πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν. Τό ρῆμα «συναρπάζω» χρησιμοποιεῖται ἐδῶ ὡς συνώνυμο τῶν ρημάτων «κυριεύω» καί «ἐξουσιάζω».
Ὑπό τήν ἐπήρεια τοῦ δαιμονίου ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος γινόταν ἀνήμερο θηρίο. Δέν ἀναφέρεται νά προξενοῦσε στούς ἄλλους κακό, καταλαμβανόταν ὅμως ἀπό μανία αὐτοκαταστροφῆς. Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος, μέ πέτρες ξέσχιζε τά μέλη τοῦ σώματός του (βλ. Μρ 5,5). Ἦταν ἀδύνατο νά τόν συγκρατήσουν οἱ δικοί του. Τοῦ ἔδεναν τά χέρια μέ ἁλυσίδες, ἁλύσεσι, γιά νά μήν κάνει κακό στόν ἑαυτό του. Τοῦ ἔδεναν, ἐπίσης, καί τά πόδια μέ σιδερένια δεσμά, πέδαις, γιά νά μή φεύγει καί ἀπομονώνεται. Αὐτός ὅμως ἔσπαζε τά δεσμά καί ἔτρεχε στίς ἐρημιές ὑποτασσόμενος στήν δαιμονική ἐξουσία.
8,30. Ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; Ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν.
Ὁ Ἰησοῦς ρωτᾶ τόν δαιμονισμένο· τί σοί ἐστιν ὄνομα; Ὡς Θεός, βέβαια, γνώριζε τήν ἀπάντηση. ῎Ηθελε ὅμως νά ἀκούσουν καί ὅσοι παρευρίσκονταν ὅτι ἦταν πάρα πολλά τά δαιμόνια πού εἶχαν ἐγκατασταθεῖ μέσα σέ ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο. Ἡ λατινική λέξη λεγεὼν (ἀπό τό ρῆμα lego = ἀθροίζω, συλλέγω) δηλώνει σῶμα στρατοῦ συγκροτούμενο ἀπό μικρότερους λόχους. Ἦταν ἡ μεγαλύτερη μονάδα τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ. Ὁ ἀριθμός τῶν στρατιωτῶν κυμαινόταν ἀπό τόπο σέ τόπο καί ἀπό χρόνο σέ χρόνο. Στά χρόνια τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ λεγεών ἀπαρτιζόταν ἀπό 4.000 - 6.000 πεζούς καί 300 ἱππεῖς.
8,31. καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν.
Ἡ «ἄβυσσος» (στερητικό ἀ + βυθός) εἶναι ὁ τόπος πού δέν ἔχει βυθό, ἔχει βάθος ἀπέραντο. Στήν Καινή Διαθήκη σημαίνει τόν ἅδη (βλ. Ρω 10,7) καί εἰδικώτερα τόν τόπο τοῦ ἅδη ὅπου κατοικοῦν οἱ δαίμονες (βλ. Ἀπ 9,1.2.11· 11,7· 17,8· 20,1.3), μέχρι τήν ὥρα τῆς τελικῆς τους τιμωρίας, ὁπότε θά ριφθοῦν «εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρὸς καὶ τοῦ θείου» (Ἀπ 20,10).
Οἱ δαίμονες δέν θέλουν νά ἐπιστρέψουν στήν ἄβυσσο (πρβλ. Μρ 1,24· Λκ 4,34). Τρέμουν τόν τόπο τῆς τιμωρίας καί τῶν βασάνων. Δέν ἐπιθυμοῦν βέβαια οὔτε τόν παράδεισο, διότι εἶναι τόπος ἁγιότητος καί ἀγάπης. Προτιμοῦν νά κινοῦνται στόν κόσμο, γιά νά καταδυναστεύουν τούς ἀνθρώπους· αὐτό συνιστᾶ τήν μοναδική τους χαρά καί ἀπόλαυση.
8,32. Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς.
Τά δαιμόνια παρακαλοῦσαν τόν Κύριο νά τούς ἐπιτρέψει νά εἰσβάλουν σέ μία μεγάλη ἀγέλη χοίρων πού ἔβοσκε ἐκεῖ κοντά. Ὁ παρατατικός παρεκάλουν δηλώνει τήν ἐπίμονη παράκλησή τους, ἡ ὁποία φανερώνει ὅτι ἀναγνώριζαν τήν δύναμη τοῦ Ἰησοῦ καί παραδέχονταν τήν δική τους πλήρη ἀδυναμία. Ὁ Κύριος, πράγματι, ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ἔδωσε τήν συγκατάθεσή του. Δίχως αὐτήν δέν μποροῦσαν νά κάνουν τήν παραμικρή κίνηση, δέν μποροῦσαν νά ἐξουσιάσουν οὔτε καί τούς χοίρους! Ὁ παντογνώστης Ἰησοῦς γνώριζε ἀσφαλῶς τί θά ἐπακολουθήσει. Πρίν φθάσει ὅμως ἡ ὥρα τῆς τελικῆς κρίσεως, ἀνέχεται τήν δράση τῶν δαιμόνων μέσα στόν κόσμο, ὥστε παλεύοντας μέ τούς ἀνθρώπους νά τούς καθιστοῦν ἄξιους βραβείων. Διότι ἄν δέν ὑπῆρχαν ἀντίπαλοι δέν θά ὑπῆρχαν καί ἀγῶνες, κι ἄν δέν ὑπῆρχαν ἀγῶνες δέν θά ὑπῆρχαν καί στεφάνια νίκης, σημειώνει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. Οἱ πειρασμοί τούς ὁποίους προκαλοῦν οἱ δαίμονες ἀναδεικνύουν τούς πιστούς καί ἑτοιμάζουν τά στεφάνια τῆς δόξας τους. Ἡ δύναμη τοῦ σατανᾶ, ἐξάλλου, καθίσταται ἀνίκανη νά βλάψει ἐκείνους πού ἑκούσια μένουν ἀσφαλισμένοι μέσα στήν θεία χάρη.
8,33. Ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη.
Μέ τήν ἄδεια τοῦ Ἰησοῦ, λοιπόν, τά δαιμόνια βγῆκαν ἀπό τόν δαιμονισμένο καί μπῆκαν στά γουρούνια. Ἐκεῖνα τότε τρομαγμένα ὅρμησαν στόν γκρεμό, ἔπεσαν στήν λίμνη καί πνίγηκαν. Σύμφωνα μέ τήν πληροφορία πού δίνει ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος (βλ. 5,13), τά γουρούνια ἦταν περίπου δύο χιλιάδες. Ὁ Κύριος ἐπέτρεψε νά πνιγοῦν γιά ποικίλους λόγους, ὅπως·
α) νά ἀποδειχθεῖ ὅτι ὁ σατανᾶς εἶναι ὑπαρκτή ὀντότητα, πρόσωπο· δέν εἶναι ἡ προσωποποίηση τοῦ κακοῦ·
β) νά ἀποδειχθεῖ ἡ καταστροφική μανία τῶν δαιμονίων, πού μόνο γιά τό κακό καί τόν ὄλεθρο ἐπιστρατεύουν τίς δυνάμεις τους·
γ) νά γίνει φανερό πόσοι καί ποιοί κατοικοῦσαν τόσα χρόνια στόν δυστυχισμένο ἄνδρα·
δ) νά λάμψει γιά ἄλλη μιά φορά ἡ θεϊκή δύναμη τοῦ Ἰησοῦ·
ε) νά φανερωθεῖ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ πού καί τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς φύλαξε ἀπό τήν κακία τόσων δαιμονίων -δέν ἐπέτρεψε νά βλάψουν τούς ἀνθρώπους- καί τόν ἴδιο τόν δαιμονισμένο προστάτευσε ἀπό χειρότερες συμφορές·
στ) νά φανεῖ ἡ ἀχαριστία τῶν Γαδαρηνῶν, οἱ ὁποῖοι μετά ἀπό ἕνα τόσο μεγάλο σημεῖο, ἀντί νά εὐχαριστήσουν τόν Κύριο, τόν διώχνουν ἀπό τήν χώρα τους·
ζ) νά τιμωρηθεῖ ἡ παρανομία τῶν ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι παρά τήν ἀπαγόρευση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου (βλ. Λε 11,7· Δε 14,8) ἀσχολοῦνταν μέ τήν ἐκτροφή χοίρων. Ἦταν μία πολύ ἀποδοτική ἐπιχείρηση, καθόσον οἱ Ρωμαῖοι πού κατοικοῦσαν στήν Παλαιστίνη καί τό πλῆθος τῶν ἐθνικῶν πού διέμενε στήν περιοχή τῆς Δεκαπόλεως ἀκριβοπλήρωναν τό δυσεύρετο στά μέρη ἐκεῖνα χοιρινό κρέας. ῎Ηθελε ὁ Κύριος νά δώσει ἕνα δεῖγμα τῆς δικαιοκρισίας του, νά φανερώσει ὅτι ἡ δύναμή του δέν εὐεργετεῖ μόνο ἀλλά μπορεῖ ἐπίσης, ὅταν αὐτός κρίνει, νά τιμωρεῖ αὐστηρά, γιά τόν σωφρονισμό καί τήν μετάνοια τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Κύριος, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Βασίλειος Σελευκείας, «συγχωρεῖ τὰ ἐλάττονα, ἵν’ ἐπιγνῶμεν τὰ μείζονα». Ἐπιτρέπει κάποιες φορές μία μικρή ζημία, γιά νά μᾶς χαρίσει μεγάλες ἀποκαλύψεις.
Ἐξάλλου, εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ἡ σοφία τοῦ Κυρίου στρέφει τά βέλη τῶν δαιμονίων ἐναντίον τους. «Ἐνῶ σχεδίαζαν νά βλάψουν τό ἔργο του, ἔπαθαν αὐτά τήν μεγαλύτερη βλάβη. Συνέβη, δηλαδή, τό ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού ἐπιθυμοῦσαν. Ἔλαμψε ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ καί φανερώθηκε ἡ δική τους ἀσθένεια καί κακία», σχολιάζει εὔστοχα ὁ Ζιγαβηνός.
8,34. Ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς.
Οἱ βοσκοί τῶν χοίρων, αὐτόπτες μάρτυρες τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου καί τῆς καταστροφῆς τῆς ἀγέλης τῶν χοίρων, φεύγουν εἰς τὴν πόλιν, γιά νά ἐνημερώσουν, ὅπως ὄφειλαν, τούς κυρίους τους. Στόν δρόμο ἀναγγέλλουν τά γεγονότα καί σέ ὅλους ὅσους συναντοῦν εἰς τοὺς ἀγρούς. Ἔτσι διαδόθηκε τό σημεῖο. Ἡ ἀπώλεια τῶν χοίρων κατέστησε τούς χοιροβοσκούς κήρυκες τοῦ θαύματος (βλ. Μθ 8,33).
8,35. Ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ’ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν.
Οἱ ἰδιοκτῆτες τῶν χοίρων ἔσπευσαν νά ἐλέγξουν τήν ἀκρίβεια τῆς διηγήσεως τῶν βοσκῶν. Μαζί τους βγῆκαν ἀπό τήν πόλη καί ἦλθαν πρός τόν Ἰησοῦ καί πολλοί ἄλλοι κινούμενοι ἀπό περιέργεια· «πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰησοῦ», γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος (8,34).
Ὅλοι αὐτοί εἶδαν καθήμενον κοντά στόν Κύριο καί στούς μαθητές τὸν ἄνθρωπον πού γιά πολλά χρόνια τριγυρνοῦσε στίς ἐρημιές σάν ἀγρίμι καί κούρνιαζε μακρυά ἀπό κατοικημένες περιοχές, στά μνήματα. Τόν εἶδαν ἱματισμένον, ντυμένο. Ποῦ βρῆκε τά ροῦχα αὐτός πού ὥς τώρα «ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο» (στ. 27); Δέν ἀπαντᾶ σ’ αὐτό τό ἐρώτημα ἡ ἱερή διήγηση. Ἐξυπακούεται ὅμως ὅτι μᾶλλον κάποιος ἀπό τούς χοιροβοσκούς ἤ καί ἀπό τούς μαθητές τοῦ Κυρίου τοῦ ἔδωσε ροῦχα νά ντυθεῖ. Ἔτσι οἱ συντοπίτες του βρῆκαν ἱματισμένον αὐτόν πού ξέσχιζε τά ροῦχα καί τίς σάρκες του ἀκόμη καί γυρνοῦσε γυμνός καί καταπληγωμένος· σωφρονοῦντα αὐτόν πού μανιασμένος ἔσπαζε τίς σιδερένιες ἁλυσίδες· παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ τόν ἄλλοτε τόσο ἄγριο καί φοβερό, «ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης» (Μθ 8,28)! Τέτοια θαυμαστά σημεῖα ἐπιτελεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Ἀλλοιώνει τόν ἄνθρωπο καί τόν μεταμορφώνει μέ τήν θεία χάρη.
Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς, ὡστόσο, μπροστά στό θέαμα πού ἀντίκρυσαν, ἐφοβήθησαν· ἔχοντας συναίσθηση τῆς ἐνοχῆς τους γιά τήν ἐκτροφή τῶν χοίρων φοβήθηκαν μήπως ὁ Ἰησοῦς, μέ τήν δύναμη πού διαθέτει, τούς τιμωρήσει παραδειγματικά.
8,36. Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς.
Οἱ αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ γεγονότος, οἱ ἰδόντες, δηλαδή οἱ βοσκοί καί ὅσοι ἦταν στήν συνοδία τοῦ Ἰησοῦ καί παρακολούθησαν τήν θαυμαστή θεραπεία διηγήθηκαν πῶς σώθηκε ὁ δαιμονισμένος ἀπό τήν τρομερή μάστιγα πού τόν τυραννοῦσε.
8,37. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ’ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο. Αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν.
Ἐνῶ ἡ θεραπεία τοῦ δαιμονισμένου προκάλεσε, ἀναμφίβολα, τόν θαυμασμό στούς κατοίκους ὅλης τῆς περιοχῆς, δέν τούς ἐμπόδισε νά ἀποπέμψουν τόν Ἰησοῦ· ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ’ αὐτῶν. Ὁ λόγος ἦταν, ὄχι μόνο ὁ φόβος γιά τήν ἐνδεχόμενη παραδειγματική τιμωρία, ἀλλά καί τό ὅτι δέν ἤθελαν νά ἀπαρνηθοῦν τήν παρανομία τους· φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο μή χάσουν τά κέρδη πού τούς ἐξασφάλιζε ἡ παράνομη ἐκτροφή χοίρων. Δέν ἔνιωσαν τόν φόβο ἐκεῖνο πού γεννιέται στόν ἄνθρωπο, ὅταν συναισθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά του (πρβλ. Λκ 5,8). Δέν ἦταν ἁπλῶς ἁμαρτωλοί οἱ Γαδαρηνοί, ἦταν πωρωμένοι. Δέν μποροῦσαν νά ἐκτιμήσουν ποιός ἦταν αὐτός πού τούς ἐπισκέφθηκε. Δέν ἤθελαν νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες τους. Στήν περίπτωσή τους εἶχε ἐφαρμογή ὁ λόγος πού εἶπε ὁ Κύριος στόν Νικόδημο· «αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς· ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα» (Ἰω 3,19). Οἱ Γαδαρηνοί ἔμειναν ἀσυγκίνητοι μπροστά στήν θαυμαστή θεραπεία τοῦ συνανθρώπου τους. Τούς ἀπασχολοῦσε περισσότερο ἡ οἰκονομική ζημία τήν ὁποία τούς προκάλεσε ἡ ἀπώλεια τῶν χοίρων. Ἔβαζαν τό ἄμεσο ὑλικό τους συμφέρον πάνω ἀπό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Τούς ἀναστάτωνε ἀκόμη καί ἡ σκέψη ὅτι μπορεῖ νά ἀλλάξουν τά σχέδια καί οἱ συνήθειές τους. Γι’ αὐτό, προτίμησαν νά φύγει ἀπό κοντά τους ὁ Χριστός παρά νά ἀλλάξει ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τους.
Ὁ Ἰησοῦς ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν, μπῆκε στό πλοῖο καί ἐπέστρεψε «εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν» (Μθ 9,1), τήν Καπερναούμ. Δέν ἐπιβάλλει ποτέ τήν παρουσία του ἀναγκαστικά. Σέβεται ἀπόλυτα τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Τήν ἴδια στάση παρήγγειλε νά κρατοῦν καί οἱ μαθητές του (βλ. Μθ 10,23).
8,38. Ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ’ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων.
Ὁ ἄνθρωπος πού ἀπαλλάχθηκε ἀπό τά δαιμόνια παρακαλεῖ τόν Ἰησοῦ νά τόν δεχθεῖ κοντά του, νά τόν πάρει μαζί του στίς ἱεραποστολικές περιοδεῖες του. Δέν ἤθελε νά ἀποχωρισθεῖ τόν θαυμαστό διδάσκαλο καί μεγάλο του εὐεργέτη. Φοβόταν ἴσως μήπως μακριά του κινδυνεύσει καί πάλι ἀπό τά δαιμόνια. Ἐπιθυμοῦσε, ἐξάλλου, νά τοῦ δείξει τήν εὐγνωμοσύνη του προσφέροντας τίς ὑπηρεσίες του. Ἡ στάση του θυμίζει ἐκείνη τῶν Σαμαρειτῶν, οἱ ὁποῖοι μετά τήν προσωπική γνωριμία τους μέ τόν Κύριο τόν παρακαλοῦσαν νά μείνει μαζί τους (βλ. Ἰω 4,40).
Ὁ Κύριος, ὡστόσο, δέν κράτησε τόν ἄνθρωπο αὐτόν κοντά του· δέν τόν πῆρε στόν κύκλο τῶν μαθητῶν του, διότι εἶχε ἄλλη ἀποστολή νά τοῦ ἀναθέσει. Ἡ φιλανθρωπία του φρόντισε ὥστε, ὅταν ὁ ἴδιος ἀποχώρησε ὅπως τοῦ τό ζήτησαν οἱ Γαδαρηνοί, νά μείνει πίσω του ἕνας ἔνθερμος κήρυκας. Τό πέρασμα τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τήν χώρα τῶν Γαδαρηνῶν δέν ἔμεινε ἄκαρπο. Σώθηκε μία ψυχή, πού θά θύμιζε ζωηρά τόν ἐρχομό του καί θά ἀποτελοῦσε ἕναν δριμύ ἔλεγχο ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι τόν ἔδιωξαν.
8,39. ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. Καὶ ἀπῆλθε καθ’ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.
Ὁ Ἰησοῦς «τύπον ἡμῖν ταπεινοφροσύνης διδοὺς... καὶ ἵνα πάντα πρὸς Θεὸν ἀναφέρωμεν τὰ κατορθώματα», ἀποστέλλοντας τόν θεραπευμένο πλέον δαιμονισμένο τοῦ λέγει διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεὸς καί ὄχι «ὅσα σοι ἐποίησα ἐγώ». Εἶναι ἀξιοσημείωτο ἐντούτοις ὅτι ὁ πρώην δαιμονισμένος κηρύττει ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.
Ὁ εὐεργετημένος ἄνθρωπος, πραγματικά, περιόδευσε καθ’ ὅλην τήν πόλιν, ἀλλά καί «ἐν τῇ Δεκαπόλει», ὅπως σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος (5,20). Ἡ Δεκάπολις ἐκτεινόταν ἀπό τήν Δαμασκό ὥς τήν Ἀραβία καί ἀπαρτιζόταν ἀπό δέκα πόλεις, στίς ὁποῖες συμπεριλαμβάνονταν καί τά Γάδαρα καί ἡ Γέρσα (ἤ Γέργεσα). Σέ ὅλη αὐτή τήν περιοχή, ὁ πρώην δαιμονισμένος διηγοῦνταν τό θαῦμα πού ἔζησε. Ἀπό τήν ἐμπειρία του κατέθετε αὐτό πού, ἀργότερα, ἔγραψε ὁ Ἰωάννης στήν πρώτη του ἐπιστολή· «ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου» (3,8). Τό κήρυγμά του -ἡ πιό εἰλικρινής ἔκφραση τῆς εὐγνωμοσύνης του- θά ἦταν ἀναμφίβολα πολύ δυνατό καί πειστικό· γιά ἐκείνους, βέβαια, πού δέν ἐπέμεναν νά κρατοῦν τήν καρδιά τους προσκολλημένη στά πάθη, στά... γουρούνια.
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Α΄, σελ. 349-359
Ἡ παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου
Μετά τήν ὀφειλόμενη ἀπάντηση στόν «μυκτηρισμό» τῶν φαρισαίων (βλ. στ. 14) ὁ Κύριος συνεχίζει τήν διδαχή του γιά τόν πλοῦτο μέ μία ἀκόμη παραβολή. ῾Η παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου παρουσιάζει ἐναργέστερα τήν ἀλήθεια πού ἀνέπτυξε ἡ προηγούμενη παραβολή, τοῦ φρονίμου οἰκονόμου (βλ. στ. 1-13). Μέ τρόπο παραστατικό τονίζει ὅτι ἀνάμεσα στήν ἐπίγεια καί στήν πέραν τοῦ τάφου ζωή ὑπάρχει σύνδεσμος ἀδιάρρηκτος, μία φυσική συνέχεια καί ἀπαρασάλευτη συνέπεια.
Εἰδικώτερα, προβάλλει τήν μεγάλη διαφορά ἀνάμεσα στόν κλῆρο τῶν πλουσίων, οἱ ὁποῖοι σπαταλώντας τά πλούτη τους ἀπολαμβάνουν σ᾿ αὐτή τήν ζωή πολυτέλεια καί ἡδονή, χωρίς νά φροντίσουν νά ἀποκτήσουν «φίλους ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας» (στ. 9), καί στόν κλῆρο τῶν φτωχῶν πού καρτερικά ὑπομένουν στερήσεις καί κακουχίες. Στήν παραβολή, ὅπως γενικά στήν Καινή Διαθήκη, οἱ λέξεις πλούσιος καί φτωχός δέν χρησιμοποιοῦνται μέ τήν κοινή, τήν κοινωνική ἔννοια, ἀλλά ἔχουν καί μία πνευματική χροιά. ῾Ο πλούσιος δέν κατέχει ἁπλῶς πολλά ἀγαθά, ἀλλά ἔχει ἐπικεντρώσει σ᾿ αὐτά τό ἐνδιαφέρον καί τόν σκοπό τῆς ζωῆς του ἀδιαφορώντας γιά τόν Θεό· εἶναι ὑλιστής. ᾿Αντίθετα, ὁ φτωχός μαζί μέ τήν ἔνδεια διαθέτει ἐπίσης μετριοφροσύνη καί ταπείνωση καί στηρίζει τήν ἐλπίδα του στόν Θεό· εἶναι εὐσεβής.
Χρησιμοποιώντας ἐκφράσεις ἀνθρωπομορφικές καί εἰκόνες ἀπό τήν φυσική ζωή ἡ παραβολή περιγράφει μέ τόν πιό ζωηρό, ἁπλό καί κατανοητό τρόπο τήν μεταφυσική πραγματικότητα, ὅπου ἀνατρέπεται τελείως τό σκηνικό τῆς παρούσης ζωῆς. ῾Ο πλούσιος πού ἐδῶ διαχειρίσθηκε τά πλούτη του φίλαυτα καί χωρίς φιλανθρωπία ἐκεῖ θά βασανίζεται αἰώνια, δίχως καμία ἐλπίδα σωτηρίας. ᾿Αντίθετα, ὁ φτωχός Λάζαρος πού ἀγόγγυστα ὑπέφερε τήν φτώχεια, τήν ἀρρώστεια, τήν καταφρόνια βρίσκει αἰώνια παρηγοριά, ἀνάπαυση καί δόξα στούς κόλπους τοῦ ᾿Αβραάμ.
῾Η παραβολή διαιρεῖται σέ δύο μέρη καί τό καθένα ἀπό αὐτά περιλαμβάνει δύο σκηνές. Τό πρῶτο μέρος διαδραματίζεται στήν γῆ. Προβάλλει τήν σκηνή τοῦ πλουσίου, πού ζῆ μέσα στήν πολυτέλεια καί στίς ἀπολαύσεις, καί τήν σκηνή τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου, πού μαστίζεται ἀπό τήν φτώχεια καί τήν ταλαιπωρία. Τό δεύτερο μέρος ἐκτυλίσσεται στήν μετά θάνατον πραγματικότητα. Παρουσιάζει ἀφενός τόν φτωχό Λάζαρο, πού ἀπολαμβάνει τήν δόξα τοῦ παραδείσου, καί ἀφετέρου τόν πλούσιο, πού ὑποφέρει τά βάσανα τῆς κόλασης.
Οἱ δύο σκηνές τοῦ πρώτου μέρους ἀπεικονίζουν τήν παροῦσα πραγματικότητα, γνωστή σέ ὅλους. Τοῦ δευτέρου μέρους οἱ σκηνές ἀφοροῦν στήν ζωή πέραν τοῦ τάφου, ἀπρόσιτη στήν ἀνθρώπινη γνώση. ῾Ο θεάνθρωπος Κύριος γνωρίζει τήν παροῦσα πραγματικότητα ὡς ἄνθρωπος, ἀλλά καί τήν μέλλουσα ὡς Θεός. Καί τίς δύο τίς γνωρίζει μέ ἀπόλυτη βεβαιότητα. Μόνον Αὐτός ἔχει πλήρη καί τέλεια γνώση τοῦ φυσικοῦ καί τοῦ μεταφυσικοῦ κόσμου καί καταθέτει τήν ἀξιόπιστη μαρτυρία του μέ ὅσα μᾶς ἀποκαλύπτει στήν παραβολή.
16,19. ῎Ανθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς.
Κάποιος ἄνθρωπος ἦταν πλούσιος. Σκόπιμα ὁ Κύριος ἀποσιωπᾶ τό ὄνομά του. ῾Ο ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας ἐφιστᾶ ἰδιαίτερα τήν προσοχή τοῦ ἀναγνώστη στήν λεπτομέρεια αὐτή· «᾿Επιτήρησον ἀκριβῶς τοῦ Σωτῆρος τοὺς λόγους, πολύ τι τὸ σοφὸν ἐμφαίνοντας». ῾Η ἀνωνυμία ὑποδηλώνει τήν ἀπαρέσκεια τοῦ Κυρίου γιά τόν «ἀφιλοικτείρμονα», τόν ἄσπλαγχνο πλούσιο ἀλλά καί γιά κάθε πλούσιο πού ἐπιδεικνύει τήν ἴδια ἄσπλαγχνη καί ἀθεόφοβη συμπεριφορά. Γιά τούς ἀνόμους, ἐξάλλου, λέει ὁ Θεός· «οὐ μὴ μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διὰ χειλέων μου» (Ψα 15,4). Γι᾿ αὐτό ὁ ᾿Ιησοῦς περιορίζεται νά πεῖ· ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος.
῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος σέ μία ἀπό τίς ἑπτά ὑπέροχες ὁμιλίες τίς ὁποῖες ἀφιερώνει στήν παραβολή αὐτή χαρακτηρίζει τόν πλούσιο ὡς ἑξῆς· «῎Ανθρωπος οὐκ ἔχων ἀνθρώπου καρπόν. ῞Οπου γὰρ πλοῦτος καὶ ἁρπαγαί, λύκος ὁ βλεπόμενος· ὅπου πλοῦτος καὶ θηριωδία, λέοντα ὁρῶ καὶ οὐκ ἄνθρωπον». Εἶχε χάσει τήν ἀνθρωπιά του ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος· κυνηγώντας τά πλούτη εἶχε καταντήσει θηρίο ἀνήμερο (πρβλ. Ψα 48,13. 21).
Τά πολυτελῆ ἐνδύματα τοῦ πλουσίου φανερώνουν τό μέγεθος τοῦ πλούτου του ἀλλά καί τήν κενοδοξία καί ἐπιδειξιομανία του· ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον. «Πορφύρα» λέγεται τό θαλάσσιο κοχύλι τοῦ ὁποίου ὁ χυμός χρησιμοποιήθηκε στήν ἀρχαιότητα γιά τήν βαφή ὑφασμάτων σέ κόκκινο χρῶμα. Στήν συνέχεια, ὀνομάστηκε ἔτσι καί τό ὕφασμα, κυρίως τό μάλλινο, πού ἦταν βαμμένο μέ τήν βαφή αὐτή καί οἱ χιτῶνες πού κατασκευάζονταν ἀπό αὐτό τό ὕφασμα. Τό πιό φημισμένο κέντρο παραγωγῆς πορφύρας ἦταν ἡ Τύρος τῆς Φοινίκης. Τίς πορφύρες φοροῦσαν ὡς ἐξωτερικό ἔνδυμα συνήθως μόνο οἱ βασιλιάδες καί οἱ ἄρχοντες, διότι ἦταν πανάκριβες.
«Βύσσος» ἦταν ἕνα εἶδος λιναριοῦ πού καλλιεργοῦνταν στήν Αἴγυπτο. ῎Ετσι ὀνομαζόταν, ἐπίσης, τό λεπτό, ἁπαλό καί πανάκριβο λινό ὕφασμα πού κατασκευαζόταν ἀπό τόν βύσσο. Εἶχε χρῶμα ὑποκίτρινο καί τό χρησιμοποιοῦσαν ὡς ἐσωτερικό ἔνδυμα οἱ βασιλεῖς καί οἱ πλούσιοι.
῾Η ἔκφραση εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς ἀπεικονίζει τήν μεγαλοπρέπεια καί τήν λαμπρότητα τῶν συμποσίων πού καθημερινά ἀπολάμβανε ὁ πλούσιος. Φαίνεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός μαζί μέ τά πλούτη εἶχε καί καλή ὑγεία καί εὐεξία καί εὐχέρεια, ὥστε νά μπορεῖ νά ἀπολαμβάνει τήν τρυφή τῶν συμποσίων. Κανένα πρόβλημα ἤ δυσκολία δέν ἀνέκοπτε τήν ἀπόλαυσή του. ῾Η κάθε ἡμέρα του κυλοῦσε ἀνέμελα καί, κατά τήν κοινή γνώμη τοῦ κόσμου, εὐτυχισμένα. Αὐτό ὅμως πού τελείως τοῦ διέφυγε ἦταν ἡ ἀνάγκη νά φροντίσει καί γιά τήν ψυχή του· «ἐνῶ, δηλαδή, καλοτάιζε τήν δούλη, τήν σάρκα του, ἄφηνε νά λιμοκτονεῖ ἡ ἀρχόντισσα ψυχή του», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
16,20. Πτωχὸς δὲ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος.
Σέ ἀντίθεση πρός τόν ἀνώνυμο πλούσιο ὁ φτωχός ἀναφέρεται «ὀνομαστί»36 . Εἶναι ἀσφαλῶς μία ἔνδειξη τιμῆς, διότι τά ὀνόματα τῶν δικαίων δέν λησμονοῦνται ἀλλά «ἐν βίβλῳ ζωῆς ἀπογράφονται» (πρβλ. Λκ 10,20· Φι 4,3· ῾Εβ 12,23· ᾿Απ 17,8· 20,12· 21,27).
Τό ὄνομα Λάζαρος, κοινότατο στούς ᾿Ιουδαίους, εἶναι ὁ ἐξελληνισμένος τύπος τοῦ ἑβραϊκοῦ ᾿Ελεάζαρ, πού σημαίνει «ὁ Θεός εἶναι βοηθός μου». ῾Ο ᾿Ιησοῦς δίνει στόν φτωχό ἄνθρωπο τῆς παραβολῆς αὐτό τό ὄνομα γιά νά δείξει ὅτι οἱ ταπεινοί φτωχοί τῆς γῆς στηρίζονται στόν Θεό. Λάζαρος ὀνομαζόταν καί ὁ φίλος τοῦ Κυρίου, ὁ ἀδελφός τῆς Μάρθας καί τῆς Μαρίας (βλ. ᾿Ιω 11,1-2), τόν ὁποῖο θά δοῦν ἀναστημένο οἱ φαρισαῖοι, χωρίς, ὡστόσο, νά πιστέψουν στόν Χριστό πού τόν ἀνέστησε. Νά χρησιμοποιεῖ ἄραγε ὁ Κύριος τό ὄνομα αὐτό ὡς προφητεία γιά τήν μέλλουσα ἀπιστία τους; Πάντως εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι σέ καμία ἄλλη παραβολή δέν δίνει ὀνόματα στά πρόσωπα ὁ Κύριος.
῾Ο φτωχός Λάζαρος ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα, ἦταν πεταμένος μπροστά στήν μεγάλη πύλη, στήν κύρια εἴσοδο ἀπό τήν ὁποία ἔμπαινε κανείς στό ἀρχοντικό τοῦ πλουσίου. ῾Η κατάστασή του ἦταν ἀξιοθρήνητη. Δέν βασανιζόταν μόνον ἀπό τήν φτώχεια καί τήν ἐγκατάλειψη. ῾Υπέφερε, ἐπιπλέον, ἀπό μία βαρειά ἀρρώστια ἡ ὁποία μάλιστα εἶχε γεμίσει τό σῶμα του μέ πληγές, ἦταν ἡλκωμένος καί, ἑπομένως, ἐντελῶς ἀνήμπορος νά κάνει μόνος του ὁ,τιδήποτε γιά νά ἀντιμετωπίσει τά βάσανά του.
Βαρύτερη ἀκόμη γινόταν ἡ θλίψη τοῦ Λαζάρου, διότι, ὅπως πολύ χαρακτηριστικά γράφει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἦταν ναυαγός μέσα στό λιμάνι, διψοῦσε ἀφόρητα πλάι στήν πηγή. Μαστιζόταν ἀπό μεγάλη φτώχεια, ἐνῶ βρισκόταν κοντά σέ ἕναν πάμπλουτο, ὁ ὁποῖος σπαταλοῦσε ἀλόγιστα τά πλούτη του σέ πολυτελῆ ἐνδύματα καί ἡδυπαθῆ συμπόσια! ῾Η ἀπαρηγόρητη θλίψη δίπλα στήν ἄλυπη χλιδή γίνεται πιό ὀδυνηρή· «ἱκανὸν τοῦτο σκοτῶσαι (=νά σκοτίσει) ψυχήν», καταθέτει ὁ μεγαλομάρτυρας μετά τούς διωγμούς, ὁ πολύπαθος ἅγιος Χρυσόστομος.
Περιγράφοντας τό μέγεθος τῶν συμφορῶν τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου ὁ ᾿Ιησοῦς ἔμμεσα στηλιτεύει τήν σκληροκαρδία τοῦ πλουσίου. Εἶχε τόσο κοντά του ἕναν ἄνθρωπο φτωχό, ἀνέστιο, πληγιασμένο, καί ὅμως ἔμενε ἀσυγκίνητος! Αὐτό βαρύνει μέ μεγαλύτερο κρίμα τήν ἀσπλαγχνία του. ῞Οποιος δέν νιώθει οἶκτο καί συμπάθεια γιά τόν συνάνθρωπό του πού πάσχει ἀπό πεῖνα καί ἀρρώστια μοιάζει μέ ἄλογο θηρίο, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος ᾿Αστέριος ᾿Αμασείας. ᾿Ενῶ ὁ ἄνθρωπος διαθέτει λογική καί συναίσθημα καί, ἐπιπλέον, πλάσθηκε καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ πανάγαθου Θεοῦ, ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς ἔμενε ἀσυμπαθής στίς τόσο ὀδυνηρές συμφορές οἱ ὁποῖες ἔπλητταν τόν συνάνθρωπο πού εἶχε δίπλα του!
16,21. καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ.
῾Η ἔσχατη πενία καί ἡ ἀνυπόφορη πεῖνα τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου ζωγραφίζεται ἀνάγλυφα στήν ἐπιθυμία του χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου. Λαχταροῦσε νά χορτάσει μέ τά ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπό τό τραπέζι τοῦ πλουσίου. ᾿Ενῶ παρακολουθοῦσε ἀπό κοντά τήν ζωή τοῦ πλουσίου πού κυλοῦσε μέσα στήν χλιδή καί στήν τρυφή, δέν φαίνεται νά ἐπιθύμησε τά πορφυρά πολυτελῆ ἐνδύματα ἤ τά ποικίλα ἑλκυστικά ἐδέσματα· ἐπιζητοῦσε μόνον ὅ,τι τοῦ ἦταν ἀναγκαῖο.
᾿Ακόμη ζωηρότερα προβάλλει τό οἰκτρό κατάντημα τοῦ Λαζάρου ἡ πληροφορία· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. ῏Ηταν τόση ἡ ἀνημποριά του, ὥστε δέν εἶχε οὔτε τήν δύναμη νά ἀπομακρύνει τά σκυλιά πού τόν πλησίαζαν καί ἔγλυφαν τίς πληγές του· ἦταν ἕνας ζωντανός νεκρός! Καί πόσο θά ὄξυνε τόν πόνο του τό γεγονός ὅτι τά σκυλιά τοῦ φέρονταν πιό συμπονετικά ἀπό τόν ἄσπλαγχνο πλούσιο! ᾿Εκεῖνα πλησίαζαν τόν ταλαίπωρο Λάζαρο καί ἴσως τόν ἀνακούφιζαν κάπως γλείφοντας μέ τήν γλῶσσα τους τίς πληγές του. Τί οἰκτρό θέαμα!
῾Ωστόσο, ὁ φτωχός Λάζαρος δέν ἐμφανίζεται πουθενά στήν παραβολή νά γογγύζει, νά ἀγανακτεῖ καί νά κακολογεῖ τόν πλούσιο ἤ νά μέμφεται τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πρέπει ἰδιαίτερα νά προσεχθεῖ. ῎Αν ἦταν δύσκολο νά σωθεῖ ὁ πλούσιος μέσα στήν ἄνεση καί στήν καλοπέρασή του, δέν ἦταν καί γιά τόν φτωχό εὔκολο νά ἀποφύγει τήν ἀγανάκτηση, τήν στενοχώρια, τόν γογγυσμό πού προκαλεῖ ἡ καταφρόνια καί ἡ στέρηση. Γιά πολλούς ἡ φτώχεια ἀποδείχθηκε κακός σύμβουλος. ῎Οχι ὅμως γιά τόν φτωχό Λάζαρο. Αὐτός ἀποτελεῖ τό ὑπόδειγμα τοῦ φτωχοῦ ἀνθρώπου πού ἀντιμετωπίζει μέ καρτερία καί μακροθυμία τίς θλίψεις (πρβλ. ᾿Ια 5,7-11). ᾿Ακριβῶς ἡ ὑπομονή του στά βάσανα καί ἡ ἐμπιστοσύνη του στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τόν ὁδήγησαν στήν σωτηρία, στήν αἰώνια ἀνάπαυση καί δόξα.
16,22. ᾿Εγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη.
῾Ο θάνατος ἔφερε τήν λύτρωση τοῦ Λαζάρου ἀπό τά βάσανα. Δέν γίνεται λόγος γιά τήν ταφή του, διότι σίγουρα δέν τοῦ ἔκαναν τιμητική κηδεία, ὅπως στόν πλούσιο. ῎Ετσι ὅπως τόν εἶχε καταντήσει ἡ ἀσθένειά του, πληγιασμένο καί ἀποκρουστικό, δέν ἀποκλείεται νά τόν ἔθαψαν κάπου μακριά ἀπό τήν πόλη, ὥστε νά μήν καταστεῖ ἑστία μολύνσεως.
Περνοῦμε ἤδη στό δεύτερο μέρος τῆς παραβολῆς καί προβάλλει μπροστά μας ἡ πρώτη σκηνή τοῦ μέρους αὐτοῦ, ὁ Λάζαρος στήν μετά θάνατον πραγματικότητα· ᾿Ενῶ τό νεκρό σῶμα τοῦ φτωχοῦ ἐπαίτη δέν εἶχε κανέναν στήν γῆ νά τό προπέμψει, ἡ ψυχή του ὁδηγήθηκε στόν παράδεισο μέ τιμητική συνοδεία ἀγγέλων· ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ. ῎Ελαβε ὁ φτωχός Λάζαρος τό βραβεῖο γιά τήν ὑπομονή του, τόν καρπό τῆς κακοπάθειάς του, τό στεφάνι γιά τήν φτώχεια πού μέ θαυμαστή καρτερία ἀντιμετώπισε.
Παραβάλλοντας τόν θάνατο τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου μέ τόν θάνατο τοῦ ἄφρονος πλουσίου (Λκ 12,20) ὁ ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ· «Σάν αἰχμάλωτο ἔσερναν οἱ ἄγγελοι τόν ἄφρονα πλούσιο, ἐνῶ τόν φτωχό Λάζαρο τόν περιστοίχιζαν ὡς νικητή».
῾Ο παράδεισος δηλώνεται μέ τήν ἔκφραση εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ. «Κόλπος» λέγεται τό μέρος τοῦ σώματος πού εἶναι ἀνάμεσα στούς δύο βραχίονες, τό στῆθος, ὁ κόρφος. «Εἶμαι στόν κόλπο κάποιου» σημαίνει ὅτι βρίσκομαι σέ πολύ στενή σχέση μέ κάποιον, ἑπομένως κοινωνῶ καί στήν εὐτυχία του. Στήν παραβολή ὁ Κύριος ὀνομάζει τόν παράδεισο «κόλπο τοῦ ᾿Αβραάμ», γιά νά δείξει ὅτι αἰτία γιά τήν καταδίκη τοῦ πλουσίου δέν εἶναι τά πλούτη ἀλλά ἡ ἀσπλαγχνία του. Πλούσιος ἦταν καί ὁ ᾿Αβραάμ ἀλλά μέ τήν εὐσπλαγχνία καί τήν φιλοξενία του, καρπούς τῆς μεγάλης πίστεώς του, εἰσῆλθε στόν παράδεισο· μέ τό δικό του ὄνομα μάλιστα ὀνομάζεται ὁ παράδεισος.
Θεολογώντας ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής θεωρεῖ τούς κόλπους τοῦ ᾿Αβραάμ σύμβολο τοῦ ἐπιφανέντος Θεοῦ, τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Αὐτός χορηγεῖ στούς πιστούς κάθε ἀγαθό καί ἡ παρουσία του ἀποτελεῖ τήν αἰώνια μακαριότητα, τήν «χώρα τῶν ζώντων», ὅπου βρίσκουν ἀνάπαυση καί δόξα οἱ ψυχές τῶν δικαίων.
῞Οπως ὁ φτωχός ἔτσι καί ὁ πλούσιος κατέληξε στόν θάνατο. Γιά τόν θάνατό του σημειώνεται· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. Τά πλούτη του φάνηκαν ἀνίσχυρα νά παρατείνουν τήν ζωή του. Θά τοῦ ἔγινε προφανῶς μεγαλόπρεπος ἐνταφιασμός, ἀλλά δέν τοῦ πρόσφερε ἀπολύτως τίποτε. ῎Επεσε ἡ αὐλαία καί βρέθηκε ξαφνικά σέ ἕνα σκηνικό τελείως διαφορετικό.
Σχολιάζει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Χρυσόστομος· «Μή προσπερνᾶς ἀδιάφορα τό “ἐτάφη”, ἀγαπητέ μου. ᾿Εδῶ νά σκεφθεῖς τά τραπέζια τά ἐπιχρυσωμένα, τίς κλίνες, τούς τάπητες, τά σκεπάσματα, ὅλα τά ἄλλα πού γέμιζαν τό σπίτι του, τά μύρα, τά ἀρώματα, τό πολύ κρασί, τίς ποικιλίες τῶν ἐδεσμάτων, τά καρυκεύματα, τούς μαγείρους, τούς κόλακες, τούς ἀκολούθους, τούς ἱκέτες, ὅλη τήν ἄλλη ἐπίδειξη, πού ἔσβησε καί καταμαράθηκε. ῞Ολα στάχτη, ὅλα τέφρα καί σκόνη, θρῆνοι καί ὀδυρμοί, χωρίς κανείς νά μπορεῖ πλέον νά βοηθήσει, οὔτε νά ἐπαναφέρει τήν ψυχή πού ἔφυγε... ᾿Ανάμεσα ἀπό τόσο προσωπικό, γυμνός καί μόνος μεταφερόταν. Τίποτε ἀπό τήν τόσο μεγάλη εὐπορία του δέν μποροῦσε νά μεταφέρει ἀπό ἐδῶ, ἀλλά ἀπομακρυνόταν ἔρημος καί ἀπροστάτευτος. Δέν ἦταν παρών κανείς ἀπό τούς ὑπηρέτες, κανείς πού νά τόν βοηθήσει καί νά τόν γλυτώσει ἀπό τήν κόλαση καί τήν τιμωρία. ᾿Αποσπάσθηκε ἀπό ὅλους ἐκείνους καί παραλήφθηκε μόνο γιά νά ὑποστεῖ τίς ἀφόρητες τιμωρίες».
Τραγική ἡ τελευταία σκηνή τῆς παραβολῆς καί ἐντελῶς διαφορετική ἀπό τήν προηγούμενη. ᾿Ενῶ ὁ τυραννισμένος Λάζαρος ἀπολαμβάνει, ὁ ἁβροδίαιτος πλούσιος βασανίζεται. ᾿Εδῶ εἶναι ὅλα ἀντίθετα ἀπό τά περιστατικά τῆς ἐπί γῆς ζωῆς του.
16,23. Καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν ᾿Αβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ.
᾿Από τήν πολυτέλεια καί τήν καλοπέραση τοῦ ἀρχοντικοῦ του ὁ πλούσιος βρέθηκε ἐν τῷ ᾅδῃ. ῾Ο ἅδης, τό ἑβραϊκό «σεώλ», εἶναι ἡ περιοχή τοῦ κάτω κόσμου, τό βασίλειο τῶν νεκρῶν. ᾿Εκεῖ σάν σέ φρούριο ἰσχυρό κρατοῦσε ὁ θάνατος φυλακισμένους τούς ἀπ᾿ αἰῶνος νεκρούς, δικαίους καί ἀδίκους. Αὐτό τό φρούριο θά συντρίψει ὁ Κύριος ὅταν μέ τόν θάνατό του θά κατεβεῖ στόν χῶρο τοῦ ἅδη καί θά ἀναστηθεῖ.
῾Ο θάνατος ἅρπαξε καί μετέφερε τόν πλούσιο τῆς παραβολῆς σ᾿ ἐκεῖνον τόν κόσμο τόν ὁποῖο ἠθελημένα ἀγνοοῦσε, ὅταν ζοῦσε καί προφανῶς τόν περιφρονοῦσε σάν νά ἦταν ἕνα εὐφάνταστο παραμύθι. ᾿Εμπειρικά πλέον διαπίστωσε ὅτι ἡ ψυχή δέν πεθαίνει μαζί μέ τό σῶμα, ἀλλά ὅποιος δέν ἐκμεταλλεύθηκε σωστά τόν χρόνο τῆς ἐπίγειας ζωῆς του ὑποφέρει ἀφόρητα.
᾿Ενῶ βασανιζόταν ὁ πλούσιος, σήκωσε κάποια στιγμή τά μάτια του ἀναζητώντας βοήθεια. Κοντά του δέν βρισκόταν κανείς. Διέκρινε ὅμως ἀπὸ μακρόθεν, ἀπό μακριά τόν ᾿Αβραάμ καί στήν ἀγκαλιά του εὐτυχισμένο τόν Λάζαρο. ῞Οπως ἀκριβῶς γινόταν ὀδυνηρότερο τό βασανιστήριο τοῦ φτωχοῦ καθώς ἦταν ριγμένος μπρός στήν πύλη τοῦ πλουσίου καί ἔβλεπε τά ξένα ἀγαθά, ἔτσι ὀδυνηρότερη γίνεται ἡ τιμωρία τοῦ πλουσίου καθώς ἀντικρύζει ὅσα ἀπολαμβάνει ὁ περιφρονημένος Λάζαρος.
16,24. Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ ᾿Αβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ.
῎Εχοντας συναίσθηση τῆς ἀπάνθρωπης συμπεριφορᾶς του πρός τόν Λάζαρο ὁ πλούσιος δέν τολμᾶ νά ἀπευθυνθεῖ σ᾿ αὐτόν. Πιθανόν νά νομίζει -κρίνοντας ἐξ ἰδίων- ὅτι ὁ περιφρονημένος ἔτρεφε ἐναντίον του κάποια μνησικακία, ὑποθέτει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. ᾿Απευθύνεται στόν ᾿Αβραάμ καί μάλιστα φωνάζοντας δυνατά, φωνήσας, καί διότι ἦταν πολύ μεγάλη ἡ ἀπόσταση ἀνάμεσά τους καί διότι ἔτσι ἐκφράζει τόν ἀβάσταχτο πόνο του. Προφανῶς ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς ἦταν ᾿Ιουδαῖος. Γι᾿ αὐτό ἀναγνωρίζοντας -παρά τήν ἀπόσταση- τόν ᾿Αβραὰμ τόν προσφωνεῖ πάτερ.
Σύντομα ἀλλά πολύ ἐκφραστικά ἀποδίδεται ἡ ὀδύνη τοῦ πλουσίου· ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. ῾Ικετεύει τόν πατριάρχη νά τόν λυπηθεῖ, ἐνῶ ὁ ἴδιος, βέβαια, δέν ἔδειξε ἐλάχιστη συμπόνια στήν ζωή του! Περνώντας ὅμως στήν αἰωνιότητα ἔπεσαν τά προσωπεῖα καί ἄλλαξαν ἀπότομα οἱ ρόλοι. Αὐτός πού ἄλλοτε ντυνόταν στό χρῶμα τῆς φωτιᾶς μέ τά πορφυρά του ἐνδύματα, τώρα εἶναι κυκλωμένος ἀπό πύρινες φλόγες! Αὐτός πού ἀπολάμβανε λαμπρά συμπόσια, ἐπιθυμεῖ ἔστω καί μία σταγόνα νά δροσίσει τήν γλῶσσα του! Αὐτός πού ἔρριχνε περιφρονητικό τό βλέμμα του στόν φτωχό Λάζαρο, τόν παραπεταμένο στήν πύλη του, τώρα τόν ἀποζητᾶ μέ ἀγωνία νά ἀνακουφίσει μέ τήν ἄκρη τοῦ δακτύλου του, ἔστω καί γιά κλάσμα δευτερολέπτου, τόν ἀφόρητο πόνο του! ῾Ο λόγος τῆς Γραφῆς προειδοποιεῖ· «ἡ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος» (᾿Ια 2,13)!
Σχολιάζοντας τήν ἀλλαγή πού ἐπῆλθε στήν ζωή τοῦ πλουσίου ὁ ἅγιος Χρυσόστομος σημειώνει· «Φύλλα ἦν· χειμὼν κατέλαβε, καὶ πάντα ἐξηράνθη· ὄναρ ἦν· ὡς δὲ ἡμέρα ἐγένετο, ἀπῆλθε τὸ ὄναρ· σκιὰ ἦν· ἦλθεν ἡ ἀλήθεια, καὶ παρέδραμεν ἡ σκιά». ῾Η ἐπίγεια ζωή μοιάζει μέ φύλλα πού ξηραίνονται ἀπό τήν χειμωνιά τοῦ θανάτου· μέ ὄνειρο πού χάνεται σάν φθάσει τό ξημέρωμα· μέ τήν σκιά πού ἐξαφανίζεται, ὅταν λάμψει ἡ ἀλήθεια τῆς αἰωνιότητος.
῾Η φρίκη τῆς κολάσεως ἀποδίδεται στήν παραβολή μέ τήν εἰκόνα τῆς φωτιᾶς. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι στήν κόλαση θά ὑπάρχουν πύρινες φλόγες. ᾿Αποδίδει ὅμως ἡ φωτιά τήν τραγικότητα τοῦ κολασμένου ἡ ὁποία, βέβαια, θά λειτουργεῖ μεταφορικά στήν πνευματική συχνότητα.
16,25. Εἶπε δὲ ᾿Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι.
Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ ᾿Αβραάμ δέν ἐπιπλήττει τόν ἄσπλαγχνο πλούσιο, δέν τοῦ μιλᾶ μέ γλῶσσα αὐστηρή ἀλλά μέ πραότητα καί τρυφερότητα προσφωνώντας τον τέκνον. ᾿Ηχεῖ ὅμως πιό ἀποκαρδιωτική ἡ ἀπάντησή του, διότι παρά τήν καλωσύνη του καί παρ᾿ ὅτι δέν ἀρνήθηκε τήν συγγένεια μαζί του, δέν τοῦ δίνει καμία ἐλπίδα. Δέν πρόκειται οὔτε ἐλάχιστα νά καταπραΰνει τόν πόνο του, καί αὐτό τό παρουσιάζει ὡς κάτι φυσικό καί δίκαιο. Τόν προτρέπει νά θυμηθεῖ τήν ἐπίγεια ζωή του, τήν ἀνάμνηση τῆς ὁποίας φαίνεται ὅτι διατηροῦν οἱ κολασμένοι· μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι.
Τό ρῆμα «ἀπολαμβάνω» σημαίνει «λαμβάνω κάτι ὡς ἀνταμοιβή». ᾿Ακόμη καί ἄν ἐπικαλεσθεῖ ὁ πλούσιος κάποιες καλές του πράξεις, ἤδη μέ τήν πληθώρα τῶν ἀγαθῶν πού ἀπήλαυσε στήν ἐπίγεια ζωή ἔλαβε τήν ἀμοιβή του (πρβλ. Β´ Θε 1,5-10). Καί ὁ φτωχός Λάζαρος, ἄν ἔπεσε σέ κάποια παραπτώματα, μέ ὅσες συμφορές ὑπέμεινε ξεπλήρωσε τό χρέος του πρίν περάσει τό κατώφλι τοῦ θανάτου.
῾Ο πλούσιος ἔρχεται ἀντιμέτωπος μέ τήν σκληρή καί ὠμή πραγματικότητα. Αὐτά πού ἐκτιμοῦσε ὡς ἀγαθά δέν ἔχουν καμία ἀξία πέραν τοῦ τάφου. Καί ἐπειδή ἀκριβῶς τά θεωροῦσε δικά του, καί δέν σκέφθηκε ὅτι ὁ Θεός τοῦ τά ἔδωσε μέ σκοπό νά τά διαχειριστεῖ σωστά, θά ὑποφέρει αἰώνια. ᾿Αντίθετα, οἱ συμφορές τοῦ Λαζάρου τελείωσαν μέ τόν θάνατό του, καί αἰώνια θά ἀναπαύεται.
᾿Από τόν διάλογο αὐτό συνάγεται καί ἕνα ἀκόμη συμπέρασμα, πού ἰδιαίτερα θά δυσαρέστησε τούς ᾿Ιουδαίους οἱ ὁποῖοι ἄκουσαν τήν παραβολή. ῾Η συγγένεια μέ τόν ᾿Αβραάμ, γιά τήν ὁποία τόσο κόπτονταν, δέν ἀποτελεῖ ἐγγύηση γιά τήν εἴσοδο στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ῾Ο καθένας θά κριθεῖ ἀνάλογα μέ τά ἔργα του (βλ. Ρω 2,6· Β´ Κο 5,10· ᾿Απ 20,12). Μόνη της ἡ περιτομή δέν ἐξασφαλίζει τήν σωτηρία, ὅπως ἤθελαν νά ἰσχυρίζονται οἱ ᾿Ιουδαῖοι.
16,26. καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν.
῾Ο πατριάρχης ᾿Αβραάμ ἀναφέρει καί ἕναν πρόσθετο λόγο γιά τόν ὁποῖο εἶναι ἀδύνατο νά βοηθήσει τόν δυστυχισμένο πλούσιο. ῾Υπάρχει χάσμα, καί μάλιστα μεγάλο, ὥστε νά εἶναι ἀδύνατη ἡ διάβαση ἀπό τήν κόλαση πρός τόν παράδεισο καί ἀντίστροφα. Μέ μία ἀκόμη εἰκόνα ἀπό τήν φυσική ζωή ὁ Κύριος ρίχνει φῶς στήν πραγματικότητα πέρα ἀπό τόν τάφο. Τό ἀγεφύρωτο χάσμα δηλώνει ὅτι ἡ κατάσταση μετά τόν θάνατο θά εἶναι ἀμετάβλητη· «μετανοίας καιρὸς οὐκ ἔτι ὑμῖν ὑπελέλειπτο», τονίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
Δέν ὑπάρχουν στόν ἅδη περιθώρια γιά μετάνοια καί στήν κόλαση ἡ τιμωρία θά εἶναι ἀνελέητη. ᾿Επιπλέον, καμία ἐπικοινωνία δέν θά ὑπάρχει μεταξύ δικαίων καί ἀδίκων. Αὐτό εἶναι «τὸ ἀνεπιχείρητον (= ἀμετάκλητο) πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ» τό ὁποῖο κατά τόν Ζιγαβηνό «δίκην χάσματος» βρίσκεται μεταξύ τῶν δύο καταστάσεων τῆς μετά θάνατον πραγματικότητος.
16,27-28. Εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου.
Τίποτε δέν ἔχει νά ἀντιτάξει ὁ πλούσιος στήν ἀπάντηση τοῦ ᾿Αβραάμ. Τό γνωρίζει πλέον καλά ὅτι εἶναι ἀναπολόγητος. Καμία δικαιολογία δέν μπορεῖ νά ἐλαφρύνει τήν θέση του. Γι᾿ αὐτό, προχωρεῖ σέ μία ἄλλη παράκληση· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς. Ζητᾶ χάρη ὄχι γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά γιά τούς ἀδελφούς του. ᾿Αξιώνει νά ἐπιτελεσθεῖ ἕνα θαῦμα· νά ἀναστηθεῖ ὁ Λάζαρος καί νά σταλεῖ στό πατρικό ἀρχοντικό, ὥστε τά πέντε ἀδέλφια του, πού γνώριζαν τήν ἐλεεινή κατάσταση τοῦ ἄλλοτε πάμφτωχου καί πληγιασμένου ἀνθρώπου, νά τόν δοῦν ὑγιῆ καί δοξασμένο καί νά πεισθοῦν γιά τήν ζωή μετά τόν θάνατο. Πιστεύει ὅτι μέ ἕνα τόσο φοβερό σημεῖο τά ἀδέλφια του θά ὁδηγηθοῦν στήν ὀρθή πίστη καί θά γλυτώσουν τά βασανιστήρια τῆς κολάσεως. ᾿Εντούτοις, ὁ Θεός δέν χρησιμοποιεῖ τρόπους ἐκφοβισμοῦ γιά νά ἀναγκάσει τούς ἀνθρώπους νά πιστέψουν. ῏Ηταν, ἐξάλλου, ἄκριτο καί ἀσεβές ἀπό μέρους τοῦ πλουσίου νά ὑποδεικνύει τρόπους πειθοῦς καί σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, σάν νά μήν εἶχε προνοήσει ἤδη ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
16,29-31. Λέγει αὐτῷ ᾿Αβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. ῾Ο δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ ᾿Αβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. Εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.
῾Η ἀπάντηση τοῦ ᾿Αβραάμ στήν τελευταία ἀξίωση τοῦ πλουσίου εἶναι· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. ᾿Αγαπᾶς ἐσύ περισσότερο τούς ἀδελφούς σου ἀπό τόν Θεό πού τούς ἔπλασε; Αὐτός «μυρίους ἐπέστησεν διδασκάλους», γιά νά τούς δείξουν τόν δρόμο γιά τήν σωτηρία.
᾿Εφόσον οἱ ᾿Ιουδαῖοι διδάσκονταν στίς συναγωγές τους τόν μωσαϊκό νόμο καί τά συγγράμματα τῶν προφητῶν, ἦταν σάν νά εἶχαν ἀνάμεσά τους τούς ἁγίους ἐκείνους ἄνδρες. ῎Αν ἄκουγαν μέ προσοχή τά θεόπνευστα κηρύγματά τους, θά πληροφοροῦνταν τήν ἀλήθεια γιά τήν μεταφυσική πραγματικότητα καί θά ὁδηγοῦνταν στήν μετάνοια. ῾Υπάρχουν στήν Παλαιά Διαθήκη ὄχι μόνον ἀρκετοί ὑπαινιγμοί ἀλλά καί μαρτυρίες γιά τήν μετά θάνατον ζωή καί τήν ἀνταπόδοση τῶν πράξεων.
῾Ο πλούσιος ἐκφράζει μία ἔνσταση, τήν ὁποία ἐπικαλοῦνται πολλοί οἱ ὁποῖοι στό βάθος τους δέν θέλουν νά πιστεύσουν· ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν, ἄν ἐμφανισθεῖ ἀναστημένος κάποιος ἀπό τούς νεκρούς, τότε μόνον οἱ ἄπιστοι θά μετανοήσουν.
῾Η ἀπάντηση, ὡστόσο, πού λαμβάνει εἶναι ἀποστομωτική· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται, ἐφόσον ἀπορρίπτουν τήν μαρτυρία τῆς θεόπνευστης Γραφῆς, δέν πρόκειται νά πεισθοῦν νά μετανοήσουν, ἀκόμη κι ἄν κάποιος νεκρός ἀναστηθεῖ. Τήν ἰσχύ τοῦ λόγου αὐτοῦ ἀπέδειξε περίτρανα ἡ ἀμετανοησία τῶν ᾿Ιουδαίων. Εἶδαν ἀναστημένο τόν ἄλλο Λάζαρο, τόν φίλο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἀντί νά μετανοήσουν, σχεδίαζαν πῶς νά τόν θανατώσουν (βλ. ᾿Ιω 12,10). ᾿Αργότερα, ἔμαθαν γιά τήν ἀνάσταση τοῦ ᾿Ιησοῦ ἀπό τούς ἴδιους τούς φρουρούς τοῦ τάφου του, καί ἀντί νά μετανοήσουν, ἔσπευσαν νά διαδώσουν ψευδεῖς πληροφορίες (βλ. Μθ 28,11-14).
Τά θαύματα, πού τόσο τά ἐπιζητοῦν οἱ ἄπιστοι, δέν ὁδηγοῦν στήν πίστη. ᾿Εντυπωσιάζουν, δέν ἀποκαλύπτουν τίποτε γιά τό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Αντίθετα τό κήρυγμα τῆς θεόπνευστης Γραφῆς ἀνοίγει ἕνα παράθυρο μέσα ἀπό τό ὁποῖο βλέπει ὁ πιστός τά μετά θάνατον. Οἱ πιστοί ἐνισχύονται στήν πίστη ἀπό τά θαύματα πού ἐπιτελεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ· οἱ ἄπιστοι θά βροῦν τρόπους νά τά ὑπονομεύσουν ἤ σύντομα θά καταχωνιάσουν τίς πρῶτες ἰσχυρές ἐντυπώσεις στήν λήθη, ὥστε νά μήν ἐπέλθει καμία ἀλλαγή στήν ζωή τους.
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Β΄, σελ. 359-373
῾Η παραβολή τοῦ σπορέως (Λκ 8,4-15)
῾Η παραβολή τοῦ σπορέως ἀνήκει στίς «παραβολές τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ»· εἶναι ὀκτώ παραβολές, πού στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο εἰσάγονται μέ τήν ἔκφραση «ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (13,1-52). ῾Ο εὐαγγελιστής Μᾶρκος παραθέτει ὁρισμένες ἀπό αὐτές (4,1-32) καί ὁ Λουκᾶς ἐπίσης ἀναφέρει μερικές σποραδικά. Τήν πρώτη ἀπό τίς παραβολές τῆς βασιλείας ἐξιστορεῖ ἐδῶ.
8,4. Συνιόντος δὲ ὄχλου πολλοῦ καὶ τῶν κατὰ πόλιν ἐπιπορευομένων πρὸς αὐτὸν εἶπε διὰ παραβολῆς.
῾Ο Κύριος βρισκόταν «παρὰ τὴν θάλασσαν» (Μθ 13,1· Μρ 4,1), στήν παραλία τῆς λίμνης τῆς Γαλιλαίας. ᾿Εκεῖ συγκεντρώθηκε πλῆθος λαοῦ, προερχόμενο ἀπό διάφορες πόλεις. ῏Ηταν πολλοί πού εἶχαν ἀκούσει τόν ᾿Ιησοῦ νά κηρύττει στόν τόπο τους καί λαχταροῦσαν νά ξανακούσουν τήν διδασκαλία του, κι ἄλλοι πάλι πού πληροφορούμενοι τήν φήμη του δέν ἄντεχαν νά περιμένουν, ὥσπου νά φθάσει στά δικά τους μέρη, καί ἔτρεχαν νά τόν γνωρίσουν. Τό πλῆθος αὐτό τοῦ ἔδωσε ἀφορμή νά μιλήσει -μέ τόν πιό εὔληπτο καί παραστατικό τρόπο, διὰ παραβολῆς- γιά τήν ποικίλη ἐπίδραση τοῦ θείου λόγου στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων.
Τό σκηνικό αὐτῆς τῆς διδασκαλίας μᾶς τό παρουσιάζουν οἱ ἄλλοι συνοπτικοί εὐαγγελιστές (βλ. Μθ 13,2· Μρ 4,1). Τό ἀκροατήριο στεκόταν στήν ἀκρογιαλιά καί ὁ ᾿Ιησοῦς, ὅπως καί ἄλλοτε (βλ. Λκ 5,3), φροντίζοντας νά μήν ἀφήνει κανέναν πίσω ἀλλά νά τούς βλέπει ὅλους μπροστά του κατά τήν ὥρα τῆς διδασκαλίας, ἀνέβηκε σέ ἕνα ψαροκάικο. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος δίνει τήν αἰώνια διάσταση τῆς παράδοξης αὐτῆς εἰκόνας· «κάθηται παρὰ τὴν θάλασσαν, ἁλιεύων καὶ σαγηνεύων τοὺς ἐν τῇ γῇ».
8,5-8. ᾿Εξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. Καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό· καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. Ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.
῾Η παραβολή παρουσιάζει τήν ἁπλή εἰκόνα τοῦ γεωργοῦ πού βγῆκε νά σπείρει τό χωράφι του. ᾿Από τό σακκί του, τό κρεμασμένο στόν ὦμο, πῆρε ἁπλόχερα σπόρο καί τόν ἔρριξε στό χωράφι. Μερικοί σπόροι ὅμως ξέφυγαν παρὰ τὴν ὁδόν. ᾿Ανάμεσα στά χωράφια ὑπῆρχαν μονοπάτια γιά νά περνοῦν οἱ διαβάτες. Οἱ σπόροι πού ἔπεσαν δίπλα σέ ἕνα τέτοιο μονοπάτι καταπατήθηκαν ἀπό τούς περαστικούς καί κάποιους τούς ἔφαγαν τά πουλιά. ῎Αλλοι σπόροι ἔπεσαν ἐπὶ τὴν πέτραν. ῾Η λέξη «πέτρα» στήν γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης, καί γενικά στήν ἀρχαία ἑλληνική, σημαίνει «βράχος»· ἡ φορητή πέτρα ὀνομάζεται «λίθος». Στήν Παλαιστίνη ὑπάρχουν περιοχές ὅπου τό ἔδαφος ἀποτελεῖται ἀπό ἕνα συνεχές πέτρινο στρῶμα, μέ ἐλάχιστο χῶμα στήν ἐπιφάνεια. ῞Οσοι σπόροι βρέθηκαν σέ τέτοιο ἔδαφος πετρῶδες (βλ. Μθ 13,5· Μρ 4,5) φύτρωσαν ἀμέσως, ἀλλά ἐπειδή δέν μποροῦσε ἡ ρίζα τους νά προχωρήσει βαθειά καί νά βρεῖ ἰκμάδα, δηλαδή τήν ἀπαραίτητη ὑγρασία, πολύ γρήγορα τά φυτά ξεράθηκαν. Μερικοί σπόροι, τέλος, ἔπεσαν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν. Βλάστησαν, ἀλλά πνίγηκαν ἀπό τά ἀγκάθια, διότι εἶναι ἰσχυρότερα καί ἀναπτύσσονται μέ μεγαλύτερη ταχύτητα.
῾Ο Κύριος μέ τήν παραβολή τοῦ σπορέως προγυμνάζει τούς μαθητές του καί τούς διδάσκει νά μή χάνουν τό θάρρος τους, κι ὅταν ἀκόμη παραμένουν ἄκαρποι οἱ περισσότεροι ἀπό ἐκείνους πού ἀκοῦν τό κήρυγμά τους. «Τό ἴδιο συνέβη καί στόν Κύριο», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «κι ὅμως ἐκεῖνος, ἐνῶ ὅλα τά γνώριζε ἐκ τῶν προτέρων, δέν ἀπέφυγε τό κοπιαστικό ἔργο τῆς σπορᾶς». ᾿Αντίθετα, πρόσφερε ἄφθονο τόν λόγο του σέ ὅλους, ὅποιο κι ἄν ἦταν τό χωράφι τῆς καρδιᾶς τους.
Προκύπτει, βέβαια, ἕνα εὔλογο ἐρώτημα· Τί θά μποροῦσε, λοιπόν, νά περιμένει ὁ γεωργός πού ἔρριξε τούς σπόρους του στόν δρόμο, σέ ἔδαφος πετρῶδες ἤ στά ἀγκάθια; Στήν φυσική σπορά, βέβαια, τίποτα· στήν πνευματική ὅμως πολλά. Θεωρεῖ ἀδικαιολόγητο, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, τόν σποριά τῆς γῆς, ὅταν ἀπό ἀπροσεξία του ἀφήνει νά χαθοῦν τόσοι σπόροι. Χαρακτηρίζει ὅμως ἀξιέπαινο τόν σποριά τῶν θείων διδαγμάτων, ὅταν δέν ἀπορρίπτει καμία ψυχή, καί ἀφειδώλευτα σκορπᾶ τόν θεῖο λόγο. Διότι εἶναι δυνατόν μία καρδιά πού εἶναι σάν τόν δρόμο ἤ πετρώδης ἤ γεμάτη ἀγκάθια νά μεταβληθεῖ καί νά γίνει γόνιμη μέ τήν μετάνοια (βλ. ᾿Ιζ 36,26).
Τέλος, οἱ ὑπόλοιποι σπόροι ἔπεσαν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, σέ ἔδαφος καλό, κατάλληλο γιά τήν ἀνάπτυξή τους. Φύτρωσαν, πράγματι, καί ἔδωσαν πολύ καρπό, ἑκατονταπλασίονα. Δέν εἶναι ὑπερβολικός ὁ λόγος. Σέ πολλά μέρη τῆς Παλαιστίνης ἀλλά καί σέ ἄλλες περιοχές ὑπάρχουν χωράφια πολύ εὔφορα, ὅπου ὁ ἕνας κόκκος σπόρου μπορεῖ νά δώσει πράγματι καρπό ἑκατονταπλάσιο. ῾
Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος διακρίνει τρεῖς κατηγορίες καλῆς σοδειᾶς, πού ἐξαρτῶνται, βέβαια, ἀπό τήν ποιότητα ὄχι τοῦ σπόρου ἀλλά τοῦ ἐδάφους· «ἄλλα δὲ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλὴν καὶ ἐδίδου καρπὸν ὃ μὲν ἑκατόν, ὃ δὲ ἑξήκοντα, ὃ δὲ τριάκοντα» (13,8. 23· πρβλ. Μρ 4,8. 20). ῾Η φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ «οὐχ ἓν ἀπαιτεῖ μέτρον ἀρετῆς», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. ᾿Επιδοκιμάζει ἐκείνους πού ἔχουν νά δείξουν πολύ καρπό, ἀλλά δέν ἀπορρίπτει καί τούς ἄλλους μέ τήν λιγότερη καρποφορία.
Στό τέλος τῆς παραβολῆς ὁ ᾿Ιησοῦς μέ δυνατή φωνή πρόσθεσε· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. Τό προφητικό κήρυγμα πολύ συχνά ἄρχιζε μέ τό προτρεπτικό και ἐξαγγελτικό «ἀκούσατε» (βλ. ᾿Ωσ 4,1· ᾿Αμ 3,1· ᾿Ησ 21,10· ᾿Ιε 7,2). Οἱ προφῆτες μέ τόν τρόπο αὐτό προσπαθοῦσαν νά ἑλκύσουν τήν προσοχή τοῦ λαοῦ, ἔχοντας τήν συναίσθηση ὅτι ὡς ἐντολοδόχοι τοῦ Θεοῦ μεταφέρουν τήν δική του βουλή. Τό ρῆμα «ἀκούειν», ἐπίσης, ἐπαναλάμβαναν καθημερινά οἱ ἰουδαῖοι, καθώς ἀπήγγελλαν τήν βασική ἐντολή τοῦ Θεοῦ, τό λεγόμενο «σέμα= ἄκουε» (βλ. Δε 6,4-5) πού τό ἀποκαλοῦσαν ἔτσι ἀπό τήν πρώτη λέξη τό «ἄκουε», ὅπως ἐμεῖς τό «Πιστεύω» ἤ τό «Πάτερ ἡμῶν». Τό ἐννοιολογικό περιεχόμενο τοῦ ρήματος «ἀκούω» στήν Παλαιά Διαθήκη καί ἡ ἀφυπνιστική ὕψωση τῆς φωνῆς τοῦ ᾿Ιησοῦ καθιστοῦν σαφές τό νόημα τῆς φράσεως πού χρησιμοποιοῦσε ὡς κατακλείδα σέ πολλές ὁμιλίες του (βλ. Μθ 11,15· 13,9.43· Μρ 4,9.23· 7,16· Λκ 8,8· 14,35· πρβλ. ᾿Απ 2,7.11.17.29· 3,6.13.22· 13,9). Προκειμένου νά γίνουν κατανοητά τά θεῖα του λόγια, δέν ἐπαρκοῦν τά φυσικά αὐτιά, ἀλλά χρειάζονται ἐπιπλέον πνευματικά αὐτιά, ἡ προσοχή καί ἡ καλή προαίρεση.
8,9-10. ᾿Επηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη ἡ παραβολὴ αὕτη. ῾Ο δὲ εἶπεν· ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν.
῞Οταν ἔμειναν μόνοι μέ τόν Κύριο οἱ μαθητές του, τόν ρώτησαν τίς εἴη ἡ παραβολὴ αὕτη, δηλαδή ποιό ἦταν τό βαθύτερο νόημα τῆς παραβολῆς. ῾Η ἀπάντηση τοῦ Κυρίου, ὅπως διασώζεται ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, δέν φαίνεται νά σχετίζεται ἄμεσα μέ τό ἐρώτημα πού τοῦ τέθηκε. Τό παράλληλο κείμενο τοῦ εὐαγγελιστῆ Ματθαίου λύνει τήν εὔλογη αὐτή ἀπορία, διότι ἀναφέρει μία ἄλλη ἐρώτηση τῶν μαθητῶν -«διατί ἐν παραβολαῖς λαλεῖς αὐτοῖς;» (13,10). Σ᾿ αὐτή τήν ἐρώτηση ἀπαντᾶ πρῶτα ὁ Κύριος, διότι προφανῶς προηγήθηκε.
῾Υμῖν, λέγει ὁ Κύριος ἀναφερόμενος σέ ἐκείνους πού ἄκουγαν τήν διδασκαλία του μέ ζῆλο καί διάθεση μαθητείας, δέδοται, ἔχει δοθεῖ ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό μία ὑψηλή δωρεά, γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ γνώση τοῦ ἀπορρήτου σχεδίου τοῦ Θεοῦ σχετικά μέ τήν ἐξάπλωση τῆς βασιλείας του (βλ. Ρω 14,25· ᾿Εφ 3,9· Κλ 1,26). Τούς δόθηκε αὐτό τό προνόμιο, διότι διέθεταν πνευματικές αἰσθήσεις (βλ. Μθ 13,16). ᾿Αντίθετα, ὅσοι ἑκούσια ἔκλειναν τά μάτια τῆς ψυχῆς τους, ἐνῶ ἔβλεπαν τά σημεῖα πού ἐπιτελοῦσε ὁ ᾿Ιησοῦς, ὅσοι σφράγιζαν τά αὐτιά τῆς ψυχῆς τους τήν ὥρα πού ἄκουγαν τήν διδασκαλία του, μόνοι τους στέρησαν τόν ἑαυτό τους ἀπό τήν ὕψιστη ἐκείνη δωρεά. Αὐτοί ἀνῆκαν τοῖς λοιποῖς οἱ ὁποῖοι, κι ἄν ἀκόμη ἄκουγαν ξεκάθαρα τήν ἀλήθεια πού ἔκρυβαν οἱ παραβολές, δέν θά ὠφελοῦνταν, διότι ἡ ἀπροθυμία τους νά τήν ἐφαρμόσουν θά καθιστοῦσε μεγαλύτερο τό κρῖμα τους. ῾Ο Κύριος, ἐπειδή γνώριζε τόν ἐσωτερικό τους κόσμο καί τήν διάθεσή τους, τούς μιλοῦσε μέ παραβολές, γιά νά μήν ἀντιλαμβάνονται τό νόημα τῶν λόγων πού ἄκουγαν, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν. Εἶχε σ’ αὐτούς ἐφαρμογή ἡ προφητεία τοῦ ᾿Ησαΐα (βλ. 6,10), τήν ὁποία ἀναφέρουν συνοπτικά ὁ Λουκᾶς καί ὁ Μᾶρκος (βλ. 4,12), ἐνῶ ὁ Ματθαῖος τήν παραθέτει ὁλοκληρωμένη (13,14-15).
8,11. ῎Εστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Καί οἱ τρεῖς συνοπτικοί εὐαγγελιστές διασώζουν τήν αὐθεντική ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς, ὅπως γλαφυρά παρουσιάσθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο (Μθ 13,18-23· Μρ 4,15-20· Λκ 8,11-15). Σπόρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ λόγος τῆς βασιλείας (βλ. Μθ 13,19), ὅσα ἀποκάλυψε ὁ Θεός γιά τήν βασιλεία του μέ τόν ἴδιο του τόν λόγο (πρβλ. ῾Εβ 1,1). ῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ πολύ εὔστοχα παραβάλλεται μέ τόν σπόρο, διότι κρύβει μέσα του τήν θαυμαστή δύναμη τῆς καρποφορίας. Μέ τήν δική του ἐνέργεια βλάστησε τό ἀγλαόκαρπο δένδρο τῆς ᾿Εκκλησίας. Μέ τήν δική του δύναμη ἀνθίζει τό λουλούδι τῆς ἁγιότητος. ῾Η ζωντανή ἐλπίδα εἶναι, ἐπίσης, καρπός δικός του. ᾿Απαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν σπορά τοῦ φυσικοῦ σπόρου εἶναι νά βρεθεῖ τό κατάλληλο ἔδαφος. ᾿Αντίστοιχα γιά τήν σπορά τοῦ θείου λόγου ἀπαιτεῖται ἡ καλοπροαίρετη καί δεκτική καρδιά.
Γιά τόν σποριά δέν γίνεται λόγος στήν ἑρμηνεία τοῦ Κυρίου. Στήν ἀρχή τῆς παραβολῆς, ὡστόσο, ἡ συσσώρευση ὁμόρριζων λέξεων δίνει ἕναν τόνο μεγαλόπρεπο καί προβάλλει ἔμμεσα τό μεγαλεῖο του καί τήν σπουδαιότητα τῆς ἀποστολῆς του. ῾Ο «σπείρων» εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος περιβλήθηκε τήν σάρκα γιά χάρη μας, γιά νά μᾶς πλησιάσει περισσότερο. ᾿Επειδή ἡ ἁμαρτία μᾶς ἔβγαλε ἀπό τόν παράδεισο καί κλείσθηκε ἑρμητικά γιά μᾶς ἡ εἴσοδος σ᾿ αὐτόν, βγῆκε ὁ Κύριος καί ἦλθε νά μᾶς συναντήσει. Καί δέν ἦλθε γιά νά κάψει τήν γῆ τήν γεμάτη ἀγκάθια οὔτε νά τιμωρήσει τούς γεωργούς, τονίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Δέν ἦλθε νά τιμωρήσει, ἀλλά νά φροντίσει τήν γῆ τῆς καρδιᾶς μας καί νά σπείρει σ’ αὐτήν τόν λόγο τῆς εὐσεβείας. Αὐτός πού ἔσπειρε στόν οὐρανό τά ἄστρα καί τούς γαλαξίες ἔρχεται στήν γῆ νά περιοδεύσει ἀπό πόλη σέ πόλη, ἀπό ψυχή σέ ψυχή, καί νά σπείρει ἄφθονο σέ ὅλους τόν σπόρο τῆς θεϊκῆς του ἀλήθειας. Καί δέν σπέρνει ξένο σπόρο ἀλλά «τόν σπόρον αὐτοῦ», τόν δικό του θεόπνευστο λόγο μέ τό αἰώνιο κῦρος. ῾Ο ᾿Ιησοῦς δέν κήρυττε ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, ὅπως οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά ὡς αὐθεντία, ἀφοῦ αὐτός εἶναι ὁ παντογνώστης καί παντοδύναμος Θεός.
Γεννιέται ὅμως μία ἀπορία· ᾿Εφόσον ὁ σποριάς εἶναι ἔμπειρος καί σοφός, ἐφόσον ὁ σπόρος του εἶναι καλός κι ἐγγυημένος, γιατί δέν ἀποδίδει πάντοτε ἡ καλλιέργεια; Γιατί ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων παρουσιάζει τόσο ἀπνευμάτιστη ὄψη, παρ᾿ ὅτι κηρύττεται καί σήμερα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ; ῾Η αἰτία πρέπει νά ἀναζητηθεῖ στό χωράφι πού δέχεται τόν σπόρο, στήν ἀνθρώπινη ψυχή. ῾Η πνευματική καλλιέργεια ἐξαρτᾶται κυρίως ἀπό τήν διάθεση τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τήν θέση πού παίρνει ἔναντι τοῦ Θεοῦ καί τοῦ λόγου του.
8,12. οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν.
῞Οπως δέν ἀνθίζουν λουλούδια στήν ἄσφαλτο, ἔτσι δέν μποροῦν νά ἀνθίσουν πνευματικά λουλούδια στίς καρδιές ἐκεῖνες πού ἔγιναν σκληρές σάν τόν πατημένο δρόμο· σ᾿ ἐκεῖνες πού καταπατήθηκαν ἀπό διάφορα πάθη καί πέρασε ἀπό πάνω τους ὁ ὁδοστρωτήρας τῆς ἀλαζονείας καί τῆς ἀπιστίας, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν μπορεῖ νά εἰσχωρήσει μέσα τους καμία θεϊκή νουθεσία. ῞Οταν δοθεῖ εὐκαιρία νά ἀκούσουν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, θά δείξουν ἀδιαφορία ἤ καί καταφρόνια. Σ᾿ αὐτές τίς ψυχές ὁ σατανᾶς, ὁ προαιώνιος ἐχθρός τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, βρίσκει πάντοτε ἀνοιχτή τήν εἴσοδο καί ἁρπάζει τά θεῖα σπέρματα, μή τυχόν καί διατηρηθοῦν στήν μνήμη καί ὁδηγήσουν ποτέ στήν πίστη καί στήν σωτηρία.
Σ᾿ αὐτή τήν κατηγορία τῶν ἀνθρώπων ἀνῆκαν οἱ περισσότεροι ἀπό τούς φαρι¬σαίους καί ὅλοι οἱ σαδδουκαῖοι. ῾Η ὑπερηφάνεια καί ἡ ὑποκρισία σκλήραινε τούς φαρισαίους, ὁ ὑλισμός καί ἡ ἀπιστία τούς σαδδουκαίους. ῎Ακουγαν τήν διδασκαλία τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἔβλεπαν τά σημεῖα πού ἐπιτελοῦσε, ἀλλά ἔμεναν ψυχροί καί ἀσυγκίνητοι.
8,13. Οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ῥίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται.
Μέ βραχῶδες ἔδαφος μοιάζουν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι δέχονται μέ χαρά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ πίστη τους, ἐπειδή δέν ἔχει βάθος, διαρκεῖ πρὸς καιρόν, μικρό χρονικό διάστημα· ἀφίστανται -ἐννοεῖται «τῆς πίστεως»-, ἀπομακρύνονται ἐν καιρῷ πειρασμοῦ. ῞Οταν ξεσπάσει θλίψη ἤ διωγμός (βλ. Μθ 13,21), ἀποδεικνύονται ἀσταθεῖς καί δειλοί.
Στήν δεύτερη αὐτή κατηγορία ἀνῆκε τό πλῆθος τοῦ λαοῦ πού ἀρχικά ἄκουγε τό κήρυγμα τοῦ Κυρίου μέ ἐνθουσιασμό. Μετά τό σημεῖο τοῦ χορτασμοῦ τῶν πεντακισχιλίων (βλ. Μθ 14,14-21· Μρ 6,34-44· Λκ 9,12-17· ᾿Ιω 6,5-15), μάλιστα, πολλοί ξεσηκώθηκαν νά ἀνακηρύξουν τόν ᾿Ιησοῦ βασιλιά. ῞Οταν ὅμως διαπίστωσαν ὅτι δέν εἶχε σκοπό νά ἱκανοποιήσει τίς γήινες ἐπιθυμίες τους, ἀλλά ἀπαιτοῦσε φρόνημα θυσίας καί αὐταπαρνήσεως, σκανδαλίσθηκαν καί τόν ἐγκατέλειψαν. Σέ ἄλλη περίπτωση δέ ὁ ᾿Ιησοῦς ἀναγκάσθηκε νά κρυφθεῖ γιά νά ξεφύγει ἀπό τήν μανία τῶν... «πεπιστευκότων» (᾿Ιω 8,31), οἱ ὁποῖοι «ἦραν λίθους ἵνα βάλωσι ἐπ᾿ αὐτόν» (᾿Ιω 8,59). Τέλος, οἱ ὄχλοι πού τόν ὑποδέχθηκαν μέ «κλάδους δένδρων» (Μθ 21,8) καί «βαΐα φοινίκων» (᾿Ιω 12,13) δέν ἄργησαν νά κραυγάσουν ἐναντίον του τό «σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν» (Λκ 23,21) καί νά τόν συλλάβουν «μετά μαχαιρῶν καί ξύλων» (Μθ 26,47. 55· Μρ 14,43. 48· Λκ 22,52) 10.
8,14. Τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοὶ εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι.
Στίς δύο πρῶτες περιπτώσεις ἡ καταστροφή τοῦ σπόρου γίνεται αἰφνίδια καί ραγδαῖα. Στήν τρίτη περίπτωση, τό κακό συμβαίνει σιγά-σιγά σέ σπόρους πού ἤδη ἔχουν φθάσει σέ κάποιο σημεῖο ἀναπτύξεως. ᾿Αντιστοιχοῦν σέ ἐκείνους τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι δέν ἀπέρριψαν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, προχώρησαν στήν πίστη, ἀλλά δέν ἔφθασαν ὥς τό τέρμα, διότι ἡ πορεία τους ἀνακόπηκε ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου. ῾Η προσκόλληση στίς φροντίδες αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἡ μανία τοῦ πλουτισμοῦ καί ἡ ἀνεξέλεγκτη παράδοση στίς ἡδονές τῆς ζωῆς εἶναι σάν τά ἀγκάθια. ῎Αν δέν κατορθώσει ὁ ἄνθρωπος νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτά, γίνονται ὁλοένα καί κυριαρχικότερα. Τότε ὅμως οἱ σπόροι τοῦ θείου λόγου οὐ τελεσφοροῦσι, δέν φθάνουν σέ αἴσιο τέλος, δέν καρποφοροῦν.
῾Ο πλούσιος νέος πού προτίμησε νά κρατήσει τά πολλά του κτήματα παρά νά ἐνταχθεῖ στήν ὁμάδα τοῦ ᾿Ιησοῦ, οἱ Γαδαρηνοί, ὁ ᾿Ιούδας, ὁ ᾿Ανανίας καί ἡ Σαπφείρα, ὁ βασιλιάς ᾿Αγρίππας, ὁ Δημᾶς εἶναι μερικοί ἀπό ἐκείνους πού δέν ἄφησαν τόν θεῖο λόγο νά καρποφορήσει στήν ψυχή τους. Δέν θέλησαν νά μετανοήσουν καί νά ξεριζώσουν τά πάθη τους ἀλλά προτίμησαν τόν πλοῦτο καί τίς ἀπολαύσεις αὐτῆς τῆς ζωῆς.
8,15. Τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ.
Στήν κατηγορία τῆς καλῆς γῆς, ἡ ὁποία δέχθηκε τόν σπόρο καί ἀπέδωσε καρπό, ἀνήκουν ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἀκοῦν μέ προσοχή τόν λόγο τοῦ Θεοῦ ἀφήνοντάς τον νά διεισδύσει στά βάθη τῆς καρδιᾶς τους. Κάνουν κτῆμα τους τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τόν φυλάγουν σάν θησαυρό, ὅπως δηλώνει τό ρῆμα κατέχουσι, καί ἀγωνίζονται μέ ὑπομονή νά τόν ἐφαρμόσουν, καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ. ῞Ολοι αὐτοί χαρακτηρίζονται ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο «μακάριοι» (Λκ 11,28).
Τόσο στήν φυσική καλλιέργεια, στά χωράφια, ὅσο καί στήν πνευματική καλλιέργεια, στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, ὁ σπόρος ριζώνει, βλαστάνει, μεστώνει καί καρποφορεῖ σιγά-σιγά, ἐν ὑπομονῇ. ᾿Ακόμη κι ἄν εἶναι εὔφορο τό χωράφι, ἀπαλλαγμένο ἀπό πέτρες καί ἀγκάθια, γιά τήν καρποφορία χρειάζεται ἕνα περιθώριο χρόνου, πού ἀπαιτεῖ ὑπομονή. ῾Η ὑπομονή εἶναι ἡ πιό ἡρωική ἀρετή ἤ μᾶλλον συνισταμένη ἀρετῶν. Εἶναι βλάστημα τῆς ζωντανῆς ἐλπίδας γιά τήν ἀναμονή τῆς πνευματικῆς καρποφορίας ἀλλά καί γιά τήν προσμονή τοῦ Κυρίου· τήν συνθέτουν κυρίως ἡ ἐμπιστοσύνη στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἡ ταπείνωση. «῾Η βασιλὶς τῶν ἀγαθῶν, καὶ τῶν στεφάνων ἡ κορωνὶς αὕτη μάλιστά ἐστι».
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Α΄, σελ. 330-341.
῾Η ἀνάσταση τοῦ γιοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν
῾Ο εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ὅπως ἤδη λέχθηκε, μέ ἰδιάζουσα εὐαισθησία διασώζει στό Εὐαγγέλιό του κάθε λέξη, κίνηση καί περιστατικό ἀπό τήν ἐπίγεια δράση τοῦ ᾿Ιησοῦ πού προβάλλει τή θεϊκή εὐσπλαγχνία καί φιλανθρωπία. Μέσα σ᾿ αὐτό τό πλαίσιο ἐξιστορεῖ καί τήν ἀνάσταση τοῦ γιοῦ τῆς χήρας στήν πόλη Ναΐν, τήν ὁποία δέν ἀναφέρουν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές.
7,11. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς.
῾Η φράση καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς φανερώνει ὅτι ἡ διήγηση ἀκολουθεῖ χρονικά τήν προηγούμενη, ἀλλά δέν συνδέεται ἐννοιολογικά μαζί της. ῾Ο Κύριος ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναῒν γιά νά ἀντιμετωπίσει τόν ἀνθρώπινο σπαραγμό μπροστά στό ἀμείλικτο γεγονός τοῦ θανάτου.
Τό ὄνομα τῆς πόλεως «Ναΐν», πού σημαίνει «ὡραία», «καλλονή», φανερώνει τήν ἰδιαίτερη ὀμορφιά τῆς πόλεως. Καί σήμερα ὑπάρχουν χωριά μέ παρόμοια ὀνόματα, Καλλονή, Πανόραμα, Καλλιθέα. ῾Η Ναΐν ἦταν πόλη τῆς Γαλιλαίας, κτισμένη στήν ὄχθη τοῦ χειμάρρου Κισών ὄχι μακριά ἀπό τήν μεγάλη κοιλάδα ᾿Εσδραλών. Τά ἐρείπιά της βρέθηκαν κοντά στήν Καπερναούμ, νοτιοανατολικά τῆς Ναζαρέτ. ᾿Ανῆκε στήν φυλή ᾿Ισσάχαρ.
Στόν δρόμο γιά τήν Ναΐν ὁ ᾿Ιησοῦς βάδιζε μέ μεγάλη συνοδία. Πολλοί μαθητές παρακολουθοῦσαν τακτικά τήν διδασκαλία του, ἀλλά δέν εἶχαν ὅλοι τήν ἴδια σχέση μαζί του. Μέ κριτήριο τόν βαθμό σχέσεως πού διατηροῦσαν οἱ μαθητές μέ τόν ᾿Ιησοῦ μποροῦν νά καταταγοῦν σέ τρεῖς κύκλους· τῶν δώδεκα, τῶν ἑβδομήκοντα καί ἕναν εὐρύτερο. Οἱ δώδεκα, ὅταν τόν γνώρισαν, τά ἄφησαν ὅλα, τήν δουλειά τους καί τήν οἰκογένειά τους, καί τόν ἀκολούθησαν στήν δημόσια δράση του. Γιά τούς ἑβδομήκοντα δέν γνωρίζουμε πολλά στοιχεῖα παρά μόνον ὅτι συχνά ἀκολουθοῦσαν τόν Κύριο. ῾Ο εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει ὅτι ὁ Κύριος τούς ἔστειλε νά κηρύξουν στήν Παλαιστίνη (βλ. 10,1). Στόν τρίτο κύκλο, τέλος, ἀνῆκαν ἐκεῖνοι πού κατά καιρούς τόν ἀκολουθοῦσαν στίς περιοδεῖες του. ῾Ο Λουκᾶς κάνει σαφῆ διάκριση ἀνάμεσα σέ ὅλους αὐτούς πού παρακολουθοῦσαν τακτικά τίς ὁμιλίες τοῦ ᾿Ιησοῦ καί τούς ὁποίους ἀποκαλεῖ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καί στό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων πού τυχαῖα ἤ ἀπό περιέργεια βρισκόταν κοντά του καί χαρακτηρίζεται ὡς ὄχλος.
7,12. ῾Ως δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ.
Καθώς πλησιάζει τῇ πύλῃ τῆς πόλεως ὁ ᾿Ιησοῦς συναντᾶ κηδεία. Τά νεκροταφεῖα τῶν ῾Εβραίων ὅπως καί τῶν ῾Ελλήνων στήν ἀρχαιότητα ἦταν ἔξω ἀπό τήν πόλη, κοντά στά τείχη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ τό νεκροταφεῖο τῶν Γαδαρηνῶν (βλ. Λκ 8,27) καί ὁ Κεραμεικός τῆς ἀρχαίας ᾿Αθήνας. ῎Εξω ἀπό τίς ἀρχαῖες πόλεις, ἐπίσης, ἑνωμένοι μέ τά τείχη ἦταν οἱ τόποι τῶν ἐμποροπανηγύρεων καί ὁ ἱππόδρομος.
Κοντά στήν πύλη τῆς Ναΐν, λοιπόν, ὁ ᾿Ιησοῦς βρέθηκε μπροστά σέ μιά πολύ θλιβερή σκηνή. Μέ συντομία ἀλλά καί ζωηρότητα τήν περιγράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς· ἐξεκομίζετο -τό ρῆμα «ἐκκομίζω» συνήθως σημαίνει τήν ἐκφορά νεκροῦ- τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα. ῾Η ἐκφορά τοῦ νεκροῦ γινόταν κατά κανόνα πάνω σ᾿ ἕνα εἶδος φορείου, τό νεκροκρέβατο, καί ὅλοι μποροῦσαν νά βλέπουν τήν σορό. Μπροστά ἀπό τόν νεκρό πήγαιναν οἱ γυναῖκες θρηνώντας.
Κάθε κηδεία περιέχει ὀδύνη. Αὐτή ὅμως τήν ὁποία συνάντησε ὁ ᾿Ιησοῦς ἦταν ὀδυνηρότερη ἀπό τίς συνηθισμένες. Νεκρός ἦταν ὁ μονάκριβος γιός μιᾶς χήρας μάνας. Σπάραζε ἀπό τόν πόνο ἡ δυστυχισμένη γυναίκα, καθώς ξεπροβοδοῦσε τό νεαρό βλαστάρι της στό ἄνθος τῆς ἡλικίας του· αὐτόν πού εἶχε ἀπορροφήσει ὅλη της τήν μητρική στοργή καί ἀγάπη· αὐτόν πού μετά τόν θάνατο τοῦ συζύγου της ἦταν ἡ μόνη χαρά καί συντροφιά της, ὅλη ἡ οἰκογένειά της καί ἡ μοναδική βακτηρία τῶν γηρατειῶν της.
Στήν σκληρότερη ὥρα τῆς ζωῆς της, καθώς ἡ χαροκαμένη μάνα ἔμενε τελείως ἔρημη στόν κόσμο καί βαθειά πληγωμένη, ἔτρεξε νά τῆς συμπαρασταθεῖ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανός, σχεδόν ὅλη ἡ πόλη. Τό σημεῖο πού ἀκολούθησε, ἑπομένως, ἔγινε μπροστά σέ πολλούς μάρτυρες, ὥστε νά μήν μπορεῖ κανείς νά τό ἀμφισβητήσε.
7,13. Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε.
᾿Ανάμεσα σέ ἐκείνους πού ἔσμιγαν τά δάκρυά τους μέ τόν θρῆνο τῆς ἀπαρηγόρητης μάνας βρέθηκε καί ὁ ᾿Ιησοῦς. Συμμερίζεται κι αὐτός τόν πόνο της, συγκινεῖται βαθειά, ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ. Στό πρόσωπό της βλέπει ὅλη τήν ἀνθρωπότητα νά πληρώνει ἀκριβά τό τίμημα τῆς ἀποστασίας της. Παρά τά ἀγαθά καί τά ἐπιτεύγματά της μένει σέ κάθε ἐποχή φαρμακωμένη ἀπό τόν θάνατο, ἐνῶ ὁ Θεός ἀπό ἀγάπη τήν δημιούργησε γιά τήν ἀθανασία καί τήν αἰώνια μακαριότητα.
῾Η συμπόνοια τοῦ Κυρίου δέν ἦταν σάν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Κανείς δέν θά ἀποτολμοῦσε νά παρηγορήσει τήν γυναίκα ἐκείνη. Στό πρῶτο πλῆγμα τῆς χηρείας της ἐρχόταν νά προστεθεῖ δεύτερη ἀβάσταχτη συμφορά. Τί νά τῆς ἔλεγαν γιά νά τήν στηρίξουν; ῾Ο Κύριος ὅμως στρέφεται μέ ὅλη του τήν συμπάθεια πρός αὐτήν, δίχως κανείς νά τοῦ τό ἔχει ζητήσει, καί μέ τρυφερότητα τῆς λέγει· μὴ κλαῖε. Μόνον Αὐτός ὡς Θεός μπορεῖ νά πεῖ ἕναν τέτοιο λόγο, διότι, ὅπως ἀποδεικνύει ἡ συνέχεια τῆς διηγήσεως, κρατᾶ στά χέρια του τήν ζωή καί τόν θάνατο.
7,14. καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι.
῾Ο Κύριος δέν περιορίσθηκε στά λόγια. ῎Εκανε, ἐπιπλέον, μία κίνηση· ἥψατο τῆς σοροῦ, δηλαδή ἔπιασε τό φέρετρο ἐμποδίζοντας τούς μεταφορεῖς νά προχωρήσουν. «Σορός» λεγόταν τό σκεῦος, φέρετρο, νεκροκρέβατο στό ὁποῖο τοποθετοῦνταν ὁ νεκρός καί ὄχι τό σῶμα, ὅπως ἐπικράτησε νά λέγεται σήμερα. ῾Ο Κύριος προχωρεῖ καί ἀγγίζει τό φέρετρο. ῾Ο νόμος, βέβαια, δέν ἐπέτρεπε νά ἀγγίζουν οἱ ἰουδαῖοι καθετί πού εἶχε σχέση μέ νεκρό, διότι αὐτό μετέδιδε λευιτική, δηλαδή τυπική ἀκαθαρσία (βλ. ᾿Αρ 19,11). ῾Ο Κύριος, ἐντούτοις, ὅπως ἤδη λέχθηκε (βλ. σχόλια στό 5,13 καί στό 6,5), δέν δεσμεύεται ἀπό τόν νόμο πού ὁ ἴδιος νομοθέτησε. Τό ἀξιοθαύμαστο εἶναι ὅτι καί κανείς δέν τοῦ προβάλλει ἀντίσταση. ῏Ηταν ἐπιβλητικός ὡς ἄνθρωπος ὁ ᾿Ιησοῦς, ἱκανός νά πείθει καί νά κυριαρχεῖ ἀκόμη καί στίς πιό δύσκολες καί ἰδιάζουσες στιγμές. ῎Ετσι ἦταν ὁ ἄνθρωπος πρίν ἀπό τήν πτώση, ὁ πλασμένος κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἐξουσιάζει ὅλη τήν κτίση (Γέ 1,26).
῾Ως ἐξουσιαστής τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου ὁ ᾿Ιησοῦς ἀκουμπᾶ τήν σορό μεταγγίζοντας τήν ζωή, καί μέ στοργή ἀπευθύνει πρός τόν νεκρό νέο τό πρόσταγμά του· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. Τό χέρι του ἀνορθώνει τόν νεκρό, ἡ φωνή του κάνει τήν ψυχή νά ἐπιστρέψει στό σῶμα. «Οὐ λόγῳ δὲ θαυματουργεῖ μόνον, ἀλλὰ καὶ τῆς σοροῦ ἅπτεται· ἵνα μάθωμεν ὅτι τὸ σῶμα αὐτοῦ σῶμα ζωῆς ἐστιν», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. ῞Οπως ὁ σίδηρος, ὅταν ἔλθει σέ ἐπαφή μέ τήν φωτιά, ἀποκτᾶ τήν ἐνέργειά της, ἔτσι καί ἡ ἁγία σάρκα τοῦ Κυρίου, ἐφόσον ἑνώθηκε μέ τήν θεότητα, ἀπέκτησε τήν ἐνέργειά της, νά μεταδίδει ζωή. ῾Ο Κύριος ἐδῶ ἀποκαλύπτει στήν πράξη αὐτό πού θά διακηρύξει ἀργότερα· «ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή» (᾿Ιω 11,25).
Οἱ νεκραναστάσεις πού ἀναφέρονται στήν Παλαιά Διαθήκη (βλ. Γ´ Βα 17,19-22· Δ´ Βα 4,34-36) ἔγιναν μετά ἀπό ἐναγώνια προσευχή τῶν προφητῶν καί θερμή ἐπίκληση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Στό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν ᾿Αποστόλων βλέπουμε ὅτι μέ τόν ἴδιο τρόπο ἀνέστησε ὁ ἀπόστολος Πέτρος τήν Ταβιθά (9,40). ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός ὅμως ἐπιτελεῖ νεκραναστάσεις δίνοντας μόνο μία προσταγή (βλ. Μρ 5,41· Λκ 8,54· ᾿Ιω 11,43). Καλεῖ τούς νεκρούς ἀπό τόν θάνατο στήν ζωή σάν νά τούς καλεῖ νά ξυπνήσουν ἀπό τόν ὕπνο. ᾿Αποδεικνύει ἔτσι ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ἐξουσιαστής τῆς ζωῆς καί νικητής τοῦ θανάτου. Ταυτόχρονα, προμηνύει τήν ἀνάστασή του καί τήν κοινή ἀνάσταση ὅλων τῶν νεκρῶν.
7,15. Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ.
᾿Από τούς ἑλληνιστικούς χρόνους μέχρι καί σήμερα μέ τό ρῆμα «ἀνεκάθισεν» οἱ γιατροί δηλώνουν ὅτι ὁ ἀσθενής πού ἦταν ξαπλωμένος στό κρεβάτι σηκώθηκε σέ στάση καθιστική. Τό ὅτι ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς (πρβλ. Πρξ 9,40) καὶ ἤρξατο λαλεῖν ἀποτελεῖ τό κυριώτερο τεκμήριο ὅτι δέν πρόκειται γιά παιχνίδι τῆς φαντασίας ἀλλά γιά πραγματική ἀνάσταση. ᾿Αξίζει νά ὑπογραμμισθεῖ τό λιτό καί ἀπέριττο ὕφος πού διατηρεῖ ὁ Λουκᾶς στήν περιγραφή ἑνός τόσο σπουδαίου καί ὑπερφυσικοῦ γεγονότος.
῾Η φράση καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ τονίζει ὅτι ὁ Κύριος κρατοῦσε στά χέρια του τήν ζωή τοῦ νέου. Τοῦ ἀνῆκε καί θά μποροῦσε νά τοῦ ζητήσει νά προστεθεῖ στήν ἀκολουθία του. Τόν παραδίδει ὅμως στήν μητέρα του. Τόν ἀφήνει κοντά στήν πονεμένη χήρα ὡς στήριγμα καί παρηγοριά της.
7,16. ῎Ελαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
Μόλις εἶδαν ἀναστημένο τόν νέο, κυριεύθηκαν ἀπό φόβο ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι. Δέος καταλαμβάνει τόν ἄνθρωπο, ὅταν ἀντιληφθεῖ ὅτι κοντά του ἐνεργεῖ μία ὑπεράνθρωπη καί ὑπερφυσική δύναμη. Εἶναι τό ἴδιο αἴσθημα πού δοκίμασαν ὁ Ζαχαρίας, ἡ παρθένος Μαρία καί οἱ βοσκοί μπροστά στήν παρουσία ἀγγέλου, καθώς ἐπίσης καί ὁ Πέτρος μετά ἀπό τό σημεῖο τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας (βλ. Λκ 1,13· 1,30· 2,9-10· 5,8-10). ῾Η ἐπιτέλεση ἑνός θαύματος δηλώνει πάντοτε τήν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγαπητική του παρουσία στήν ὥρα τῆς δοκιμασίας.
῾Η φράση προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν θυμίζει τήν ὑπόσχεση τοῦ Μωυσῆ στό Δευτερονόμιο· «Προφήτην ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ὡς ἐμὲ ἀναστήσει σοι Κύριος ὁ Θεός σου, αὐτοῦ ἀκούσεσθε» (18,15), ἡ ὁποία ἀναφέρεται στόν Μεσσία. ῾Η ἀνάσταση τοῦ νέου ἦταν μία ἔνδειξη ὅτι αὐτός πού τήν ἐπιτέλεσε δέν ἦταν ἄλλος παρά ἐκεῖνος ὁ προφήτης γιά τόν ὁποῖο μίλησε τότε ὁ Μωυσῆς. ῾Η παρουσία προφήτη σημαίνει γιά τήν ἐκλεκτή μερίδα τοῦ ᾿Ισραήλ ὅτι ὁ Θεός θυμήθηκε καί πάλι τόν λαό του. Αὐτό τό νόημα ἔχει ἡ φράση ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ, ἡ ὁποία ὑπαινίσσεται καί τό μακροχρόνιο διάστημα ἀπό τόν προφήτη Μαλαχία ὥς τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ, κατά τό ὁποῖο δέν εἶχε ἐμφανισθεῖ ἄλλος προφήτης (βλ. σχόλια στό 3,3).
7,16. ῎Ελαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
Μόλις εἶδαν ἀναστημένο τόν νέο, κυριεύθηκαν ἀπό φόβο ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι. Δέος καταλαμβάνει τόν ἄνθρωπο, ὅταν ἀντιληφθεῖ ὅτι κοντά του ἐνεργεῖ μία ὑπεράνθρωπη καί ὑπερφυσική δύναμη. Εἶναι τό ἴδιο αἴσθημα πού δοκίμασαν ὁ Ζαχαρίας, ἡ παρθένος Μαρία καί οἱ βοσκοί μπροστά στήν παρουσία ἀγγέλου, καθώς ἐπίσης καί ὁ Πέτρος μετά ἀπό τό σημεῖο τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας (βλ. Λκ 1,13· 1,30· 2,9-10· 5,8-10). ῾Η ἐπιτέλεση ἑνός θαύματος δηλώνει πάντοτε τήν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγαπητική του παρουσία στήν ὥρα τῆς δοκιμασίας.
῾Η φράση προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν θυμίζει τήν ὑπόσχεση τοῦ Μωυσῆ στό Δευτερονόμιο· «Προφήτην ἐκ τῶν ἀδελφῶν σου ὡς ἐμὲ ἀναστήσει σοι Κύριος ὁ Θεός σου, αὐτοῦ ἀκούσεσθε» (18,15), ἡ ὁποία ἀναφέρεται στόν Μεσσία. ῾Η ἀνάσταση τοῦ νέου ἦταν μία ἔνδειξη ὅτι αὐτός πού τήν ἐπιτέλεσε δέν ἦταν ἄλλος παρά ἐκεῖνος ὁ προφήτης γιά τόν ὁποῖο μίλησε τότε ὁ Μωυσῆς.
Ἡ παρουσία προφήτη σημαίνει γιά τήν ἐκλεκτή μερίδα τοῦ ᾿Ισραήλ ὅτι ὁ Θεός θυμήθηκε καί πάλι τόν λαό του. Αὐτό τό νόημα ἔχει ἡ φράση ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ, ἡ ὁποία ὑπαινίσσεται καί τό μακροχρόνιο διάστημα ἀπό τόν προφήτη Μαλαχία ὥς τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ, κατά τό ὁποῖο δέν εἶχε ἐμφανισθεῖ ἄλλος προφήτης (βλ. σχόλια στό 3,3).
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Α΄, σελ. 294-299.
Ἀγάπη στούς ἐχθρούς
6,31. Καὶ καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως.
Μετά ἀπό τά ἁπλά παραδείγματα ἔμπρακτης ἀγάπης ὁ λόγος προχωρεῖ σέ ἕνα πρακτικό συμπέρασμα, πού εἰσάγεται μέ τό συμπερασματικό καὶ. Εἶναι σάν νά λέει: Συμπερασματικά, μέ λίγες λέξεις, νά ἀντιμετωπίζετε τούς ἄλλους, ὅπως θά θέλατε νά σᾶς ἀντιμετωπίζουν ἐκεῖνοι (πρβλ. Μθ 7,12).
Τό ἀναγινωσκόμενο βιβλίο Τωβίτ παραγγέλλει· «ὃ μισεῖς, μηδενὶ ποιήσῃς» (4,15). Ἀργότερα ὁ Ἰσοκράτης, ὁ Φίλων, οἱ στωικοί φιλόσοφοι, ἀλλά καί οἱ βουδιστές διδάσκουν «ὅ σύ μισεῖς ἑτέρῳ μή ποιήσῃς». Αὐτή ἡ ἀρνητική διατύπωση (τί δέν πρέπει νά κάνεις) δέν μπορεῖ νά ἐξασφαλίσει τήν ἁρμονική κοινωνική ζωή. Πρῶτος καί μόνος ὁ Ἰησοῦς Χριστός διατυπώνει θετικά τήν ἐντολή. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας παρατηρεῖ ὅτι ὁ καρδιογνώστης Χριστός ὁρίζει ὡς κριτήριο τοῦ τί πρέπει νά κάνουμε πρός τούς ἄλλους τόν νόμο τῆς δικῆς μας φιλαυτίας. «Καί δέν ζήτησε ὁ Κύριος», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «νά κάνεις στόν πλησίον σου ὅσα θά ἤθελες νά σοῦ κάνει ὁ Θεός, γιά νά μήν πεῖς ὅτι σοῦ εἶναι ἀδύνατον, διότι ἐκεῖνος εἶναι Θεός κι ἐσύ ἄνθρωπος. Σοῦ συνιστᾶ· ὅσα θά ἤθελες νά σοῦ κάνει ὁ σύνδουλός σου, αὐτά νά δείχνεις κι ἐσύ στόν πλησίον».
Ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ, κατά τόν Θεοφύλακτο, «νόμον ἔμφυτον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν ἐγγεγραμμένον» καί συμπίπτει μέ τό «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Λε 19,18· πρβλ. Μθ 19,19· Μρ 12,31· Λκ 10,27). Ὅπως βλέπεις τόν ἑαυτό σου, ὅσο τόν ἀγαπᾶς καί τόν περιποιεῖσαι, ἔτσι νά βλέπεις καί τόν ἄλλο, τόσο νά τόν ἀγαπᾶς καί νά τόν περιποιεῖσαι. Αὐτό τό παράγγελμα τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ τόν «χρυσό κανόνα» τῆς χριστιανικῆς συμπεριφορᾶς. Εἶναι βέβαια ἀσύγκριτα ἀνώτερο ἀπό τήν κοινή ἠθική. Ὡστόσο, στήν βασιλεία τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό ἄλφα, ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι ὅλο τό ἀλφάβητο τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς ἀποτελεῖται ἀπό τρία γράμματα, τίς τρεῖς ἐντολές πού ἀναφέρονται ἐδῶ (στ. 31-36) . Ὁ «χρυσός κανόνας», δηλαδή, ὁ ὁποῖος βρίσκεται πολύ ψηλότερα ἀπό τήν ψηλότερη βαθμίδα τῆς κλίμακας τῆς κοινῆς ἠθικῆς, ἀποτελεῖ τήν χαμηλότερη βαθμίδα στήν κλίμακα τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς. Ἡ κορυφή της, πού θέτει ὡς πρότυπο τόν διο τόν Θεό, προβάλλει στό τέλος τῆς περικοπῆς (στ. 36).
6,32-34. Καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι. Καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. Καὶ ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ σα.
Ἡ δεύτερη ἐντολή εἶναι ὅτι ἡ ἀγάπη πρός τόν ἄλλο πρέπει νά εἶναι ὄχι μόνον ἴση, ἀλλά καί ἀνιδιοτελής, χωρίς νά περιμένει ἀμοιβή ἤ ἀνταπόκριση. Τό ἱερό κείμενο μᾶς τήν περιγράφει πρῶτα στερεοσκοπικά μέ τρία παραπλήσια παραδείγματα καί ἔπειτα τήν διατυπώνει ὡς ἐντολή (στ 35):
α) εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ἐάν ἀρκεῖσθε σέ μία συναισθηματική ἀνταπόδοση τῆς ἀγάπης πρός αὐτούς πού σᾶς ἀγαποῦν·
β) ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ἐάν κάνετε τό καλό μόνο σέ ἐκείνους πού μποροῦν νά σᾶς τό ἀνταποδώσουν. Ἐδῶ τήν ἀγάπη ἀντικαθιστᾶ ἡ ἀγαθοποιία, ἀπό τό συναίσθημα προχωρεῖ στήν ἔμπρακτη ἀπόδειξη.
γ) Ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ἐάν δανείζετε μέ τήν ἀπαίτηση νά πάρετε τόκο ἤ, ἀκόμη, νά σᾶς ἐπιστραφεῖ τό δάνειο. Στό τρίτο παράδειγμα ἀντί γιά τήν ἀγάπη ἤ τήν ἀγαθοποιία ἔχουμε τό δάνειο.
Καί στίς τρεῖς περιπτώσεις, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; ρωτᾶ ὁ Ἰησοῦς. Μέ τήν ρητορική αὐτή ἐρώτηση τονίζει ὅτι καμία ἀμοιβή ἤ εὔνοια δέν μπορεῖ νά περιμένει ἀπό τόν Θεό ἐκεῖνος πού περιορίζει τήν προσφορά τῆς ἀγάπης στό χαμηλό ἐπίπεδο τῆς συναλλαγῆς. Στά μάτια τοῦ Θεοῦ δέν διαφέρει ἀπό τούς τελῶνες (βλ. Μθ 5,46-47), ἐνεργεῖ ὅπως καί οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ κατά κοινή ὁμολογία κακοί καί φαῦλοι ἄνθρωποι.
Ἀξίζει νά σημειώσουμε ὅτι στά δύο πρῶτα παραδείγματα, ἔτσι κι ἀλλοιῶς δέν περιμένει κανείς ἀνταπόδοση. Στό δάνειο ὅμως περιμένει, διότι ὁ ἴδιος ὁ δανειζόμενος ὑπόσχεται τήν ἀνταπόδοση. Κι ὅμως, ὁ πολίτης τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ οὔτε καί ἀπό ἐδῶ δέν πρέπει νά περιμένει τήν ἀνταπόδοση.
6,35. Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς.
Ὁ Ἰησοῦς συνοψίζει τά νοήματα τῶν παραδειγμάτων καί διατυπώνει τήν δεύτερη ἐντολή. Τήν εἰσάγει μάλιστα ἐμφατικά, μέ τόν ἰσχυρό ἀντιθετικό σύνδεσμο πλὴν. Ζητᾶ ἀπό τούς πολῖτες τῆς βασιλείας του ἀνυστερόβουλη καί ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Τούς προτρέπει νά ἀγαποῦν τούς ἐχθρούς τους, νά κάνουν τό καλό καί νά δανείζουν χωρίς νά ἐλπίζουν ὅτι θά κερδίσουν τόκο ἤ ὅτι θά λάβουν πίσω ὅσα δάνεισαν. Τό παράγγελμα αὐτό ξεπερνάει τόν φυσικό νόμο τῆς ἀδιάφθορης ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε, βέβαια, γιά νά ἀγαπᾶ· αὐτή εἶναι ἡ φυσική του κατάσταση, σ’ αὐτήν ἀναπαύεται. Τό ἀξίωμα αὐτό διακήρυξε καί ἡ σοφία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων μέ τό στόμα τῆς Ἀντιγόνης: «οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν» (=γεννήθηκα ὄχι γιά νά μισῶ ἀλλά γιά νά ἀγαπῶ). Ἡ ποιότητα ὅμως τῆς ἀγάπης πού παραγγέλλει ὁ Κύριος εἶναι ἄλλου ἐπιπέδου, πολύ ὑψηλοτέρου ἀπό ἐκεῖνο τῆς φυσικῆς ἀγάπης. Πηγάζει ἀπό τήν πίστη καί τρέφεται ἀπό αὐτήν. Ἡ χριστιανική ἠθική δέν νοεῖται χωρίς πίστη.
Στόν πιστό τόν ὁποῖο ἡ πίστη ἐμπνέει καί κινεῖ σέ ἔργα ἀγάπης ὁ Κύριος ὑπόσχεται μισθό μεγάλο· καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου. Ἡ υἱοθεσία δίνεται στούς πιστούς μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος. Ἀπαιτεῖται ὅμως ἡ συνέργεια τοῦ βαπτιζομένου, ὥστε νά ἀποδειχθεῖ ἀντάξιος τοῦ προνομίου πού ἔλαβε.
Ὁ Θεός εἶναι χρηστός, δηλαδή ἐπιεικής, γεμάτος καλωσύνη, ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς, καί σ᾿ ἐκείνους πού στίς εὐεργεσίες καί στήν ἀγάπη του ἀνταποδίδουν ἀχαριστία καί κακότητα (πρβλ. Μθ 5,45). Ἄν ἀνάμεσα στούς εὐεργετημένους ἀπό τόν Θεό ἀχάριστους καί πονηρούς συμπεριλαμβάνει ὁ πιστός καί τόν ἑαυτό του (πρβλ. Ρω 5,10), πού εἴτε ἑκούσια εἴτε ἀκούσια ἁμαρτάνει, τότε βρίσκει τήν δύναμη νά εὐεργετεῖ ἀκόμη καί ἐκείνους πού τοῦ ἔκαναν κακό (πρβλ. Ἐφ 4,32· Κλ 3,12-14).
6,36. Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί.
Ὁ Κύριος συνοψίζει ἀκόμη περισσότερο τήν ἐντολή. Στήν πρώτη διατύπωση (στ. 31) εἶπε «τί πρέπει» νά γίνεται. Στήν δεύτερη (στ. 35) συνοψίζοντας, τό «πρέπει» ἐξασθένησε. Τώρα τό «πρέπει» ἐξαφανίσθηκε. Ὁ Χριστός ἐπικαλεῖται τήν ἐπιθυμία κάθε ἀνθρώπου νά ἀποδείξει ὅτι εἶναι γνήσιο γέννημα τοῦ πατέρα του καί ὄχι νόθο κάποιου ἄλλου. Ἡ πιό ἰσχυρή καί ἀκαταμάχητη ἀπόδειξη ὅτι ἕνας ἄνθρωπος εἶναι γνήσιο παιδί τοῦ πατέρα του, εἶναι τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του. Ἄν στά χαρακτηριστικά αὐτά εἶναι ὁλόϊδιος ὁ πατέρας του, δέν χρειάζεται ἄλλη ἀπόδειξη γνησιότητος. Χαρακτηριστικό φυσικό τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι εἶναι οἰκτίρμων. Ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος εἶναι οἰκτίρμων, ὅπως ὁ Θεός, δέν χρειάζεται ἄλλη ἀπόδειξη ὅτι εἶναι πράγματι υἱός τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τονίζει ὅτι ἡ ὁμοιότητά μας μέ τόν Θεό πατέρα σέ τίποτε ἄλλο δέν ἑστιάζεται παρά μόνο στό «ἐλεεῖν καὶ οἰκτείρειν». Δέν εἶπε ὁ Κύριος ὅτι θά εἴμαστε ὅμοιοι μέ τόν Θεό, ὅταν νηστεύουμε ἤ ἀσκοῦμε τήν παρθενία ἤ προσευχόμαστε, διότι τίποτε ἀπό αὐτά δέν κάνει ὁ Θεός. Χαρακτηριστικό του εἶναι ἡ εὐσπλαγχνία καί μόνον αὐτή θά μᾶς ἐξομοιώσει μαζί του.
Θά ἐμβαθύνουμε περισσότερο στό παράγγελμα αὐτό τοῦ Κυρίου, ὅταν τό συνδυάσουμε μέ δύο παρόμοιες προτροπές, πού διατυπώνονται ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη. Στό Λευϊτικόν ὁ Θεός παραγγέλλει· «καὶ ἁγιασθήσεσθε καὶ ἅγιοι ἔσεσθε, ὅτι ἅγιός εἰμι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεός ὑμῶν» (11,44· πρβλ. 20,7· Α΄ Πέ 1,16) καί στό Δευτερονόμιον· «τέλειος ἔσῃ ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου» (18,13· πρβλ. Μθ 5,48). Ἡ τελειότητα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς εἶναι καρπός τῆς ἁγιότητος καί τό πρῶτο βῆμα γιά τήν ἁγιότητα εἶναι ἡ οἰκτιρμοσύνη, ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη. Αὐτή, ὅπως ὑπογραμμίζει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μᾶς καθιστᾶ μιμητές τοῦ Θεοῦ καί «τέκνα (του) ἀγαπητά», δηλαδή γνήσια (Ἐφ 5,1).
Στεργἰου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Α΄, σελ. 273-277
Ἡ κλήση τῶν πρώτων μαθητῶν
Στήν ἀρχή τῆς δημόσιας δράσεώς του ὁ Ἰησοῦς κάλεσε τούς μαθητές πού θά τόν ἀκολουθοῦσαν καί θά γίνονταν συνεργάτες καί συνεχιστές τοῦ ἔργου του. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ὁ ὁποῖος, ὅπως λέχθηκε (βλ. σχόλια στό 1,3), δέν τηρεῖ αὐστηρά τήν χρονολογική τάξη τῶν γεγονότων, προτάσσει τῆς κλήσεως ὁρισμένα περιστατικά πού συνέβησαν ἀργότερα. Εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ δαιμονιζομένου στήν συναγωγή τῆς Καπερναούμ, ἡ ἀπαλλαγή τῆς πεθερᾶς τοῦ Πέτρου ἀπό τόν πυρετό καί ἄλλα σημεῖα πού ἱστοροῦνται στό τέλος τοῦ προηγουμένου κεφαλαίου (βλ. 4,31-44). Κατόπιν διηγεῖται τήν κλήση τῶν μαθητῶν, θεωρώντας την ὡς τό σπουδαιότερο γεγονός τῶν πρώτων ἡμερῶν τοῦ Ἰησοῦ στήν Καπερναούμ. Γι᾿ αὐτό τόν λόγο τήν περιγράφει μέ λεπτομέρειες, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες παραλείπει ἡ ἐπιγραμματική ἀφήγηση τῶν δύο ἄλλων συνοπτικῶν εὐαγγελιστῶν (βλ. Μθ 4,18-22· Μρ 1,16-20).
5,1. Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ τὸν ὄχλον ἐπικεῖσθαι αὐτῷ τοῦ ἀκούειν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς ἦν ἑστὼς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ.
Ὁ Ἰησοῦς δέν προερχόταν ἀπό τόν κύκλο τῶν φαρισαίων, τούς ὁποίους ὁ λαός σχεδόν φοβόταν. Ἦταν ἁπλός καί προσιτός στά λαϊκά στρώματα. Μιλοῦσε μέ σαφήνεια καί ἁπλότητα, ὥστε νά γίνεται ἀντιληπτός ἀπό τὸν ὄχλον, αὐτόν γιά τόν ὁποῖο τόσο περιφρονητικά μιλοῦσαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ φαρισαῖοι (βλ. Ἰω 7,48-49). Ἡ θρησκευτική ἡγεσία τῶν ἰουδαίων καί ἐκεῖνοι πού κατεῖχαν ὑψηλότερες κοινωνικές θέσεις, δηλητηριασμένοι ἀπό τήν ἔπαρση καί τήν αὐτάρκειά τους, δέν ἔνιωθαν τήν ἀνάγκη νά ἀκούσουν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό, ὁ Ἰησοῦς κηρύττει στήν παραλία τῆς Καπερναούμ -ἐκεῖ πιθανόν θά ἦταν καί ἡ ἀγορά τῆς πόλεως-, ὅπου συγκεντρώνονταν πολλοί ψαράδες καί ἄλλοι ἁπλοί ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ, τό ἐκλεκτό κατάλοιπο τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Α΄ Κο 1,26-28). Ὅλοι αὐτοί συνωστίζονταν, ὅπως δηλώνει τό ρῆμα ἐπικεῖσθαι, στήν προσπάθειά τους νά πλησιάσουν τόν Ἰησοῦ, γιά νά ἀκούσουν τήν διδασκαλία του.
Ἡ λίμνη Γεννησαρὲτ πῆρε τό ὄνομά της ἀπό τήν παρακείμενη ὁμώνυμη πεδιάδα. Ἡ ἴδια λίμνη ἀναφέρεται στό βιβλίο τῶν Ἀριθμῶν (34,11) μέ τήν ὀνομασία «Χενερέθ (κινύρα)», προφανῶς λόγω τοῦ σχήματός της, πού ἔμοιαζε μέ τό μουσικό ὄργανο κινύρα, τήν γνωστή ἅρπα. Λόγῳ τῆς μεγάλης ἐκτάσεώς της οἱ Ἑβραῖοι τήν ὀνόμαζαν θάλασσα. Ἔτσι ἀπαντᾶ στά Εὐαγγέλια ὡς «θάλασσα τῆς Γαλιλαίας» (Μθ 4,18· 15,29· Μρ 1,16· Ἰω 6,1), ἐπειδή βρισκόταν στήν περιοχή τῆς Γαλιλαίας ἤ «θάλασσα τῆς Τιβεριάδος» (Ἰω 6,1· 21,1), ἐπειδή στίς ὄχθες της κτίσθηκε πρός τιμήν τοῦ αὐτοκράτορα Τιβερίου ἡ πόλη Τιβεριάς. Σέ ἀντίθεση πρός τούς ἄλλους τρεῖς εὐαγγελιστές ὁ Λουκᾶς τήν χαρακτηρίζει λίμνην, ἐπειδή ἀπευθύνεται σέ πιστούς ἐκτός Παλαιστίνης, πού δέν γνώριζαν τήν τοπική συνήθεια.
5,2. καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα.
Στό σημεῖο ὅπου βρέθηκε ὁ Ἰησοῦς ὅταν τά πλήθη τόν περικύκλωσαν, ἦταν ἀραγμένα δύο ἁλιευτικά πλοῖα. Πρόκειται γιά μικρά καΐκια πού χρησιμοποιοῦσαν στό ἐπαγγελματικό ψάρεμα. Εἶχαν περίπου 8 μέτρα μῆκος καί 2 μέτρα φάρδος καί μποροῦσαν νά μεταφέρουν βάρος περίπου ἑνός τόνου.
Στήν λίμνη ὑπῆρχαν ἄφθονες ποσότητες ψαριῶν καί σέ διάφορες ποικιλίες. Τό ψάρι, ὅπως μποροῦμε νά διαπιστώσουμε καί ἀπό τήν συχνή ἀναφορά του στά Εὐαγγέλια (Μθ 14,15-21· 15,32-39· 17,24-27· Μρ 6,35-44· 8,1-10· Ἰω 6,1-14· 21,1-14) ἀποτελοῦσε βασικό εἶδος διατροφῆς τῶν Ἑβραίων. Οἱ κάτοικοι τῶν παραλίμνιων πόλεων καί χωριῶν, λοιπόν, ἦταν φυσικό νά ἀσχολοῦνται μέ τήν ἁλιεία.
Οἱ ψαράδες τῶν δύο πλοιαρίων εἶχαν βγεῖ στήν στεριά καί ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα, ἔπλεναν καί τακτοποιοῦσαν τά δίχτυα τους, μετά ἀπό τό ψάρεμα πού εἶχε προηγηθεῖ κατά τήν διάρκεια τῆς νύχτας (βλ. στ. 5). Ἡ ὥρα, ἑπομένως, ἦταν πρωινή ἤ τουλάχιστον προμεσημβρινή. Τό ψάρεμα γινόταν βασικά μέ δίχτυα. Ὑπῆρχαν διάφορα εδη διχτυῶν. Στίς εὐαγγελικές διηγήσεις ἀναφέρονται τό ἀμφίβληστρον (βλ. Μθ 4,18· Μρ 1,16), ἡ σαγήνη (Μθ 13,47) καί τά μακριά δίχτυα σάν τά σημερινά, μέ φελλούς στήν πάνω μεριά καί βαρίδια στήν κάτω. Αὐτό τό τελευταῖο εἶδος διχτυῶν χρησιμοποιοῦσαν οἱ ψαράδες τῆς περικοπῆς μας, ὅπως δείχνει ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ψάρευαν (βλ. στ. 6).
5,3. Ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους.
Ὁ Ἰησοῦς ζητάει τήν συγκατάθεση τοῦ Πέτρου, γιά νά χρησιμοποιήσει τό ἕνα ἀπό τά δύο πλοῖα ὡς ἕδρα διδασκαλίας. Ἀπευθύνει σ’ αὐτόν εὐγενική παράκληση, ἠρώτησεν αὐτόν, γνωρίζοντας ὅτι εἶναι ὁ ἰδιοκτήτης. Ἀπό τήν λεπτομέρεια αὐτή φαίνεται πόσο ὁ Κύριος σεβάσθηκε τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καί τό δικαίωμα τῆς περιουσίας του.
Τά ρήματα «ἀνάγειν» καί «κατάγειν» ὡς ναυτικοί ὅροι σημαίνουν ἀντίστοιχα «ἀνοίγομαι στό πέλαγος» καί «φέρνω τό πλοῖο στήν παραλία». Τό «ἐπανάγειν» σημαίνει «ἀνοίγομαι καί πάλι στό πέλαγος». Ὁ Ἰησοῦς παρακάλεσε τόν Πέτρο ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον, νά ἀπομακρύνει τό πλοῖο λίγα μόνο μέτρα ἀπό τήν ἀκρογιαλιά, ὥστε τό νερό νά ἀποτελέσει φυσικό φράγμα ἀνάμεσα σ᾿ αὐτόν καί στό πλῆθος πού συνωστιζόταν γύρω του. Μέ αὐτόν τόν τρόπο θά μποροῦσαν ὅλοι νά τόν βλέπουν καί νά τόν ἀκοῦν καλύτερα.
Εὐχαρίστως ὁ Πέτρος διέθεσε τό πλοῖο του, γιά νά κηρύξει ὁ Διδάσκαλος. Δέν λογάριασε τήν κόπωση ὅλης τῆς νύχτας μήτε τήν στενοχώρια του γιά τήν ἀποτυχημένη ψαριά. Λαχταροῦσε κι αὐτός ν᾿ ἀκούσει τό λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν Ἰησοῦ.
Γιά τό καθίσας ἐδίδασκεν βλ. σχόλια στό 4,20.
5,4. Ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν.
Ὁ Κύριος δέν θέλησε νά ἀφήσει δίχως ἀμοιβή τόν ἰδιοκτήτη τοῦ πλοίου, πού τοῦ ἐξασφάλισε τόν πρωτότυπο ἄμβωνα. Μετά τό τέλος τῆς ὁμιλίας, τόν προτρέπει νά ὁδηγήσει καί πάλι τό πλοῖο εἰς τὸ βάθος, στά ἀνοιχτά τῆς λίμνης, καί μαζί μέ τούς συνεργάτες του νά ξαναρρίξουν τά δίχτυα γιά ψάρεμα. Εἶχε, ἐξάλλου, τό σχέδιό του· «διά τῶν ἁλιευτικῶν ἐπιτηδευμάτων ἁλιεύει τούς μαθητάς», κατά τό λογοπαίγνιο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Ἤθελε νά ἁλιεύσει τούς πρώτους μαθητές του φανερώνοντας τήν δύναμή του καί κερδίζοντας τήν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη τους.
5,5. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον.
Ὁ Κύριος δέν ἦταν ψαράς· ὡς ἄνθρωπος ἦταν ἀνειδίκευτος σ᾿ αὐτή τήν τέχνη. Τό παράγγελμά του θά φάνηκε ἀσφαλῶς παράλογο στόν Πέτρο, ὁ ὁποῖος γνώριζε ὅτι ἡ ὥρα ἦταν ἐντελῶς ἀκατάλληλη γιά ψάρεμα. Κι ὅμως ἐντυπωσιασμένος ἀπό τήν παρουσία καί τό κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ ὁ ἔμπειρος ψαράς ὑποτάσσεται στήν ἀδικαιολόγητη προτροπή του. Τόν προσφωνεῖ ἐπιστάτα, πού σημαίνει «διδάσκαλε». Ὁ Λουκᾶς χρησιμοποιεῖ τήν λέξη αὐτή ἀντί τῆς ἑβραϊκῆς «ραββί», τήν ὁποία προτιμοῦν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές. Δέν εἶναι γνωστό ἄν ὁ Πέτρος εἶχε δεῖ ἤδη τόν Ἰησοῦ νά ἐπιτελεῖ ἄλλα σημεῖα. Βέβαιο εἶναι ὅτι τόν γνώριζε ἀπό τότε πού τοῦ τόν σύστησε ὁ ἀδελφός του Ἀνδρέας (βλ. Ἰω 1,42-43).
Ἡ ἀνενδοίαστη ἀνταπόκριση τοῦ Πέτρου στό πρόσταγμα τοῦ Κυρίου θυμίζει τήν πρόθυμη ὑπακοή τῆς Παρθένου Μαρίας στό μήνυμα τοῦ ἀγγέλου (Λκ 1,38) καί ἀποτελεῖ σπουδαῖο μάθημα γιά τούς πιστούς ὅλων τῶν αἰώνων. Ὁ ἀποφασιστικός λόγος του, ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον, ἐπαναλαμβάνεται συχνά ἀπό τά χείλη ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ὑποτάσσονται στό θέλημα τοῦ Κυρίου δίχως ὅρους καί ὅρια, ἀκόμη κι ὅταν ἡ λογική τους ἀντιστρατεύεται.
5,6. Καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν.
Ἦταν τόσο πολλά τά ψάρια πού συγκεντρώθηκαν, ὥστε τό δίχτυ διερρήγνυτο. Ὁ ρηματικός αὐτός τύπος, ἀποπειρατικός παρατατικός, δηλώνει ὅτι τό δίχτυ κόντευε νά σπάσει.
Ὁ Ἰησοῦς ὡς παντοδύναμος Θεός ἐξουσιάζει τά πάντα. Τό δικό του θέλημα καί ἡ δύναμη τοῦ λόγου του ἐπιτέλεσαν τό σημεῖο τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας, πού δέν μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ λογικά. Μία θαυμαστή ἁλιεία ἱστορεῖται καί στό Ἰω 21,3-14. Δέν πρόκειται ὅμως γιά τό ἴδιο περιστατικό. Ἐκεῖ ὁ ἀναστημένος Κύριος ἐμφανίζεται «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» καί ἐπαναλαμβάνει τό σημεῖο πού περιγράφεται ἐδῶ ὡς δηλωτικό τῆς ταυτότητός του καί ὡς σημεῖο ἀναγνωρίσεως ἀπό τούς μαθητές του.
5,7. Καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά.
Τό «κατανεύω» εἶναι ναυτικός ὅρος, πού στήν νεοελληνική σημαίνει «κάνω σινιάλο». Ὅταν τά πλοῖα βρίσκονται σέ μεγάλη ἀπόσταση τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο, οἱ ναυτικοί συνεννοοῦνται κουνώντας τά χέρια τους ἤ ἕνα ὕφασμα ἤ μέ κάποιο ἄλλο ὀπτικό σημάδι. Τό πλοῖο τοῦ Πέτρου ἦταν στά ἀνοιχτά τῆς λίμνης, ἐνῶ τῶν συνεταίρων του, τῶν γιῶν τοῦ Ζεβεδαίου, βρισκόταν στήν παραλία. Γιά τόν λόγο αὐτό μποροῦσαν νά συνεννοηθοῦν μόνο μέ νοήματα.
Ἀπό τό ὅτι ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, γέμισαν καί τά δύο πλοῖα, φαίνεται ὅτι καί τά ψάρια ἦταν πάρα πολλά καί τά πλοῖα σχετικά μικρά. Τό βυθίζεσθαι, ἀποπειρατικός ἐνεστώτας, δέν σημαίνει ὅτι τά πλοῖα εἶχαν ἀρχίσει νά βυθίζονται, ἀλλά ὅτι ἀπό τό βάρος κόντευαν νά βυθισθοῦν. Τό ἐκτόπισμά τους, δηλαδή, ξεπέρασε τήν γραμμή ἀσφαλείας. Ἐπειδή ἀγνοοῦσαν τήν ἀκριβῆ ἑρμηνεία τῶν δύο αὐτῶν ρημάτων, ὁρισμένοι ξένοι μελετητές βρέθηκαν ἀντιμέτωποι μέ τούς ἑξῆς προβληματισμούς: Πῶς οἱ μαθητές πῆραν τελικά τά ψάρια, ἀφοῦ τά δίχτυα καταστράφηκαν ἀπό τό βάρος; Πῶς διέσωσαν τά πλοῖα, ἀφοῦ καταποντίζονταν; Ἡ ἔννοια τοῦ ἀποπειρατικοῦ χρόνου ἀπαντᾶ ἱκανοποιητικά στίς παραπάνω ἀπορίες.
5,8. Ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε.
Ἡ ἀναφορά τοῦ διπλοῦ ὀνόματος Σίμων Πέτρος μᾶς βοηθάει νά καταλάβουμε ὅτι ὁ εὐαγγελιστής ἔχει ὑπ᾿ ὄψιν του τήν πρώτη ἐπαφή τοῦ Πέτρου μέ τόν Ἰησοῦ, τότε πού ὁ Κύριος τοῦ εἶπε· «σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὃ ἑρμηνεύεται Πέτρος» (Ἰω 1,43), τήν ὁποία καταγράφει ὁ Ἰωάννης. Δέν ὑπάρχει, ἑπομένως, διαφωνία μεταξύ τοῦ Ἰωάννη καί τῶν ἄλλων τριῶν εὐαγγελιστῶν γιά τήν ἐκλογή τῶν μαθητῶν, ὅπως κάποιοι ἰσχυρίσθηκαν. Ὁ Ἰωάννης περιγράφει τήν πρώτη γνωριμία· οἱ ἄλλοι τήν προϋποθέτουν καί παραδίδουν τήν κλήση τῶν πρώτων μαθητῶν καί ἀργότερα τόν ὁριστικό καθορισμό τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἐπιτελείου, τήν ἐκλογή τῶν δώδεκα καί τήν ἀποστολή τους (βλ. Μθ 10,1-4· Μρ 3,13-19· Λκ 6,13-16).
Τό σημεῖο τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας ἀποκάλυψε τήν θεϊκή δύναμη τοῦ Ἰησοῦ. Μπροστά σ’ αὐτή τήν ἀποκάλυψη, ὁ Πέτρος συγκλονίζεται. Ἀντιπαραβάλλει τήν δική του ἀδυναμία καί ἁμαρτωλότητα πρός τό μεγαλεῖο καί τήν ἁγιότητα Ἐκείνου, τόν ὁποῖο αὐθόρμητα προσφωνεῖ Κύριε. Συναισθάνεται ὁ Πέτρος πόσο μικρός καί ἀνάξιος εἶναι γιά νά φιλοξενεῖ τόν Ἰησοῦ στό πλοιάριό του. Γονατιστός μέ συντριβή ἀναφωνεῖ· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι. Ὁ αὐθορμητισμός του δέν τοῦ ἐπιτρέπει νά σκεφθεῖ πόσο ἄτοπη καί ἐκτός λογικῆς εἶναι ἡ παράκλησή του, ἀφοῦ γιά νά βγεῖ ἀπό τό καράβι του ὁ Ἰησοῦς θά ἔπρεπε νά πέσει στήν θάλασσα. Εἶναι καί αὐτή μία λεπτομέρεια πού δηλώνει τή φυσικότητα καί ἀλήθεια τῆς διηγήσεως.
5,9. Θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον.
Ἡ θαυμαστή ψαριά ἄφησε ἔκθαμβους τούς ἁπλούς ψαράδες, ὄχι βέβαια γιά τόν ἀπροσδόκητο πλοῦτο πού πιθανόν θά ἔφερνε, ἀλλά ὡς ὑπερφυσικό γεγονός, πού σημείωνε τήν παρουσία ἑνός κραταιοῦ προσώπου.
5,10. ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. Καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν.
Οἱ ἐπαγγελματίες ψαράδες τῆς λίμνης συνήθως σχημάτιζαν συντεχνίες, μικρές ἁλιευτικές ἑταιρεῖες. Τά μέλη τους ὀνομάζονταν «μέτοχοι» (βλ. στ. 7) ἤ κοινωνοί, μετεῖχαν στήν ἑταιρεία προσφέροντας τά πλοῖα, τά δίχτυα καί τόν κόπο τους καί «κοινωνοῦσαν», μοιράζονταν, τά κέρδη. Μιά τέτοια ἑταιρεία εἶχαν δημιουργήσει τά δυό ζευγάρια τῶν ἀδελφῶν: Πέτρος-Ἀνδρέας, Ἰάκωβος-Ἰωάννης.
Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρει ὀνομαστικά τούς τρεῖς ἀπό τούς τέσσερις συνεταίρους, τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη. Παραλείπει τόν ἀδελφό τοῦ Πέτρου, τόν Ἀνδρέα, τόν ὁποῖο ἀναφέρουν οἱ ἄλλοι δύο εὐαγγελιστές (βλ. Μθ 4,18· Μρ 1,16). Σκοπός του, προφανῶς, ἦταν νά πληροφορήσει τούς ἀναγνῶστες του μέ ποιόν τρόπο κλήθηκαν οἱ τρεῖς κορυφαῖοι μαθητές, τούς ὁποίους ὁ Ἰησοῦς ἔπαιρνε μαζί του σέ καίριες στιγμές τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, ὅπως στήν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου (Μρ 5,37· Λκ 8,51), στήν Μεταμόρφωση (Μθ 17,1· Μρ 9,2· Λκ 9,28), στήν Γεθσημανῆ (Μθ 26,37· Μρ14,33).
Μέ τήν προτροπή μὴ φοβοῦ ὁ Κύριος καθησυχάζει τόν Πέτρο, ὅπως ἄλλοτε ὁ ἄγγελος Γαβριήλ τόν Ζαχαρία (βλ. Λκ 1,13) καί τήν παρθένο Μαρία (βλ. Λκ 1,30). Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στό Σινᾶ (πρβλ. Ἔξ 19,16-18· 20,18) καί γενικότερα στήν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ συνοδευόταν ἀπό φαινόμενα πού προκαλοῦσαν τόν τρόμο τῶν Ἰσραηλιτῶν. Στά χρόνια τῆς Καινῆς Διαθήκης ὁ Θεός ἦρθε γιά νά διώξει τόν φόβο καί νά καταστήσει τούς ἀνθρώπους μετόχους στήν χαρά τῆς βασιλείας του.
Τό ρῆμα «ζωγρῶ» ἀναφέρεται στήν σύλληψη ζωντανῶν ὄντων. Ὁ Πέτρος καλεῖται νά ἀλλάξει ὄχι ἐπάγγελμα ἀλλά τό ἀντικείμενο τῆς ἁλιείας του. Ἀντί νά πιάνει στά δίχτυα του ψάρια καί νά τά ὁδηγεῖ στόν θάνατο, θά συλλαμβάνει ἀνθρώπους ἀπό τήν θάλασσα τοῦ κόσμου, ὅπου πλανῶνται πνευματικά νεκροί, καί θά τούς ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ζωή. Ἡ ἀνωτερότητα τῆς ἐπικειμένης ἀποστολῆς εἶναι ὁλοφάνερη.
5,11. Καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.
Οἱ εὐλογημένοι ψαράδες ἐντυπωσιάσθηκαν ἀπό τήν πλούσια ψαριά, ἀλλά δέν θέλησαν νά τήν ἐκμεταλλευθοῦν οἰκονομικά. Ἡ ἐπιθυμία τοῦ κέρδους δέν στάθηκε ἐμπόδιο στήν κλήση πού τούς ἀπηύθυνε ὁ Ἰησοῦς. Τόν ἀκολούθησαν ἀφέντες ἅπαντα. Ἡ ἀποστολή πού ἀναλάμβαναν ἀπαιτοῦσε αὐταπάρνηση καί ἀπόλυτη ἀφοσίωση. Ἐκείνη τήν ἡμέρα ὁ Ἰησοῦς διέλυσε μία ἁλιευτική ἑταιρεία ἀποκτώντας τούς πρώτους μετόχους τῆς δικῆς του θείας «Ἑταιρείας».
Στήν ἐκλογή τῶν μαθητῶν ὑπάρχει ἕνα στοιχεῖο πού παρουσιάζει ἔντονη ἀντίθεση μέ τήν τακτική πού χρησιμοποιοῦν οἱ ἀρχηγοί διαφόρων κινημάτων. Ἐκεῖνοι ἀναζητοῦν τούς ὀπαδούς τους ἀνάμεσα στούς ἀνέργους καί ἀργόσχολους. Ὁ Κύριος κάλεσε τούς συνεργάτες του τήν ὥρα πού ἐργάζονταν (πρβλ. Ἔξ 3,1-4· Γ΄ Βα 19,19-21). Μέ τόν τρόπο αὐτό ἔδειξε πώς τιμᾶ τήν ἐργασία. Ὁ ἴδιος, ἐξάλλου, δέν ἀπαξίωσε νά χαρακτηρισθεῖ «τέκτων» (βλ. Μθ 13,55· Μρ 6,3), δηλαδή τεχνίτης (ξυλουργός, οἰκοδόμος, σιδεράς).
Οἱ εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μᾶρκος σημειώνουν μέ ἔμφαση ὅτι «εὐθέως» τά ἄφησαν ὅλα οἱ τέσσερις ψαράδες, γιά νά ἀκολουθήσουν τόν Ἰησοῦ (βλ. Μθ 4,20.22· Μρ 1,18.20). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπαινεῖ τήν ὑπακοή τους καί προτρέπει: «Τοιαύτην γὰρ ὁ Χριστὸς ὑπακοὴν ζητεῖ παρ᾿ ἡμῶν», νά ἐκτελοῦμε, δηλαδή, τό θέλημα τοῦ Κυρίου χωρίς τήν παραμικρή ἀναβολή.
Συμβαίνει πολλές φορές νά ἀναπτύσσουμε μεγάλη δραστηριότητα γιά ἐπίγεια πράγματα, ἐνῶ ἀναβάλλουμε συνεχῶς ὅ,τι ἔχει σχέση μέ τήν πνευματική ζωή καί μέ τήν ὑπόθεση τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἀναβλητικότητα ἀποτελεῖ μία καλοστημένη παγίδα τοῦ πονηροῦ. Γράφει σχετικά ὁ ἐπίσκοπος πρώην Φλωρίνης Αὐγουστῖνος: «Ὅλοι, ἀγαπητοί, ἄς φοβηθῶμεν τόν δαίμονα τῆς ἀναβολῆς. Αὐτός εἶνε ἐκεῖνος, ὅστις εἰς κάθε ὡραίαν μας ἀπόφασιν ὑπέρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ὑπέρ τῆς ὠφελείας τοῦ πλησίον, ἔρχεται καί μᾶς ψιθυρίζει· Αὔριον. Ὤ τόν παμπόνηρον! Μᾶς ὑπόσχεται τό ἀβέβαιον αὔριον, καί μᾶς ἁρπάζει τό παρόν... Ἄς μή λησμονῶμεν τό ὑπό τινος σοφοῦ λεχθέν ὅτι ἡ ὁδός ἡ ἄγουσα εἰς τήν κόλασιν εἶνε ἐστρωμένη μέ τά πολυάριθμα “θά”, μέ ὡραῖες ὑποσχέσεις, ὑποσχέσεις αἱ ὁποῖαι οὐδέποτε ἐπραγματοποιήθησαν».
Σέ κάθε ἐποχή ὁ Κύριος ἀπευθύνει σέ ὅλους τήν πρόσκληση νά γίνουν ἀκόλουθοί του· νά ἐγκαταλείψουν τήν ζωή τῆς ἁμαρτίας καί νά βαδίσουν πιστά στά ἴχνη του (βλ. Α΄ Πέ 2,21· πρβλ. Κλ 3,8-10). Παράλληλα ὁ κάθε χριστιανός καλεῖται νά εἶναι στό περιβάλλον του ἕνας ἱεραπόστολος. Τό σύνθημα τῶν πρώτων χριστιανῶν ἦταν: «Εἷς πρός ἕνα πρός ΙΧΘΥΝ» καί γνωρίζουμε ὅτι στή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου συνέβαλαν πολύ οἱ χριστιανοί ἔμποροι πού ταξίδευαν στίς χῶρες τῆς Μεσογείου. Ἡ ἐκκλησία τῆς Ρώμης π.χ. ἱδρύθηκε ἀπό μαθητές τοῦ ἀποστόλου Παύλου οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ πρίν ἀκόμη φθάσει ὁ διος ὁ ἀπόστολος. «Εἶνε κίβδηλος χριστιανός ὁ μή ἔχων πόθους ἱεραποστολικούς», γράφει κατηγορηματικά ὁ ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος.
Ἐκτός ὅμως ἀπό τήν γενική κλήση, ὁ Κύριος ἀπευθύνει καί ἰδιαίτερες κλήσεις σέ ὁρισμένα πρόσωπα, γιά νά ἀναλάβουν τήν εἰδική ἀποστολή νά συνεχίσουν τό ἔργο τῶν ἀποστόλων. Εἶναι ἀδήριτη ἀνάγκη νά ὑπάρχουν σέ κάθε ἐποχή οἱ ἀκούραστοι ἁλιεῖς, οἱ διδάσκαλοι τοῦ εὐαγγελίου, ἐκεῖνοι πού θά θελήσουν νά θυσιάσουν τήν σταδιοδρομία τους, νά κόψουν κάθε ἀνθρώπινο συναισθηματικό δεσμό καί νά ριχθοῦν μέ φρόνημα θυσίας στό ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς μέσα ἤ ἔξω ἀπό τήν πατρίδα τους. Ὁ Κύριος, τονίζοντας αὐτή τήν ἀνάγκη, προτρέπει τούς πιστούς· «δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ» (Μθ 9,38).
Τό σημεῖο τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας μπορεῖ νά παραλληλισθεῖ μέ τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πλούσια ψαριά ἦταν τύπος τῆς πλούσιας ἁλιείας τῶν ἀνθρώπων, προμήνυμα τοῦ μεγάλου πλήθους ἐκείνων πού ἐπρόκειτο νά ἁλιευθοῦν ἀπό τά δίχτυα τῶν ἀποστόλων. Μέ τήν δύναμη καί τήν ἐξουσία τοῦ Κυρίου, μέ τήν ἐπιμονή καί τήν ὑπομονή πού χαρακτηρίζει τούς ψαράδες, οἱ ἀπόστολοι ἅπλωσαν, πράγματι, τά δίχτυα τοῦ εὐαγγελίου καί συνέλαβαν πλῆθος ἀνθρώπων, τούς ὁποίους ὁδήγησαν στόν Χριστό καί στήν σωτηρία.
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Α΄, σελ. 207-216