Ο ΙΗΣΟΥΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΥΜΑΤΩΝ
Ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ
Τό σημεῖο πού μᾶς διηγεῖται τό εὐαγγέλιο τῆς Θ΄ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου (Μθ 14,22-34) παρουσιάζει αὐτό τό καταπληκτικό καί σπουδαῖο ἔργο· τόν Κύριο νά βρίσκεται σέ μιά στιγμή ἀπό τήν κορυφή τοῦ βουνοῦ πάνω στά ἀφρισμένα κύματα καί μέ ἕνα του λόγο νά σώζει ἀπό τή μανία τῆς θάλασσας τή βάρκα μέ τούς μαθητές του.
Μετά τό χορτασμό περισσοτέρων ἀπό 5.000 ἀνθρώπων ὁ Χριστός κουρασμένος, κατάκοπος ἀποτραβήχτηκε στήν κορυφή ἑνός βουνοῦ γιά νά ξεκουραστεῖ. Ἀλλά ποιά εἶναι ἡ ξεκούραση καί ἡ ἀνάπαυσή του; «Ἦν διανυκτερεύων ἐν τῇ προσευχῇ», ὅπως λέει καί ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς· ἔμεινε προσευχόμενος ὅλη τή νύχτα. Μετά ἀπό κόπους, ἀπό διδασκαλία καί περιοδεία, ὁ Κύριος βρίσκει ἀνάπαυση ὄχι στόν ὕπνο οὔτε στό ξάπλωμα, ἀλλά στήν προσευχή καί στό γονάτισμα. Ὤ, νά μπορούσαμε ἐκείνη τήν ὥρα νά πλησιάζαμε τόν Ἰησοῦ στήν κορυφή τοῦ ὄρους καί νά ἀκούγαμε τήν προσευχή του! Μέ συντριβή καρδίας -τό πιστεύω!- θά ἀκούγαμε τότε τό ὄνομά μας, τόν Κύριο νά προσεύχεται γιά μᾶς, πού δέν εἴχαμε γεννηθεῖ ἀκόμη, ἀλλά βρισκόμασταν στή σκέψη του καί στήν ἀγωνία του. Ναί, ἀδελφοί μου! Ὅπως προσευχήθηκε γιά τόν Πέτρο, πού θά τόν χορέψει ὁ διάβολος στό ταψί, νά μή χαθεῖ ἡ πίστη του, ἔτσι ὁ Ἰησοῦς προσευχήθηκε καί γιά μένα καί γιά σᾶς. Καί ὅπως έκείνη τήν ὥρα ἔβλεπε στήν ταραγμένη λίμνη τή βάρκα μέ τούς μαθητές του νά σαλεύεται, ἔτσι ἔβλεπε μπροστά ἀπό χρόνια καί καιρούς τούς πιστούς ὅλων τῶν αἰώνων νά σείονται μέσα στή θάλασσα τῆς ζωῆς, νά κινδυνεύουν ἀπό τά κύματα τῶν πειρασμῶν καί τῶν παθῶν, καί προσευχήθηκε γιά ὅλους μας.
Ἀβύθιστη ἡ Ἐκκλησία
Μέσα στό καραβάκι ἐκεῖνο ἦταν ὅ,τι προσφιλέστερο εἶχε πάνω στή γῆ ὁ Θεάνθρωπος. Ἦταν οἱ δώδεκα μαθητές του, ἦταν ἐν δυνάμει ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἦλθε νά ἱδρύσει. Καί σήμερα ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κάτι ἄλλο παρά ἕνα πλοῖο, πού παλεύει μέ ποικιλώνυμα κύματα. Κατάρτι της εἶναι ὁ σταυρός, πηδάλιο ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ καί οἱ κανόνες τῶν πατέρων, καραβοκύρης ὁ Χριστός, ναῦτες οἱ ἀπόστολοι καί πλήρωμα ὅλοι οἱ χριστιανοί.
Ὁ κόσμος μαίνεται, οἱ ἄνεμοι τῆς ἀπιστίας, τῆς ἀσπλαγχνίας καί τῆς διαφθορᾶς σφυρίζουν γύρω της, τά κύματα τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων χτυποῦν τά πλευρά της καί, τό χειρότερο, ἡ ὀλιγοπιστία τῶν ἴδιων τῶν χριστιανῶν σαλεύει τήν Ἐκκλησία. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία δέν καταποντίζεται. Μυριάδες οἱ ἐχθροί της, ἀλλά δέν χάνεται. Ὁ Κύριος προσεύχεται γι' αὐτήν. Σ' ἕνα του λόγο πρό τῆς ἐξορίας ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει· «Πολλά τά κύματα καί χαλεπόν τό κλυδώνιον, ἀλλ' οὐ δεδοίκαμεν μή καταποντισθῶμεν. Μαινέσθω ἡ θάλασσα, πέτραν Χριστοῦ διαλύσαι οὐκ ἰσχύει· ἐγειρέσθω τά κύματα, πλοῖον Χριστοῦ καταποντίσαι οὐ δύναται». Ἡ Ἐκκλησία μένει ἀλώβητη ἀπό τήν ἀπιστία τῶν ἐχθρῶν της καί ἀκέραιη ἀπό τήν ὀλιγοπιστία τῶν μελῶν της.
Μή φοβεῖσθε!
Ὅταν ἡ λαίλαπα δυναμώνει, ὅταν ἡ τρικυμία μᾶς πανικοβάλλει καί ἡ θύελλα μᾶς τρομάζει, ὁ Ἰησοῦς ἀφήνει τό ὄρος, κατεβαίνει καί περπατᾶ πάνω στά κύματα καί μᾶς λέει· «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μή φοβεῖσθε!». Ὤ, νά μποροῦσαν αὐτές οἱ λέξεις νά σφραγιστοῦν μέσα μας καί νά μᾶς σημαδέψουν, ὅπως σημαδεύουν οἱ νοικοκυραῖοι τά ζῶα τους μέ καυτό σίδερο! Νά χαρασσόταν μέσα στήν καρδιά μας πώς ἀνήκουμε στόν Θεό, ἀφοῦ εἴμαστε ἡ Ἐκκλησία του, καί τίποτε δέν ἔχουμε νά φοβηθοῦμε. Ποιά φουρτούνα μᾶς βρίσκει; Ποιός σεισμός μᾶς κλυδωνίζει; Εἶναι συκοφαντία; Εἶναι ψέμα; Εἶναι δόλος καί ἀπάτη;
- Ἔχετε θάρρος! Μή φοβᾶστε! Ἐγώ εἶμαι!
Ὅσο γλυκειά καί παρήγορη ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ πατέρα, τοῦ ἀδελφοῦ, τοῦ συζύγου, κάποιου πού μᾶς ἀγαπᾶ καί μᾶς προστατεύει μέσα στήν ἀπειλή καί τήν φοβέρα, «Ἐγώ εἶμαι!», ἔτσι γλυκειά καί παρήγορη εἶναι ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ γιά τήν Ἐκκλησία του μέσα στή δοκιμασία καί τόν κίνδυνο.
Ἀλλά καί σύ, ψυχή μου, πού ἔχεις νά παλέψεις μέ τόσα κύματα στή ζωή σου, ἔχε θάρρος καί μή φοβᾶσαι! Σέ χτυπᾶ ἡ φτώχια, ἡ δυστυχία, ὁ θάνατος; Σέ ἀγριεύει ἡ ἀποτυχία, ἡ κακία, ὁ κατατρεγμός; Πές δυνατά· «Ἐάν γάρ καί πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά ὅτι σύ μετ' ἐμοῦ εἶ». Ὁ Κύριος κατέβηκε καί περπατᾶ μαζί σου πάνω στά κύματα. Καί ὅταν οἱ πειρασμοί σέ κυκλώνουν, ὅταν ἡ ἁμαρτία σέ ζαλίζει καί ὑψώνεται μπροστά σου μ' ὅλη της τήν τρομερή δύναμη, ὅταν μέσα σου ξεσποῦν θύελλα τά πάθη καί τρικυμίζουν τά ἔνστικτα, ἄκου, ψυχή μου, τήν ἐνθαρρυντική φωνή τοῦ Κυρίου σου· «Ἐγώ εἰμι! Μήν τά χάνεις, παιδί μου! Κι ἄν ἀκόμη ὁ σατανᾶς σέ τύλιξε μέ τά πλοκάμια του, κι ἄν ἀκόμη σέ ἔχει ρίξει μέσα στή λάσπη κι ἔχει ἀφαιρέσει ἀπό μέσα σου κάθε σκέψη γιά Θεό, κι ἄν ἀκόμη ἐμένα, πού εἶμαι ὁ Κύριός σου, μέ βλέπεις σάν φάντασμα καί μέ σκιάζεσαι, μήν ἀπελπίζεσαι!».
Ὁ Πέτρος θέλησε κι αὐτός νά περπατήσει πάνω στή θάλασσα. Ὅσο εἶχε τό βλέμμα του καρφωμένο στόν Ἰησοῦ, ὅσο εἶχε τήν καρδιά του στερεωμένη στήν ἐμπιστοσύνη του σ' αὐτόν, ἦταν κι αὐτός ἕνας μικρός θεός· ἔκανε θαύματα καί περπατοῦσε πάνω στά κύματα. Μόλις ὅμως τράβηξε τήν προσοχή του ὁ ἄνεμος, μόλις ἀποσπάστηκε ἀπό τήν ἐπαφή του μέ τόν Χριστό καί φοβήθηκε, ἄρχισε νά καταποντίζεται. Σώθηκε μόνον ὅταν «ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσον με!».
Κύριε, σῶσε μας!
Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει παντοδύναμος, νά γίνει ἕνας μικρός θεός, μιμητής τοῦ Χριστοῦ, ἄν μείνει συνδεδεμένος μ' αὐτόν, σέ στενή καί ἀπόλυτη ἐπαφή μαζί του. Πόσες φορές, ἀλήθεια, δέν μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος τή δύναμη νά πατοῦμε πάνω σέ φίδια καί σέ σκορπιούς, νά περνοῦμε μπόρες καί καταιγίδες, νά περπατοῦμε πάνω στά κύματα; Πόσες φορές δέν ἄκουσε τή φωνή μας, τό S.O.S. πού ἐκπέμψαμε στίς θύελλες τῆς ζωῆς μας, καί δέν μᾶς ἔσωσε; Ἡ ἴδια ἡ ἱστορία μας εἶναι ἐκείνη πού μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Θεός μας καί μᾶς σπρώχνει νά τόν προσκυνήσουμε. Ἄν ὅλα αὐτά τά σκεφθοῦμε, τότε αὐθόρμητη θά βγεῖ ἀπό μέσα μας ἡ προσευχή·
«Κύριε, παντοδύναμε Θεέ, Δημιουργέ καί Κυβερνήτα τοῦ σύμπαντος, Πλάστη μας καί Λυτρωτά μας, σ' εὐχαριστοῦμε πού πάνω στόν οὐρανό προσεύχεσαι γιά μᾶς. Θερμά σέ παρακαλοῦμε ὅλη ἡ Ἐκκλησία σου, πού δέρνεται μέσα στούς ὠκεανούς τῆς ψεύτικης καί διεστραμμένης ζωῆς, ἔλα, κατέβα ἀπό τό ὄρος, νά περπατήσεις μαζί μας πάνω στή θάλασσα πού διαπλέουμε, νά διατάξεις τούς ἀνέμους νά ἠρεμήσουν, νά μᾶς διασώσεις. Ἔλα, Κύριε, νά σέ δοῦμε ζωντανό νά μᾶς ἐνθαρρύνεις, ν' ἁπλώνεις τό χέρι σου καί νά μᾶς βοηθᾶς, μέσα στήν καρδιά μας, μέσα στήν οἰκογένειά μας, μέσα στήν κοινωνία, μέσα στόν κόσμο. Ἀμήν».
Στέργιος Ν. Σάκκος, Ἀπολύτρωσις 41 (1986) 109-110