Super User

Super User

 Mirou 3  Την ώρα που χαράσσονται με δακρυσμένους οφθαλμούς οι γραμμές αυτές διαβάζεται η νεκρώσιμη ακολουθία του και κατεβαίνει το λείψανό του στον τάφο, που από χρόνια είχε ετοι-μάσει στο μοναστήρι του (Αγίου Νεκταρίου στο Παλιογράτσανο Κοζάνης), δίπλα στον τάφο του πατέρα του, π. Γεωργίου Μύρου. Η ψυχή μου είναι κατώδυνη, που, εξ αιτίας των σκληρών περιοριστικών μέτρων του Κορωνοϊού, δεν μπόρεσα να αποχαιρετήσω εκ του σύνεγγυς έναν εξαίρετο, καθόλα αξιοσέβαστο κληρικό, με τον οποίο συνδέομαι αδιάκοπα και αδιατάρακτα με αδελφική φιλία πενήντα έξι ολόκληρα χρόνια.
  Θα μπορούσα να τοποθετήσω ως τίτλο του άρθρου τη φράση μιας κόρης μου, μόλις πληροφορήθηκε την αναχώρηση του π. Αυγουστίνου: «Ορφανέψαμε». Έτσι εξέλαβαν την κοίμησή του πολλοί πνευματικοί άνθρωποι της χώρας μας. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς ότι νεαρή μοναχή, που μαθήτευσε κοντά του, κλείστηκε στο κελί της και διάβασε όλο το ψαλτήριο και όλη τη νεκρώσιμη ακολουθία για ανάπαυση της ψυχής του! Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς ότι ο Δρ Μπούσιας Χαράλαμπος, μέγας υμνογράφος της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, τον αποκαλεί «Άγγελο, που φτερούγησε στον ουρανό»! Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς τους στίχους του Κοζανίτη Καθηγητή της Ιατρικής, Γιάννη Κουντουρά:
      «…με χαρά σιγοκλαίμε
      και γλυκά πρωτολέμε:
      - Αυγουστίνε νεαρέ,
      ο Θεός να ευλογήσει
      το πετραχήλι του λόγου σου».
  Ένας άλλος ιεροκήρυκας από την Αθήνα, ο π. Δανιήλ Αεράκης, έγραψε: «Κλείδωσε το ωραίο του μοναστήρι στο Παλαιογράτσανο Βελβεντού και αναχώρησε για το Νοσοκομείο. Για τον αγνό πρεσβύτερο, ο πόνος του Νοσοκομείου έγινε ὁ προθάλαμος της χαράς του Παραδείσου».
  Είναι όντως πνευματική ορφάνια η αναχώρηση ενός καταξιωμένου πνευματικού πατέρα, του οποίου η παρουσία, η κατηχητική, κηρυκτική και ποιμαντική διακονία και η όλη κοινωνική δράση αποτελούσε εγγύηση πατρικής μέριμνας εντός της Εκκλησίας. Η Ι. Μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης στερείται της πατρικής μέριμνας ενός εξαίρετου κληρικού της, πράγμα που αναγνωρίζει ο σεβασμιότατος κ. Παύλος.
   Ο π. Αυγουστίνος υπήρξε γόνος ευσεβών γονέων, του ιερέως Γεωργίου Μύρου και της πρεσβυτέρας Σταυρούλας, των οποίων το σπίτι ήταν πάντοτε ανοιχτό για φιλοξενία κάθε ξένου που θα επισκεπτόταν το ορεινό χωριό τους, το Παλαιογράτσανο. Υπήρξε έξυπνος και επιμελής μαθητής, πρώτος στην τάξη του. Στις γυμνασιακές του σπουδές διέμενε στο οικοτροφείο των Σαράντα Μαρτύρων και υπήρξε είτε παραστάτης είτε σημαιοφόρος. Πάντα πρώτος. Ποτέ δεύτερος.
   Ταλαντούχος και ευφυής πρωταγωνίστησε σε θεατρικά έργα, τα οποία άφησαν άριστες εντυπώσεις. Είχε ο Παναγιώτης (αυτό ήταν το λαϊκό του όνομα) πολύ καθαρή άρθρωση και τέλειο χρωματισμό της φωνής του. Παρέσυρε τον θεατή και όταν έπρεπε να συγκινηθεί και όταν έπρεπε να γελάσει. Πολλοί καθηγητές του τον παρότρυναν να σπουδάσει θέατρο, στο οποίο ήταν βέβαιο ότι τον περίμενε λαμπρή σταδιοδρομία. Ο Παναγιώτης όμως είχε επιλέξει τη Θεολογία, με την οποία ήθελε να διακονήσει την ελληνική νεολαία. Πέρασε πρώτος στη Θεολογική Αθηνών και την αποπεράτωσε με άριστα.
   Θυμάμαι ότι στα φοιτητικά μας χρόνια συνεργαζόμασταν με τον Παναγιώτη στη διανομή των δηλώσεων του μακαριστού Μητροπολίτη Φλωρίνης Αυγουστίνου στις εφημερίδες. Την περίοδο της δικτατορίας εκδήλωναν οι συντάκτες των εφημερίδων ζωηρό ενδιαφέρον για δηλώσεις του Φλωρίνης λόγω της κριτικής που ασκούσε ο Μητροπολίτης στην τότε εκκλησιαστική ηγεσία, αλλά και λόγω της απουσίας αντιπολιτευόμενου λόγου.
   Ο Παναγιώτης σπούδασε όχι μόνο θεολογία, αλλά και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετέβη κατόπιν στην Αγγλία για μεταπτυχιακές σπουδές, τις οποίες περάτωσε με master και διδακτορικό. Απ’ όπου κι αν πέρασε άφησε άριστες εντυπώσεις και έδωσε την ορθόδοξη μαρτυρία του σε προτεστάντες και καθολικούς συμφοιτητές και καθηγητές.
   Με την επιστροφή του στην Ελλάδα δόθηκε κυριολεκτικά στην κατήχηση και στο κήρυγμα. Οι κατηχήσεις και τα κηρύγματά του με τον μειλίχιο και τεκμηριωμένο λόγο, αλλά και με εμφανή τον άρτιο σχεδιασμό τους προσείλκυαν το ενδιαφέρον πολλών. Ήταν περιζήτητος ομιλητής. Χειροτονήθηκε διάκονος από τον Μητροπολίτη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ. Διονύσιο και πρεσβύτερος από τον Ελασσόνος κ. Βασίλειο. Απ’ όπου κι αν πέρασε ο κόσμος τον αγάπησε και τον ακολούθησε. Ήταν αγαπητός απ’ όλους, επειδή διέθετε μια ανυπόκριτη αγάπη, την οποία αναγνώριζε εύκολα κανείς στα λόγια του και στη συμπεριφορά του.
   Μεγάλη αδυναμία του ήταν το χωριό του, το Παλαιογράτσανο. Ήταν το αγνό χωριατόπουλο, που δεν εύρισκε ανάπαυση στις πολύβουες πόλεις παρά στο ήσυχο χωριό του. Εκεί προτίμησε να χτίσει και το ησυχαστήριό του, του Αγίου Νεκταρίου. Ιδιαίτερα προσείλκυαν κόσμο οι εξομολογήσεις του, στις οποίες λάμβανε μέρος πλήθος κόσμου, πολλά νεαρά άτομα αναμένοντας υπομονετικά τη σειρά τους μέχρι και τις μεταμεσονύκτιες ώρες. Πολύ γρήγορα διαδόθηκε η φήμη της διακριτικότητάς του στην εξομολόγηση και οργανώνονταν εκδρομές με λεωφορεία από διάφορα μέρη της Ελλάδος με αποκλειστικό στόχο την εξο-μολόγηση πιστών. Το ορεινό και απομονωμένο χωριό του έγινε έτσι ευρύτατα γνωστό. Το επισκέπτονταν ακόμη και αλλοδαποί (Άγγλοι, Σουηδοί), που έδειχναν ενδιαφέρον να γνωρίσουν την Ορθοδοξία και διανυκτέρευαν στους περιποιημένους χώρους του μοναστηριού ή και στον πύργο που έχτισε τελευταία.
   Στους καλοκαιρινούς μήνες μία Κυριακή τον μήνα οργάνωνε συγκέντρωση οικογενειών και ανέπτυσσε ειδικά θέματα που αφορούσαν στην χριστιανική οικογένεια. Ο γράφων είπε κάποτε σε κάτοικο του χωριού, που έζησε χρόνια στη Γερμανία: «οφείλετε πολλά οι Παλιογρατσανιώτες στον π. Αυγουστίνο, που ζωντάνεψε το χωριό με τις δραστηριότητές του». Εκείνος όχι μόνο το παραδέχτηκε, αλλά πρόσθεσε: «Μια φορά χρησιμοποίησα ταξί στην Κοζάνη και μόλις έμαθε ο οδηγός ότι είμαι από το Παλιογράτσανο δεν μου πήρε αγώγι για χατίρι του π. Αυγουστίνου, τον οποίο εκτιμούσε πολύ».
   Εκεί όμως που φάνηκε ιδιαίτερα ευρηματικός ήταν η πρωτοποριακή στελέχωση του μοναστηριού. Πόθος τόσο δικός του όσο και του πατέρα του ήταν η επάνδρωση της μονής με μοναχούς. Δυστυχώς δεν αξιώθηκαν να τη δουν. Τι έκανε ο καλός ποιμένας; Παρότρυνε τους συνεργάτες του, τα πνευματικά του παιδιά, έγγαμους οικογενειάρχες, να προσφέρει ο καθένας διακονία στις διάφορες εργασίες του μοναστηριού για δύο ημέρες κάθε μήνα. Έτσι και το μοναστήρι είχε κάθε μέρα δύο αναγκαίους διακονητές, που συμμετείχαν σε όλες τις ακολουθίες της μονής, αλλά και οι συνεργάτες του είχαν την ευκαιρία να ζήσουν για δύο ημέρες τον μήνα τη μοναστηριακή ζωή ως ένα είδος κοσμοκαλόγηρων. Προκειμένου μάλιστα να γνωρίσουν και οι νεότεροι τον ορθόδοξο μοναχισμό καθιέρωσε τριήμερα μαθητών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης με διαμονή και διατροφή στους χώρους της Μονής.
   Ευφυής και ταλαντούχος ο π. Αυγουστίνος ασχολήθηκε παρά το φορτωμένο ποιμαντικό έργο και με τη συγγραφή βιβλίων επιστημονικού (θεολογικού) και ποιμαντικού χαρακτήρα. Πιο γνωστό και διαδεδομένο είναι η «Αντίσταση της Αγάπης», που περιγράφει τη δράση του ιεροκήρυκα π. Αυγουστίνου Καντιώτη στην Κοζάνη την περίοδο της κατοχής. Γνώρισε τρεις εκδόσεις και διαβάζεται πολύ ευχάριστα ως ένα είδος συναξαρίου. Σε πολλές δεκάδες ανέρχονται επίσης τα άρθρα του πάνω σε επίκαιρα εκκλησιαστικά και κοινωνικά θέματα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Μητροπολίτης Κοζάνης κ. Παύλος αυτόν όρισε ως εκπρόσωπο της Μητροπόλεώς του σε θέματα αιρέσεων και αντιαιρετικού αγώνα. Οι εβδομαδιαίες εκπομπές του στο West-Chanel με τίτλο «Ορθόδοξη Μαρτυρία» συγκέντρωναν μεγάλο ενδιαφέρον και ικανό πλήθος τηλεθεατών.
   Δυστυχώς το ακριβό αυτό διαμάντι της περιοχής μας, τις αντοχές του οποίου θαύμαζε κανείς, όταν διέσχιζε αποστάσεις ολόκληρες με τα πόδια ή όταν σκαρφάλωνε στα βουνά για να μαζέψει τσάϊ ή ρίγανη για το μοναστήρι του, δεν βρίσκεται πλέον ανάμεσά μας. Το χάσαμε. Και το χάσαμε μ’ έναν μαρτυρικό για τον ίδιο τρόπο. Παρέμεινε έναν ολόκληρο μήνα διασωληνωμένος στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, χωρίς τη δυνατότητα να τον επισκεφθεί κανείς. Αυτόν που δεν παρέλειπε να επισκέπτεται, να παρηγορεί, να ενισχύει και να κοινωνεί ασθενείς. Η κηδεία του λόγω των σκληρών μέτρων του κορωνοϊού έγινε σε ερημικές συνθήκες. Ευτυχώς τον τίμησαν με την παρουσία και συμμετοχή τους ο Μητροπολίτης κ. Παύλος, ο Πρωτοσύγκελλος π. Χριστοφόρος, ο αρχιερατικός επίτροπος Βελβενδού π. Κωνσταντίνος και ο διάκονος της Μητροπόλεως. Σε κανένα από τα εκατοντάδες πνευματικά του παιδιά δεν επιτράπηκε η συμμετοχή. Λίγο πριν τον διασωληνώσουν είχε παρακαλέσει: «Ας περάσω μόνο εγώ όλη αυτή τη δοκιμασία του κορωνοϊού, αλλά κανένα από τα πνευματικά μου παιδιά». Έτσι τον εισάκουσε ο Θεός και πέρασε μόνος τη δοκιμασία και αναχώρησε μόνος για τον ουρανό. Όχι όμως εντελώς μόνος. panaretosΤέσσερις ώρες μετά τη δική του αναχώρηση τον ακολούθησε ο πνευματικός του πατέρας, ο ιερομόναχος π. Πανάρετος της μονής Γρηγορίου Αγ. Όρους. Άλλο ένα διαμάντι κληρικού. Και αυτό από τη δική μας περιοχή, από το Βόϊο. Προηγήθηκε ο πνευματικός υιός για να υποδεχθεί στον ουρανό τον πνευματικό του πατέρα. Μία ευλαβής ψυχή είπε: «Και οι δύο αυτοί -να μου το θυμάστε- θα ανακηρυχθούν μία ημέρα άγιοι». Αιωνία τους η μνήμη!

Δρ Τσακαλίδης Γεώργιος

Δευτέρα, 04 Ιανουάριος 2021 22:44

Ἄγγελος ἐπί γῆς...

  Mirou 1 Αν μας ρωτήσει κάποιος αν έχουμε δεί Αγγέλους, μπορούμε να απαντήσουμε σε σιγουριά: «Μας αξίωσε ο Θεός να τους δούμε στο πρόσωπο του π. Αυγουστίνου, που σήμερα φτερούγισε για τους ουρανούς, για να συμμετέχει στην ουράνια αγγελική συμφωνία των δοξολογούντων τον Ύψιστο.
   Ηθέλησε ο Κύριος να μας στερήσει την επί γης παρουσία του Αγγέλου Του, για να τον κατατάξει στην ουράνια, του Αρχιμανδρίτου π. Αυγουστίνου Μύρου, του αγαθού ιεροκήρυκος, του σεβασμίου λευΐτου, του ισάγγελου ασκητή, του πνευματικού φάρου του Παλαιογράτσανου, ψηλά στα Πιέρια, όπου αυτός είχε κτίσει σε πάτρια χώματα την ασκητική του παλαίστρα.
  Ηθέλησε ο Κύριος να πάρει στα σκηνώματα της δόξης Του τον αγωνιστή με το αδούλωτο φρόνημα, τον ορθοφρονούντα και υπερμαχούντα της αληθείας, τον ιεροπρεπέστατο, πνευματοκίνητο, ταπεινό ιερωμένο, τον επιδιώκοντα πνευματικές αξίες και όχι αξιώματα, τον πνευματικό, του οποίου η αύρα του προσώπου ανέψυχε πολλές ψυχές από τον καύσωνα της ημέρας.
   Ηθέλησε ο Κύριος να καταστήσει ουρανοπολίτη τον π. Αυγουστίνο, το γνήσιο τέκνο του μεγάλου ιεροκήρυκος του εικοστού αιώνος, του μοναδικού Επισκόπου Φλωρίνης, π. Αυγουστίνου Καντιώτη, του οποίου επαξίως έφερε το όνομα.
   Ηθέλησε ο Κύριος να συντάξει στην χορωδία των Αγγέλων που έψαλλαν κατά την Γέννησή Του το «Δόξα εν Υψίστοις Θεώ και επί γης ειρηνη, εν ανθρώποις ευδοκία» τον π. Αυγουστίνο, που σε όλη του την ζωή, από τα παιδικά του χρόνια στην Κοζάνη, τα νεανικά του στην Φλώρινα, τα φοιτητικά του στην Αθήνα, τα κηρυκτικά του σε όλη την Δυτική Μακεδονία και τα ησυχαστικά του στο Παλαιογράστσανο, Τον δόξασε με έργα και λόγια, αφού είχε βρεί «την πράξιν εις θεωρίας επίβασιν.
   Ηθέλησε ο Κύριος να έχει συνδαιτυμόνα Του στο μεγάλο δείπνο της αιωνιότητος τον π. Αυγοστίνο, τον διακονητή όλων των ψυχών που τον πλησίαζαν, τον χαρούμενο, προσηνή, ευπροσήγορο, εύχρηστο εις διακονίαν, τηρητή απόλυτο των λόγων Του: «Ουκ ήλθον διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι» (Ματθ. 20,28).
   Σεβαστέ μας, π. Αυγουστίνε, είσαι πλέον γραμμένος στις δέλτους του ουρανού, στα δίπτυχα της μακαρίας ζωής. Στερούμεθα της παρουσίας σου, του μεστού και εποικοδομητικού λόγου σου, του παιδικού σου αγνού χαμόγελου, της διακονικής σου αγάπης.
   Η παρουσία σου, όμως, στα τάγματα των Αγγέλων μας χαροποιεί, μας γεμίζει αισιοδοξία και δύναμη και πεποίθηση ότι, «ως οικείο εν Ιερουσαλήμ» (Ησ. λα΄ 9), θα σε έχουμε πρεσβευτή, όταν ο Κύριος ζητήσει και από εμάς να ξεπληρώσουμε το κοινό χρέος.
   Δοξάζουμε τον Κύριο που μας αξίωσε να σε γνωρίσουμε, ισάγγελε επί γης και νυν φωτόμορφε Άγγελε του ουρανού.

Καθηγητής Δρ. Χαράλαμπος Μπούσιας
Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας

Δευτέρα, 04 Ιανουάριος 2021 18:13

Ο ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ

  serafim Ἡ Ἐκκλησία μας στερεῖται ἕναν φλογερό, πρᾶο, πατριώτη, ἀληθινό ἐργάτη τοῦ ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου, τόν σεβαστό μας ἐπίσκοπο Καστορίας Σεραφείμ. Τά ἔργα του στήν μητρόπολή του μιλοῦν γιά τήν προσωπικότητά του. Ἐμείς τόν γνωρίσαμε μέσα ἀπό τίς ἐθνικές δραστηριότητες τῆς Ἀδελφότητός μας, τότε πού μετά τήν παρουσίαση τοῦ θεατρικοῦ ἔργου «Ὁ Παῦλος Μελᾶς», πού παρουσίασαν οἱ νέοι μας, κλείνοντας τή γιορτή ἔκλαψε γιά τήν ἐπερχόμενη κλοπή τοῦ ὀνόματος τῆς Μακεδονίας μας. Ἀλλά καί διά τῆς Σχολῆς Γονέων τῆς Μητροπόλεως στήν ὁποία ἡ Ἀδελφότητά μας ἔστελνε συχνά ὁμιλητές.
   Ὁ Κύριος θέλησε νά τόν πάρει μαζί του στό οὐράνιο θυσιαστήριο, ἀφοῦ δοκιμάστηκε καί αὐτός μέ τόν πόνο καί τήν ἀρρώστια τοῦ θανατηφόρου ἰοῦ.
   Οἱ πρεσβεῖες του πρός τόν Κύριο θά στηρίζουν τήν συνέχιση τοῦ ἔργου του στήν ἀκριτική μας Μητρόπολη Καστορίας καί θά δέεται ἡ ἀναπλήρωσή του νά εἶναι ἀντάξια τῆς ἱστορίας τῆς Μητροπόλεως.

Τρίτη, 07 Δεκέμβριος 2021 13:00

Ο ΘΕΟΣ ΣΤΗ ΓΗ ΜΑΣ

Ο ΘΕΟΣ ΣΤΗΝ ΓΗ ΜΑΣ
                  Στ. Ν. Σάκκου


god in earth newΜία βαθυστόχαστη καί γλαφυρή ἐμβάθυνση στό μεγάλο γεγονός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου. Μία ὑπεύθυνη τοποθέτηση κάτω ἀπό τό φῶς τῆς Βηθλεέμ.

Σελίδες 132, ἔκδοση Ε΄

Παρασκευή, 20 Νοέμβριος 2020 17:57

Λειτουργικό κήρυγμα (Λκ 12,16-21)

afron  Ἡ φιλόστοργη μητέρα μας, ἡ Ἐκ­κλη­σία, ἰδιαίτερα αὐτή τήν περίοδο, πού μπαίνουμε πρός τόν χειμώνα, μέ τά ἀναγνώσματά της καλλιεργεῖ τήν ἀγάπη στίς καρδιές μας. Διδάσκει τήν ἐλεημοσύνη, τήν εὐ­σπλαγχνία καί τή φιλανθρωπία, πού εἶναι ἀναγκαῖα, γιά νά βοη­θηθοῦν πονεμένοι ἄνθρωποι, ἀλλά καί ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία μας. Σήμερα στήν παραβολή πού ἀκούσαμε (Λκ 12,16-21) ὁ Κύριος ὀνομάζει ἕναν πλούσιο ἄφρο­να, δηλαδή τρελό. Γιατί; Ἐμεῖς θά λέγαμε ὅτι εἶναι ἐπιτυχημένος καί εὐτυχι­σμένος ἄνθρωπος. Κι ὅ­μως ὁ Κύριος τόν ὀνομάζει τρελό. Οἱ ἅγιοι πατέρες μᾶς ἐξηγοῦν τούς λόγους.
  Πρῶτος λόγος. Ἡ γῆ του «εὐφό­ρη­­σεν». Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ εὐφορία τῶν κτημάτων του πού δέν ξέρει ποῦ νά συνάξει τούς καρπούς. Ὑποφέρει, χάνει τόν ὕ­πνο του καί σκέπτεται ποῦ θά ἀποθηκεύσει τόσα ἀγαθά. Κι ὅμως ὑπάρχουν πάρα πολλές ἀποθῆκες ἄδειες. Εἶναι τά στομάχια τῶν πτωχῶν, τά σώμα­τα τῶν γυμνῶν, τά σπίτια τῶν ταλαιπώρων ἀνθρώπων. Καί μάλιστα πολλοί ἀπό αὐτούς ἴσως εἶναι ἄνθρωποι πού δουλεύ­ουν καί φροντίζουν γιά τήν περιουσία του. Καί ἐνῶ δέν ἔχει ποῦ νά βάλει τή σο­δειά του, τούς ἀδικεῖ μέ ἕνα ψευτομισθό.
  Δεύτερος λόγος. Βγάζει ἀπόφαση: «καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω». Καί ἄν, πλούσιε, τήν ἄλλη χρονιά εἶναι ὑπερδιπλάσια ἡ εὐφορία, τί θά κάνεις; Θά γκρεμίσεις καί τίς καινούργιες ἀποθῆκες γιά νά κτίσεις ἀκόμα μεγαλύτερες; ῏Ω τρέλα!
  Τρίτος λόγος. Δέν ὑπολογίζει τήν αἰ­ω­νιότητα. Εἶναι μεγάλο τό θέμα αὐτό, ἀ­δέλφια μου: Τί σχέση ἔχω μέ τήν αἰ­ω­νι­ότη­τα, μέ τήν ἀληθινή ζωή γιά τήν ὁποία μέ ἔ­πλα­σε καί μέ προόρισε ὁ Θεός; ῎Αν δέν μέ ἀ­πασχολεῖ αὐτό τό ὕψιστο δῶρο τοῦ Θε­οῦ, μέ τό ὁποῖο μέ προίκισε, εἶμαι τρελός, μέ μεγάλο βαθμό τρέλας. Πρέπει νά λάβω τά μέτρα μου γιά νά θεραπευ­θῶ.
  Τέταρτος λόγος. Δέν σκέφτεται ὅτι ὑ­πάρχει θάνατος. Λέγει στήν ψυχή του· «ψυ­χή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Ὑπάρχει τίποτε βεβαιότερο τοῦ θα­­νάτου; «Οὐδὲν τοῦ θανάτου βεβαιότερον καὶ οὐ­δὲν τῆς ὥρας τοῦ θανάτου ἀδηλότερον». Εἶναι ὑπερβέβαιον ὅτι θά πεθάνει καί μάλιστα χωρίς νά πάρει μαζί του τίποτε, πα­ρά μόνον τά ἔργα του, εἴ­τε ἀγαθά εἴτε κακά. Καί γι᾽ αὐτά θά κριθεῖ· «Τοὺς γὰρ πάντας ἡμᾶς δεῖ φανερωθῆναι ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος... πρὸς ἃ ἔπραξεν εἴτε ἀγαθὸν εἴτε κακόν» (Β´ Κο 5,10). Ἕ­νας πού δέν σκέπτεται αὐτή τή βεβαία βεβαιότητα καί δέν τή λαμβάνει ὑπ᾽ ὄψιν του στά σχέδιά του, εἶναι ἄν­θρω­πος συνετός καί μυαλωμένος; Εἶναι τρελός. Εἶναι ἄ­φρων.
  Πέμπτος λόγος. Τέλος, εἶναι τρελός, διότι δέν σκέ­πτεται ὅτι δέν εἶ­ναι μόνος στόν κόσμο αὐ­τό.
  Ἰδιαίτερα ὅμως θέλω νά μεί­νω σ᾽ αὐτό πού ἀ­κοῦμε νά λέγει ὁ ἴδιος: «ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κεί­μενα εἰς ἔτη πολλά, φάγε, πίε, εὐφραί­νου». Ἀκοῦτε τρέ­λα ἀν­θρώπου; Μ᾿ αὐτά τρέφεται ἡ ψυχή, ταλαίπωρε; ῾Η ψυχή τρέφεται μέ ἀλήθειες, μέ ἰδέ­ες, μέ τά λόγια τοῦ Θεοῦ, μέ τά μυ­στήρια τῆς σω­τη­ρίας. Αὐτά εἶναι ἡ τρο­φή τῆς ψυχῆς. Ὁ Χριστός μας, ὅπως προσφέρει τά ἀγαθά γιά νά ζήσουμε σωματικά, ἔχει καί τόσα ἀγα­θά γιά νά ζήσει ἡ ψυχή μας. Πίστη, ἀγάπη, ἐλ­πί­δα, ἐλεημοσύνη, φιλανθρωπία, νά τά τρό­φιμα, τά ἀ­γα­θά μέ τά ὁποῖα μπορεῖ νά τραφεῖ ἡ ψυ­χή σου καί νά ζή­σει, ὄχι ἔτη πολλά, ἀλλά ἔτη αἰώνια.
  Οἱ πατέρες μας διδάσκουν ὅτι ὁ Θεός πού εἶναι οἰ­κτίρ­μων ἔ­πλασε καί τόν ἄνθρωπο σπλαγχνικό, φύ­τευ­σε μέσα στήν ὕπαρξή μας τή συμπάθεια. Γι᾽ αὐτό, ὅταν δέν φροντίζουμε νά χορτάσει ὁ συνάν­θρωπός μας ὅπως χορταί­νουμε ἐμεῖς, νά ντυθεῖ ὅπως ντυνόμαστε, δέν ἀγα­ποῦ­με δηλαδή τόν πλησίον ὅπως τόν ἑαυτό μας, τότε ἔχουμε ὑπο­στεῖ ἐκτροπή τοῦ προορισμοῦ μας, μία μεγάλη διαστροφή στήν ὕπαρξή μας.
Λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: Ὁ Κύριος θά σᾶς δικάσει καί θά σᾶς καταδικάσει, διότι αὐτά πού σπαταλᾶτε «πατρῷα ἐστι», εἶναι τοῦ πατέρα τῶν ὀρφανῶν, τῶν πει­νασμένων. Ναί, σᾶς τά ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός πατέρας ὅπως ἕνας ἐμπιστεύεται τά χρή­ματα τοῦ κράτους στόν ταμία γιά νά τά δώσει σ᾿ αὐτούς πού τά δικαιοῦνται. Σᾶς τά ἐμπιστεύθηκε, πλούσιοι ἄφρονες, γιά νά τά διοχετεύσετε καί νά τά δώσετε στά παιδιά τοῦ Θεοῦ, τοῦ πατέρα πού σᾶς τά χορήγησε καί θά σᾶς ζητήσει κάποτε τόν λογαριασμό.
  ᾿Αδελφοί μου, δέν εἶναι ἄφρων μόνο ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς, εἴμαστε καί πολλοί ἀπό μᾶς ἄφρονες. Ἄν ἐξετάσουμε καλά τόν ἑαυτό μας καί βάλουμε τό χέρι στήν καρδιά, θά δοῦμε τί σπατάλες κάνουμε, τί περιττά ἀγοράζουμε! Σκεφθήκαμε ὅτι γιά ὅλα αὐτά θά κριθοῦμε; Νά τό σκεφθοῦμε ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ ἄφρων καί μιλάει γιά μένα ὁ Κύριος, καί νά πάρω σήμερα τήν ἀπόφαση νά πῶ τέρμα στίς σπατάλες, τέρμα στίς ἀγορές. Θά πε­ριορισθῶ, θά ζήσω λιτά, οὕτως ὥστε νά βοηθήσω ὅσο μπορῶ. ῎Ετσι θά λύσω τό πρό­βλημα τοῦ ἑαυτοῦ μου, νά μή χαρακτηρίζομαι τρελός, ἀλλά θά βοηθήσω καί τόν ἀδελφό μου πού ὑποφέρει. Μέ αὐτόν τόν τρόπο, ἀδέλφια μου, νά ἑτοιμαστῶ νά γιορτάσω τά Χριστούγεννα. Τόν Χριστό μας, Αὐτόν πού μέ τρέφει μέ τόν λόγο του καί τό αἷμα του, Αὐτόν πού ἑτοίμασε γιά μένα αἰώνια βα­σι­λεία, τόν πτωχό Ἰησοῦ πού γεννήθηκε μέσα στόν στάβλο, νά τόν φιλοξενήσω στό σπίτι μου, νά τόν ντύσω, νά τόν θρέψω στό πρό­σ­ωπο τοῦ ἀδελφοῦ μου.


Στ. Ν. Σάκκος
Κυ 20-11-2005, ἱ. ν. Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος, Φίλυρο

Παρασκευή, 20 Νοέμβριος 2020 11:22

Ὑπάρχει Θεός;

GOD c  Τό προκλητικό διαχρονικό ἐρώ­τη­μα «Ὑ­πάρ­χει Θεός;» εἶναι τό πρῶτο πού πραγματεύ­εται ὁ διάσημος φυ­σι­κός Stephen Hawking (1942-2018) στό πολύκροτο, τελευταῖο βιβλίο τῆς ζω­ῆς του μέ τίτλο Σύντομες ἀπαντήσεις στά μεγάλα ἐρωτήματα (μτφρ. Ἀ. Μιχαηλίδης, ἐκδ. Πα­τάκη, 2019). Σ’ αὐτό τό σημείωμα καί στόν λίγο χῶρο πού διαθέτουμε θά ἤθελα νά μοιρα­στῶ μαζί σας μερικές σκέψεις πού ἔκανα, δια­βά­ζοντας ὅσα λέει ὁ κορυφαῖος αὐτός ἐπι­στή­μονας γιά τό συγκεκριμένο θέμα.
  Πρώτη παρατήρηση: Ὁ Hawking, «τό σύμβολο τοῦ μεγαλείου τῆς ἀν­θρώπινης διάνοιας» (The Washington Post), δέν πίστευε στήν ὕπαρ­ξη τοῦ Θεοῦ. Πίστευε (αὐτό τό ρῆμα χρησι­μο­ποιεῖ) στό «ἀπαράβατο», «ἀναλ­λοί­­­ω­το», «παγκόσμιο», «ἀ­πα­ρα­βίαστο» τῶν φυσικῶν νό­μων (σάν θρησκευτικοί ὅροι δέν σᾶς ἀκούγονται;). Καί πῶς ἀποδεικνύει ὅτι οἱ φυσικοί νόμοι ἰσχύουν ἀνέ­καθεν καί ὅτι δέν ὑπῆρξε ποτέ κά­ποιος πού τούς θέσπισε, ὅ­πως ἰσχυρίζονται οἱ Χρι­στιανοί γιά τόν Θεό; Δέν τό ἀπο­δει­κνύει, ἀλλά τό γεγονός αὐτό δέν τόν ἐνο­χλεῖ καθόλου. Αὐτό πού τόν ἐνο­χλεῖ καί τό καταγγέλλει εἶ­ναι ὅτι οὐδείς μπορεῖ νά ἀποδείξει τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Λέει: «Ἄν θέλετε, θά μπορού­σα­τε νά πεῖτε πώς οἱ ἐν λόγῳ νόμοι εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, ὅμως αὐτό ἀποτελεῖ μᾶλλον ἕναν ὁρισμό τοῦ Θεοῦ, παρά ἀπόδειξη τῆς ὕπαρξής του» (σ. 60). Ἀλ­λά πότε ἰσχυρίστηκαν οἱ πιστοί ὅτι μπο­ροῦν νά ἀποδείξουν ἐπιστημονικά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ; Οἱ πιστοί εἶναι πι­στοί, δέν τούς ἀπασχολοῦν οἱ ἀποδεί­ξεις. Οἱ ἀποδείξεις εἶναι δουλειά τῶν ἐπιστημόνων, ὡστόσο ἀπό τό συγκε­κριμένο ἔργο τοῦ Hawking καί γιά τό συγκεκριμένο θέμα ἀπουσιάζουν παν­τελῶς.
  Δεύτερη παρατήρηση: Ὅμως ἄς μήν εἶμαι τόσο ἀπόλυτος. Ὁ Hawking πράγματι προσκομίζει ἕνα ἐπιχείρημα πού τό θεωρεῖ καταλυτικό καί φρονεῖ ὅτι ἀνατρέπει ἄρδην κάθε πεποίθηση ὅτι ὑπάρχει Θεός. Λέει συγκεκριμένα μέ ἐπιτηδευμένο ἐνθουσιασμό ὅτι «ὁ ἴδιος ὁ χρόνος δέν ὑπῆρχε πρίν τή Με­γάλη Ἔκρηξη. Ἐπιτέλους ἀνακαλύψα­με κάτι τό ὁποῖο δέν ἔχει αἴτιο, διότι δέν ὑπῆρχε κἄν ἡ χρονική στιγμή γιά νά λάβει χώρα τό ἐν λόγῳ αἴτιο. Γιά μένα αὐτό σημαίνει πώς δέν εἶναι δυνατή ἡ ὕπαρξη ἑνός δημιουργοῦ, ἐπειδή δέν ὑφίσταται κἄν ὁ χρόνος γιά τήν ὕπαρξή του» (σ. 74). Δηλαδή θεωρεῖ δεδομένο ὅτι οἱ Χριστιανοί (σ’ αὐτούς ἀσφαλῶς ἀπευθύνεται) ἐξαρτοῦν τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν χρόνο, ὅπως αὐτός, καί συνεπῶς, ἀφοῦ ἀποδείχτηκε ὅτι πρίν τήν ἀρχή τοῦ σύμπαντος δέν ὑ­πῆρ­χε χρόνος, κατατροπώθηκαν. Ἐδῶ, χωρίς νά μπῶ σέ πολλές λεπτομέρειες, πρέπει νά ξεκαθαρίσω τό ἑξῆς: Ὄντως γιά ὅλες τίς θρησκεῖες στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου ὁ Θεός εἶναι δέσμιος τοῦ χρόνου. Δέν νοεῖται ἔξω ἀπ’ αὐτόν. Ὅμως γιά τή χριστιανική πίστη, ἡ ὁποία δέν εἶναι θρησκεία ἀλλά ἀπο­κάλυψη, ὁ Θεός ὑπάρχει ἔξω ἀπό τόν χρόνο καί εἶναι μάλιστα Αὐτός πού τόν δημιούργησε. Τόσο ἁπλά.
  Ἄν ὁ Hawking διάβαζε τή Βίβλο προσεκτικά, θά γνώριζε ὅτι λέει ρητῶς πώς ὁ Θεός «καὶ τοὺς αἰῶνας (=τόν χρόνο) ἐποίησεν» (Ἑβ 1,2). Ὅμως, ὅ­πως φαίνεται, δέν ἀσχολήθηκε μαζί της. Τό θεώρησε ἀνάξιο ἑνός σπου­δαί­ου ἐπιστήμονα; Ἄγνωστο. Ἀλλά τότε πῶς ἀποφαίνεται μέ βεβαιότητα γιά πράγματα πού δέν ξέρει; Δέν θά τό μά­θουμε φυσικά ποτέ, ἀλλά, ἐπιτρέψτε μου, δέν μπορῶ νά μή θυμηθῶ ἐδῶ πό­σες φορές ἔχω ἀκούσει ἄσχετους δημοσιογράφους νά κάνουν λόγο γιά τή «λειτουργία τῶν Χαιρετισμῶν»(!). Βέβαια, θά μοῦ πεῖτε, αὐτοί δέν διδάσκουν στό Κέιμπριτζ...

Μελίτων

"Ἀπολύτρωσις", Νοεμβρ. 2020

Ἡ παιδαγωγική τοῦ ἁγίου Νεκταρίου

nektarios cὉ ἅγιος Νεκτάριος -κατά κόσμον Ἀναστάσιος Κεφαλᾶς- καταγόμενος ἀ­πό τή Σηλυβρία τῆς ἀνατολικῆς Θράκης γαλουχήθηκε μέσα στό οἰκογενειακό του περιβάλλον μέ τήν πατροπαράδοτη πίστη καί τήν ἀγάπη στήν πατρίδα. Ἡ ζωή του ἦταν μιά πολυκύμαντη ἱερή πορεία ἑβδομηντατεσσάρων χρόνων, κατάφορτη ἀπό τούς καρπούς τοῦ ἁγί­ου Πνεύματος. Βρέθηκε, ἀ­πό ξενιτεμένο φτωχό παιδί, ἐ­πί­σκο­πος τῆς Ἐκκλησί­ας· ἀ­πό ἐξόριστος, διευθυντής Ἐκ­κλη­σια­στικῆς Σχο­λῆς· ἀ­πό φτωχό γεροντάκι σέ ἕ­να κρεβάτι τῆς τρίτης θέσης τοῦ Ἀρεταίειου νοσοκομεί­ου, ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀξίζει νά δοῦμε κάποιες ἀπό τίς παιδαγωγικές ἀρχές του, καθώς ἐπί 41 χρόνια διακόνη­σε ἄριστα ὡς διδάσκαλος καί ὡς ποιμέ­νας.
Ὁ ἐμπνευσμένος παι­δαγωγός ἔ­βλεπε τήν παι­δεία καί τόν πολιτισμό μέ οἰκουμενική καί πανανθρώπινη προο­πτι­κή. Πρῶτα πρῶτα τόνιζε ὅτι ἡ ἀ­γω­γή τῶν νέων ἀρχίζει ἀπό τή βρεφική ἡλικία· τότε «συν­τελεῖται ἡ ἐκτύλιξις ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου. Εἶ­ναι τό σημεῖον τῆς μεταβάσε­ως ἀπό τό “δυνάμει” εἰς τό “ἐνεργείᾳ”». Κύριο πα­ράγοντα τῆς ἀγωγῆς γιά τήν κοινωνικοποίηση καί τή σωστή ἀνατροφή τῶν παιδιῶν θεωροῦσε τούς γονεῖς καί μάλιστα τίς μητέρες.
Ὁ πρωταρχικός σκοπός τῆς ἀγω­γῆς κατά τόν ἅγιο πατέρα ἐπικεντρώνεται στό ἰδεῶδες τῆς κατά Χριστόν τελειώσεως τοῦ άνθρώπου. Ἡ εὐσέβεια, δίδασκε, ἀποτελεῖ τήν πρώτη βάση τοῦ ἐνάρετου βίου. Εἶναι ἀναγκαῖο ἡ παιδεία καί ἡ θρησκεία νά συμβαδίζουν. Δέν ἀρκεῖ γιά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἀν­θρώπου ἡ διανοητική καλλιέργεια· ἀ­παιτεῖται καί ἡ θρησκευτική γιά τήν ἀ­πο­φυγή τῆς μονομεροῦς ἀνατροφῆς. Κατεξοχήν μέσο παιδαγωγίας θεωροῦ­σε τήν ἁγιαστική χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος· τόν ἑαυτό του ὡς παιδαγωγό τόν ἔβλεπε ἁπλό ὄργανο γιά τή διαμεσολάβηση στό ἔργο τῆς άγωγῆς.
Ἡ ἐποχή τῆς δράσης τοῦ Ἁγίου, καί κυρίως ἡ περίοδος τῆς διεύθυνσης τῆς Ριζαρείου Σχολῆς, συνέπεσε μέ τήν ἐμ­φάνιση τῆς «Μεγάλης Ἰδέας», τό Μα­κε­δονικό Ζήτημα, τήν ἐπικράτηση τοῦ κινήματος τῶν Νεοτούρκων. Γι’ αὐτό μέ νηφαλιότητα δίδασκε καί μεταλαμπάδευε τήν ἀγάπη πρός τήν πατρίδα. Στό χρονικό διάστημα 1894-1908 ἡ Ριζά­ρειος διαδραμάτισε ἐνεργό ρόλο στήν προάσπιση τῆς ἑλληνικότητας τῆς Μακεδονίας. Συνέβαλε σ’ αὐτό ἡ γνωριμία τοῦ Ἁγίου μέ τόν μητροπολίτη Καστορίας Γερμανό Καραβαγγέλη. Ἐ­πιπλέον τό ἔργο, ἡ θυσία καί ὁ θάνατος τοῦ Παύλου Μελᾶ συγκίνησαν βαθύτατα τόν Ἅγιο. Ὁ Σύλλογος τῶν καθηγητῶν τῆς Ριζαρείου παραβρέθηκε στό μνημόσυνο τοῦ ἥρωα, ἐνῶ στόν ναό τῆς Σχο­λῆς τελέστηκε μνημόσυνο «ὑ­πὲρ τῶν ἐν Μακεδονίᾳ πεσόντων».
Ὁ Ἅγιος, πραγματικά πρωτοπόρος σέ καινοτόμες δράσεις, εἰσήγαγε γεω­πο­νικά μαθήματα στίς δραστηριότητες τῆς σχολῆς, ἀξιοποιώντας τόν κῆπο της. Αὐτό τόν καθιστᾶ γιά ἕναν ἀκόμη λόγο καινοτόμο ἐκπαιδευτικό.
Ὁ ἴδιος ὡς δάσκαλος συνέγραφε εἰδικά ἐγχειρίδια, ὅταν τό μάθημα πού δίδασκε δέν εἶχε σύγγραμμα. Ἐντυπωσιαζόμαστε ἀπό τήν ἔφεσή του στή μεταβίβαση τῶν γνώσεων, τόν πόθο του νά κάνει καί ἄλλους κοινωνούς τῆς παιδείας. Δέν αὐτοσχεδίαζε• οὔτε παρουσιαζόταν ἀπροετοίμαστος στίς παραδόσεις του. Προγραμμάτιζε καί σχεδί­αζε τά μαθήματά του. «Ὁ δάσκαλος πρέπει νά ξέρει δέκα πράγματα, γιά νά διδάξει τό ἕνα», ἔλεγε. Ἡ παιδαγωγική αὐτή ἀρ­­χή ἔχει πραγματικό ἀντίκρισμα στόν ἅγιο Νεκτάριο. Τό πλῆθος τῶν γνώσεών του ἀποτυπώνεται στό τεράστιο γιά τήν ἐποχή, τά μέσα, καί τίς ὑ­ποχρεώσεις του, συγγραφικό ἔργο του.
Ἰδιαίτερη σημασία ἔδινε στήν ἐκγύμναση τοῦ σώματος, καθώς θεωροῦσε τή γυμναστική παιδαγωγικό μέσο. Ἡ σύμμετρη σωματική γυμνασία θεωρεῖ­ται ἀπό τόν ἅγιο Νεκτάριο «ὡς ἀναγκαία ἄσκησις καί ἀναπόσπαστος ἀ­κό­­λου­θος καί σύντροφος παντός ἐλευθέρου πολίτου καί τῆς τελείας παιδεύ­σεως ὁ ἀ­ληθής χαρακτήρ». Οἱ τοπο­θε­τήσεις τοῦ Ἁγίου, ἀπό τό 1893, εἶναι πρωτοποριακές καί δείχνουν τό εὖρος καί τήν ἐπικαιρότητα τῶν γνώσεών του. Δικαίως ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησί­ας τῆς Ἑλ­λάδας, μετά ἀπό αἴτημα τῆς Πανελλήνιας Ἕνωσης Καθηγητῶν Φυσικῆς Ἀ­γω­γῆς, τόν ἀνακήρυξε ὡς προστάτη τοῦ κλάδου τους.
Γενικά, ἡ παιδαγωγική τοῦ ἁγίου Πενταπόλεως εἶναι αὐτή τοῦ χριστιανικοῦ ἀνθρωπισμοῦ, καθώς ἡ διδασκαλική του πορεία περιστράφηκε γύρω ἀπό δύο ἄξονες: τήν ἀγάπη στόν παιδαγωγούμενο καί τήν εὐθύνη ἀπέναντι στόν Θεό. Ὁ ἀκαδημαϊκός Γ. Σωτηρίου γράφει πώς ὁ Ἅγιος ὡς θαυμάσιος ψυχολόγος «οὐδέποτε ἐπέβαλε ποινάς, ἤρκει ὅμως ἕνας λόγος του, μία μειλίχι­ος συμβουλή, ὥστε νά προκαλεῖ τή συν­αίσθηση τῆς παρεκτροπῆς καί νά ἐ­πιφέρει τήν ἀλλαγή τῆς ἀρνητικῆς συμπεριφορᾶς». Νά λάβουμε ὑπ᾽ ὄψιν μας ὅτι τό παιδαγωγικό κλίμα τῆς ἐ­πο­χῆς του ἐπέβαλλε «ραβδισμούς» στούς μαθητές καί ἀπόλυτη αὐταρχική ἀγω­γή. Δικαίως κάποιοι τόν χαρακτηρίζουν ὡς «εἰσηγητή καί θεμελιωτή τῆς Συμβουλευτικῆς καί Ὁδηγητικῆς Ἐπιστήμης» γιά τόν σεβασμό στόν μαθητή καί γιατί ἀναλάμβανε ὁ ἴδιος προσωπικά τήν εὐ­θύνη τῶν παραπτωμάτων τους.
Ἰδιαίτερη σημασία ἔχει τό γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος Νεκτάριος δέν ἀρνήθηκε τή φοίτηση στή σχολή τόσο ἀλλοδαπῶν, ὅσο καί κοπτῶν μαθητῶν, γιά νά «ποτι­σθῶσι τά νάματα τῆς καθαρᾶς ἐ­θνικῆς ἡμῶν ὀρθοδόξου θεολογίας, γενόμενοι οὕτω μετά ταῦτα κήρυκες ἐν Αἰγύπτῳ τοῦ ἑλληνικοῦ Χριστιανισμοῦ».
Μία ἄλλη σημαντική παράμετρος εἶναι ἡ ἱκανότητα στή διεύθυνση. Κατά γενική ὁμολογία ἡ διοίκηση τῆς Σχολῆς ἀπό τόν ἅγιο Πενταπόλεως ὑπῆρξε ὑ­ποδειγματική• ἐξομάλυνε τίς σχέσεις κα­θηγητῶν, μαθητῶν, διοικητικοῦ συμβουλίου, ἐνῶ παράλληλα ἐπιχείρησε ἕνα ἄνοιγμα στήν τοπική κοινωνία, μέ πλῆθος ἀνθρώπων νά προσέρχονται στή σχολή εἴτε γιά παρακολούθηση τῶν ἀκολουθιῶν της εἴτε γιά προσωπική ἐ­παφή μέ τόν προικισμένο «δάσκαλο καί καθοδηγητή».
Γνωρίζουμε ὅτι τό πιό ἀποτελε­σμα­τικό μέσο γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ ἔρ­γου τῆς διαπαιδαγωγήσεως ἀποτελεῖ τό παράδειγμα. Καί ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὡς ἄ­ριστος παιδαγωγός ἀναδείχθηκε «στήλη ἀρετῶν ... ἔμψυχον παράδειγμα πρός βίον ἔνθεον», ἀφοῦ συνῆψε «τῇ παιδείᾳ τὴν ἀρετήν». Συνοψίζοντας εὔ­στοχα ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης σημειώνει: «Θεμελίωνε ὁλόκληρο τό ἐκ­παιδευτικό του σύστημα ἐπάνω στήν πίστη στόν Χριστό, στήν ἐν Χριστῷ ζωή μέσα στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐ­γνώριζε ὅτι τά γράμματα, ἡ παιδεία, ἡ καλλιέργεια τῶν νοητικῶν δυνάμεων χωρίς χριστιανική ἀρετή καταντοῦν πανουργία, δημουργοῦν προϋποθέσεις πολιτισμένων ἁ­μαρτιῶν». Πράγματι, τά παιδαγωγικά μηνύματα ἀπό τή ζωή καί τά συγγράμματά του ὡς ὑπέρχρονα καί ἐπίκαιρα λάμπουν στή γεμάτη σύγχυση -καί μάλιστα στόν χῶρο τῆς παιδείας- ἐποχή μας καί ἀναβλύζουν τό νέκταρ τῆς χάριτος, γιά νά διαλύσουν μέ τίς πρεσβεῖες του τή «ζόφωσιν» «τοῦ νο­ός» μας καί νά μᾶς χαρίσουν τό νέκταρ τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Εὐ. Αὐ.

Πέμπτη, 27 Φεβρουάριος 2025 18:09

ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΚΟΛΑΣΗ

                ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ  ΚΟΛΑΣΗ
                           Στ. Ν. Σάκκου


13Πῶς εἶναι ὁ Παράδεισος; Τί γίνεται στήν Κόλαση;

Ἡ ἀληθινή ἀπάντηση-ἀπόδειξη γιά ὅσους ἀπιστοῦν ἤ ἀμφισβητοῦν τή μετά θάνατον πραγματικότητα.

Σελίδες 188, ἔκδοση Δ΄ βελτιωμένη

 ISBN 978-960-6805-01-1

 

Ζητῆστε το στό Βιβλιοπωλεῖο μας "Ἀπολύτρωσις", Γ. Μπακατσέλου 5, Θεσ/νίκη

τηλ. 2310 274518

e-shop https://www.apolytrosis-books.gr

Παρασκευή, 24 Ιούλιος 2020 23:46

ΜΕΤΑ ΦΟΒΟΥ ΘΕΟΥ, ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣ...

   Μέ ἀφορμή τήν πανδημία τῆς ἀσθένειας τοῦ κορονωϊοῦ covid-19 εὐρέως ἀπασχόλησε καί ἀπασχολεῖ τήν κοινή γνώμη, γενικότερα καί ὄχι μόνο τήν ἐκκλησιαστική, τό ἐρώτημα: Εἶναι δυνατόν νά μεταδοθεῖ ὁ ἰός μέσῳ τῆς θ. Κοινωνίας, ὥστε νά νοσήσει ὁ ἄνθρωπος;

   1. Τό σωστό ἐρώτημα
 theia koinonia  Τό ἐρώτημα, ὅπως ἔχει τεθεῖ, ἑστιάζει στό «τί» ἤ «ποιός» βρίσκεται στό ἅγιο Ποτήριο καί πῶς ἐνεργεῖ σέ ἐκεῖνον, πού τό/τόν προσεγγίζει, ἐάν δηλαδή καί κατά πόσον τοῦ μεταφέρει ζωή ἤ ἀσθένεια καί πιθανό θάνατο. Ἐντούτοις τέτοιο ἐρώτημα σέ κάθε περίπτωση δέν ὑφίσταται, οὔτε γιά ἐκεῖνον πού ἀποδέχεται τήν σαφή καί ξεκάθαρη πίστη τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε γιά ἐκεῖνον, πού δέν τήν ἀποδέχεται, καθώς βρίσκεται ἔξω ἀπό τόν προσωπικό του ὀρίζοντα καί τά ἐνδιαφέροντά του· δέν τόν ἀφορᾶ.
   Ἡ Ἐκκλησία πιστεύει καί ὁμολογεῖ ὅτι στό Μυστήριο τῆς θ. Κοινωνίας ὁ ἄνθρωπος μεταλαμβάνει «σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ». Τήν ὁμολογία αὐτή τήν ἔχει παραλάβει ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο Ἱδρυτή της, ὁ ὁποῖος καθιέρωσε τό Μυστήριο καί τό παρέδωσε στούς ἀνθρώπους-μαθητές του μέ τά λόγια· «λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τό σῶμά μου... πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτό ἐστι τό αἷμά μου» (Ματθ. 26,26-27). Μέ αὐτήν τήν ὁμολογία ἡ Ἐκκλησία πορεύεται στόν κόσμο τήν ἱστορική της πορεία, «καταγγέλλοντας» (Α’ Κορ. 11,26-27) τόν θάνατο καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί καλώντας τούς ἀνθρώπους κάθε τόπου καί ἐποχῆς νά προσεγγίσουν στό Μυστήριο, γιά νά λάβουν μέρος στήν Ἀνάσταση ζωῆς Ἐκείνου.
   Κατά συνέπεια, τό ἐρώτημα μέ τόν τρόπο πού τέθηκε ὄχι ἁπλῶς ἐμβάλλει τήν ἀμφιβολία, ἀλλά πιθανόν εἰσάγει καί ἐνσπείρει τήν ὑπόνοια ὅτι ὁ Χριστός μεταδίδει θάνατο καί ὄχι ζωή. Σύμφωνα μέ τήν βιβλική σκέψη, τέτοιου εἴδους ἐρωτήματα πού διαβάλλουν, προσβάλλουν καί συκοφαντοῦν προσωπικά τόν ἴδιο τόν Θεό καί τίς ἐνέργειές του στόν ἄνθρωπο, προέρχονται ἀπευθείας ἀπό τόν «διάβολο» (Πράξ. 13,10) καί εἶναι ἐπινοήματα τοῦ πονηροῦ «ὄφεως» (Γεν. 3,1) καί «πατέρα τοῦ ψεύδους» (Ἰω. 8,44), ὁ ὁποῖος ἐπιδιώκει ἀπό τήν ἀρχή νά πείσει τόν ἄνθρωπο νά δεῖ «μέ ἄλλο μάτι» τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι, γιά παράδειγμα, ὁ Θεός ἀπαγόρευσε στόν ἄνθρωπο ὡς θανατηφόρο, εἶναι τελικά «καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστιν τοῦ κατανοῆσαι» (Γεν. 3,6). Τό θαυμαστό καί ἐμβληματικό κείμενο τῆς Γενέσεως περιγράφει λεπτομερῶς καί μέ παραδειγματικό τρόπο τήν διαδικασία, μέ τήν ὁποία ὁ ὄφις ἐπιτυγχάνει τόν σκοπό του: ἐκλογικεύοντας, (ὑπερ)ἀναλύοντας καί (παρ)ἑρμηνεύοντας τούς λόγους καί τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά δώσει στόν ἄνθρωπο τήν (ψευδ)αἴθηση ὅτι ἐλέγχει τόν Θεό καί Δημιουργό του. Γιά τούς λόγους αὐτούς εὔκολα κατανοεῖ ὁ στοιχειώδης νοῦς γιά ποιόν λόγο τό ἐρώτημα, ὅπως τέθηκε στήν δημόσια συζήτηση, πού ἑστιάζει στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι λάθος· διότι διατυπώθηκε κατ’ ἀρχάς ἀπό ἀνθρώπους πού εἶναι ἄσχετοι μέ τήν ζωή καί τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καί ἑπομένως εἶναι πολύ φυσικό τά θεολογικά ἐρωτήματα, πού θέτουν νά εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου λανθασμένα.
   Ἀλλά καί ἀπό τό ἄλλο μέρος, ἡ φυσιολογική ἀντίδραση πού δημιουργήθηκε στήν Ἐκκλησία ἀπό ὅσους ἔχουν γεύση καί ἐμπειρία τῆς σωτήριας ἐνέργειας τοῦ Χριστοῦ στήν ζωή τους καί στόν κόσμο, ὁδήγησε στήν ὁμολογία ὅτι ὁ Χριστός καί τό Μυστήριο δέν μεταδίδει ἀσθένεια, ἀλλά ζωή, καί ἑπομένως εἶναι ἀδύνατο γιά τόν ἄνθρωπο νά νοσήσει. Δόθηκε ὅμως ἔτσι ἡ ἐσφαλμένη ἐντύπωση ὅτι ἡ θ. Κοινωνία εἶναι κάτι ὠσάν «μαγικό» μέ δεδομένη καί αὐτονόητη θετική ἐνέργεια ἐπάνω στόν ἄνθρωπο. Ἡ θέση αὐτή δέν ἀπηχεῖ τήν ἀλήθεια τῆς ὀρθόδοξης πίστης μας, διότι στό μυστήριο τῆς θ. Κοινωνίας ὑπάρχουν δύο «συμβαλλόμενοι»: ὁ Θεός Χριστός, πού κοινωνεῖται, καί ὁ ἄνθρωπος, πού κοινωνεῖ. Καί ἐφόσον γιά τό πρῶτο, τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου, δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία, τό σωστό ἐρώτημα ὄφειλε νά ἑστιάζεται στό δεύτερο «συμβαλλόμενο» μέρος, στόν ἄνθρωπο. Καί αὐτό τό ἐρώτημα εἶναι τό ἑξῆς: Εἶναι δυνατόν ὁ ἄνθρωπος νά νοσήσει προσερχόμενος στό μυστήριο τῆς θ. Kοινωνίας; Ἡ ἀπάντηση ἐδῶ εἶναι καταφατική καί τήν διαβεβαιώνει αὐθεντικά ὁ θεόπνευστος ἁγιογραφικός λόγος ἀλλά καί ἡ διαχρονική ἐκκλησιαστική ἐμπειρία. Καί τοῦτο διότι, ὅπως ὁ ἄνθρωπος συνήθως ἀσθενεῖ, ὅταν παραβιάζει τούς κανόνες τῆς σωματικῆς ἤ ψυχικῆς ὑγείας, ἔτσι εἶναι δυνατόν νά νοσήσει, ἀκόμη καί σωματικῶς, ὅταν παραβιάζει τούς «κανόνες» τῆς πνευματικῆς ὑγείας στήν ὁποία μετέχει ὡς ὅλον (ψυχή καί σῶμα) καί ὄχι μεμονωμένα (μόνο ψυχή ἤ πνεῦμα).

   2. Προϋποθέσεις προσέλευσης στό Μυστήριο τῆς θ. Εὐχαριστίας
  Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπεμβαίνει διαγνωστικά τονίζοντας ὅτι στήν πρώτη Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου συνέβη νά ὑπάρχουν «πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι», ἀπό τούς ὁποίους «κοιμῶνται ἱκανοί (=πεθαίνουν ἀρκετοί)» (Α΄ Κο 11,30), ἐξαιτίας, ὅπως ἐξηγεῖ, τῆς παράβασης τῶν «κανόνων» προσέλευσης στό μυστήριο τῆς θ. Εὐχαριστίας: «Ὥστε ὃς ἂν ἐσθίῃ τὸν ἄρτον τοῦτον ἢ πίνῃ τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου. Δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου... εἰ δὲ ἑαυτοὺς διεκρίνομεν, οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα· κρινόμενοι δὲ ὑπὸ τοῦ Kυρίου παιδευόμεθα, ἵνα μὴ σὺν τῷ κόσμῳ κατακριθῶμεν» (11,27-32).
   Ἡ μνήμη αὐτοῦ τοῦ κινδύνου, ἀλλά καί ἡ προτροπή τοῦ Ἀποστόλου, πέρασε στήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας ἔτσι ὥστε ἐκεῖνος, πού ἐπιθυμεῖ νά προσέλθει στό Μυστήριο, νά δοκιμάζει πάντοτε τόν ἑαυτό του καί νά φροντίζει «μὴ εἰς κρῖμά μοι γένοιτο ἡ μετάληψις τῶν ἀχράντων καὶ ζωοποιῶν Μυστηρίων σου, μηδὲ ἀσθενὴς γενοίμην ψυχῇ τε καὶ σώματι, ἐκ τοῦ ἀναξίως αὐτῶν μεταλαμβάνειν» (α’ εύχή τῆς θείας μεταλήψεως), ὅταν συνειδητοποιεῖ ὅτι «ἐγὼ ὁ ἐλεεινός, ὅλον τὸ Σῶμα τολμῶν δέξασθαι, μὴ καταφλεχθείην» (θ’ εὐχή), καί «γένοιτο τά ἅγια ταῦτα» «μὴ εἰς προσθήκην ἁμαρτιῶν, ἀλλ᾿ εἰς καθαρισμὸν καὶ ἁγιασμὸν καὶ ἀῤῥαβῶνα τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ βασιλείας» (στ’ εὐχή).
   Ὅπως ὀρθά καί φωτισμένα τόνισαν οἱ πατέρες τῆς Ἱ. Μονῆς Κουτλουμουσίου, ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέν ζήτησε οὔτε ζητᾶ οὔτε πρόκειται ποτέ νά ζητήσει ἰατρικό πιστοποιητικό ὑγείας προκειμένου κάποιος νά προσεγγίσει τό Μυστήριο, παρόλο πού ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι μολυσματικοί ἰοί καί δυνητικά ἐνδογενῆ ἤ ἐξωγενῆ παθογόνα βακτήρια κατακλύζουν τούς ἀνθρώπους παντοῦ καί πάντοτε καί ὄχι μόνον σέ καιρούς ἐπι(παν)δημίας! Οἱ μόνες προϋποθέσεις, πού θέτει ἡ Ἐκκλησία, γιά τήν προσέλευση στό Μυστήριο διατυπώνονται σαφῶς καί ξεκάθαρα στήν πρόσκληση, πού ἀπευθύνει πρός ὅλους τούς πιστούς σέ κάθε θ. Λειτουργία: «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε». Αὐτοί εἶναι οἱ «κανόνες» συμμετοχῆς στό Μυστήριο καί ἡ παραβίαση αὐτῶν ἐγκυμονεῖ τόν κίνδυνο ἀσθενείας, πνευματικῆς ἤ σωματικῆς.
   Τό τί σημαίνει ὁ κάθε ἕνας ἀπό αὐτούς τούς «κανόνες» ἐξηγεῖται μέ πλήρη σαφήνεια, χωρίς νά ἀφήνεται περιθώριο παρεξήγησης, μέ τόνο ζωηρό καί παραστατικό, στίς πατερικές προσευχές τῆς προετοιμασίας γιά τή θ. Κοινωνία. Σ' αὐτές τίς εὐχές περιλαμβάνεται καί περιγράφεται σέ βάθος ὅλη ἡ θεολογία τοῦ ἤθους, πού συνοδεύει τόν ἄνθρωπο κατά τήν προσέλευσή του στό Μυστήριο.
   Τό «μετά φόβου Θεοῦ» δηλώνει ὅλη ἐκείνη τήν συστολή πού αἰσθάνεται τό ἀσθενές καί εὔθραυστο ὀστράκινο δημιούργημα ἐνώπιον τοῦ παντοδύναμου Δημιουργοῦ του, ὁ «χόρτος» ἐνώπιον τῆς «φωτιᾶς». Εἶναι τό δέος πού κατακλύζει τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο ἐνώπιον τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ὁ μόνος φόβος, πού ἀπασχολεῖ τόν προσερχόμενο στό Μυστήριο, εἶναι νά μήν ἀπορριφθεῖ ἡ προσπάθεια τῆς κοινωνίας του μέ τόν Χριστό. Ἡ μόνη ἀγωνία ἀπό τήν ὁποία διακατέχεται εἶναι νά μήν τόν ἀποστραφεῖ ὁ Θεάνθρωπος λόγῳ τῆς ἀκαθαρσίας, τῆς ἀναξιότητας καί τοῦ μολυσμοῦ, πού ὁ ἴδιος φέρει ἐπάνω του. Βιώνει τή σήψη τῆς σκοτισμένης ὕπαρξής του, ἀλλά δέν ἀπελπίζεται. Γι’ αὐτό καί σέ ἐκείνη ἀκριβῶς τήν κρίσιμη στιγμή ἐπικαλεῖται τήν ἄπει-ρη ἀγαθότητα καί συγκατάβαση Ἐκείνου νά δεχθεῖ κοντά του τόν κάθε εἴδους μετα-νοημένο ἁμαρτωλό. Μνημονεύοντας τήν πόρνη, τόν τελώνη, τόν ληστή, τόν ἄσωτο, τήν χαναναία καί κάθε ἄλλον πού ἀναφέρεται στίς εὐαγγελικές διηγήσεις, συνειδητοποιεῖ ὅτι παραπάνω ἀπό ὅλους αὐτούς «ἄλλος, ὡς ἐγώ, οὐκ ἔπταισέ σοι οὐδὲ ἔπραξε τὰς πράξεις, ἃς ἐγὼ κατειργασάμην» (ζ’ εὐχή).
   Τό «μετά πίστεως» σημαίνει ἐκείνη τήν ἐσωτερική δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία, κατά τόν ὁρισμό τοῦ ἀπ. Παύλου, δίνει «ὑπόσταση στά ἐλπιζόμενα» καί «ἐλέγχει τά μή βλεπόμενα» (Ἑβρ. 11,1). «Βλεπόμενα» ἐν προκειμένῳ εἶναι ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος, ἐνῶ «μή βλεπόμενα» τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ὁμολογία αὐτῆς τῆς πίστεως εἶναι τό τελευταῖο καθοριστικό βῆμα, πού κάνει ὁ ἄνθρωπος προκειμένου νά μετέχει στήν «φρικώδη θυσία»: «Πιστεύω, Κύριε, καὶ ὁμολογῶ ὅτι σὺ εἶ ἀληθῶς ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτὸς εἰμι ἐγώ. Ἔτι πιστεύω ὅτι τοῦτο αὐτό ἐστι τὸ ἄχραντον Σῶμά σου καὶ τοῦτο αὐτό ἐστι τὸ τίμιον Αἷμά σου». Γιά τόν λόγο αὐτό καταλήγει μέ τήν καταφυγή σέ μία ἐφ’ ὅλης τῆς ὕλης ἱκεσία συγγνώμης: «Δέομαι οὖν σου· Ἐλέησόν με καὶ συγχώρησὸν μοι τὰ παραπτώματά μου, τὰ ἑκούσια καὶ τὰ ἀκούσια, τὰ ἐν λόγῳ, τὰ ἐν ἔργῳ, τὰ ἐν γνώσει καὶ ἀγνοίᾳ· καὶ ἀξίωσόν με ἀκατακρίτως μετασχεῖν τῶν ἀχράντων σου μυστηρίων, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον» (ι’ καί τελευταία εὐχή).
   Τό «μετά ἀγάπης» δηλώνει τήν αὐθόρμητη, ἐλεύθερη καί ἐσωτερική ἐκείνη ἕλξη, πού ἀσκεῖ ἐπάνω στόν ἄνθρωπο, ἕνα ἄλλο πρόσωπο, πού εἶναι τό ἀγαπώμενο. Ἡ ἀγάπη ἀγκαλιάζει τήν συνάντηση δύο προσώπων, ἐμποτίζει τήν ἐπικοινωνία τους καί δημιουργεῖ τήν κατάλληλη ἐκείνη ἀτμόσφαιρα, στήν ὁποία αἰσθάνονται πληρότητα καί ἀπέραντη εὐτυχία, πού ἀγγίζει τά ἐνδόμυχα τῆς ὕπαρξής τους.
   Ἡ ἀγάπη γεννᾶται σέ ἔδαφος ἀπόλυτης ἐλευθερίας καί ὑπερβαίνει ὁποιονδήποτε περιορισμό, καθῆκον ἤ ὑποχρέωση, καθώς προσηλώνει τό πνεῦμα καί τό βλέμμα στό ἀγαπώμενο πρόσωπο, παραθεωρώντας κάθε ἄλλη ἱστορική συνθήκη τοῦ περιβάλλοντος χώρου καί χρόνου. Χαρακτηριστικά ἐκφράζει ὁ ὑμνογράφος τήν πυρωμένη ἀγάπη του πρός τόν Χριστό «ἀπερχόμενος μεταλαβεῖν» μέ συνοδό ρίγος μέθεξης: «Ἔθελξας πόθῳ με, Χριστέ, καὶ ἠλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι· ἀλλὰ κατάφλεξον πυρὶ ἀΰλῳ τὰς ἁμαρτίας μου, καὶ ἐμπλησθῆναι τῆς ἐν σοὶ τρυφῆς καταξίωσον, ἵνα τὰς δύο σκιρτῶν με-γαλύνω, Ἀγαθέ, παρουσίας σου». Ἐξαίρετο ὑπόδειγμα οἱ θερμοί λόγοι ἀγάπης μέ τούς ὁποίους ὁ ἅγ. Συμεών ὁ νέος θεολόγος διατυπώνει μέ ἀνείπωτο θεϊκό ἔρωτα τήν δική του σφροδρή λαχτάρα συνύπαρξης μέ τόν ἐν Μυστηρίῳ μεταλαμβανόμενο Ἰησοῦ Χριστό· «ἵνα γοῦν μὴ μόνος μένω δίχα σου τοῦ Ζωοδότου, τῆς πνοῆς μου, τῆς ζωῆς μου, τοῦ ἀγαλλιάματός μου, τῆς τοῦ κόσμου σωτηρίας, διὰ τοῦτό σοι προσῆλθον, ὡς ὁρᾷς μετὰ δακρύων καὶ ψυχῆς συντετριμμένης, λύτρον τῶν ἐμῶν πταισμάτων ἱκετεύων τοῦ λαβεῖν με, καὶ τῶν σῶν ζωοπαρόχων καὶ ἀμέμπτων μυστηρίων μετασχεῖν ἀκατακρίτως...» (ζ’ εὐχή).
   Ἡ μυστηριακή αὐτή ἕνωση μέ τόν Χριστό ἀφορᾶ στόν ὅλο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μετέχει τοῦ Μυστηρίου ὄχι μόνον μέ τήν ψυχή ἀλλά καί μέ τό σῶμα. Ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖται συνολικά ὡς ἑνιαία ψυχοσωματική ὀντότητα, πού προσδοκᾶ τήν εὐεργετική ἐπίδραση τοῦ Μυστηρίου νά ἀγγίξει ὅλες τίς πτυχές τῆς ὑπάρξεώς του, ὅπως ἐπανειλημμένως ἐκφράζεται ἐπιτακτικά· «Ψυχὴν σὺν τῷ σώματι ἁγιασθείην, Δέσποτα, φωτι-σθείην, σωθείην, γενοίμην οἶκός σου τῇ τῶν Μυστηρίων μεθέξει τῶν ἱερῶν...» (θ’ ὠδή, β’ τροπάριο)· «καὶ γενέσθω μοι τὰ ἅγια ταῦτα εἰς ἴασιν καὶ κάθαρσιν καὶ φωτισμὸν καὶ φυλακτήριον καὶ σωτηρίαν καὶ ἁγιασμὸν ψυχῆς τε καὶ σώματος» (β’ εὐχή)· «ἀλλὰ γενέσθω μοι ὁ ἄνθραξ τοῦ παναγίου σου Σώματος καὶ τοῦ τιμίου σου Αἵματος εἰς ἁγιασμὸν καὶ φωτισμὸν καὶ ῥῶσιν τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος» (γ’ εὐχή)· «καταξίωσόν με ἀκατακρίτως μεταλαβεῖν... εἰς ἁγιασμὸν καὶ φωτισμὸν καὶ ῥώμην καὶ ἴασιν καὶ ὑγείαν ψυχῆς τε καὶ σώματος» (ε’ εὐχή). Ὁμοίως καί κατά τήν εὐχαριστία μετά ἀπό τήν θ. μετάληψη ὁ πιστός ζητᾶ ἀπό τόν φιλάνθρωπο Δεσπότη, πού εἶναι «ὁ ὑπὲρ ἡμῶν ἀποθανών τε καὶ ἀναστὰς καὶ χαρισάμενος ἡμῖν τὰ φρικτὰ ταῦτα καὶ ζωοποιά Μυστήρια, ἐπ᾿ εὐεργεσίᾳ καὶ ἁγιασμῷ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν» νά γίνουν «ταῦτα κἀμοὶ εἰς ἴασιν ψυχῆς τε καὶ σώματος» (α’ εὐχή). Ὁ δέ ὅσιος Συμεών ὁ Μεταφραστής ζητᾶ χαρακτηριστικά ἡ εὐεργετική ἐπίδραση τῶν ἱερῶν μυστηρίων νά διαπεράσει ἀναγεννώντας κάθε κύτταρο τῆς ὕπαρξής του: «δίελθε πρὸς μελῶν μου συνθέσεις, εἰς πάντας ἁρμούς, εἰς νεφρούς, εἰς καρδίαν· φλέξον δ᾿ ἀκάνθας τῶν ὅλων μου πταισμάτων» (γ’ εὐχή).

   3. Τό φίλτρο τῆς πίστεως
   Συνοπτικά, τά παραπάνω δεδομένα καθιστοῦν σαφές ὅτι στήν Ὀρθόδοξη παράδοση ἡ συμμετοχή στό Μυστήριο τῆς θ. Εὐχαριστίας δέν ἦταν ποτέ αὐτονόητη, αὐτοδίκαιη, δικαιωματική καί δεδομένη ἐκ τῶν προτέρων. Αὐτό συμβαίνει στίς θρησκεῖες, πού κυριαρχοῦν τά τελετουργικά, οἱ ἰδέες, οἱ ἀντιλήψεις καί οἱ δυσειδαιμονίες. Στήν χριστιανική Πίστη μέτρο ἀποτελεῖ ἡ κοινωνία τῶν προσώπων· ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος προ-σεγγίζεται ἀπό τόν ἄνθρωπο ἐλεύθερα, ἐν μετανοίᾳ καί ἀγάπῃ, ἡ ὁποία «ἔξω βάλλει τόν φόβον» (Α’ Ἰω. 4,18). Ἑπομένως, ἡ ὀρθή θέση ὅτι «ὁ Χριστός μεταδίδει ζωή καί ὄχι ἀσθένεια» δέν σημαίνει πάντοτε καί αὐτομάτως ὅτι αὐτή ἡ εὐεργετική δράση τοῦ Χριστοῦ ἔχει αὐτονόητη καί δεδομένη τή θετική ἐπίδραση στόν ἄνθρωπο.
   Γιά νά κατανοήσουμε τά ὅρια, ἀντιπροσωπευτικό παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, πού περιγράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης στό 9ο κεφάλαιο τοῦ εὐαγγελίου του, καί ὑπενθυμίζει ἡ Ἐκκλησία στό πλήρωμά της τήν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου.
   Τό «ποιός» εἶναι ὁ Χριστός καί «τί κάνει», τό ἀποκαλύπτει ὁ Ἰησοῦς σιωπηρά καί διακριτικά, ἀλλά συγχρόνως καί ἐκκωφαντικά δυνατά: μέ τήν συμβολική κίνηση νά φτιάξει πηλό μέ τόν σίελό του, νά τό τοποθετήσει στίς κόγχες τῶν ματιῶν τοῦ τυφλοῦ, νά δημιουγήσει ὀφθαλμούς καί ὁ ἄνθρωπος νά δεῖ τό φῶς, ἀποκαλύπτει ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, πού ἔπλασε τόν ἄνθρωπο «χοῦν ἀπό τῆς γῆς» (Γεν. 2,7). Ἀκόμη ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού εἶπε «γενηθήτω φῶς καί ἐγένετο φῶς» (Γεν. 1,3). Ἑπομένως, ἡ δράση του στήν φθαρτή καί ἄλογη φύση εἶναι σαφῶς καί ξεκάθαρα εὐεργετική —καί ἀσφαλῶς δέν μποροῦσε νά εἶναι διαφορετική· ὀφθαλμοί δημιουργήθηκαν, ἡ ἀσθένεια θεραπεύθηκε καί τό φῶς σκόρπισε τά σκοτάδια.
   Στούς ἀνθρώπους, ὅμως, πού ἔγιναν κοινωνοί τοῦ θαύματος, δέν ὑπῆρξε τό ἴδιο ἀποτέλεσμα, καθώς ὅπως, μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ συνέχεια τῆς διήγησης, ἡ θαυματουργική ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ πέρασε μέσα ἀπό τό φίλτρο τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, τό ὁποῖο τούς διαχώρισε σέ τέσσερις κατηγορίες.
   Στήν πρώτη, τό θαῦμα «πέρασε καί δέν ἄγγιξε». Πρόκειται γιά τούς γείτονες τοῦ πρώην τυφλοῦ, οἱ ὁποῖοι παραξενεύτηκαν, θαύμασαν, ἀναρωτήθηκαν τί μπορεῖ νά συνέβη, ἀλλά σύντομα ἐπέστρεψαν στήν γνώριμη καθημερινότητά τους λησμονώντας τό γεγονός.
   Στήν δεύτερη, τό θαῦμα ἄγγιξε ἀλλά δέν ἄλλαξε πορεία ζωῆς, διότι ὑποχώρησε ἐνώπιον ἄλλων προτεραιοτήτων. Σέ αὐτήν τήν κατηγορία ἀνήκουν οἱ γονεῖς τοῦ πρώην τυφλοῦ, οἱ ὁποῖοι τό εἶδαν, τό ἀναγνώρισαν, τό ὁμολόγησαν, ἀλλά δέν τόλμησαν νά ἀκολουθήσουν τόν Ἰησοῦ ἀπό φόβο μήπως «ἀποσυνάγωγοι γένωνται».
Στήν τρίτη, τό θαῦμα δημιούργησε ἔχθρα, φθόνο καί μῖσος! Σέ αὐτήν τήν κατηγο-ρία ἀνήκουν οἱ γραμματεῖς καί φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι ὅσο περισσότερα θαύματα ἔβλεπαν ἀπό τόν Ἰησοῦ, τόσο περισσότερο τόν μισοῦσαν!
   Στήν τέταρτη καί τελευταία κατηγορία ἀνήκει ὁ ἀποδέκτης τοῦ θαύματος, ὁ πρώην τυφλός, ὁ ὁποῖος τό ἔζησε, τό ἀπήλαυσε καί μέ τήν δύναμη τῆς ἐμπειρίας του τό ὁμολόγησε ἐνώπιον ὅλων προκαλώντας ἀπίστευτη ἀμηχανία καί ὀργή στούς ἀρνητές τοῦ θαύματος. Τούς ἄφησε στήν κυριολεξία ἐνεούς καί ἄφωνους!
   Συνεπῶς, στόν παρόντα αἰῶνα τά πάντα ἐξαρτῶνται ἀπό τήν ζωηφόρο πίστη. Πίστη εἶναι ἐκείνη ἡ ἐμπιστοσύνη μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος προσεγγίζει ἄνευ ὄρων τόν Θεάνθρωπο Χριστό, γιά νά λάβει τό ποθούμενο· εἶναι ἡ δύναμη μέ τήν ὁποία «πιάνει ἐπαφή» μαζί του. Ἡ πίστη εἶναι συγχρόνως καί ὁ ἀγωγός μεταφορᾶς τῆς θείας χάριτος ἀπό τόν Χριστό στόν ἄνθρωπο καί τό μέτρο τῆς ποσότητας, πού λαμβάνει. Αὐτό ὑποδεικνύει ὁ Κύριος, ὅταν στά αἰτήματα θεραπείας συχνά ἀνταποκρινόταν μέ τά λόγια: «κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν» (Ματθ. 9,29). Καί ἡ πίστη αὐτή εἶναι καθαρά προσωπική ὑπόθεση σέ κάθε ἄνθρωπο. Ἀνθρωπίνως δέν μετριέται μέ ἀντικειμενικά κριτήρια, δέν ἀξιολογεῖται, δέν τυποποιεῖται σέ συγκεκριμένες μορφές, ἐκφράσεις καί σχήματα. Μόνον καλλιεργεῖται καί ἐμβαθύνεται μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τήν προσωπική ἐργασία τοῦ καθενός στόν «ἔσω ἄνθρωπο» (Ρωμ. 7,22).

   4. Ἀναβίωση τῶν ἐρωτημάτων τῆς Χριστολογίας
   Στό περιεχόμενο τῆς πίστεως ἑπομένως ἀπευθύνεται τό ἀρχικό ἐρώτημα «ἐάν ἡ θ. Κοινωνία μπορεῖ πιθανόν νά μεταδώσει νόσο», ἀγγίζοντας μία θεμελιώδη θεολογική πτυχή, πού ἀφορᾶ στήν «σχέση» τοῦ Θεοῦ Χριστοῦ πρός τά εὐχαριστιακά δῶρα τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου: ἄν καί κατά πόσον, δηλαδή, ὁ Χριστός εἶναι παρών στά εὐχαριστιακά δῶρα, ἤ κατά πόσον ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος νοοῦνται ὡς πραγματική προσωπική παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἤ μέ ποιό τρόπο καί ἕως ποίου σημείου ὑλικά ἀντικείμενα καί Θεότητα συνυπάρχουν καί συμπλέκονται μεταξύ τους στά εὐχαριστιακά δῶρα. Εἶναι πράγματι ἐνδιαφέρον τό φαινόμενο ὅτι στά θεολογικά αὐτά ἐρωτήματα τῆς περιόδου τῆς πανδημίας ἀναβίωσαν σχεδόν ταυτόσημα οἱ προβληματισμοί καί τά ἐρωτήματα τῆς ἀρχαίας Χριστολογίας: «Τελικά, ὁ Ἰησοῦς πόσο Θεός καί πόσο ἄνθρωπος ἦταν; Μέ ποιόν τρόπο ἑνώθηκαν οἱ δύο φύσεις στό πρόσωπό του καί σέ ποιά σχέση βρίσκονται μεταξύ τους;». Πρόκειται γιά τό ἐρώτημα δηλαδή πού εἶχε θέσει ὁ Κύριος στούς μαθητές του· «τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;» (Μάρκ. 8,27). Τό ἐντυπωσιακό εἶναι ὅτι κάποιες ἀπό τίς ἀπαντήσεις, πού δόθηκαν ἀπό Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, ἦταν σάν νά μήν ἔχουν μεσολαβήσει οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι, οὔτε χιλιάδες σελίδες πατερικῶν συγγραμμάτων. Ἀποδεικνύεται ὅτι τελικά δέν εἶναι τυχαῖο, πού τό Χριστολογικό ζήτημα ἀπασχόλησε τόσο ἔντονα καί γιά τόσο πολύ χρόνο τήν Ἐκκλησία καί, ἐνῶ ἄλλαξε τόσες πολλές διαφορετικές μορφές, παρέμεινε στήν βάση του τό ἴδιο. Ἀφοῦ ἀκόμη καί σήμερα ὑπό νέα μορφή ἀναδεικνύεται ὡς τό δυσκολώτερο θέμα, πού καλεῖται νά προσεγγίσει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς, αὐτό πού προκαλεῖ τά ὅρια τῆς λογικῆς τοῦ ἀνθρώπου. Διότι μέσα στήν κρίση τῆς πανδημίας, ἡ κατανόηση τοῦ Μυστηρίου δέν περιορίστηκε σέ μία θεωρητική ἀναζήτηση μόνο, ἀλλά προκάλεσε καί ἀπαίτησε στάση ζωῆς μέ χειροπιαστές πιθανές συνέπειες.
   Ἡ σαφής ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό, πού δόθηκε ἀπό τήν Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἦταν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος καί ὅτι οἱ δύο φύσεις, διατηρώντας πλήρως τίς ἰδιότητές τους, συνδέονται ἐν μυστηρίῳ σέ αὐτόν «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως» μέ σκοπό τήν ἐξυγίανση τῆς ἀσθενοῦς ἀνθρώπινης φύσης, κατά τό γνωστό λόγιο τοῦ Μ. Ἀθανασίου «αὐτὸς γὰρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν». Τό «πῶς» τῆς ἕνωσης αὐτῆς εἶναι ἀπρόσιτο στόν πεπερασμένο νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀπερίγραπτο καί ἀνεξήγητο, ἐνῶ γίνεται ἀντιληπτό μόνον διά τῆς ἐμπειρίας τῶν αἰσθήσεων, ἡ ὁποία μαρτυρεῖ ἐν πίστει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι «ἄνθρωπος τό φαινόμενον καί Θεός τό κρυπτόμενον».
   Τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τά εὐχαριστιακά δῶρα: χωρίς νά χάνουν τίς ἰδιότητές τους, ἄρτος καί οἶνος εἶναι σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως» κατά τρόπο πού δέν εἶναι δυνατόν νά περιγραφεῖ, νά ἐξηγηθεῖ ἤ νά ὁριοθετηθεῖ μέ τήν ἀνθρώπινη λογική, παρά μόνο νά καταστεῖ οἰκεῖος διά τῆς ἐμπειρίας τῆς πίστεως. Τό νά ἀρνηθεῖ κανείς θεωρητικά τήν πιθανότητα μόλυνσης ἀπό τά εὐχαριστιακά δῶρα μέ τήν αἰτιολογία μιᾶς οἰονεί ἀφθαρτοποιήσεώς τους κινεῖται στόν χῶρο τοῦ αἰρετικοῦ μονοφυσιτισμοῦ, ἐνῶ τό νά ἀποδεχθεῖ —ἔστω καί ἐμμέσως— τήν πιθανότητα μόλυνσης μέ ἀναφορά στήν φθαρτή φύση τους κινεῖται σαφῶς στόν χῶρο τῶν αἰρέσεων τοῦ δοκητισμοῦ, τοῦ ἀρειανισμοῦ καί τοῦ νεστοριανισμοῦ. Δυστυχῶς, ὅπως φαίνεται, μεταλλαγμένα στελέχη τῶν ἀρχαίων αὐτῶν πνευματικῶν «ἰῶν», πού κυκλοφοροῦν ἀκόμη στό περιβάλλον τοῦ σημερινοῦ «χριστιανικοῦ» κόσμου, διατηροῦν τήν δύναμη νά προσβάλουν ὑγιεῖς ἀλλά ἀπρόσεκτους ὀργανισμούς. Φορεῖς παρόμοιων ἀντιλήψεων ἦταν ἀσφαλῶς καί οἱ σταυρωτές τοῦ Κυρίου, οἱ ὁποῖοι εἴτε ὅταν τόν δίκαζαν, εἴτε ὅταν τόν ράπιζαν, τόν φραγγέλωναν ἤ τόν σταύρωναν, εἶχαν τήν αἴσθηση ὅτι ἔχουν στά χέρια τους ἕνα ὑλικό στοιχεῖο, πού ὑπόκειται στίς διαδικασίες τῆς φθορᾶς αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί γι’ αὐτό ἔπραξαν ὅ,τι ἔπραξαν. Ἐάν ἐπέτρεπαν στόν ἑαυτό τους νά ἀντιληφθεῖ ποιός ἦταν ὁ Ἰησοῦς, τό λογικό εἶναι νά μήν τολμοῦσαν νά προχωρήσουν στήν ἐφαρμογή τῶν ἀποφάσεών τους.
   Ἡ ἀπάντηση στό δίλημμα βρίσκεται στήν πνευματική ἐμπειρία τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ ὁποία προσεγγίζεται μέ τήν πίστη· ἐκεῖ ὅπου παραχωρεῖται μέ εὐλάβεια ἡ πρωτοβουλία στήν θεία Χάρη καί στήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπαγορεύουμε συμπεριφορές στόν Θεό! Ἐκεῖνος γνωρίζει γιατί φθείρονται τά εὐχαριστιακά δῶρα, ἐνῶ ἀφθαρτοποιεῖται τό νερό τοῦ ἁγιασμοῦ, γιατί τά σώματα ἄλλων ἁγίων φθείρονται καί ἄλλων παραμένουν ἄφθαρτα. «Tίς ἔγνω νοῦν Kυρίου, καὶ τίς αὐτοῦ σύμβουλος ἐγένετο;» (Ἠσ. 40,13). Μέσα στόν χῶρο τῆς Πίστεως τίποτε δέν εἶναι δεδομένο καί μηχανιστικό οὔτε ὅ,τι γίνεται, γίνεται μαγικά ἤ δικαιωματικά, ἀλλά μέσα σέ μία συνεχῆ, δυναμική καί ἐλεύθερη δόση καί ἀντίδοση Θεοῦ καί ἀνθρώπου, μέ μία συνεχῆ κατάφαση στήν ἰσόβια διαδικασία σταδιακῆς ἀφθαρτοποιήσεως τοῦ θνητοῦ ἀνθρώπου καί μέ μία ἀδιάκοπη συνεργασία πίστεως καί χάριτος, ὅπου τά πάντα ἐπανεπιβεβαιώνονται κάθε στιγμή ἕως ὅτου «ἡ ζωή ἡμῶν» φανερωθεῖ «ἐν δόξῃ» (Κολ. 3,4). Ἐφόσον δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνα παράδειγμα ὀποιασδήποτε μολύνσεως ἀπό τό Μυστήριο, ἀλλά πολλές μαρτυρίες γιά τό ἀκριβῶς ἀντίθετο, τί ἐξυπηρετεῖ, στά ἀλήθεια, ἐκκλησιαστικοί ἄνθρωποι νά συμβάλλουν στήν ἀμφιβολία περί αὐτοῦ;

   5. Ὁ τρόπος μεταδόσεως τοῦ Μυστηρίου: δύναται ἡ Ἐκκλησία νά τόν ἀλλάξει καί ἀπαιτεῖται νά τό ἐπιχειρήσει στήν παρούσα συγκυρία;
  Ἕνα ἀκόμη σχετικό ἐρώτημα πού τέθηκε μέ ἀφορμή τήν πρόσφατη πανδημία εἶναι τό ἐρώτημα ἐάν ἡ ἁγία λαβίδα μεταφέρει τόν ἰό τῆς ἀσθενείας ἤ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ -ἤ καί τά δύο μαζί!- καί ἑπομένως μέ ποιόν τρόπο ἡ ὑλικότητα μετέχει καί συνάπτεται μέ τήν Θεότητα. Ἁπλά διαδικαστικό θά ἦταν τό θέμα, ἐάν δέν ὑπῆρχε στό ὑπόβαθρο ἡ ἀμφισβήτηση τῆς οὐσίας τοῦ Μυστηρίου περί τῆς μεταδόσεως μολυσμοῦ, πού δίδει προβάδισμα στήν φθαρτή ὑλικότητα ἔναντι τῆς πραγματικῆς παρουσίας τῆς Θεότητας. Ἡ Ἐκκλησία ἀσφαλῶς δύναται νά ἀποφασίζει ἐλεύθερα καί νά ἀποδέχεται ὅποιον τρόπο θεωρεῖ κάθε φορά κατάλληλο γιά τήν μετάδοση τοῦ Μυστηρίου, ὅπως ἔχει γίνει ἐπανειλλημμένως στό παρελθόν. Καί ἔχει στήν παράδοσή της πολλές ἐπιλογές γι' αὐτό τό θέμα. Ἐντούτοις, ὅπως σαφῶς προκύπτει ἀπό τίς σχετικές ἀποφάσεις τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τίς αὐθεντικές ἑρμηνεῖες τους ἀπό διακεκριμένους καί ἁγίους λογίους, πού καταγράφονται στό Πηδάλιον, μοναδικό κίνητρο καί ἀφορμή τῆς Ἐκκλησίας γιά κάθε κίνησή της ἦταν ἡ προστασία καί ἡ ἀσφάλεια τοῦ Μυστηρίου ἀπό τήν ἐξύβριση καί τήν βεβήλωση, πού ἑκούσια ἤ ἀκούσια προκαλοῦσαν σέ αὐτό κάποια μέλη της. Ποτέ ὅμως γιά νά καλύψει τήν ὑποτίμηση, τήν ἀμφισβήτηση ἤ τήν ἀτίμωσή του, ὅπως προτείνεται τώρα! Τό σεπτό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο, ἐπικυρώνοντας τήν θέση πού εἶχε ἐξαρχῆς λάβει ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἤδη ὁμολόγησε εὐθαρσῶς τήν ἀλήθεια, διαφυλάσσοντας τήν ἁγία Παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας καί βάζοντας τά πράγματα στή θέση τους!
   Χαρακτηριστικό εἶναι τό παράδειγμα δύο διαφορετικῶν τοποθετήσεων, δύο ἁγίων γιά δύο διαφορετικούς τρόπους μεταδόσεως τοῦ Μυστηρίου: τῆς ἀρχαιότερης ἰδιόχειρης παραλαβῆς του ἀπό τόν λειτουργό ἱερέα καί τῆς μεταγενέστερης μετάδοσης διά τῆς λαβίδος. Ὁ ἅγ. Χρυσόστομος ἐξαίρει τά ἀνθρώπινα χέρια ἔναντι τῆς λαβίδος ὡς μέσον μετάληψης τοῦ πυρός τῆς Θεότητας: «οὐκ ἐτόλμησεν ἅψασθαι τῇ χειρὶ τὰ Σεραφίμ, ἀλλὰ τῇ λαβίδι· σὺ δὲ τῇ χειρὶ λαμβάνεις!» (Εἰς τό· Εἶδον τὸν Κύριον καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ, 6,3). Ὁ ἅγ. Συμεών Θεσσαλονίκης ἐξαίρει τήν λαβίδα ἔναντι κάθε ἄλλου μέσου ὡς προερχόμενη ἀπό τό οὐράνιο θυσιαστήριο (Ἠσ. 6,6): «τοῦ ἀρχιερέως δὲ τοῖς προσελθοῦσι μεταλαβεῖν διδόντος διὰ λαβίδος· καὶ τοῦτο κατὰ τὴν ὀπτασίαν τοῦ Ἠσαΐου, ὅτι οὐ χρὴ πάντας ἀμέσως μετέχειν, ὡς εἴρηται, τῶν θείων τε καὶ φρικτῶν» (Περί τῆς θ. λειτουργίας, 62). Παρά τήν φαινομενική αὐτή διαφορά, καί οἱ δύο ἅγιοι Πατέρες δέν ὑποστηρίζουν ἁπλῶς τόν τρόπο μεταδόσεως πού ἴσχυε στήν ἐποχή τους, ἀλλά ἔχουν ἕναν κοινό στόχο: νά συνειδητοποιήσει ὁ προσερχόμενος τήν ἱερότητα τοῦ Μυστηρίου, διά τοῦ ὁποίου προσεγγίζει τόν Θεό, ἀφοῦ, ὅπως συνεχίζει ὁ ἅγ. Συμεών: «ἐπὶ τοῖς θείοις εὐλαβεῖσθαι δεῖ καὶ συστέλλεσθαι. Καὶ εἰ τὰ χερουβὶμ ηὐλαβεῖτο, πολλῷ γε μᾶλλον ἡμᾶς εὐλαβεῖσθαι χρή, καὶ ταῦτα οὐ τύπον, ἀλλὰ τὴν ἀλήθειαν ὁρῶντας αὐτήν».
   Βεβαίως, οἱ φοβίες, οἱ ἀναστολές καί οἱ ἐνδοιασμοί τῶν ἀνθρώπων εἶναι πραγματικοί καί δέν ρίπτονται ἀβασάνιστα στόν καιάδα τῆς καταδίκης. Ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει στούς κόλπους της μόνον δυνατούς «τῇ πίστει» (Ρωμ. 15,1) καί ἁγίους, ἀλλά καί ἀσθενεῖς, ἀδύναμους ἀνθρώπους μέ λογισμούς καί «διακρίσεις διαλογισμῶν» (Ρωμ. 14,1). Ἐντούτοις, ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν πρόκληση γιά τήν καλλιέργεια τῶν ἀνθρώπων. Προβάλλει ἐπιτακτική ἡ ἀνάγκη νά στηριχθεῖ ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων στά μυστήρια τῆς «ἅπαξ παραδοθεῖσας πίστεως» (Ἰούδα 3) καί τῆς «ἁγίας ἐντολῆς» (Β’ Πέτρ. 2,21), ὥστε νά κατανοήσουν ὅτι ἡ προσέλευση καί ἡ συμμετοχή στή θ. Εὐχαριστία δέν εἶναι οὔτε αὐτονόητο δικαίωμα, οὔτε συμβατική ἤ τελετουργική ὑποχρέωση οὔτε μετάληψη κάποιου μαγικοῦ φίλτρου, πού ἐνεργεῖ αὐτόνομα καί αὐτοδίκαια. Στό Μυστήριο τῆς θ. Εὐχαριστίας προσφέρεται χειροπιαστή ἡ θεία Χάρη, ἡ ὁποία συνεργεῖ μέ τήν πίστη τοῦ ἀνθρώπου, γιά τήν σταδιακή μεταμόρφωση καί θέωσή του, τήν ὁποία ὁ ἴδιος λαχταρᾶ. Ἑάν παρόλα αὐτά κάποιος ἔχει ἐνδοιασμούς ἤ ἀπορίες γιά τά θέματα τῆς πίστεως, ὅπως εἶναι φυσικό πολλές φορές νά συμβαίνει, «Βέλτιον [ἐστίν] σιωπᾷν καὶ πιστεύειν», συμβουλεύει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, «ἢ ἀπιστεῖν διὰ τὸ ἀπορεῖν· διότι ὁ μὲν ἀπορῶν [σ.σ. ἀλλά σιωπῶν!] δύναταί πως καὶ συγγνώμην ἔχειν, ὅτι ὅλως κἂν ζητήσας ἠρέμησεν· ὁ δὲ διὰ τὸ ἀπορεῖν ἐπινοῶν ἑαυτῷ τὰ μὴ δέοντα, καὶ τὰ μὴ ἄξια περὶ Θεοῦ φθεγγόμενος, ἀσύγγνωστον ἔχει τῆς τόλμης τὴν δίκην» (Λόγος κατά Ἀρειανῶν, 2,36).
   Ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μακραίωνη καί πλούσια τόσο ὡς πρός τήν δυσκολία τῶν καταστάσεων ὅσο καί ὡς πρός τήν ἔκφραση τῆς ἐλευθερίας τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἀπό τούς ἱερεῖς τῆς Κρήτης ὁ π. Χρύσανθος Κουτσουλογιαννάκης προσέτρεξε στήν Σπιναλόγκα, γιά νά ὑπηρετήσει τούς χανσενικούς. Καί ἀπό τούς κληρικούς τῆς Ἀφρικῆς ὁ π. Θεμιστοκλής Ἀδαμόπουλος παρέμεινε -μόλις τό 2016- στήν Σιέρρα Λεόνε [σ.σ. ἀδιάφορα μακριά γιά νά ἀσχοληθεῖ ὁ «προοδευμένος» δυτικός κόσμος, ὄχι ὅμως καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία] νά ὑπηρετήσει τούς ἀνθρώπους, πού πέθαιναν κατά χιλιάδες ἀπό τόν ἰό ἔμπολα [ἀλήθεια: οἱ Ὀρθόδοξοι ἀφρικανοί δέν ἔπρεπε τότε νά προστατευθοῦν μέ ἀλλαγή τρόπου μεταδόσεως;]. Μέ τήν πίστη τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν συνεργάστηκε ἡ θ. Χάρη, γιά νά κάνει τό θαῦμα. Ἄλλωστε καί στήν προκειμένη πανδημία τοῦ κορονωϊοῦ ἤδη ὁ χρόνος ἔχει κυλήσει ὑπέρ τῆς ἀλήθειας τοῦ Μυστηρίου ἐπιβεβαιώνοντας γιά μία ἀκόμη φορά, στήν πατρίδα μας τουλάχιστον, τήν μακραίωνη αὐτή ἐκκλησιαστική ἐμπειρία. Ἤδη ὅλο καί εὐρύτερα μέσα στήν ἑλληνική κοινωνία γίνεται ἀντιληπτό ὅτι μετά ἀπό δύο περίπου μῆνες, πού ἄνοιξαν καί πάλι οἱ ναοί καί χιλιάδες ἄνθρωποι —μικροί, μεγάλοι, νέοι, γέροι, εὐπαθεῖς καί μή ὁμάδες—, ἐλεύθερα προσέρχονται στό Μυστήριο τῆς θ. Εὐχαριστίας, τά στατιστικά δεδομένα φαίνεται ὅτι διαψεύδονται καί τά κρούσματα προσβολῆς ἀπό τήν ἀσθένεια εἶναι μηδενικά. Αὐτό διασφαλίζει ὅτι ἡ κατάσταση θά συνεχίσει ἔτσι καί στό μέλλον; Ἀσφαλῶς καί ὄχι! Διότι ἀνά πᾶσα στιγμή εἶναι δυνατόν νά ἀλλάξει, ἐάν ἡ θεία βουλή ἀποδοκιμάσει τά ἀνάξια χείλη, τά χέρια καί τίς καρδιές, πού τολμοῦν νά προσεγγίζουν τό φρικτό Μυστήριο. «Τίς γάρ ἔγνω νοῦν Κυρίου; Ἤ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;» (Ἠσ. 40,13). Ἑντούτοις, πρός τό παρόν ὁ Κύριος ἔτσι ἐπιλέγει νά κάνει αἰσθητή τήν παρουσία του ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ του, καταισχύνοντας «χείλη δόλια» (Ψαλμ. 11,4) καί βέβηλα.
   Στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἔχει ἐπικρατήσει μία καί μόνον θεολογία καί ἕνα μόνον ἦθος γιά τήν προσέλευση ὅλων τῶν ἀνθρώπων χωρίς ἐξαίρεση στήν θ. Εὐχαριστία καί στήν μετάληψη τῶν Τιμίων Δώρων: ὅσο κι ἄν φαίνεται παράξενο, εἶναι ἡ θεολογία καί τό ἦθος τῆς πόρνης γυναικός τοῦ εὐαγγελίου (Λουκ. 7,36-50). Ἀηδιασμένη ἀπό τήν ἀθλιότητα τῆς ζωῆς της καί λαχταρώντας τήν σωτήρια συνάντηση μέ τόν Θεάνθρωπο, ἡ ταλαίπωρη αὐτή γυναίκα διείσδυσε κρυφά στό σπίτι τοῦ Σίμωνα (μέ κίνδυνο βάναυσης κακοποίησής της), ἔτρεξε καί ἀγκάλιασε τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ, τά μούσκεψε μέ τά δάκρυά της, τά σκούπισε μέ τά χείλια της καί τά στέγνωσε μέ τά μαλλιά της. Δέν ἀναλογίσθηκε οὔτε γιά μιά στιγμή πόσα μικρόβια ἔφεραν ἐπάνω τους, πόσο λερωμένα ἦταν, οὔτε πόση λάσπη καί ἰδρῶτα εἶχαν ἀπό τήν ὀδοιπορία, μιᾶς καί ὁ φαρισαῖος οἰκοδεσπότης τά εἶχε ἀφήσει ἄπλυτα. Αὐτή ἦταν ἡ προσφορά ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεάνθρωπο, μέ τήν ὁποία εἰσέπραξε τήν ἀντιπροσφορά τῆς ἀπαλλαγῆς της ἀπό τήν πραγματική αἰτία μολυσμοῦ καί τῆς δωρεᾶς τῆς ἀληθινῆς ὑγείας: «ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ».
   Σέ κάθε περίπτωση, κάθε κρίση, μικρή ἤ μεγάλη, ἀποτελεῖ μετρητή τῆς ἀξίας καί τοῦ εἰδικοῦ βάρους τοῦ καθενός ἀνθρώπου ξεχωριστά καί ὄχι τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη καί ἡ συντριβή τῆς μετάνοιας προετοιμάζουν καί καλλιεργοῦν τήν ψυχή, ὥστε νά συμμετέχει μέ συναίσθηση στό Μυστήριο τῶν Μυστηρίων. Ὅσοι στή δύσκολη αὐτή περίοδο χρειάστηκε νά παλαίψουμε μέ λογισμούς ἀπιστίας καί ὀλιγοπιστίας, ἡ Ἐκκλησία μᾶς προσφέρει τό μυστήριο τῆς μετάνοιας καί τῆς ἐξομολόγησης ὥστε νά ἐλαφρύνουμε τήν ψυχή μας καί στέκει δίπλα μας γιά νά καλλιεργήσει καί νά στηρίξει τήν πίστη μας μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά καί γιά ὅσους δέν ταλαντεύτηκαν ἀπό τόν ἄνεμο τῆς ἀμφισβήτησης καί ἔμειναν «ἑδραῖοι τῇ πίστει», ὅλα αὐτά τά γεγονότα εἶναι μία καλή εὐκαιρία γιά νά ἐλέγξουμε τόν πόθο καί τήν ἀγάπη μέ τήν ὁποία προσερχόμαστε στό Μυστήριο.
   Νά θυμόμαστε ἀκατάπαυστα ὅτι θά ἔρθει κάποια στιγμή ἡ ὥρα τῆς προσωπικῆς μας συνάντησης μέ τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου, «ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ» (Ματθ. 25,31). Ἄν μέ ἀφορμή τήν πανδημία, μᾶς κοιτάξει στά μάτια καί μᾶς ἀπευθύνει τό ἐρώτημα: «Ἀφοῦ ὅταν σέ προσκάλεσα, σέ διαβεβαίωσα ὅτι “τοῦτό ἐστι τό σῶμά μου καί τοῦτό ἐστι τό αἷμά μου”, ἐσύ “ὁλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;”», δέν εἶναι ἄραγε ἡ παροῦσα κρίση μία πολύ καλή εὐκαιρία νά ἑτοιμάσουμε τήν κρίσιμη ἀπάντηση, πού θά δώσουμε;

Ἀθανάσιος Παπαρνάκης
Ἀναπληρωτής Καθηγητής
Θεολογική Σχολή Α.Π.Θ.