Super User

Super User

Τετάρτη, 10 Ιούλιος 2024 03:00

Κυρ. Ζ΄ Ματθαίου Ρω 15,1-7

Μάθημα γιά τήν κοινωνική ἰσορροπία

 «Ὀφείλομεν δὲ ἡμεῖς οἱ δυνατοὶ τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν, καὶ μὴ ἑαυτοῖς ἀρέσκειν. 2 ἕκαστος ἡμῶν τῷ πλησίον ἀρεσκέτω εἰς τὸ ἀγαθὸν πρὸς οἰκοδομήν· 3 καὶ γὰρ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτῷ ἤρεσεν, ἀλλὰ καθὼς γέγραπται, οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σε ἐπέπεσον ἐπ᾿ ἐμέ. 4 ὅσα γὰρ προεγράφη, εἰς τὴν ἡμετέραν διδασκαλίαν προεγράφη, ἵνα διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως τῶν γραφῶν τὴν ἐλπίδα ἔχωμεν. 5 ὁ δὲ Θεὸς τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως δῴη ὑμῖν τὸ αὐτὸ φρονεῖν ἐν ἀλλήλοις κατὰ Χριστὸν ᾿Ιησοῦν, 6 ἵνα ὁμοθυμαδὸν ἐν ἑνὶ στόματι δοξάζητε τὸν Θεὸν καὶ πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. 7 διὸ προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς προσελάβετο ὑμᾶς εἰς δόξαν Θεοῦ». (Ρω 15,1-7)

Τό πρόβλημα

dromos Στό ἐπιτακτικό ἐρώτημα τῆς ἐποχῆς μας, πῶς θά ἐπιτύχουμε μιά ἁρμονική καί εὐτυχισμένη κοινωνία, στήν ἄμεση ἀνάγκη τόσων σημερινῶν ἀνθρώπων νά σπάσουν τά τείχη τῆς μοναξιᾶς τους καί νά νιώσουν ζεστή τήν παρουσία τοῦ ἄλλου δίπλα τους, ἀλλά καί στόν βαθύ πόθο τῶν δυνατῶν ψυχῶν νά ἀξιοποιήσουν οὐσιαστικά τό δυναμικό τους, δίνουν ἀπάντηση, λύση καί πρότυπο τά θεόπνευστα λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀπό τήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή, κεφ. 15, στίχ. 1-7. Στό προηγούμενο κεφάλαιο ὁ ἀπόστολος ἀσχολήθηκε μέ ἕνα ὀξύτατο γιά τήν ἐποχή του πρόβλημα, μέ τή διάκριση τροφῶν (σέ καθαρές καί ἀκάθαρτες) καί ἡμερῶν (σέ ἅγιες καί μή) ἐκ μέρους τῶν ἀσθενικῶν στήν πίστη μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, καί μέ τήν τακτική πού ὄφειλαν νά ἀκολουθήσουν οἱ πνευματικοί ἀδελφοί ἀπέναντί τους. Λύνοντας αὐτό τό εἰδικό πρόβλημα ὁ Παῦλος μέ τή μέθοδο τῆς ἀγάπης, βγάζει μιά ἐξίσωση, ἕναν τύπο, θά λέγαμε, πάνω στόν ὁποῖο λύνεται κάθε πρόβλημα ἀνθρωπίνων σχέσεων. Βέβαια τό θέμα εἶναι γνήσια πνευματικό καί γι’ αὐτό θεολογικό, ἀλλά μπορεῖ νά ἐφαρμοσθεῖ σέ ὅλους τούς τομεῖς τῆς ζωῆς, κοινωνικούς, οἰκονομικούς ἤ πολιτικούς.

Τό χρέος τῶν δυνατῶν

 Δυνατούς ἀποκαλεῖ ὁ ἀπόστολος ἐκείνους πού ἔχουν εὔρωστο ἐσωτερικό κόσμο, ὑγεία καί δύναμη πνευματική, καί εἶναι προκομμένοι στήν πίστη καί στήν ἀρετή, ὥστε νά διακρίνουν καί νά ἀσκοῦν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτούς ἀπευθύνεται καί σ’ αὐτούς φορτώνει τήν εὐθύνη καί τό βάρος μιᾶς μεγάλης ἀποστολῆς, τῆς ἀγωγῆς καί σωτηρίας τῶν ἀδυνάτων. Ἔχουμε χρέος, λέει, νά βαστάζουμε «τά ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων», τίς ἀδυναμίες τῶν ἀρχαρίων καί ἀνωρίμων ἀδελφῶν, νά συμπληρώσουμε τίς ἐλλείψεις, νά διορθώσουμε τά λάθη τους, ἀφοῦ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς ἔδωσε τή δύναμη καί τήν προκοπή νά κάνουμε τό ἔργο τῆς χάριτος, πού «τά ἀσθενῆ θεραπεύει καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῖ». Ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος γράφει στήν πρός Γαλάτας, «Ἀδελφοί, ἐάν καί προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοί καταρτίζετε τόν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πρᾳότητος, σκοπῶν σεαυτόν μή καί σύ πειρασθῇς» (Γα 6,1). Ποιός ξέρει δέ, ἄν καί ἐμεῖς σέ κάτι δέν φανοῦμε ἀδύνατοι ἤ ἄν μιά κακιά ὥρα δέν πέσουμε καί θά ἔχουμε ἀνάγκη κάποιος νά μᾶς σηκώσει; Γι’ αὐτό λέει· «Ἀλλήλων τά βάρη βαστάζετε».
 Καί εἶναι πράγματι φορτίο, ὀχληρό πολλές φορές, τά ἐλαττώματα, οἱ εὐθιξίες καί οἱ εὐαισθησίες τῶν ἀνθρώπων πού συναναστρεφόμαστε καί συγκρουόμαστε μαζί τους. Καί εἶναι χρέος, καί ὄχι χάρισμα, ὀφειλή, καί ὄχι δῶρο, ἐκ μέρους τῶν δυνατῶν νά ἀνέχονται, νά ὑπομένουν, νά συγχωροῦν. Ὅπως μέσα σέ μιά οἰκογένεια ἡ μητέρα συγκαταβαίνει στίς ἀδυναμίες τῶν παιδιῶν της καί μασᾶ τήν τροφή στό στόμα της, γιά νά τήν δώσει στό παιδί, ὅπως οἱ γέροι καί μεγάλοι δουλεύουν καί τρῶνε τά ἀνήμπορα μικρά καί οἱ ἄρρωστοι γέροντες, κι αὐτό συνιστᾶ τήν οἰκογενειακή ἑνότητα, ἔτσι μᾶς θέλει σέ ὅλα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Στή δουλειά μας, στίς ἐπαφές μας, στήν κοινωνία καί πρό πάντων μέσα στήν Ἐκκλησία, τήν πνευματική μας οἰκογένεια, οἱ δυνατοί θά δείξουν τή δύναμή τους, ὅταν τήν χρησιμοποιοῦν γιά τούς ἀδυνάτους. Οἱ δυνατοί στόν πλοῦτο θά ἀγκαλιάσουν καί θά μοιραστοῦν τά πλούτη τους μέ τούς φτωχούς, κι ἔτσι δέν θά ὑπάρχουν πλούσιοι καί φτωχοί, διότι οἱ πλούσιοι θά εἶναι ἁπλοί διαχειριστές τοῦ πλούτου τους. Οἱ δυνατοί στή γνώση θά καταδεχτοῦν καί θά βοηθήσουν τούς λιγώτερο ἱκανούς. Οἱ δυνατοί στήν ἀρετή θά σκύψουν καί θά στηρίξουν τούς ἀκατάρτιστους καί ἀτελεῖς.

Ἡ ἐφαρμογή

 Πῶς ὅμως θά γίνει αὐτό; Δύο πράγματα ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος. Πρῶτον, νά μήν εἴμαστε αὐτάρεσκοι. Ἡ φιλαυτία, ὁ φιλοτομαρισμός καί ἡ ἰδιοτέλεια εἶναι ἡ ρίζα κάθε δυσαρμονίας ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, εἶναι αὐτή πού σκληραίνει τίς καρδιές μας καί μᾶς κάνει νά ἐπιζητοῦμε μόνο ὅσα εἶναι ἀρεστά σέ μᾶς, νά ἐπαναπαυόμαστε στίς ἀπολαύσεις μας καί νά ἀδιαφοροῦμε γιά τούς ἄλλους. Ὁ Κύριος ὅμως μᾶς θέλει νά ξεχνοῦμε τόν ἑαυτό μας καί νά ξεχύνουμε τή χάρη πού μᾶς ἐμπιστεύεται στούς ἄλλους γύρω μας. Ἡ διάσπαση τοῦ ἀτόμου πόση ἐνέργεια ἀπελευθέρωσε! Καί ἡ διάσπαση τοῦ ἀτομισμοῦ τί ἔργο μπορεῖ νά κάνει! Θά δυναμώσει τούς ἀδυνάτους καί ὄχι μόνο θά ἀσφαλίσει τή δύναμη τῶν δυνατῶν, ἀλλά καί θά τήν ἀξιοποιήσει, θά τήν αὐξήσει.

Δύο ὅροι

 Ἐδῶ ὑπάρχει μιά παγίδα. Πόσες φορές δέν εἴδαμε, πράγματι, νά ἐκμεταλλεύονται τήν καλωσύνη, τή γενναιοδωρία καί τόν ἀλτρουϊσμό τῶν ἄλλων γιά σκοπούς ἀδίκους καί βρωμερούς! Γι’ αὐτό ὁ Παῦλος μᾶς προφυλάσσει μέ μιά δεύτερη παρατήρηση· ὁ καθένας μας νά γίνεται ἀρεστός στόν διπλανό του «εἰς τό ἀγαθόν πρός οἰκοδομήν», λέει. Βάζει δύο ὅρους, πού ἀπό τή μιά ἀποκλείουν τήν ἰδιοτέλεια καί τήν ἀνθρωπαρέσκεια ἀπό τά κίνητρά μας καί ἀπό τήν ἄλλη ἀπαγορεύουν νά ἱκανοποιοῦμε τά πάθη καί τά καπρίτσια τῶν συνανθρώπων μας. Ἐπειδή ὁ ἄλλος εἶναι ἀδύνατος, δέν σημαίνει ὅτι θά ὑπηρετήσουμε τίς κακές του ἐπιθυμίες οὔτε ὅτι θά τόν βοηθήσουμε στίς πονηρές του πράξεις. Ἡ προσφορά μας τότε εἶναι ἀληθινή καί εὐλογημένη, ὅταν δέν προσβάλλει τό ἀγαθό καί δέν γίνεται γιά τήν πνευματική του καταστροφή, ἀλλά γιά τό καλό του καί γιά τή σωτηρία του. Τό πρῶτο μᾶς τό προστάζει ἡ ἀνθρωπιά, τό δεύτερο ἡ πίστη. Τό πρῶτο εἶναι γιά καλούς ἀνθρώπους καί γιά καλή κοινωνία, τό δεύτερο γιά πιστούς καί γιά τήν Ἐκκλησία. Ἐφόσον διετήρησες μέσα σου ἀλώβητη τήν ἀνθρώπινη ὑπόστασή σου, θα κατανοεῖς καί θά συμπονεῖς τήν ἀδυναμία τοῦ πλησίον σου. Και ἐφόσον στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἔγινες καί ἐσύ πέτρα τῆς οἰκοδομῆς του, θά φροντίζεις πῶς νά συναρμολογηθεῖς καλύτερα μέ τούς ἄλλους μέσα στήν Ἐκκλησία, πρόθυμα θά θυσιάζεις τό θέλημά σου, πλούσια θά δίνεις τή συμπαράστασή σου, εἰλικρινά θά ἀγαπᾶς. Κριτήριο ἕνα ἡ συνείδησή σου, κριτήριο ἄλλο ὁ φωτισμός τοῦ ἁγίου Πνεύματος σύμφωνα μέ τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.

Παράδειγμα ὁ Χριστός

 Πρότυπο γιά ὅλα αὐτά, ἀλλά καί πρόσωπο πού μᾶς ἐμπνέει εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ μορφή του, ἡ ζωή του καί τό παράδειγμά του λύνει κάθε ἀπορία, ἀποστομώνει κάθε ἀντίρρηση. «Καί γάρ ὁ Χριστός οὐχ ἑαυτῷ ἤρεσεν, ἀλλά καθώς γέγραπται, οἱ ὀνειδισμοί τῶν ὀνειδιζόντων σε ἐπέπεσον ἐπ’ ἐμέ». Μποροῦσε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς νά ζοῦσε, πράγματι, τήν πιό ξένοιαστη ζωή. Μποροῦσε, ἄν ἤθελε, νά μήν ταλαιπωρηθεῖ, νά μή χλευασθεῖ, νά μήν πάθει, ὡς τέλειος καί ἀναμάρτητος ἄνθρωπος πού ἦταν. Δέν θέλησε ὅμως, ἀλλά παρέβλεψε τό συμφέρον του, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, καί κοίταξε τό δικό μας.
 Ὅταν βλέπεις μπροστά σου τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ νά κενώνει τόν ἑαυτό του γιά χάρη καί τοῦ πιό ἄθλιου ἀνθρώπου, νά ἀντιμετωπίζει μέ πραότητα καί ἀγάπη καί τόν πιό μεγάλο ἐχθρό του, νά δέχεται ἀδιαμαρτύρητα βρισιές κι ἐξευτελισμούς καί τήν πιό φοβερή ντροπή, πού ἦταν συγχρόνως καί ὁ πιό τρομερός πόνος, τόν σταυρό, πές μου, ποιά δικαιολογία ἔχεις νά μήν ὑπομένεις πολύ μικρότερα κακά ἀπό τούς ἀδελφούς σου;
 Κριτήριο γιά τίς σχέσεις μας ἀνώτερο καί ἀπό τό ἀγαθό, ἀνώτερο καί ἀπό τήν οἰκοδομή εἶναι τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ. Στή σκάλα τῶν ἐντολῶν, πού ὑψώνει τό εὐαγγέλιο γιά τήν κοινωνική ἠθική, τό πρῶτο σκαλοπάτι εἶναι ὁ λεγόμενος χρυσός κανόνας. «Καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» (Λκ 6,31). Καί εἶναι αὐτό, τό πρῶτο καί χαμηλότερο σκαλοπάτι τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τό τελευταῖο καί ψηλότερο σκαλοπάτι τῆς ἠθικῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τό ὕψιστο ὅμως σκαλοπάτι τῆς ἠθικῆς τοῦ εὐαγγελίου εἶναι· «Καθώς ἐκεῖνος περιεπάτησεν, καί ἡμεῖς οὕτω περιπατεῖν» (Α’ Ἰω 2,6). Τό πρῶτο εἶναι μία ἐντολή, τό ἄλλο εἶναι κάτι τό παράδοξο, ὄχι ἁπλῶς μιά σπουδαία ἐντολή, ἀλλά ἕνα πρόσωπο, τό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.

Διδάσκαλος ἡ ἁγία Γραφή

 Ἐν τούτοις, ἄν τό παράδειγμα εἶναι ὁ Χριστός, διδάσκαλός μας εἶναι ἡ ἁγία Γραφή. Τά ὅσα γράφτηκαν προφητικά, λέει ὁ ἀπόστολος, γράφτηκαν γιά τή διδασκαλία μας. Ἀποτελεῖ δηλαδή ἡ ἁγία Γραφή ἕνα γράμμα, πού στέλνει ὁ Θεός προσωπικά στόν καθένα μας, γιά νά μᾶς διδάσκει. Αὐτή ζωντανεύει μπροστά μας τό ἔργο καί τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, τόν ἀγώνα καί τήν ἁγιότητα τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ καί μᾶς χαρίζει τήν ὑπομονή καί τήν παράκληση, τή δύναμη δηλαδή νά ὑπομένουμε ἀγόγγυστα τίς ἀδυναμίες τῶν ἄλλων καί τήν καλλιέργεια νά τίς ἀντέχουμε πρόθυμα καί εὐχάριστα. Μᾶς νευρώνει καί μᾶς στηρίζει, μᾶς δυναμώνει καί μᾶς καλλιεργεῖ, οὕτως ὥστε νά ζοῦμε τήν ἐλπίδα, πού εἶναι ἡ πρώτη δόση τῆς αἰώνιας ζωῆς σ’ αὐτόν τόν κόσμο, εἶναι ἡ βεβαιότητα τῆς λυτρώσεώς μας ἐν Χριστῷ. Ἕως ὅτου φθάσουμε στήν τελική κληρονομιά καί δόξα τῆς ἐλπίδος, χρειαζόμαστε ὑπομονή, καί ἡ Γραφή μᾶς τήν διδάσκει. Πολλές φορές ὅμως ἡ ὑπομονή μας σαλεύεται ἀπό θλίψεις καί πειρασμούς ἰσχυρούς, ὁπότε χρειαζόμαστε παράκληση, στηριγμό καί καλλιέργεια, καί ἡ Γραφή μᾶς τά χαρίζει. Ἔτσι, μελετώντας τό γράμμα τοῦ Θεοῦ στερεώνεται καί αὐξάνει ἡ ἐλπίδα μας. Διότι, καθώς παρατηρεῖ καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, αὐτά τά δυό, τό ἕνα κατασκευάζει τό ἄλλο· ἡ ὑπομονή τήν ἐλπίδα καί ἡ ἐλπίδα τήν ὑπομονή, καί τά δύο δέ γεννιοῦνται ἀπό τήν ἁγία Γραφή.

Προσευχή

 Ἀλλά δέν ἀρκεῖ ἡ μελέτη τῆς Γραφῆς γιά νά σταθοῦμε ὄρθιοι καί νά τηρήσουμε ἁρμονικές τίς σχέσεις μεταξύ μας. Χρειάζεται καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό ὁ Παῦλος ἐπικαλεῖται στή συνέχεια τόν «Θεό τῆς ὑπομονῆς καί τῆς παρακλήσεως» καί μᾶς μαθαίνει νά λύνουμε τό κάθε μας πρόβλημα μέ τήν προσευχή. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ Θεός ὀνομάζεται ὅπως καί ἡ ἁγία Γραφή, Θεός τῆς ὑπομονῆς, τῆς παρακλήσεως καί παρακάτω (στίχ. 13) τῆς ἐλπίδος. Σημαίνει αὐτό ὅτι ἡ Γραφή κατέχει τή θέση τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας, εἶναι ἡ ζωντανή καί χειροπιαστή παρουσία τοῦ Κυρίου ἀνάμεσά μας.
 Καί ποιό εἶναι τό περιεχόμενο τῆς προσευχῆς τοῦ Παύλου; «Ὁ Θεός τῆς ὑπομονῆς καί τῆς παρακλήσεως νά δώσει ὁμοφροσύνη μεταξύ μας κατά Χριστόν Ἰησοῦν». Ἡ ἑνότητα εἶναι τό μεγάλο αἴτημα τοῦ ἀποστόλου, ὅπως καί τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ στήν ἀρχιερατική του προσευχή, ἡ ἑνότητα πού πηγάζει ἀπό τό ἴδιο φρόνημα, τήν κοινή πίστη. Κι ὅταν οἱ καρδιές συναντῶνται σύμφωνες στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε τά χείλη δοξολογοῦν ὁμόφωνα τόν Θεό στήν κοινή λατρεία. Οἱ διαφορές δέν καταργοῦνται, οἱ διακρίσεις δέν καταλύονται, ἀλλά ὁ Θεός δοξάζεται μ’ ἕνα στόμα καί μιά καρδιά, καί ἡ δοξολογία του δέν εἶναι μιά μονότονη μελωδία, ἀλλά μιά πολυφωνική ἁρμονία, πού ἐνορχηστρώνει τό αὐτό Πνεῦμα μέσα στίς καρδιές ὅλων.


Τό πείραμα ἡ Ἐκκλησία

 Ὕστερα ἀπό τόσους αἰῶνες ἀνθρωπίνων προσπαθειῶν γιά τήν ἐναρμόνιση τῶν κοινωνικῶν σχέσεων, ὕστερα ἀπό τόσα συστήματα καί φιλοσοφίες, ἡ διδαχή αὐτή τοῦ Παύλου παραμένει πάντοτε ἡ μοναδική καί ἡ καλύτερη λύση, πού προτάθηκε ποτέ. Καί τό πιό σημαντικό εἶναι ὅτι δέν ἀποτελεῖ μιά θεωρία μόνο, ἀλλά μιά ζωντανή πραγματικότητα μέ τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μέσα στήν ἱστορία, πού εἶναι τό ἐφαρμοσμένο καί ἐπιτυχημένο πείραμα τοῦ εὐαγγελίου. Ὄχι βέβαια οἱ ψεύτικες ἐκκλησίες, οὔτε οἱ ψεύτικοι χριστιανοί, πού ἀναφέρουν ὡς ἐπιχείρημα οἱ ἄπιστοι γιά νά μιλήσουν γιά ἀποτυχία, διότι αὐτά βαρύνουν τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἀλλά ἡ ζωντανή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού μένει στούς αἰῶνες μικρή μά ἀκμαία, ἀποδεικνύει ὅτι τό πείραμα πέτυχε. Σέ κάθε ἐποχή -καί στή δική μας- ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν εὐκαιρία νά γνωρίσει αὐτό τό θαῦμα τῆς τέλειας κοινωνίας, νά γίνει πολίτης της καί νά λυτρωθεῖ ἀπό τό φαρμάκι πού τόν κερνᾶ ὁ κόσμος. Δέν μένει παρά νά ὑπακούσουμε στό τελικό παράγγελμα τοῦ ἀποστόλου· «Ἀγκαλιάστε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ὅπως καί ὁ Χριστός ἀγκάλιασε ἐσᾶς», καί θά δοξάσουμε τόν Θεό.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 97-100

Σάββατο, 17 Ιούνιος 2023 03:00

Κυρ. Β΄ Ματθαίου Ρω 2,10-16

Οἱ τρεῖς νόμοι


  biblionὍσο πληθαίνουν γύρω μας ἀνησυχητικά σήμερα τά φαινόμενα τῆς παρανομίας, τῆς ἀναρχίας καί τῆς ἀταξίας, τόσο πιό ἐναγώνια γίνεται ἡ λαχτάρα τοῦ ἀνθρώπου γιά σωστούς καί ἰσχυρούς νόμους, τόσο πιό ἐπίκαιρο καί λυτρωτικό φθάνει σέ μᾶς τό μήνυμα τῆς Γραφῆς γιά τούς αἰώνιους νόμους τοῦ Θεοῦ. Ὁ πολιτισμένος μας κόσμος γιορτάζει τή μέρα πού καθιέρωσε τό σύνταγμά του, καυχᾶται γιά τούς περισπούδαστους νόμους του, ἀλλά μέ τρόμο βλέπει ἐπισφαλῆ τήν ἀσφάλειά του, διπλοκλειδώνει τά σπίτια καί φοβᾶται τό διπλανό του. Παρ’ ὅλο πού συνθήματα, ὅπως «κάτω οἱ νόμοι!», σπέρνονται σάν ζιζάνια μέσα στήν κοινωνία –φύτρα κακή ἀπό κακό χῶμα, ἀπό ψυχές πού διεστράφησαν σέ μία ἀπελπισμένη ἀναζήτηση-, ἐν τούτοις ἡ ἀνάγκη ὁλοένα μεγαλώνει γιά εὐνομία ἀληθινή.
  Στόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας, πού ἀκούει βαθιά ἀπ’ τήν καρδιά του τούς κραδασμούς αὐτῆς τῆς ἀνησυχίας, ἔχει νά δώσει τήν ἀπάντηση πού ζητᾶ, ἡ ἁγία Γραφή, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Δημιουργός μας ὁ ἴδιος, πού μέσα ἀπό τά χέρια του βγῆκε πλασμένη ἡ φύση μας, ἔθεσε τό θέλημά του αἰώνια βάση, ἀρχή καί τέλος κάθε νόμου πού ὀρέγεται ὁ ἄνθρωπος. Καί πρῶτα-πρῶτα, σ’ αὐτήν τήν ἄψυχη καί ἄλογη κτίση ποιό ἄλλο εἶναι ἐκεῖνο πού κυβερνᾶ καί ρυθμίζει τά πάντα, παρά τό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ; Οἱ φυσικοί νόμοι εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ἀπαρασάλευτης βουλήσεώς του νά διαιωνίζονται ὅλα μέ σοφία καί τάξη. Στό λογικό του πλάσμα δέν θά 'δινε, λοιπόν, τό θέλημά του, γιά νά ζῆ μέ εἰρήνη, φίλος μέ τόν Θεό, ἀγαπημένος μέ τόν συνάνθρωπο, ἁρμονικός μέ τόν ἑαυτό του;
  Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή (κεφ. 2, στίχ. 10-16), ὅπως διαπιστώνουν πλῆθος πατέρων, ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ Κύριος, πράγματι, μᾶς ἔδωσε τό θέλημά του διαβαθμίζοντάς το σέ τρεῖς νόμους· στόν ἔμφυτο ἠθικό νόμο, στό μωσαϊκό νόμο καί στό νόμο τοῦ εὐαγγελίου. «Τῶν θείων νόμων εἴδη τρία παρά Παύλου», γράφει ὁ ἅγιος Θεοδώρητος· «τόν μέν γάρ δίχα γραμμάτων διά τῆς κτίσεως καί τῆς φύσεως τοῖς ἀνθρώποις δεδόσθαι, τόν δέ διά Μωσέως ἐν γράμμασι καί τρίτον τόν τῆς χάριτος». Αὐτοί οἱ τρεῖς νόμοι ὑπῆρξαν πάντοτε καί ἐξακολουθοῦν νά εἶναι ἡ λύση καί στό σημερινό μας πρόβλημα.
   Τό ἀντίκρυσμα καί τό ἀντικατόπτρισμα τοῦ φυσικοῦ νόμου στόν ἄνθρωπο εἶναι ὁ ἔμφυτος ἠθικός νόμος, πού ἀποτελεῖ τό σημεῖο ἐπαφῆς καί ἐπικοινωνίας τοῦ Θεοῦ μέ τόν φυσικό ἄνθρωπο. Ἡ θρησκευτική ὁρμή πού ὑπάρχει μέσα μας συναντᾶται καί τρέφεται μέ αὐτόν τό νόμο, πού τό δάχτυλο τοῦ Θεοῦ ἀποτύπωσε στήν καρδιά μας, καί ἔτσι συναντᾶμε καί γνωρίζουμε τόν Θεό μέσα στήν ὕπαρξή μας. Ἀκοῦμε τή φωνή του καθαρή καί δυνατή νά ἐπαινεῖ τό καλό καί νά ἐπιτιμᾶ τό κακό σύμφωνα μέ τό θέλημά του. Ἔχουμε τήν αἴσθηση τῆς εὐσεβείας, τῆς δικαιοσύνης καί τῆς σωφροσύνης, πού συνιστοῦν ἀκριβῶς τήν ἀνθρωπιά καί μᾶς κάνουν νά ξεχωρίζουμε ἀπό τά ζῶα ὄχι μόνο ὡς λογικά, ἀλλά καί ὡς ἠθικά ὄντα. Ἐκτιμοῦμε, τέλος, καί ἀξιοποιοῦμε τό δῶρο τῆς ἐλευθερίας, καθώς ὁ ἔμφυτος ἠθικός νόμος λειτουργεῖ μέσα μας ὡς ὄργανο ἀσκήσεως, πού καί τή συνείδησή μας τελειοποιεῖ καί τούς δεσμούς μας μέ τόν Θεό συσφίγγει. Ὅπως εἶναι ὁ κυβερνήτης στό πλοῖο καί ὁ ἡνίοχος στό ἄλογο, ἔτσι εἶναι ὁ ἔμφυτος νόμος διδάσκαλος στόν ἄνθρωπο, λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, καί τόν κάνει αὐτοδίδακτο στό καλό καί στό κακό.
  Ἀλλά ὁ Κύριος δέν μποροῦσε νά ἀφήσει τό πλάσμα του ἔτσι, μ’ ἕναν ξερό μηχανισμό μέσα του, σάν κουρδισμένο ἀπό μιά ἀπρόσωπη ἀνωτέρα δύναμη. Θέλησε καί ἦλθε σέ προσωπική ἐπαφή μαζί του διαλέγοντας ἕνα λαό, πού τόν ἔκανε τήν πνευματική του οἰκογένεια καί τοῦ χάρισε μέ τό χέρι τοῦ Μωϋσῆ τόν δεύτερο νόμο, τόν μωσαϊκό. Ὅπως λέει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἔδωσε νόμο, γιά νά βοηθήσει τόν φυσικό, καθαρό, ἅγιο, συμπληρωμένο μέ δέκα λόγους. Σ’ αὐτόν ὁ Θεός ἀποκαλύπτει τό ἀληθινό πρόσωπό του καί ἔρχεται σέ συμφωνία μέ τόν περιούσιο λαό του. Ὑπόσχεται τήν προστασία του καί ζητᾶ ἀπ’ αὐτόν πίστη. Ἐπεμβαίνει θαυμαστά στήν ἱστορία καί διαγράφει τό δικό του σχέδιο, πού τό ὑπηρετεῖ μέ παράδοξη σοφία καί δύναμη. Μέ τόν μωσαϊκό νόμο μαθαίνουμε ὅτι ὑπάρχει Θεός προσωπικός, πού κανονίζει αὐτός τήν ἠθική μας καί ἐνδιαφέρεται γιά τήν ὑπακοή μας στό θέλημά του.
  Οἱ Ἰουδαῖοι ἦταν ὑπερήφανοι γιά τόν νόμο τους καί θεωροῦσαν τόν ἑαυτό τους μοναδικά προνομιοῦχο. Κι ὅμως, δέν ἦταν παρά ἡ σκιά καί ὁ τύπος τοῦ τέλειου νόμου, πού ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει «τό εὐαγγέλιόν μου διά Ἰησοῦ Χριστοῦ» (στίχ. 16). Ὁ Κύριος δέν ἀρκέσθηκε στόν γνόφο τοῦ Σινᾶ, ἀλλά ἐνανθρώπησε καί κατέβηκε μέχρι τήν ἀδυναμία μας, γιά νά μᾶς γνωρίσει ἀληθινά τό θέλημά του. Μέ τόν λόγο του καί τό ἔργο του συνέταξε ἕνα νόμο ἐλευθερίας πού συνιστᾶ τήν ἐπίγνωση καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Δημιουργός γίνεται πιά πατέρας, ὁ Θεός γίνεται ἀγαπητός καί φίλος, ὁ συνάνθρωπος ἀδελφός. Τό εὐαγγέλιο ἐγκαθιδρύει ἀνάμεσά μας τό καθεστώς τῆς εἰρήνης πού ἡ καρδιά μας λαχταρᾶ καί μάταια ἀναζητᾶ σέ ἄλλους ἀνθρώπινους νόμους. Αἰώνιος, γράφει ὁ μάρτυς Ἰουστῖνος, καί τελευταῖος νόμος καί συμφωνία ἐμπιστοσύνης μᾶς δόθηκε ὁ Χριστός, μετά τήν ὁποία δέν ἀκολουθεῖ οὔτε νόμος οὔτε πρόσταγμα οὔτε ἐντολή.
  Οἱ τρεῖς νόμοι τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ ἕνας συμπληρώνει καί δυναμώνει τόν ἄλλο, ἀποτελοῦν ἐγγύηση καί ἀσφάλεια γιά τήν ἀνησυχία καί τήν ἀβεβαιότητα τῶν καιρῶν μας. Ἄν στήσουμε ὑπάκουο τό αὐτί μας στήν ἐντολή τους, ὁ ἀπόστολος μᾶς βεβαιώνει ὅτι διπλό θά εἶναι τό κέρδος μας. Ἀφ’ ἑνός θά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό «θλῖψιν καί στενοχωρίαν», καί ἀφ’ ἑτέρου θά ἀπολαύσουμε «δόξα, τιμή καί εἰρήνη». Ἀντί γιά τή θλίψη πού μᾶς προκαλοῦν οἱ ἀδικίες καί τά χτυπήματα τοῦ κόσμου, ὁ αἰώνιος νόμος τοῦ Θεοῦ μᾶς ἐξασφαλίζει τήν τιμή, τόν σεβασμό τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλο. Κι ἀντί γιά τή στενοχώρια πού μᾶς φέρνουν οἱ τύψεις καί οἱ ἐνοχές τῆς ψυχῆς, μᾶς χαρίζει τήν εἰρήνη, τή φιλία μέ τόν Θεό πατέρα μας. Καί ἐπί πλέον, οἱ τρεῖς νόμοι ἀπονέμουν στόν καθένα πού δέχεται νά γίνει ὑπήκοός τους, εἴτε φτωχός εἴτε πλούσιος εἴτε μαῦρος εἴτε ἄσπρος -δέν ὑπάρχει προσωποληψία στόν Θεό-, κάτι ἀπείρως ποθεινότερο καί γκυκύτερο, ὅσο ἄπειροι εἶναι οἱ πόθοι του, τή δόξα, πού μεταφράζεται σέ πρόγευση αἰωνιότητος καί εὐφροσύνη πνευματική.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 81-83

Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Γιά τό 1914

    ΕΡΩΤΗΣΗ: Σήμερα περιμένουμε νά ἀκούσουμε, κ. καθηγητά, τή διδασκαλία τῶν μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ γιά τό 1914.
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ὅπως εἶπα στήν προηγούμενη συνέντευξη, οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ πιστεύουν ὅτι ἡ Β΄ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἔγινε τό 1914. Καυχῶνται μάλιστα γι’ αὐτό καί γράφουν ὅτι «Ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους μόνο οἱ μάρτυρες ὑπέδειξαν τό 1914 ὡς τό ἔτος τῆς πλήρους ἱδρύσεως τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ στόν οὐρανό» (Ἀπό τόν ἀπολεσθέντα παράδεισο στόν ἀποκαταστημένο παράδεισο, σελ. 170). Γιά νά θεμελιώσουν τή θεωρία τους αὐτή, διδάσκουν τά πιό παράλογα, ἀνόητα, καί αὐθαίρετα πράγματα, καί διαστρεβλώνουν χωρία τῆς Γραφῆς πού εἶναι σαφέστατα. Πρῶτα-πρῶτα, γιά νά φτάσουν στό 1914, παίρνουν χωρία ἀπό διάφορες συνάφειες, τά συνδέουν, τά δίνουν τό νόημα πού θέλουν, καί μέ αὐθαίρετους ὑπολογισμούς, πού εἶναι ἀντίθετοι πρός τή Γραφή καί τήν Ἱστορία, ἀποδεικνύουν ὅτι οἱ Γραφές προφητεύουν ὅτι τό 1914 θά γίνει ἡ Β΄ παρουσία τοῦ Χριστοῦ, καί τότε ὀ Ἰησοῦς Χριστός θ’ ἀναλάβει τή βασιλεία στόν οὐρανό. Καί πράγματι, ἰσχυρίζονται οἱ χιλιασταί, τό 1914 ἀνέλαβε ὁ Χριστός βασιλεύς στόν ουρανό καί ἀπό ἐκεῖ διευθύνει τόν ἀγώνα τῶν μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ πού ἀγωνίζονται στά λίγα χρόνια πού μένουν μέχρι τόν Ἀρμαγεδώνα, τό τέλος τοῦ κόσμου.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Πολύ θά θέλαμε ν’ ἀκούσουμε ἀπό ποιά χωρία τῆς Γραφῆς καί μέ ποιούς ὑπολογισμούς κατέληξαν στό 1914.
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ἀκοῦστε τά χωρία πού χρησιμοποιοῦν, γιά νά θαυμάσετε σπουδαστάς τῆς Γραφῆς. Τό πρῶτο χωρίο εἶναι Λκ 21,24. «Ἔσται τότε ἀνάγκη μεγάλη ἐπί τῆς γῆς καί ὀργή τῷ λαῷ τούτῳ, καί πεσοῦνται στόματι μαχαίρας, καί αἰχμαλωτισθήσονται εἰς πάντα τά ἔθνη, καί Ἰερουσαλήμ ἔσται πατουμένη ὑπό ἐθνῶν, ἄχρι πληρωθῶσι καιροί ἐθνῶν». Πόσοι ὅμως εἶναι οἱ καιροί τῶν ἐθνῶν; Εἶναι ἑπτά. Τό βρῆκαν στό Δα 4,20. Στό χωρίο αὐτό λέγεται ὅτι ὁ Ναβουχοδονόσορ θά εἶναι ἄρρωστος 7 καιρούς. Πόσος χρόνος εἶναι οἱ 7 καιροί; Ἀφοῦ οἱ 3½  εἶναι 1260 μέρες κατά τήν Ἀποκάλυψη (12,6.14), τότε οἱ 7 καιροί εἶναι τό διπλάσιο, δηλαδή 2520 μέρες. Τίς μέρες ὅμως τίς λογαριάζουν γιά χρόνια καί γίνονται 2520 χρόνια!
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Καί μέ ποιό δικαίωμα τίς 2520 μέρες τίς μετατρέπουν σέ 2520 χρόνια;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Μέ βάση δύο χωρία· τό ἕνα Ἀρ 14,34 λέει: «Κατά τόν ἀριθμόν τῶν ἡμερῶν ὅσας κατεσκέψασθε τήν γῆν, τεσσαράκοντα ἡμέρας, ἡμέραν τοῦ ἐνιαυτοῦ, λήψεσθε τάς ἁμαρτάις ὑμῶν τεσσαράκοντα ἔτη, καί γνώσεσθε τόν θυμόν τῆς ὀργῆς μου». Καί τό δεύτερο Ἰζ 4,6 «Καί λήψῃ τάς ἀδικίας τοῦ οἴκου Ἰούδα τεσσαράκοντα ἡμέρας. Ἡμέραν εἰς ἐνιαυτόν τέθεικά σοι».
    Στό πρῶτο χωρίο ὁ Θεός λέει στούς Ἰσραηλῖτες στήν ἔρημο, ὅταν ἁμάρτησαν πολύ βαριά ἐναντίον του, τό ἑξῆς: «Σαράντα μέρες ἦταν στήν Παλαιστίνη οἱ ἀπεσταλμένοι σας ἀνιχνευταί, στούς ὁποίους δέν πιστεύετε; Σαράντα χρόνια θά σᾶς τυραννήσω στήν ἔρημο αὐτή, γιά τήν ἀπιστία πού μοῦ δείξατε στό ζήτημα αὐτό. Γιά κάθε μέρα θά σᾶς τιμωρῶ ἕνα χρόνο». Στό ἄλλο χωρίο λέει στόν Ἰεζεκιήλ ὅτι τοῦ ἐπιβάλλει μιά προσωπική τιμωρία ἐπί 40 μέρες, ὄχι γιατί φταίει ὁ προφήτης σέ τίποτε,ἀλά γιά νά τοῦ δώσει νά νιώσει καλά τά σαράντα χρόνια πού θά τιμωρεῖ τούς Ἰουδαίους γιά τά ἁμαρτήματά τους. «Ὅσες μέρες», τοῦ λέει, «θά βασανίζεσαι σύ, τόσα χρόνια θά βασανίζω τούς Ἰουδαίους. Μέ κάθε μέρα σου συμβολίζω ἕνα χρόνο γιά τούς Ἰουδαίους».
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Καί μετά τί τά κάνουν τά 2520 χρόνια;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ἀπό τά 2520 ἀφαιροῦν 606 γιά π.Χ. καί μένουν 1914 γιά μ.Χ.
    ΕΡΩΤΗΣΗ: Καί γιατί 606;
   ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Δέχονται ὅτι τό 607 π.Χ. ἄρχισαν οἱ «καιροί τῶν ἐθνῶν», οἱ 7 καιροί πού εἴπαμε, δηλαδή τά 2520 χρόνια. Γράφουν ἐπί λέξει: «Ὁ βασιλεύς τῆς Βαβυλῶνος ἀπεμάκρυνε τόν Σεδεκία ἀπό τόν «Θρόνον τοῦ Ἰεχωβᾶ» τό ἔτος 607 π.Χ. καί κατερήμωσε τήν πόλη του καί τήν περιοχή. Ἔτσι ἔληξε ἡ ἐπίγεια βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐκεῖνο τό ἔτος (Ἀπό τόν ἀπολεσθέντα παράδεισο, σελ. 172). Καί ἔτσι ὁ Θεός ἀπό τό 607 π.Χ. μέχρι τό 1914 μ.Χ. ἤτοι 2520 χρόνια ἔμεινε χωρίς βασιλεία. Ἀπέκτησε καί πάλι βασιλεία τό 1914 καί διόρισε βασιλέα τόν Ἰησοῦ Χριστό. Καί ἡ βασιλεία αὐτή εἶναι στόν οὐρανό. Γι’ αὐτό χρησιμοποιοῦν τό χωρίο τοῦ Δανιήλ 2,44 πού λέει ὅτι ὁ Θεός τοῦ οὐρανοῦ θά ἀναστήσει αἰώνια καί ἄφθαρτη βασιλεία.

Ἀπολύτρωσις 29 (1974) 183-184

Πέμπτη, 15 Μάιος 2014 03:00

Ἔσχατος καιρός

    ΕΡΩΤΗΣΗ: Ὥστε τό 1914 ἐνθρονίστηκε ὁ Χριστός βασιλεύς; Προηγουμένως δέν ἦταν; Καί πῶς ἐννοοῦν τό «ἔσχατος καιρός»;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Θ’ ἀπαντήσω πρῶτα στή δεύτερη ἐρώτηση καί στήν ἄλλη συνέντευξή μας στήν πρώτη, γιατί ἡ ἀπάντηση σ’ αὐτήν εἶναι μεγάλη. Ἔπειτα, ὄπως σᾶς εἶπα στήν ἀρχή, συνδέουν μέ τή θεωρία τους γιά τήν «συντέλεια τοῦ αἰῶνος» τή θεωρία γιά τόν ἔσχατο καιρό. Καί ἐδῶ πολύ πλανῶνται «μή γνωρίζοντες τίς Γραφές».
Γιά τόν ἔσχατο καιρό γράφουν οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ τά πιό παράδοξα καί αὐθαίρετα πράγματα. Μεταφέρω ἐπί λέξει τί γράφουν στό βιβλίο τους «Ἡ ἀλήθεια πού ὁδηγεῖ στήν αἰώνιο ζωή», σελ. 94. «Ἡ ἁγία Γραφή χαρακτηρίζει τόν παρόντα καιρό ὡς "ἔσχατες ἡμέρες", ἤ "ἔσχατον καιρόν". (Β΄ Τιμ.γ΄ 1· Δαν. ια΄ 40). Τά πράγματα δείχνουν ὅτι πρόκειται γιά ἕνα περιορισμένο χρονικό διάστημα πού ἔχει μιά ὁρισμένη ἀρχή κι ἕνα ὁρισμένο τέλος. Ἄρχισε τό ἔτος 1914, ὅταν ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐνθρονίσθηκε ὡς βασιλεύς στούς οὐρανούς. Θά τελειώσει ὅταν ὁ Θεός καταστρέψει αὐτό τό παρόν πονηρό σύστημα πραγμάτων»· καί λίγο πιό κάτω· «Σέ πόσον καιρό θά γίνει αὐτό; Ὁ Υἱός τοῦΘεοῦ, Ἰησοῦς Χριστός, δίνει τήν ἀπάντηση. Ἀφοῦ ἐφιστᾶ τήν προσοχή μας στά πολλά πράγματα πού χαρακτηρίζουν τή χρονική περίοδο ἀπό τό ἔτος 1914 κι ἐμπρός ὡς τόν "ἔσχατον καιρόν", λέγει ὁ Ἰησοῦς: "Δέν θέλει παρέλθει ἡ γενεά αὕτη, ἑωσοῦ γείνωσι πάντα ταῦτα" (Ματ. κδ΄34)». Καί συνεχίζουν νά ἰσχυρίζονται ὅτι μένει λίγος καιρός ὥς τό τέλος τοῦ κόσμου, ἀφοῦ κατά τόν Δαυΐδ ἡ ζωή ὑπολογίζεται σέ 70 χρόνια καί ἀφοῦ πρέπει νά ζοῦν στό τέλος τοῦ κόσμου ἄνθρωποι πού ζοῦσαν τό 1914, νά, ὅπου νά 'ναι ἔρχεται τό τέλος τοῦ κόσμου.
    Κατ’ ἀρχήν ἡ ἔκφραση «ἔσχατος καιρός», πού συναντᾶται καί σέ ἄλλα χωρία τῆς Γραφῆς, ἐκτός ἀπ’ αὐτά πού σημειώνουν στό βιβλίο τους οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, δέν σημαίνει αὐτό πού λένε αὐτοί. Καί οἱ ἀπόστολοι Ἰούδας καί Ἰωάννης στίς Ἐπιστολές τους γράφουν ὅτι οἱ μέρες, στίς ὁποῖες ζοῦσαν ἐκεῖνοι, ἦταν «ἔσχατος καιρός» καί «ἐσχάτη ὥρα». Καί ἄλλοι αἱρετικοί στήν ἀρχαιότητα παρεξήγησαν τήν ἔκφραση, ἀλλά τούς διέψευσε ἡ πραγματικότητα. «Ἔσχατον καιρόν» ἐννοοῦν οἱ συγγραφεῖς τῆς ἁγίας Γραφῆς κάθε καιρό μαρασμοῦ πού ἀκολουθεῖ μετά ἀπό μιά δόξα τῆς Ἐκκλησίας, τόν καιρό τῆς κάμψεως καί τοῦ ξεπεσμοῦ, τόν καιρό τῆς καταπτώσεως καί τῆς διαφθορᾶς. Κατ’ ἐπανάληψιν ἡ Ἐκκλησία μετά ἀπό ἕναν τέτοιον «ἔσχατον καιρόν» γνώρισε καιρούς ἀνθήσεως, προκοπῆς καί ἀναζωπυρώσεως. Εἶναι καί ὁ καιρός τῆς β΄ παρουσίας ἔσχατος καιρός. Ἀλλά δέν λέγεται μόνο αὐτός ἔτσι. Αὐτό ἔδειξαν πλέον ἡ Γραφή καί ἡ παρελθοῦσα ἰστορική πραγματικότητα. Ὅσο γιά τό διάστημα 1914-1984 ἤ ἔστω 2000, ὅτι εἶναι ὁ τελευταῖος καιρός πρίν ἀπό τή β΄ παρουσία, αὐτό δά δέν βγαίνει ἀπό πουθενά, ἀπό κανένα χωρίο τῆς Γραφῆς. Εἶναι ἀνοησία καί νά τό σκεφτεῖ κανείς. Ὁ χρόνος τῆς β΄ παρουσίας κατά τή Γραφή εἶναι τελείως ἄγνωστος ἀκόμη καί στούς ἀγγέλους. Ὄχι νά τόν ξέρουν καί οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ!
    Τελείως αὐθαίρετη διαστρέβλωση εἶναι ἡ ἐξήγηση τοῦ ἄλλου χωρίου, τοῦ Μθ 24, 34, ὅταν ὁ Χριστός εἶπε στούς μαθητές του: «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐ μή παρέλθῃ ἡ γενεά αὕτη, ἕως ἄν πάντα ταῦτα γένηται». Ὅταν λέει ὁ Χριστός «ἡ γενεά αὕτη» ἐννοεῖ τή γενιά του, τή γενιά πού ζοῦσε ὅταν ἐκεῖνος ἦταν κάτω στή γῆ, καί ὄχι τή γενιά τοῦ 1914-2000. Μέ ποιό κριτήριο αὐτό τό «αὕτη» μπορεῖ νά ἐννοεῖ τή γενιά τοῦ 1914 καί ἑξῆς καί ὄχι ὁποιαδήποτε ἄλλη γενιά τῆς ἱστορίας; Μέ τήν ἔκφραση δέ «ταῦτα πάντα γένηται» ἤ κατά τήν ἔκφραση τῶν ἄλλων εὐαγγελιστῶν «τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει» (Μρ 9,1· Λκ9,27) ὁ Χριστός ἐννοεῖ ἕνα γεγονός πού ἡ μιά του ὄψη εἶναι ἡ καταστροφή τῆς Ἰερουσαλήμ καί γενικά ἠ κατάργηση τῆς παλιᾶς Ἰουδαϊκῆς θρησκείας, πού ἔγινε τό 70 μ.Χ.,καί ἡ ἄλλη του ὄψη εἶναι τό φούντωμα καί ἡ προκοπή τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, πού πραγματοποιήθηκε ἀκριβῶς στά ἴδια χρόνια. Κι αὐτά ὅλα συνέβησαν, ὅταν ἀκόμη ζοῦσε ἡ γενιά ἡ σύγχρονη μέ τό Χριστό ἐπί τῆς γῆς. Παίρνουν αὐτά τά ρητά οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ ξεκομμένα ἀπό τήν περιοχή τους, καί στόν ἀκροατή τους πού δέν ξέρει, δέν μπορεῖ νά ξέρει, τί σημασία ἔχουν ἐκεῖ πού λέγονται, τά ἑρμηνεύουν μέ τίς πιό ἀπίθανες καί ἀνόητες ἑρμηνεῖες. Ἔτσι τρομοκρατοῦν τίς ἄμαθες ψυχές, καί στήν κατάσταση τῆς τρομοκρατίας προσπαθοῦν νά ἐπιδράσουν, νά γίνουν χειραγωγοί καί καθοδηγηταί τοῦ θύματός τους.

Ἀπολύτρωσις 29 (1974) 168-169