Α. Ἡ σχέση της μέ τήν ἐλπίδα
Καθώς γύρω μας αὐξάνουν καθημερινά τά καταναλωτικά μας ἀγαθά, καθώς ἀπολαμβάνουμε συνεχῶς καί πλουσιότερη τήν τροφή καί καθώς συσσωρεύονται πάνω μας τό ἕνα μετά τό ἄλλο τά βάρη καί οἱ συμφορές τῆς καλοφαγίας καί πολυφαγίας, συνειδητοποιοῦμε ὅλο καί περισσότερο, ὅλο καί καλύτερα πόσο ὠφέλιμη καί πόσο ἀναγκαία εἶναι ἡ νηστεία. Οἱ γιατροί καί οἱ ἐπιστήμονες ἐπισημαίνουν ὅτι πρέπει ἡ δίαιτά μας νά γίνει ἁπλή καί λιτή καί ἔμμεσα ἤ ἄμεσα ἀναγνωρίζουν ὅτι οἱ διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας γιά γενική ἐγκράτεια στό φαγητό καί γιά ἀποχή κατά καιρούς ἀπό ὁρισμένες τροφές εἶναι ἡ πιό κατάλληλη καί ἀποτελεσματική ἀντιμετώπιση τῆς πλημμύρας τῶν ἀγαθῶν στή ζωή μας, εἶναι ἡ πιό σωστή στάση γιά τήν ὑγεία καί γιά τήν εὐεξία μας. Ὅλοι συμφωνοῦν ὅτι ἀκόμη κι ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ θεσμός τῆς νηστείας, θά ἔπρεπε νά ἐφευρεθεῖ τώρα καί νά ἐπιβληθεῖ, γιά νά μᾶς σώσει ἀπό τόν ὀλέθριο κίνδυνο τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, πού ἀπειλεῖ νά μᾶς καταστρέψει περισσότερο ἀπό ὅ,τι μᾶς ἀπείλησε κάποτε ἡ πεῖνα, ἡ πενία, ἡ ἀπορία.
Ἐντούτοις, ὅσο κι ἄν ὁ κόσμος παραδέχεται ἀπό ἀνάγκη τήν ἀξία τῆς νηστείας στήν οὐσία της -διότι βέβαια στόν ἀκριβῆ της τύπο, ὅπως τήν διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, δέν ἔχουν ὅλοι τήν ταπείνωση νά τήν ἀποδεχθοῦν-, δέν κατορθώνει νά συλλάβει πλήρως τήν ὑπεροχή της, ἐφόσον τήν κρίνει μόνο ἀπό τήν προσφορά της στή βιολογική μας ὕπαρξη καί δέν τήν θεωρεῖ ὁλοκληρωμένα ὡς προσφορά στόν σύνολο ἄνθρωπο καί πρό πάντων στήν πνευματική του ὑπόσταση. Διότι ἡ νηστεία ὁρίσθηκε ἀπό τόν Θεό μέ στόχο ὄχι μόνο τήν ὑγεία τοῦ σώματος, ἀλλά καί τήν εὐρωστία τοῦ πνεύματος, τήν εὐεξία τῆς ψυχῆς. Ὅταν ὁ Κύριος ἔδινε στούς πρωτοπλάστους τήν ἐντολή νά μή φᾶνε τούς καρπούς ἑνός συγκεκριμένου δένδρου μέσα στόν παράδεισο -οἱ ὁποῖοι, σημειωτέον, ἦταν πολύ ἑλκυστικοί-, θέσπιζε τήν πρώτη πράξη τῆς νηστείας καί ἔθετε τόν πρῶτο ὅρο γιά τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς· τήν ἑκούσια δηλαδή ὑποταγή τοῦ ἀνθρώπου στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τήν ἐλεύθερη συμφωνία τοῦ πλάσματος μέ τόν Πλάστη. Ὑπακούοντας ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα στό παράγγελμα τῆς νηστείας φανέρωναν τήν ἐμπιστοσύνη τους καί τήν ἀγάπη τους στόν Κύριο, ἔδειχναν ὅτι ἀναγνωρίζουν τήν αὐθεντία του καί ἐπιθυμοῦν νά τόν εὐχαριστήσουν, καί ἀνέπτυσσαν ἔτσι μία δυνατή σχέση μαζί του, κατόρθωναν μία βαθειά ἐναρμόνιση τῆς ζωῆς τους μέ τή θεία ζωή.
Αὐτή ἡ τέλεια ἁρμονική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ἦταν καί ἔμεινε πάντοτε τό θαυμαστό ἀποτέλεσμα τῆς νηστείας. Στούς αἰῶνες πού ἀκολούθησαν μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, μετά τή διάρρηξη τοῦ δεσμοῦ πίστεως καί ἀγάπης πρός τόν Θεό, πού συνέβη ἀκριβῶς μέ τήν καταπάτηση τῆς νηστείας, ὁ Κύριος δέν ἄφησε τό πλάσμα του νά χάσει κάθε δυνατότητα ἐπαφῆς μαζί του καί νά χαθεῖ. Τοῦ χάρισε τήν ἐλπίδα ὅτι κάποτε θά ἐπιστρέψει πάλι στόν παράδεισο καί θά δεῖ ξανά τό πρόσωπό του, καί τοῦ ἔδωσε ἕνα μέσο γιά νά βρίσκει κοινωνία μαζί του, ὅσο μακριά κι ἄν πλανηθεῖ· τόν νόμο του καί μέσα σ’ αὐτόν τή νηστεία. Μέχρι σήμερα καί μέχρι νά ἔρθει ἡ τελική ἀπολύτρωσή μας, ἡ νηστεία παραμένει γιά ὅλους ὁ θεόσδοτος τρόπος γιά νά ἐπιτύχουμε τήν ἐσωτερική μας ἁρμονία, νά εἰρηνεύσουμε τόν διχασμένο ἑαυτό μας, πού ἐνῶ εἶναι τοῦ Θεοῦ, συγχρόνως ἐπαναστατεῖ ἐναντίον του. Βέβαια, ὅλα τοῦτα ἔγιναν πλήρως κατανοητά μετά τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος παραδίδει πλέον τό σῶμα του καί τό αἷμα του γιά τήν καταλλαγή τοῦ ἀποστάτη ἀνθρώπου μέ τόν Δεσπότη Κύριο καί ὁ ὁποῖος ἐπιτυγχάνει ἤδη γιά χάρη μας τή θεία κοινωνία μαζί του. Νηστεύοντας τώρα μέσα στήν Ἐκκλησία συσφίγγουμε τό δεσμό μας μέ τόν Κύριο καί ὁμολογοῦμε ὅτι διατηροῦμε ζωντανή τήν ἐλπίδα πώς κάποτε θά βρεθοῦμε στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι γίνεται φανερό πῶς ἡ νηστεία συνδέεται μέ τήν ἐλπίδα, ὅπως ἡ λατρεία συνδέεται μέ τήν πίστη καί ἡ θυσία μέ τήν ἀγάπη. Καί ἔτσι γίνεται φανερό ἐπίσης πῶς ἡ νηστεία ἀναφέρεται στόν Θεό καί ἡ θυσία στόν συνάνθρωπο. Μέσα στό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας ἡ νηστεία καταλαμβάνει μία τέτοια θέση πού νά ἐκφράζει τήν ἐν Χριστῷ ἐλπίδα μας καί νά ὑπηρετεῖ τήν ὑπαρξιακή μας ὁλοκλήρωση.
Β. Ἡ συμβολή της στήν οἰκολογία
Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ ὑπεροχή καί ἡ ἀξία τῆς νηστείας καί ἀπό ἐδῶ ἀπορρέει ἡ ὠφέλεια καί ἡ προσφορά της. Ἡ ἰσσοροπία πού ἐπιφέρει στίς πνευματικές σχέσεις μας ἀντανακλᾶται στήν καλή ὑγεία πού ἐξασφαλίζει γιά τό σῶμα μας, καί ἡ ἀγαλλίαση πού δημιουργεῖ στίς καρδιές μας, ὅταν γίνεται γιά τόν Θεό, ἀντικατοπτρίζεται στήν εὐφροσύνη τοῦ πνεύματός μας. Γι’ αὐτό εἶναι πολύ μονομερής ἡ θεώρηση τῆς νηστείας μόνο ἀπό βιολογική ἄποψη, ἀποκομμένη ἀπό τήν ἀναφορά της στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καί ἀποσχισμένη ἀπό τή συνάφειά της μέ τήν ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ. Καί εἶναι πολύ ἄδικη ἡ ἐκτίμησή της μόνο σέ σχέση μέ τό στομάχι καί τίς ἀρρώστιες του. Τό εὖρος της εἶναι ὅσο καί τό ὕψος της. Τό μέγεθός της ἔχει τόση χωρητικότητα, ὥστε μπορεῖ νά χωνεύσει ὅλα τά κακά τοῦ εὐδαιμονισμοῦ μας καί νά συλλάβει ὅλες τίς μάστιγες τοῦ πολιτισμοῦ μας. Πράγματι, ἄν δοῦμε βαθύτερα τί βλάπτει τόν κόσμο σήμερα -ὄχι μόνο τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί τή φύση-, ἄν ἐξετάσουμε στή ρίζα τους τόν ὑποσιτισμό καί τόν ὑπερσιτισμό, τήν ἔνδεια καί τήν ἀσυδοσία, ἀκόμη ἄν ἐξετάσουμε στή ρίζα τους τή μόλυνση καί τή ρύπανση τοῦ περιβάλλοντος, τόν ἀποδεκατισμό ἐκλεκτῶν εἰδῶν καί τόν πολλαπλασιασμό μικροβίων καί ἰῶν, τήν καταστροφή τῆς γῆς καί τῆς ἀτμόσφαιρας, μέ ἕνα λόγο ἐκεῖνο πού ὀνομάζουμε οἰκολογικό πρόβλημα, θά ἀντιληφθοῦμε ὅτι αἰτία εἶναι ἡ περιφρόνηση καί ἡ καταπάτηση τῆς ἁγίας ἐντολῆς τῆς νηστείας. Διότι, ἄν ὁ ἄνθρωπος νήστευε ἀληθινά, ἄν δηλαδή σεβόταν τόν ἑαυτό του ὡς πνευματικό ὄν, θά σεβόταν καί τή φύση γύρω του καί θά νοιαζόταν νά μήν ἀφανισθεῖ.
Αὐτό ἀποτελεῖ μία μεγάλη ἀλήθεια, τήν ὁποία ἀξίζει νά προσέξουμε ἰδιαίτερα σήμερα πού βλέπουμε τό σύμπαν νά ἐκφυλίζεται. Ἐκεῖνος πού νηστεύει κατά Θεόν, πιστεύει ὅτι δέν εἶναι μόνο σάρκα καί αἷμα, πού κάποτε θά λειώσουν καί θά χαθοῦν, ἀλλά ὅτι εἶναι μία αἰώνια ὕπαρξη, ψυχή καί σῶμα, πού κάποτε θά βρεθεῖ ἀναστημένη, καί γι’ αὐτό πρέπει νά τήν κρατήσει σέ διαρκῆ κι ἀληθινή κοινωνία μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς της, τόν Θεό. Ἔτσι δέν φοβᾶται μήπως ἀρρωστήσει ἤ μήπως πεθάνει τρώγοντας μόνο ἐκεῖνα πού ὁ Κύριος ἐντέλλεται. Ἔτσι βρίσκει τή δύναμη νά νικήσει τή λαιμαργία καί τή γαστριμαργία περιορίζοντας τήν τροφή του στά ἐπιτρεπτά καί ἀναγκαῖα. Καί ἔτσι δέν ἀντικρύζει τή φύση καί τά ἀγαθά της ὡς ἀντικείμενο μόνο ἐκμεταλλεύσεως, ἁρπαγῆς καί βιασμοῦ γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν ὀρέξεών του, ἀλλά τήν βλέπει ὡς δῶρο ἀγάπης τοῦ Δημιουργοῦ πρός αὐτόν, οἶκο οἰκεῖο, δικό του σπίτι, πού θέλει νά τό φροντίζει καί νά τό περιποιεῖται, γιά νά τό ἔχει σ’ αὐτή τή ζωή ἀλλά καί στήν ἄλλη, καθόσον κι αὐτό μαζί του θά ἀνακαινισθεῖ τήν ἡμέρα ἐκείνη τῆς Παλιγγενεσίας. Ὅσο οἱ πρωτόπλαστοι ζοῦσαν μέ αὐτό τό φρόνημα, ὁ κόσμος ὅλος διατηροῦνταν «καλός λίαν». Ἀπό τή στιγμή πού παρέβησαν τήν ὑπακοή τῆς νηστείας, ὁ παράδεισος ἔγινε κόλαση. Ἡ φθορά τῆς φύσεως ξεκίνησε ἀπό τή διαφθορά τοῦ ἀνθρώπου, καί ὅπου μέσα στήν ἱστορία συναντοῦμε ἐξαπλωμένη τήν ἀνθρώπινη διαφθορά, ἐκεῖ βρίσκουμε καί διευρυμένη τή φυσική φθορά. Τό ἀντίθετο εἶναι ἡ λύση στό οἰκολογικό μας πρόβλημα. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζῆ μέ τήν ἐλπίδα τῆς αἰωνίας ὑπάρξεώς του καί ἁγνεύει καί νηστεύει, ὁ κόσμος μας θά συντηρεῖται καθαρός καί ὡραῖος. Κι ὅπου ὑπάρχει ἀγώνας πνευματικός γιά τόν ἐξανθρωπισμό καί γιά τή θέωσή μας, ἐκεῖ θά ἀπαντᾶ προστασία καί μέριμνα γιά τή φύση.
Ἡ Ἐκκλησία μας μέ τή νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς φέρνει τό δικό της οἰκολογικό ἄγγελμα. Ἡ οἰκολογία δέν ἀναφέρεται μόνο στή φύση· ἀρχίζει ἀπό τόν ἄνθρωπο, τόν οἰκοκύρη τοῦ οἴκου γύρω μας, καί εἶναι τότε ἀσφαλής, ὅταν διασφαλίζει πρῶτα τήν πνευματική ἀκεραιότητα τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἀσκώντας τόν ἑαυτό μας νά φυλάγεται ἀπό τή δουλεία στά κτίσματα, ὅσο ἀγαθά κι ἄν εἶναι αὐτά, μαθαίνουμε νά φυλάγουμε τήν κτίση ἀπό τήν τυραννική ἐξουσία μας. Μέ ἕνα τόσο ἁπλό τρόπο, ὅπως ἡ νηστεία, ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ μᾶς χαρίζει ἕνα τόσο σπουδαῖο ἀποτέλεσμα, τήν ἐλευθερία ἀπό τή δυναστεία τῆς φθορᾶς.