Ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου

   Ἐγώ θέλω ἔτσι. Ἔχω ρυθμίσει τά πάντα. Θέλω τότε, θέλω ἐκεῖ, θέλω αὐτά, θέλω τώρα. Ἡ ζωή μου εἶναι μία καί εἶναι μικρή και μοῦ ἀνήκει. Ἄν ἦταν δύο, τό συζητοῦσα μποροῦσαν νά ἔχουν κι ἄλλοι λόγο. Τώρα πού εἶναι μία, μήν τήν ἀγγίζετε.
   «Καί ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν», ὁ νεώτερος γιός. Ὅσο γίνεται μακριά ἀπ’ τόν πατέρα. Ἐκεῖ κανένας δέν θά ἄγγιζε τή ζωή του καί τήν ἐλευθερία του.
   Ὅμως κι αὐτός ἐδῶ ὁ ὁδοιπόρος ἀπεδήμησε μακριά ἀπ’ τή γῆ τῶν πατέρων του, αὐτός ὅμως ὄχι γιά ν’ ἀντιταταχτεῖ ἀλλά γιά νά ὑποταχτεῖ. Δέν σταματάει πουθενά, δέν βρίσκει πουθενά ἀνάπαυση, εἶναι σέ διαρκῆ ἐγρήγορση. Ποιόν τόπο θά τοῦ δείξει ὁ Θεός; Ὁ ὁδοιπόρος εἶναι ὁ Ἀβραάμ κι ἀνήκει σ’ αὐτούς τούς λίγους πού ἀφήνουν τόν Θεό νά διαλέξει ἀντί γι’ αὐτούς πράγματα πολύ προσωπικά δικά τους, πράγματα αὐτονόητα ὅτι τά διαλέγει ὁ καθένας μόνος του: σέ ποιόν τόπο θά μείνει ἤ ποιά σύζυγο θά πάρει γιά τό γιό του Ἰσαάκ, καί μάλιστα μέ μεσολάβητή τόν δοῦλο του Ἐλεάζαρ. Ὁ μεγάλος ἄρχοντας πατριάρχης σάν ἕνας ὑπηρέτης σκύβει τό κεφάλι σέ ὅλα. Δέν ἔχει δικές του ἐπιλογές.
 Ποιός κερδίζει, ποιός χάνει; Παράδοξα πράγματα. Μέ τήν ὑποταγή κερδίζει κανείς αὐτό πού κυνηγάει ὅταν ρίχνεται στήν ἀποστασία καί τό χάνει. Δηλαδή ζωή καί περίσσεια ζωή. Τό πιό σοβαρό σημεῖο σύγκρισης καί σύγκρουσης ὁλωνῶν μας μέ τούς ἄλλους εἶναι αὐτό: τό πῶς διαχειρίζεται καθένας τή ζωή του, πιστεύοντας ὅτι αὐτό πού ἐπιλέγει σ’ ὅλους τούς τομεῖς εἶναι τό καλύτερο. Ἄρα, ἀφοῦ ἐπέλεξε ὅπως ἤθελε, ἔζησε τή ζωή του. Πληρώνοντας πανάκριβα πολλες φορές σέ χρῆμα, σέ ψέμα, σέ ψυχή, σέ αἷμα. Ὅσο γιά κείνη τή μία ζωή τοῦ Ἀβραάμ πού χάθηκε μές στήν ὑποταγή, ἐπεκτάθηκε σ’ ὅλη τήν ἱστορία, ἀφοῦ ἔγινε πατέρας πολλῶν ἐθνῶν, καί σ’ ὅλη τήν αἰωνιότητα, ἀφοῦ ὁ παράδεισος λέγεται ἀλλιῶς μέ τ’ ὄνομά του: κόλπος, ἀγκαλιά, τοῦ Ἀβραάμ.
asotos2  Πεινάω ἐδῶ σ’ αὐτήν τήν ἐρημιά. Τά γουρούνια περνοῦν καλύτερα ἀπό μένα. Πόσοι ὑπηρέτες τοῦ πατέρα μου χορταίνουν ψωμί κι ἐγώ πεθαίνω! Τοῦς θυμᾶμαι. Κάτι ἄσημοι, κάτι ἀσήμαντοι, κάτι παρακατιανοί ἐκεῖ σέ μιάν ἄκρη μέσα στό σπίτι μου, γαντζωμένοι ἐκεῖ χορταίνουν ψωμί καί λαμπυρίζει ἡ ζωή στά μάτια τους. Θά γυρίσω πίσω καί θά πῶ στόν πατέρα μου νά μέ κάνει σάν ἕνας ἀπό αὐτούς. Σάν ἕναν ὑπηρέτη του. Γιά παραπάνω δέν ἀξίζω.
  Γιά ποιόν εἶναι αὐτή ἡ χρυσή στολή στά χέρια τοῦ πατέρα;
  Ὄχι ὅτι κι αὐτή τή φορά δέν ἔχω νά σοῦ κάνω ὑποδείξεις γιά τή ζωή μου, Κύριε. Ἔχω, καί μάλιστα πολλές. Στίς ὑποδείξεις, ἰδίως πρός Ἐσένα, τά κατάφερνα πάντοτε καλά. Τώρα ὅμως, κλεισμένος σάν τόν τυφλοπόντικα μές στό λαγούμι πού ἔσκαψα μόνος μου μέ τίς ἐπιλογές μου, δέν μέ παίρνει αὐτή τη φορά νά σοῦ κάνω ἄλλες ὑποδείξεις. Γι’ αὐτό πές μου Ἐσύ κι ἐγώ κι ἐγώ θά προσπαθήσω νά ὑπακούσω.

Ζωή Γούλα
Φιλόλογος
Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 46-47