Καθημερινά οἱ ἐφημερίδες εἶναι γεμάτες ἀπό ληστεῖες, ἁρπαγές, τραυματισμούς, σκοτωμούς! Φόβος καί τρόμος παλαιότερα ἦταν οἱ λήσταρχοι τῶν βουνῶν. Χειρότεροι καί φοβερότεροι οἱ σημερινοί λησταί τῶν πόλεων. Γιά ἐλάχιστα χρήματα χάνονται ζωές. Προστασία ἀπό πουθενά!
Νά, ὅμως καί κάποια ἄλλη παράξενη «ληστεία». Δέν τήν καταγράφει κανένα ἀστυνομικό δελτίο, ἀλλά ἔχει τά περισσότερα θύματα. Τήν ἀναφέρει ἕνα ἀπόστιχο τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Δ’ Κυριακῆς τῶν νηστειῶν.
«Λῃσταῖς λογισμοῖς, περιπεσὼν ὁ Ἀδάμ,
ἐκλάπη τὸν νοῦν, τραυματισθεὶς τὴν ψυχήν,
καὶ ἔκειτο γυμνὸς ἀντιλήψεως·
οὔτε Ἱερεὺς ὁ πρὸ τοῦ νόμου προσέσχεν αὐτῷ,
οὔτε Λευΐτης μετὰ νόμον ἐπεῖδεν αὐτόν,
εἰ μὴ σὺ ὁ παραγενόμενος Θεός, οὐκ ἐκ Σαμαρείας,
ἀλλ' ἐκ τῆς Μαρίας Θεοτόκου, Κύριε δόξα σοι».
Σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση ὁ ὕμνος λέει: «Σέ λογισμούς ληστρικούς ἔπεσε ὁ Ἀδάμ. Τραυμάτισαν τήν ψυχή του, τοῦ ἔκλεψαν τόν νοῦν καί τόν ἄφησαν γυμνό, ἀβοήθητο. Οὔτε ὁ ἱερέας πρίν ἀπό τόν νόμο τόν πρόσεξε οὔτε ὁ Λευΐτης τοῦ νόμου τόν εἶδε. Παρά μόνον ἐσύ, ὁ Θεός, πού ἦλθες ὄχι ἀπό τή Σαμάρεια, ἀλλά ἀπό τήν Μαρία Θεοτόκο· Κύριε, δόξα σοι».
Τρία στοιχεῖα συνθέτουν τόν ὕμνο. Ἡ παρακοή καί πτώση τοῦ Ἀδάμ, ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου (Λκ 10,30-37) καί ἡ ἐκ τῆς Θεοτόκου γέννηση τοῦ Ἰησοῦ. Ληστές μεταφορικά εἶναι οἱ προσωποποιημένοι λογισμοί, πού «κατηγοροῦν ἤ καί ἀθωώνουν τόν ἄνθρωπο» (Ρω 2,15). Οἱ λογισμοί, πού κάνουν τόν ἄνθρωπο δίβουλο καί ἀκατάστατο σέ ὅλη του τή ζωή. Οἱ λογισμοί, πού ἔβαλαν τόν Κάιν νά σκοτώσει τόν Ἄβελ καί τά παιδιά τοῦ Ἰακώβ νά πουλήσουν τόν Ἰωσήφ. Οἱ λογισμοί, πού συλλαμβάνουν τήν ἁμαρτία καί φέρνουν τόν θάνατο. Οἱ λογισμοί ληστές!
Στόν τραυματισμένο καί ληστεμένο ἄνθρωπο κανένας δέν μπόρεσε νά προσφέρει βοήθεια. Καμία προσπάθεια, σύστημα καί φιλοσοφία τῶν ἀνθρώπων δέν λύτρωσε τόν ἄνθρωπο, παρά μόνον «ὁ καλός σαμαρείτης», πού γεννήθηκε ἀπό τήν Θεοτόκο. Τήν ἐφαρμογή τοῦ ὕμνου μᾶς τή δίνει ἕνα ἄλλο τροπάριο ἀπό τήν α’ ὠδή τοῦ Μεγάλου Κανόνος.
«Ὁ λῃσταῖς περιπεσὼν
ἐγὼ ὑπάρχω τοῖς λογισμοῖς μου·
ὅλως ὑπ᾿ αὐτῶν
τετραυμάτισμαι νῦν·
ἐπλήσθην μωλώπων.
Ἀλλ᾿ αὐτός μοι ἐπιστάς,
Χριστὲ Σωτήρ, ἰάτρευσον».
Κύριε, αὐτός πού ἔπεσε στούς ληστές λογισμούς ἐγώ εἶμαι. Μέ τραυμάτισαν, μέ κλέψανε, μέ γέμισαν πληγές. Οἱ ἄνθρωποι μέ εἶδαν καί μέ ἄφησαν στήν ἴδια κατάσταση, γυμνό καί τραυματία. Ἀλλά ἐσύ, Ἰησοῦ, πού ἀνέτειλες ἀπό τήν Μαρία, λυπήσου με καί σῶσε με. Μή μ’ ἀφήσεις στά χέρια τῶν λογισμῶν ληστῶν, ἀλλά δῶσ᾿ μου λογισμούς ἀληθεῖς, σεμνούς, δικαίους, ἁγνούς, προσφιλεῖς, εὔφημους.
Β. Μ.
Ἀπολύτρωσις 43 (1988) 42