Ὁ λόγος τοῦ σταυροῦ (Α´ Κο 1,18-24)
Στήν Κόρινθο κήρυτταν τό εὐαγγέλιο κάποιοι διδάσκαλοι οἱ ὁποῖοι πρόσφεραν τήν διδασκαλία μέ ἐντυπωσιακά φιλοσοφικά, ρητορικά καί διαλεκτικά τεχνάσματα. Αὐτά ἐντυπωσίαζαν ὁρισμένους ἀκροατές καί τούς προσείλκυαν στό κήρυγμα. Ἐπειδή ὅμως οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἔμεναν στά ἐξωτερικά σχήματα χωρίς νά προσεγγίζουν τό βαθύτερο νόημα τοῦ εὐαγγελίου, ἄρχισαν νά κρίνουν καί νά διακρίνουν τούς διδασκάλους ἀπό τόν τρόπο τῆς διδασκαλίας. Προτιμοῦσαν ἐκείνους πού ἐντυπωσίαζαν μέ τόν ρητορικό λόγο καί ὑποτιμοῦσαν τούς ἄλλους πού μιλοῦσαν ἁπλούστερα, χωρίς ρητορεῖες. Ἔφθασαν μάλιστα στό σημεῖο νά διαφωνοῦν καί νά διαπληκτίζονται μεταξύ τους καί νά δημιουργοῦνται ἔτσι ἀντιμαχόμενες μερίδες.
Τήν περίτεχνη αὐτή μέθοδο τοῦ κηρύγματος τήν ὀνομάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «σοφία λόγου» καί τονίζει ὅτι ὁ ἴδιος ἐπιτελεῖ τό ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ψυχῶν «οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου» (1,17), χωρίς νά στηρίζεται στήν ἀνθρώπινη σοφία, στήν φιλοσοφία, τήν ρητορεία καί τήν διαλεκτική. Εἶναι ἀκράδαντη πεποίθησή του ὅτι ἡ δύναμη τοῦ ἀποστόλου δέν βρίσκεται στήν πολυμάθεια ἤ τήν εὐφράδειά του. Ὁ ἴδιος εἶχε σπουδάσει τήν σοφία τοῦ κόσμου καί κατεῖχε τήν φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς του, ἀλλά διαπίστωσε τήν χρεωκοπία καί τήν ἀποτυχία τους. Γι᾽ αὐτό θέλησε νά μείνει πιστός διδάσκαλος τοῦ σταυροῦ.
Μέ τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ ἐπιτεύχθηκε τό πιό σημαντικό ἔργο: ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου. Ὁ Θεός διάλεξε αὐτόν τόν παράδοξο ταπεινωτικό τρόπο γιά νά χαρίσει τήν σωτηρία, διαψεύδοντας τίς προσδoκίες τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ἐνῶ, δηλαδή, οἱ Ἕλληνες περίμεναν σοφό διδάσκαλο καί οἱ Ἰουδαῖοι ἰσχυρό Μεσσία, ὁ Θεός χάρισε τήν σωτηρία μέ τόν Ἐσταυρωμένο. Αὐτό, βέβαια, στούς Ἕλληνες φάνηκε μωρία, γιά τούς Ἰουδαίους ἦταν σκάνδαλο. Γιά τόν ἀπόστολο Παῦλο ὅμως καί γιά ὅλους τούς πιστούς πού ἀπολαμβάνουν τήν σωτηρία ὁ σταυρός εἶναι «δύναμις Θεοῦ» (1,18). Γι᾽ αὐτό δέν παύουν νά κηρύττουν «Χριστὸν ἐσταυρωμένον... Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν» (1,23-24).
1,18. Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σῳζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι.
«Ὁ λόγος ὁ τοῦ σταυροῦ» εἶναι τό κήρυγμα γιά τό πάθος καί τόν σταυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ, πού σύμφωνα μέ τό προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἔγινε τό μέσο τῆς σωτηρίας μας. Ἡ μετοχή «τοῖς ἀπολλυμένοις» (πρβλ. Β´ Κο 2,15· 4,3· Β´ Θε 2,10), σέ χρόνο ἐνεστώτα, ἀναφέρεται σ᾽ ἐκείνους πού βρίσκονται μακριά ἀπό τόν Χριστό καί βαδίζουν τόν δρόμο τῆς ἀπωλείας. Πρόκειται γιά τούς ἀπίστους, πού περιφρονοῦν καί ἀπορρίπτουν τόν σταυρό, τό μοναδικό μέσο τῆς σωτηρίας. Γι᾽ αὐτούς ἡ σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ «μωρία ἐστι», φαίνεται τρέλα, ἀνοησία. Ἡ στάση αὐτή δηλώνει πνευματική ἀσθένεια καί ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια καί τόν θάνατο τῆς ψυχῆς.
Ὅπως οἱ ἄρρωστοι καί ἐκεῖνοι πού ψυχορραγοῦν ἀποστρέφονται τίς ὑγιεινές τροφές καί ἐνοχλοῦνται ἀπό τούς φίλους καί ἀπό τούς συγγενεῖς, καί πολλές φορές οὔτε τούς ἀναγνωρίζουν, ἔτσι συνήθως συμβαίνει καί μ᾽ ἐκείνους πού χάνουν τήν ψυχή τους. Δέν ἀναγνωρίζουν ὅσα τούς ὁδηγοῦν στήν σωτηρία καί θεωροῦν ἐνοχλητικούς ἐκείνους πού φροντίζουν γι᾽ αὐτούς. Ἐξαιτίας τῆς ἀρρώστιας τους ἔχουν παραφρονήσει καί γι᾽ αὐτό ἀποστρέφονται τά φάρμακα τῆς σωτηρίας. Ἀλλά ὅπως οἱ ἄρρωστοι ἄνθρωποι προκαλοῦν τήν συμπόνια μας, ἔτσι πρέπει, κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο, καί γιά «τοὺς ἀπολλυμένους» νά θρηνοῦμε, νά τούς ἀγαποῦμε καί νά τούς προσελκύουμε στήν σωτηρία.
Ἄν ἐπιχειρήσουμε, βέβαια, νά μή τούς ἀπορρίψουμε ἀλλά νά τούς πείσουμε μέ λογικά ἐπιχειρήματα, ὅπως ἀσφαλῶς αὐτοί θά ἤθελαν, γιά τό πῶς ὁ Θεός εἰσῆλθε σέ μήτρα παρθενική καί ἔγινε ἄνθρωπος, ἐκεῖνοι θά χλευάσουν περισσότερο. Διότι ὅσα ὑπερβαίνουν τήν λογική ἀπαιτοῦν μόνο πίστη. Ἄν πολλά ἀπό αὐτά πού συμβαίνουν γύρω μας στήν φύση δέν μποροῦμε νά τά ἐξηγήσουμε μέ τήν λογική μας καί περιοριζόμαστε ἁπλῶς στό νά τά περιγράφουμε, πόσο περισσότερο ἰσχύει αὐτό γιά ὅσα ἔχουν σχέση μέ τόν Θεό; «Τὰ γὰρ μεγάλα λόγος οὐδεὶς παραστῆσαι δύναται» (ἅγιος Χρυσόστομος). Καί αὐτό ὀφείλεται στήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Πῶς νά χωρέσει τό ἀνθρώπινο μυαλό ὅτι ὁ Θεός καταδέχθηκε νά καταδικασθεῖ καί νά θανατωθεῖ; Πῶς νά κατανοήσει ὅτι ἕνας κατάδικος μέ τόν θάνατό του σώζει τόν κόσμο; Πῶς νά πιστέψει ὁ ἄνθρωπος σ᾽ ἕναν Θεό Ἐσταυρωμένο, ἄν στηριχθεῖ μόνον στήν λογική του; Σύμφωνα μέ τήν ἀνθρώπινη λογική, ἄν ἦταν Θεός, θά ὑπερασπιζόταν τόν ἑαυτό του. Δέν θά ἐπέτρεπε νά τόν συλλάβουν, νά τόν δικάσουν καί νά τόν καταδικάσουν σέ σταυρικό θάνατο.
Πραγματικά, ὁ σταυρός ξεπερνᾶ τήν ἀνθρώπινη λογική, φανερώνοντας ὅμως τήν ἀπερίγραπτη δύναμη τοῦ Θεοῦ. Διότι εἶναι γνώρισμα ἄπειρης δυνάμεως ὄχι ἡ ἀποφυγή τῶν δεινῶν ἀλλά ἡ ὑπερνίκησή τους. Συγκεκριμένα στήν περίπτωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δέν θά ἦταν τόσο θαυμαστό τό νά μήν πεθάνει ὅσο τό ὅτι νεκρός διέλυσε τόν θάνατο. «Μήν λέγεις, λοιπόν, "γιατί δέν βοήθησε τόν ἑαυτό του ἐπάνω στόν σταυρό;"», συνιστᾶ μέ δύναμη ὁ χρυσορρήμων πατέρας, καί ἐξηγεῖ: «Ἐπειγόταν νά συμπλακεῖ μέ τόν θάνατο. Δέν κατέβηκε ἀπό τόν σταυρό ὄχι ἐπειδή δέν μποροῦσε, ἀλλά ἐπειδή δέν ἤθελε. Διότι αὐτόν πού δέν κράτησε ἡ ἐξουσία τοῦ θανάτου, πῶς θά μποροῦσαν νά κρατήσουν τά καρφιά τοῦ σταυροῦ;».
Κάτω ἀπό τήν φαινομενική ἀδυναμία, λοιπόν, κρύβεται ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός μέ τόν θάνατό του νίκησε τόν θάνατο μέ τήν ἐσχάτη ἀδυναμία του ἐξασφάλισε γιά τούς ἀνθρώπους τήν ὑψίστη δωρεά, τήν σωτηρία. Αὐτό ὅμως τό ἀντιλαμβάνονται καί τό βιώνουν μόνον ὅσοι δέχονται αὐτήν τήν δωρεά, ὅσοι λαμβάνουν τήν σωτηρία. Γι᾽ αὐτούς,«τοῖς σῳζομένοις», ὁ σταυρός εἶναι «δύναμις Θεοῦ». Ὁ σταυρός ἀποκαλύπτει: α) Τήν ἀπροσμέτρητη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού φθάνει ὥς τήν θυσία, β) τήν πανσοφία του, πού ἐπινόησε ἕνα ἀσύλληπτο γιά τήν ἀνθρώπινη λογική σχέδιο προκειμένου νά μᾶς σώσει, ἀλλά καί γ) τήν παντοδυναμία του, ἀφοῦ κέρδισε τήν λαμπρότερη νίκη κατά τοῦ θανάτου τήν ὥρα τῆς ἐσχάτης ἀδυναμίας του!
1,19. Γέγραπται γάρ· ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν, καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω.
Ὁ Παῦλος στηρίζει τήν ἀλήθεια πού κηρύττει σέ ἕναν λόγο τῆς Γραφῆς. Ἀναφέρει ἕνα χωρίο ἀπό τόν προφήτη Ἠσαḯα σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση. Τό χωρίο αὐτό ἔχει σχέση μέ τό ἑξῆς ἱστορικό γεγονός: Σέ μιά ἐποχή πού ὁ ἰουδαϊκός λαός εἶχε ἐγκαταλείψει τήν πίστη στόν Θεό, εἶχε ἐκτραπεῖ στήν ἁμαρτία καί τήν διαφθορά, καί οἱ ἄρχοντες γεμάτοι ὑπερηφάνεια εἶχαν θεοποιήσει τήν γνώμη τους, ὁ βασιλιάς τῶν Ἀσσυρίων Σενναχηρίμ στράφηκε ἀπειλητικά ἐνάντια στό βασίλειο τοῦ Ἰούδα. Σ᾽ αὐτήν τήν κρίσιμη ὥρα ὁ Θεός ἐπεμβαίνει. Ὑπόσχεται νά σώσει τόν λαό του μέ θαυμαστό τρόπο, παραμερίζοντας τούς ἐπιδέξιους πολιτικούς πού διαχειρίζονταν τίς ἐξωτερικές ὑποθέσεις. Ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ σοφία τους εἶναι ἀνωφελής καί μάταιη. Λέγει μέ τό στόμα τοῦ προφήτη· «Καὶ ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν κρύψω» (29,14).
«Σοφία» εἶναι ἡ εὐφυḯα, ἡ ἐπιδεξιότητα, καί συνήθως χαρακτηρίζει τόν δάσκαλο. «Σύνεσις» εἶναι ἡ ὀξύνοια, ἡ ἱκανότητα τοῦ μαθητῆ νά ἀντιλαμβάνεται γρήγορα αὐτά πού διδάσκει ὁ δάσκαλος. Πολλές φορές οἱ δύο λέξεις χρησιμοποιοῦνται ὡς συνώνυμες. Ἔτσι συμβαίνει καί στόν στίχο μας. Ἐδῶ γίνεται λόγος γιά ἐκείνους πού θεωροῦνται σοφοί καί συνετοί ἀπό τούς ἀνθρώπους ἤ οἱ ἴδιοι ἔχουν μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό τους καί κομπάζουν γιά τήν φρόνησή τους. Μέ τά ρήματα «ἀπολῶ» καί «ἀθετήσω» ὁ Θεός βεβαιώνει ὅτι θά καταργήσει, θά παραμερίσει ὡς ἀνωφελῆ καί ἄχρηστη «τὴν σοφίαν» καί «τὴν σύνεσιν» τέτοιων ἀνθρώπων. Ἀντίθετα, εἶναι ἐπιθυμητή ἡ κατά Θεόν σύνεση ὅπως δείχνει ἡ εὐχή τοῦ ἀποστόλου Παύλου στόν μαθητή του Τιμόθεο· «δῴη γάρ σοι ὁ Κύριος σύνεσιν ἐν πᾶσι» (Β´ Τι 2,7).
1,20. Ποῦ σοφός; ποῦ γραμματεύς; ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;
Καί ἡ φράση αὐτή εἶναι ἀπό τόν Ἠσαΐα σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση (βλ. 19,12∙ 33,18). Ὁ προφήτης ἀναφέρεται στήν καταστροφή τῶν Ἀσσυρίων, ἡ ὁποία ἦταν ἐπέμβαση τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἐπίτευγμα τῶν σοφῶν καί γραμματέων τοῦ Ἰσραήλ.
«Σοφός» χαρακτηρίζεται στό χωρίο αὐτό κάθε ἕλληνας (ἐθνικός) γνώστης τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας «γραμματεὺς» ὀνομάζεται ὁ Ἰουδαῖος πού μελετᾶ τίς ἅγιες γραφές καί νομίζει ὅτι κατέχει τό νόημά τους καί γενικά τά τῆς ἰουδαϊκῆς θρησκείας «συζητητὴς» εἶναι ὁ ἀσκημένος στήν διαλεκτική τέχνη, ὁ ρήτορας, εἴτε εἶναι Ἕλληνας εἴτε Ἰουδαῖος. Ἡ ἔκφραση «τοῦ αἰῶνος τούτου» ἀναφέρεται στόν χρόνο μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου καί δηλώνει γενικώτερα τόν κόσμο πού δουλεύει στό κακό καί τήν ἁμαρτία.
Μέ τίς ἀπανωτές θριαμβευτικές ἐρωτήσεις ὁ ἀπόστολος ἐπικυρώνει τόν προφητικό λόγο πού ἀνέφερε στόν προηγούμενο στίχο, προβάλλοντας ὡς ἀπόδειξη τήν ἴδια τήν πραγματικότητα. Ποιός φιλόσοφος ἤ ποιός ἀπό ἐκείνους πού κατέχουν τά τῶν ἰουδαίων μπόρεσε, πράγματι, νά ὁδηγήσει στήν σωτηρία καί στήν γνώση τῆς ἀληθείας; Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος δίνει κατηγορηματική τήν ἀπάντηση: «τῶν ἁλιέων τὸ πᾶν γέγονε», τό ἔργο αὐτό κατόρθωσαν μόνον οἱ ἀπόστολοι οἱ ἁλιεῖς ἀνθρώπων. Ἑπομένως ἡ ἀνθρώπινη σοφία καταργεῖται, ἀποδεικνύεται ἄχρηστη προκειμένου νά γνωρίσει κανείς τόν Θεό (πρβλ. Μθ 11,25 Λκ 10,21).
Αὐτό τό νόημα ἔχει καί ἡ φράση «οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;». Πρόκειται γιά μιά ρητορική ἐρώτηση πού ἰσοδυναμεῖ μέ ἰσχυρή κατάφαση. Ναί, πραγματικά, ὁ Θεός ἀπέδειξε ἀνόητη τήν σοφία αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Τήν ἀπέδειξε ἀνόητη ὡς πρός τήν πίστη, διότι δέν ἐπαρκεῖ γιά νά ὁδηγήσει στήν γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ (πρβλ. Ρω 1,22-23). Δέν χρειάζεται νά κατέχει τήν ἀνθρώπινη σοφία, νά ἔχει πτυχία καί τίτλους σπουδῶν κάποιος γιά νά ἀποδεχθεῖ τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Καί ἕνας ἀγράμματος μπορεῖ νά πιστέψει στό εὐαγγέλιο. Κάποιες φορές μάλιστα, εὐκολώτερα μπορεῖ νά ἀποδεχθεῖ τό εὐαγγέλιο ὁ λιγώτερο σοφός κατά κόσμον, διότι γρηγορώτερα ὑποτάσσει τήν λογική του καί παραδίδεται στόν Κύριο (ἅγιος Χρυσόστομος).
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν τοποθετεῖται ἐναντίον τῆς ἐπιστήμης, στρέφεται ὅμως ἐναντίον τῆς φιλοσοφίας, διότι αὐτή διεκδικεῖ τήν θέση τῆς θρησκείας, γίνεται ἕνα εἶδος ψεύτικης θρησκείας. Ἡ ἐπιστήμη ἐξετάζει ὅ,τι ἐμπίπτει στόν κόσμο τῶν αἰσθήσεων, ἐνῶ ἡ φιλοσοφία καταγίνεται μέ τίς θεωρίες πού διατυπώνουν κατά καιρούς οἱ ἄνθρωποι. Οἱ χριστιανοί χρησιμοποιοῦν τά ἐπιτεύγματα τῆς ἐπιστήμης, ἀρνοῦνται ὅμως νά ἀσπασθοῦν τίς ποικίλες κοσμοθεωρίες καί βιοθεωρίες πού προτείνουν οἱ διάφορες φιλοσοφίες. Τά διαπιστευτήρια, ἐξάλλου, τῆς ἀληθινῆς σοφίας καί ἐπιστήμης σύμφωνα μέ τόν θεόπνευστο λόγο τῆς ἁγίας Γραφῆς ὁρίζονται ὡς ἑξῆς· «Τίς σοφὸς καὶ ἐπιστήμων ἐν ὑμῖν; δειξάτω ἐκ τῆς καλῆς ἀναστροφῆς τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐν πραΰτητι σοφίας» (Ἰα 3,13).
1,21. Ὲπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας.
Ἡ πρόταση πού εἰσάγεται μέ τό «ἐπειδὴ γὰρ» αἰτιολογεῖ τόν προηγούμενο στίχο, καί συγκεκριμένα τό «οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;». Ἡ αἰτία τῆς μωράνσεως εἶναι ὅτι «ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν». Ὁ Θεός ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό του καί τόν καθιστᾶ γνωστό σέ μᾶς μέσα ἀπό δύο βιβλία: α) τήν φυσική δημιουργία, ὅπου φανερώνεται ἡ πανσοφία (βλ. Ψα 103,24 Ρω 1,18-23) καί οἱ ἄλλες ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ καί β) τήν ἁγία Γραφή, ὅπου ξεδιπλώνεται τό σοφό σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας.
Ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, λοιπόν, εἶναι φανερή ἀλλά «ὁ κόσμος», οἱ μακράν τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι, δέν μπόρεσαν «διὰ τῆς σοφίας», μέ τήν δική τους εὐφυΐα καί ἱκανότητα νά δοῦν καί νά γνωρίσουν τόν Θεό μέσα στήν φυσική δημιουργία.
Ἄν, λοιπόν, ἡ σοφία τοῦ κόσμου δέν μπόρεσε νά ἐξασφαλίσει τά ἀνώτερα ἀγαθά, τί νόημα ἔχει; Μάταια καυχιέται ὁ ἄνθρωπος γιά τήν δύναμή της. Κι ἄν τότε πού θά μποροῦσε νά τόν βοηθήσει μέσα ἀπό τήν δημιουργία νά βρεῖ τόν Θεό δέν τό πέτυχε, πῶς τολμᾶ στήν συνέχεια, ὅταν ἀποκαλύφθηκαν μεγαλύτερα πράγματα πού μόνον μέ τήν πίστη προσεγγίζονται, πῶς ἀποτολμᾶ νά ζητᾶ μόνη της νά τά κατανοήσει; Πραγματικά, εἶναι ἀδύνατον γιά τήν ἀνθρώπινη σοφία νά συλλάβει μόνη της τίς θεῖες ἀλήθειες (ἅγιος Χρυσόστομος).
Φουσκωμένοι ἀπό τήν ὑπερηφάνειά τους οἱ χωρίς Θεό σοφοί τοῦ κόσμου περιφρόνησαν τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καί τήν θεώρησαν «μωρία», ἀνοησία, ἐνῶ τίς ἀνοησίες, πού οἱ ἴδιοι ἐπινοοῦν γιά ψεύτικους θεούς καί θεές καί τούς λατρεύουν, τίς παρουσιάζουν ὡς σοφία. Ὡστόσο, «ὁ Θεός» ἀπό τήν πολλή ἀγάπη του γιά τόν ἄνθρωπο «εὐδόκησεν», εὐαρεστήθηκε νά σώσει ἐκείνους πού θά πιστεύσουν στήν μωρία τοῦ κηρύγματος. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος διευκρινίζει: «μωρίας οὐχὶ τῆς οὔσης ἀλλὰ τῆς εἶναι δοκούσης». Δέν εἶναι βέβαια μωρία τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, ἀλλά ἐκεῖνοι τό θεωροῦν μωρία. Μέ τό κήρυγμα γιά τήν σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ ὁ Θεός σέ κάθε ἐποχή προσελκύει τούς δικούς του ὄχι μέ τήν δύναμη τῆς ἀνθρώπινης σοφίας οὔτε τῆς ρητορικῆς εὐγλωττίας, ἀλλά μέ τήν μωρία τοῦ σταυροῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας λίγο πρίν ἀπό τό πάθος του διακήρυξε «κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν» (Ἰω 12,32).
1,22-23. Ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ ῞Ελληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, ῞Ελλησι δὲ μωρίαν.
Ἡ ἀπαίτηση τῶν ἰουδαίων ἀπό τά χρόνια ἀκόμη τῆς δημόσιας δράσης τοῦ Ἰησοῦ ἦταν νά δοῦν «σημεῖον», πού νά ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ πανίσχυρος Μεσσίας τόν ὁποῖο αὐτοί προσδοκοῦσαν. Ἔλαβαν ὅμως αὐστηρή τήν ἀπάντηση· «γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ, εἰ μὴ τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου» (Μθ 12,39· 16,4· Λκ 11,29). Ὁ Ἰησοῦς ἀρνήθηκε νά τούς δείξει κάποιο ἰδιαίτερο σημεῖο καί τούς παρέπεμψε μόνο στό σημεῖο τοῦ Ἰωνᾶ πού ἀποτελεῖ δυνατή προφητεία γιά τόν θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καί τήν ἐξάπλωση τοῦ εὐαγγελίου σέ ὅλο τόν κόσμο. Ὁ παντοδύναμος Κύριος δέν θέλησε νά φανεῖ θεαματικά ἡ παντοδυναμία του οὔτε στούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του. Ἤθελε καί στήν γενιά ἐκείνη πού τόν ἔβλεπε νά προκαλέσει πίστη, ὥστε νά δημιουργήσει τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας νά μποροῦν, δηλαδή, νά τόν πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι ὅλων τῶν αἰώνων χωρίς νά εἶναι ἀνάγκη νά βλέπουν σημεῖα.
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, οἱ «Ἕλληνες», δηλαδή οἱ εἰδωλολάτρες ἐθνικοί, ζητοῦσαν «σοφίαν». Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀναζητοῦσαν τόν μεγαλύτερο φιλόσοφο, πού μέ λογικά ἐπιχειρήματα καί ἀποδείξεις θά καθιέρωνε μία φιλοσοφία παραδεκτή ἀπό ὅλους καί θά τούς ὀδηγοῦσε στήν ἀλήθεια θεωρητικά καί πρακτικά.
Μέ τό «ἡμεῖς δὲ» τονίζεται μέ ἔμφαση ἡ ἔντονη ἀντίθεση πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στίς ἀξιώσεις τῶν ἰουδαίων καί τῶν ἑλλήνων καί στό κήρυγμα τῶν ἀπόστολων. Οἱ ἀπόστολοι, παρά τίς ἐντελῶς ἀντίθετες προσδοκίες ἰουδαίων καί ἐθνικῶν, δέν παύουν νά κηρύττουν «Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, ῞Ελλησι δὲ μωρίαν».
«Σκάνδαλον» εἶναι τό πρόσκομμα. Γιά παράδειγμα, μιά πέτρα στήν μέση τοῦ δρόμου μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ «σκάνδαλον», διότι κάνει τούς περαστικούς νά σκοντάφτουν καί νά πέφτουν. Γιά τούς ἰουδαίους, πού περίμεναν τόν Μεσσία ὡς πανίσχυρο καί ἀήττητο βασιλιά, ὁ ὁποῖος θά ἐλευθέρωνε τό ἔθνος τους ἀπό τήν μακροχρόνια δουλεία, ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ στάθηκε ἕνα πρόσκομμα. Σκόνταφταν ἐπάνω στόν σταυρό καί δέν μποροῦσαν νά πιστέψουν στόν Χριστό. Τούς ἦταν ἀδύνατον νά δεχθοῦν ὅτι ὁ Μεσσίας μποροῦσε νά πεθάνει. Δέν μποροῦσαν νά κατανοήσουν ὅτι ὁ Μεσσίας εἶναι ὁ ἀδύναμος ἐκεῖνος ἄνθρωπος, πού εἶχε μιά συνοδία φτωχῶν καί ἀμόρφωτων ἀνθρώπων, πού παρουσιάσθηκε μπροστά στόν Πιλᾶτο καταφρονημένος, πού δέχθηκε τόσες ταπεινώσεις καί σταυρώθηκε ἀνάμεσα σέ δυό κακούργους! Ἕνας Μεσσίας ἐσταυρωμένος πού δέν κατεβαίνει ἀπό τόν σταυρό νά συντρίψει τούς ἐχθρούς του ἦταν γι᾽ αὐτούς τό φοβερότερο σκάνδαλο!
Οἱ ἕλληνες πάλι χλεύαζαν τόν σταυρό, περιγελοῦσαν τήν πίστη στόν Ἐσταυρωμένο, διότι γιά τήν δική τους σοφία ἡ σταυρική θυσία ἦταν μωρία, ἀνοησία. Δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν πῶς εἶναι δυνατόν ὁ θάνατος ἑνός Ἐσταυρωμένου νά χαρίζει στούς ἀνθρώπους ζωή καί σωτηρία!
Παρουσιάζοντας ὁ ἀπόστολος τίς προσδοκίες καί τῶν ἰουδαίων καί τῶν ἐθνικῶν καί ἀντιπαραθέτοντας τήν ἐπιμονή τῶν ἀποστόλων νά κηρύττουν «Χριστὸν ἐσταυρωμένον», προβάλλει ἀκόμη ἐντονότερα στούς Κορινθίους τήν δύναμη τοῦ σταυροῦ. Ὁ σταυρός, ἦταν ἀκριβῶς τό ἀντίθετο ἀπ᾽ αὐτό πού ζητοῦσαν καί οἱ ἰουδαῖοι καί οἱ ἕλληνες. Ὄχι μόνον δέν μποροῦσε νά θεωρηθεῖ «σημεῖον» πού φανερώνει δύναμη, ἀλλά ἀντίθετα δείχνει τήν ἔσχατη ἀδυναμία. Ὄχι μόνον δέν ἐμφανίζεται μέ ἀξιώσεις ὑψηλῆς σοφίας, ἀλλά ἀντίθετα φαίνεται στήν ἀνθρώπινη λογική «μωρία». Ἔτσι ὅμως ἀποδεικνύεται ἀκόμη περισσότερο ἡ δύναμη τοῦ Ἐσταυρωμένου. Διότι ἐνῶ οἱ ἀπόστολοι κηρύττουν στούς ἰουδαίους καί τούς ἐθνικούς ἀντίθετα ἀπό ὅσα αὐτοί ἐπιθυμοῦσαν, ἐντούτοις τούς πείθουν γιά τήν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου. Καί αὐτό ἦταν ἤδη μιά πραγματικότητα, τήν ὁποία γνώριζαν οἱ Κορίνθιοι πού διάβαζαν τήν Ἐπιστολή. Εἶναι μιά πραγματικότητα τήν ὁποία μαρτυρεῖ αἰῶνες τώρα ἡ ἱστορία, γιά νά βεβαιώνεται ὅτι «οὐκ ἔστιν ἀνθρώπινον τὸ κήρυγμα» (ἅγιος Χρυσόστομος).
Πόσο παράδοξη καί θαυμαστή εἶναι ἡ ἐξάπλωση τοῦ εὐαγγελίου, δίχως τήν χρήση ἀνθρώπινης δυνάμεως ἤ σοφίας, ἀλλά μέ μόνο ὅπλο τό κήρυγμα τοῦ σταυροῦ, παρουσιάζεται πολύ παραστατικά ἀπό τόν ἅγιο Χρυσόστομο μέ τά ἑξῆς παραδείγματα: Ὅπως ἄν κάποιος θαλασσοδέρνεται καί ἐπιθυμεῖ ἕνα λιμάνι, ἀλλά ἐσύ τοῦ δείξεις ἄλλο μέρος τοῦ πελάγους ἀγριώτερο, καί ὅμως τόν κάνεις νά σέ ἀκολουθήσει μέ εὐγνωμοσύνη! Ὅπως ἄν κάποιος πληγωμένος ἐπιθυμεῖ φάρμακα, καί ἕνας γιατρός ὑπόσχεται νά τόν κάνει ὑγιῆ ὄχι μέ φάρμακα ἀλλά μέ καυτηριασμό, καί ὅμως πετυχαίνει νά τόν κερδίσει μέ τό μέρος του! Τόσο παράδοξο καί θαυμαστό ἦταν τό ἔργο τῶν ἀποστόλων καί τά ἀποτελέσματά του!
Καί ἀπό τήν φύση ὁ ἅγιος πατέρας ἀναφέρει καταπληκτικά παραδείγματα, γιά νά δείξει πώς ἔχουν μεγάλη δύναμη καί πράγματα πού φαίνονται στά μάτια μας ἀδύναμα: Ὁ Θεός τείχισε τήν θάλασσα μέ τήν ἄμμο, συγκρατώντας τό ἰσχυρό μέ τό ἀσθενές! Τοποθέτησε τήν γῆ ἐπάνω στό νερό, δίνοντας σέ κάτι βαρύ καί πυκνό ἕνα ὄχημα ἐλαφρύ καί ρευστό! «Ὥσπερ γὰρ τὸ ὕδωρ βαστάζει τὴν γῆν, οὕτω καὶ ὁ σταυρὸς βαστάζει τὴν οἰκουμένην».
1,24. αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν.
Τό κήρυγμα τοῦ σταυροῦ, ἐνῶ ἀπορρίπτεται ἀπό τούς ἰουδαίους πού ζητοῦν σημεῖο καί ἀπό τούς ἕλληνες πού ἀναζητοῦν σοφία, γίνεται ὡστόσο δεκτό καί ἀπό ἰουδαίους καί ἀπό ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι ἀποδέχονται τήν κλήση τοῦ Θεοῦ καί ὀνομάζονται ἀπό τόν ἀπόστολο «κλητοί».
Ὁ Θεοδώρητος ἀναφέρει τό παράδειγμα τοῦ ἥλιου. Ὁ ἥλιος εἶναι φῶς γιά ὅσους βλέπουν, ἀλλά σκοτάδι γιά τούς τυφλούς. Δέν προκαλεῖ, βέβαια, ὁ ἥλιος τό σκοτάδι, ἀλλά ἡ ἀσθένεια τῆς ὅρασης παρεμποδίζει τήν λάμψη τῆς ἀκτίνας. Κατά παρόμοιο τρόπο, ἡ κακία τῆς ἀπιστίας ἐμποδίζει τό φῶς τῆς θεογνωσίας νά καταυγάσει τίς ψυχές τῶν ἀπίστων, διότι «πᾶς ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τό φῶς» (Ἰω 3,20). Ὅσοι ὅμως κρατοῦν ἀνοιχτή τήν καρδιά τους στήν κλήση τοῦ Θεοῦ, αὐτοί παίρνουν τό φῶς του καί ὁδηγοῦνται στήν ἀλήθεια τῆς σωτηρίας.
Γι᾽ αὐτούς τούς κλητοὺς ὁ ἐσταυρωμένος Χριστός εἶναι «Θεοῦ δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία». Ἡ σοφία καί ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ φαίνεται στόν σταυρό, διότι ἐπάνω στόν σταυρό πλανήθηκε καί νικήθηκε ὁ σατανᾶς, ὁ πρῶτος καί μεγάλος πλάνος, ὁ ὁποῖος μπῆκε στόν παράδεισο καί πλάνεψε τά παιδιά τοῦ Θεοῦ. «Πεπλάνηται ὁ πλάνος (σατανᾶς), ὁ πλανηθεὶς (ἄνθρωπος) λυτροῦται σοφίᾳ σῇ, Θεέ μου», ψάλλει εὐγνώμονα ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας στά ἐγκώμια τοῦ ἐπιταφίου. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦλθε στό βασίλειό του σάν ἄσημος, ἀδύναμος καί ταπεινός ἄνθρωπος καί τήν ὥρα πού ὁ σατανᾶς νόμιζε ὅτι τόν εἶχε κατατροπώσει μέ τόν σταυρικό θάνατο, ὁ Ἰησοῦς τοῦ συνέθλιψε τήν κεφαλή καί τόν κατανίκησε. Ὁ Ἰησοῦς παρουσιάσθηκε στόν ἅδη μέ τό δόλωμα τῆς σαρκός καί τήν ὥρα πού ὁ σατανᾶς ἔπιασε τό δόλωμα, τό ἀγκίστρι τῆς θεότητος, πού ἦταν κρυμμένο μέσα στό δόλωμα αὐτό, διέλυσε τό κρανίο του! Πάνω στόν σταυρό δόθηκε ἡ πιό ἰσχυρή μάχη καί πραγματοποιήθηκε ἡ πιό μεγάλη νίκη! Πάνω στόν σταυρό πραγματοποιήθηκε τό πάνσοφο σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού προαιώνια κατέστρωσε ὁ Θεός, γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία τῆς Α΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολῆς (βοήθημα κυκλαρχῶν)
῾Η παράδοση τῆς ἱερῆς παρακαταθήκης
῾Η ἀποστολική περικοπή πού διαβάζεται τήν Κυριακή τῶν Πατέρων τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περιλαμβάνει τήν τρίτη μεγάλη ὁμιλία τοῦ Παύλου μέσα στίς Πράξεις. ῾Η πρώτη ὁμιλία του εἶναι ἀντιπροσωπευτική τοῦ κηρύγματός του στούς ἰουδαίους (κεφ. 13), ἡ δεύτερη τοῦ κηρύγματος στούς ἐθνικούς (κεφ. 17) καί αὐτή ἐδῶ πού ἀπευθύνεται πρός τούς ποιμένες τῆς ἐκκλησίας τῆς ᾿Εφέσου εἶναι ἡ παράδοση τῆς διαθήκης του, ἕνα ἐγχειρίδιο ποιμαντικῆς.
Στό διάστημα τῆς ἀποστολικῆς του δράσεως ὁ Παῦλος σέ καμία ἄλλη πόλη δέν παρέμεινε γιά τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ὅσο στήν ῎Εφεσο, ὅπου συμπλήρωσε τριετῆ συνεχῆ παραμονή. Στήν πόλη αὐτή ἵδρυσε μία ἀπό τίς μεγαλύτερες ἐκκλησίες τῆς ᾿Ασίας. Τώρα ἐπιστρέφει ἀπό τήν γ´ περιοδεία του καί ταξιδεύοντας πρός τήν Παλαιστίνη κάνει ἕναν σταθμό στή Μίλητο. ᾿Εκεῖ καλεῖ τούς πρεσβυτέρους τῆς ᾿Εφέσου γιά νά τούς ἀποχαιρετήσει καί νά τούς παραδώσει, θά λέγαμε, τή διαθήκη του. Στήν ὁμιλία αὐτή βλέπουμε τήν ἀρετή καί τήν τελειότητα τοῦ ἀποστόλου, καθώς καί τήν ποιμαντική του φροντίδα γιά τούς πιστούς.
῾Η ᾿Εκκλησία μας πολύ σοφά ὅρισε νά διαβάζεται αὐτή ἡ περικοπή τήν Κυριακή τῶν Πατέρων, διότι αὐτοί ἐφαρμόζοντας τά παραγγέλματα τοῦ Παύλου ἔγιναν γνήσιοι μιμητές του. ῾Η περικοπή ἀποτελεῖ ἕναν καθρέφτη καί μιά ζυγαριά γιά τούς σημερινούς ποιμένες καί διδασκάλους τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ἀλλά καί ἕνα κριτήριο γιά τήν πνευματική πορεία τοῦ κάθε πιστοῦ.
α) Μετάβαση τοῦ Παύλου στή Μίλητο (20,16-18)
20,16. ῎Εκρινε γάρ ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τήν ῎Εφεσον, ὅπως μή γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατόν ἦν αὐτῷ, τήν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς ᾿Ιεροσόλυμα.
῾Ο Παῦλος ἦταν πολύ βιαστικός, γι᾿ αὐτό ἀποφάσισε παραπλεῦσαι τήν ῎Εφεσον, νά προσπεράσει τήν ῎Εφεσο, ἄν καί ἦταν ἐνδεχόμενο νά μήν ξαναδεῖ τήν ἀγαπητή του πόλη. Πρέπει νά ἦταν ᾿Απρίλιος, λίγο μετά ἀπό τό ἰουδαϊκό πάσχα, καί ὁ ἀπόστολος ἤθελε «τήν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς ᾿Ιεροσόλυμα». ῎Αν ὁ Παῦλος σταματοῦσε στήν ῎Εφεσο, ἦταν ἀναπόφευκτη ἡ χρονοτριβή, διότι, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, οἱ πιστοί μέ τίς παρακλήσεις τους θά τόν κρατοῦσαν ὁπωσδήποτε λίγες μέρες κοντά τους καί ἡ παρουσία του ἴσως νά ξεσήκωνε νέες ταραχές. Εἶναι ὅμως δυνατόν, τό πλοῖο στό ὁποῖο ἐπέβαινε, νά εἶχε προορισμό του τή Μίλητο καί ὄχι τήν ῎Εφεσο ἤ νά στάθμευσε γιά πολλές μέρες στή Μίλητο, γιά νά ἐμπορευθεῖ, ὁπότε ὁ Παῦλος εἶχε τήν εὐκαιρία νά μείνει στή Μίλητο καί νά καλέσει ἐκεῖ τούς πρεσβυτέρους τῆς ᾿Εφέσου.
῾Ο Horsley, ἕνας σπουδαῖος ἐπιστήμονας ἀπό τήν Αὐστραλία, μᾶς δίνει μία ἀκόμη ἀξιόλογη πληροφορία, γιά ποιό λόγο ὁ Παῦλος παρέπλευσε τήν ῎Εφεσο: ῾Ο ποταμός Κάυστρος, πού διασχίζει τήν ῎Εφεσο, τήν ἐποχή τῆς ἄνοιξης φέρνει στή θάλασσα πάρα πολλά χώματα, τά ὁποῖα ἐμποδίζουν τά καράβια νά μποῦν στό λιμάνι καί παγιδεύει ὅσα βρίσκονται ἐκεῖ ὥστε νά μή μποροῦν νά ἀποπλεύσουν.
᾿Εντούτοις, ἡ οὐσιαστική αἰτία τῆς βιασύνης τοῦ ἀποστόλου ἦταν ἡ ἑξῆς· ῾Η κατηγορία, πού τοῦ εἶχε ἀποδοθεῖ ἐξ ἀρχῆς ἀπό τούς ἰουδαίους, ὅτι εἶναι καταλυτής τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου καί ἐχθρός τῶν πατρίων θεσμῶν, εἶχε ἤδη διογκωθεῖ τόσο πολύ, ὥστε τό κήρυγμά του κινδύνευε νά διαβληθεῖ παντοῦ ὡς κήρυγμα ἀποστασίας. Γιά νά περισώσει ὁ Παῦλος τό εὐαγγέλιό του ἀπό αὐτήν τήν κατηγορία «ἔσπευδε» νά πάρει μέρος στήν ἰουδαϊκή «πεντηκοστή» ὡς γνήσιος καί ζηλωτής ἰουδαῖος. Δέν πρόκειται ἐδῶ γιά μιά κακῶς νοουμένη πολιτική ἀλλά γιά μιά ὁμολογία τοῦ ἀποστόλου ὅτι παραμένει δοῦλος τοῦ ἴδιου Κυρίου. ῎Αλλωστε ἡ ὁμολογία αὐτή στοίχισε στόν Παῦλο πολυετῆ φυλάκιση καί πολλές κακουχίες, τά ὁποῖα, ἐνῶ γνώριζε ἐκ τῶν προτέρων ὅτι τόν περιμένουν, δέν τά ἀπέφυγε.
῾Ο Παῦλος εἶχε τή συνείδηση ὅτι τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο κήρυττε, ἦταν κήρυγμα ἐλευθερίας καί ὄχι ἀποστασίας ἀπό τόν νόμο. ῾Ο ἴδιος Θεός, ὁ Κύριος τῆς Π. Διαθήκης, ἔδωσε τόν νέο νόμο, τήν Κ. Διαθήκη, καί σ᾿ αὐτόν πρέπει νά ὑπακοῦν οἱ ἀληθινοί μαθητές του. ῎Εχουμε ἀλλαγή νόμου, ὄχι ἀλλαγή Κυρίου. ῾Η ἐλευθερία ἀπό τόν παλιό νόμο, λοιπόν, δέν ἔπρεπε νά νοηθεῖ ὡς ἀποστασία. ᾿Αντίθετα, ἀποστασία ἀποτελοῦσε ἡ ἐμμονή στόν παλιό νόμο, τόν ὁποῖο αὐτός ὁ ἴδιος ὁ νομοθέτης κατήργησε καί ἀντικατέστησε.
῾Ο Θεοτόκης διαβλέπει καί ἕναν ἀκόμη λόγο γιά τόν ὁποῖο ὁ Παῦλος ἤθελε νά βρεθεῖ τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς στήν ἁγία πόλη· Τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπως καί τοῦ Πάσχα, συγκεντρώνονταν πλήθη προσκυνητῶν στά ᾿Ιεροσόλυμα. ῾Ο ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ «ἐπεθύμει ὁ τρισμακάριος ἵνα εἰς τόν αὐτόν τόπον, ὅπου πρότερον ἐδίωξε τήν ᾿Εκκλησίαν, κηρύξῃ ἐνώπιον παντός τοῦ πλήθους τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τό ὄνομα».
20,17-18α. ᾿Από δέ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς ῎Εφεσον μετεκαλέσατο τούς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. ῾Ως δέ παρεγένοντο πρός αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς.
῾Η Μίλητος ἦταν παραλιακή πόλη τῆς Μ. ᾿Ασίας καί βρισκόταν 58 χλμ. νοτιότερα τῆς ᾿Εφέσου. ῾Υπῆρχε στήν πόλη αὐτή χριστιανική ἐκκλησία πού ἦταν σέ ἀκμή μέχρι τόν 8ο αἰώνα.
῾Ο Παῦλος «πέμψας εἰς ῎Εφεσον μετεκαλέσατο τούς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας», ἔστειλε ἀπεσταλμένους στήν ῎Εφεσο καί κάλεσε τούς πρεσβυτέρους. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι καλεῖ τούς πρεσβυτέρους γιά νά τούς παραδώσει ὁριστικά τήν ἐξουσία του, γι᾿ αὐτό καί τούς παρουσιάζει τόν ἑαυτό του ὡς ὑπογραμμό ἐκκλησιαστικοῦ ἡγουμένου. ῾Η ὁμιλία του εἶναι ἡ πνευματική του διαθήκη καί μοιάζει μέ τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ πρός τούς μαθητές τό βράδυ τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ὅπως τόν καταγράφει ὁ ᾿Ιωάννης στό Εὐαγγέλιο (βλ. κεφ. 13-17). Κοινά χαρακτηριστικά τῶν δύο διαθηκῶν εἶναι: α) Ἀπολογισμός τοῦ κηρύγματος. β) Παράδοση τῆς ἀρχῆς. γ) Ὑπόδειξη τοῦ ὑπογραμμοῦ γιά τόν καλό ἡγέτη. δ) Προφητεία γιά τά κακά πού ἔρχονται καί τά ὁποῖα ἀναμένουν τούς ἄξιους διαδόχους, καί γενικά γιά τήν ἀντίδραση τοῦ κακοῦ. ε) Ἰδιαίτερη προφητεία ὅτι ἕνας ἤ μερικοί ἀπό τούς παρόντες θά προδώσουν τήν ἱερή παρακαταθήκη. στ) Ὅλοι εἶναι βαθιά συγκινημένοι καί συναισθάνονται τήν κρισιμότητα τῆς ὥρας. ζ) Συμπτωματικά ἴσως καί στά δύο περιστατικά προηγεῖται τριετής συναναστροφή τοῦ διδασκάλου μέ τούς μαθητές.
β) Οἱ ἐπίσκοποι φρουροί τοῦ ἑαυτοῦ τους καί τοῦ ποιμνίου τους (20,28-30)
Στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα δέν περιλαμβάνεται ὅλη ἡ ὁμιλία τοῦ Παύλου. Παραλείπεται τό πρῶτο μέρος της (στ. 18β-27) καί ἡ περικοπή συνεχίζεται ἀπό τό στ. 28.
20,28. Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καί παντί τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τήν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος.
Τό παράγγελμα «πρόσεχε σεαυτῷ» ἤ προσέχετε ἑαυτοῖς τό συναντοῦμε συχνά στήν Πεντάτευχο. «Πρόσεχε σεαυτῷ» εἶπε ὁ ᾿Αβραάμ στόν ἔμπιστο δοῦλο του ᾿Ελεάζαρ, ὅταν τοῦ ἀνέθεσε τήν ἀποκατάσταση τοῦ ᾿Ισαάκ καί οὐσιαστικά τοῦ παρέδιδε τόν γιό του. Αὐτός ὁ γιός ἦταν ἡ ἱερή παρακαταθήκη, διότι σ᾿ αὐτόν συγκεντρώνονταν ὅλες οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ (βλ. Γέ 24,6). «Πρόσεχε σεαυτῷ» εἶπε καί ὁ Μωυσῆς, ὅταν ἀποχαιρέτησε γιά πάντα τόν ᾿Ισραήλ καί παρέδωσε στή διάθεσή του τήν τήρηση τοῦ νόμου (βλ. Δε 4,9). ᾿Από αὐτά φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος στό περιστατικό πού μελετοῦμε ἔχει σαφῆ καί πλήρη συναίσθηση τοῦ τί παραδίδει στούς πρεσβυτέρους. Καί οἱ δύο ἐκεῖνες παραδόσεις, στίς ὁποῖες ὁ ᾿Αβραάμ καί ὁ Μωυσῆς παρέδωσαν τήν ἱερή παρακαταθήκη, μοιάζουν ἐπίσης μέ τήν παράδοση τοῦ ᾿Ιησοῦ στούς μαθητές καί τοῦ Παύλου στό πρεσβυτέριο τῆς ᾿Εφέσου. ᾿Από τά χωρία αὐτά μποροῦμε νά δοῦμε μιά πτυχή τῆς ἱερᾶς παραδόσεως. Στήν ἐκκλησιαστική γλώσσα ἱερά παράδοση εἶναι ὅ,τι παραδίδουν ἀρχικά οἱ ἀπόστολοι στούς διαδόχους καί ὄχι τό σύνολο τῶν λαϊκῶν παραδόσεων, ὅπως στή γλώσσα τῆς λαογραφίας.
Καί παντί τῷ ποιμνίῳ: «Διπλῆν προσοχήν παρήγγειλεν εἰς αὐτούς, πρώτην ὑπέρ ἑαυτῶν, ἤγουν καθαρότητα βίου καί κατορθώματα ἀρετῆς, δευτέραν ὑπέρ τοῦ ποιμνίου, τουτέστι διδασκαλίαν πίστεως καί νόμων καί ἀνύστακτον ἐπιμέλειαν ὑπέρ τῆς τῶν ποιμαινομένων σωτηρίας», ἐξηγεῖ ὁ Θεοτόκης. ᾿Αρχαῖοι ἑρμηνευτές, μέ πρῶτο τόν ἅγιο Χρυσόστομο, παρατηροῦν ὅτι τά δύο ἀντικείμενα τῆς προσοχῆς, ὁ ἑαυτός καί τό ποίμνιο, δέν μποροῦν νά νοηθοῦν χωριστά τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο. Τό νά προσέχει κανείς μόνο τόν ἑαυτό του εἶναι φιλαυτία, τό νά προσέχει μόνο τό ποίμνιο εἶναι ὑποκρισία. ῾Ο ἱερός πατέρας, ὁ ὁποῖος ἦταν ὑπόδειγμα ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτη, ἑρμηνεύοντας αὐτό τό χωρίο ἐπεκτείνεται σέ ἐξομολογήσεις καί λέει ὅτι βλέπει καί τήν προσωπική ζωή του καί τή ζωή τοῦ ποιμνίου σέ ἄθλια κατάσταση. Πονᾶ βέβαια καί γιά τά δύο, ἀλλά κυρίως πονᾶ γιά τό ποίμνιο. ῞Οταν ὅμως βλέπει τό ποίμνιο νά προκόβει, χαίρεται τόσο, ὥστε ἡ ἐσωτερική του κατάσταση βελτιώνεται χωρίς ἄλλη προσπάθεια. Τόν προσωπικό του καταρτισμό τόν βλέπει ὡς ἐξάρτημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Οἱ ποιμένες χρειάζεται νά προσέχουν ἰδιαίτερα τόν ἑαυτό τους, διότι ὅταν αὐτοί εἶναι ἅγιοι, τότε καί τό ποίμνιο προάγεται. «῾Ο ἁγιάζων δεῖ πρῶτον ἁγιασθῆναι καί εἶτα ἁγιάσαι. ῾Ο διδάσκων διδαχθῆναι καί οὕτω διδάξαι. ῾Ο φωτίζων δεῖ πρῶτον φωτισθῆναι καί οὕτω φωτίσαι», κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο.
᾿Εν ᾧ ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους: Τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο διόρισε τούς ἐπισκόπους· ὑποδηλώνεται ὁ μυστηριακός χαρακτήρας τῆς ἱερωσύνης. ῾Ο ἀπόστολος ἤ ὁ ἐπίσκοπος χειροτονεῖ, ὅμως τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο ἀπονέμει τό χάρισμα καί ἐνεργεῖ. ῾Ο ἀπ. Παῦλος ὀνομάζει ἐδῶ «ἐπισκόπους» αὐτούς πού παραπάνω ἀνέφερε ὡς «πρεσβυτέρους» (στ. 17). Τήν ἐποχή ἐκείνη οἱ ὅροι αὐτοί δέν ἀφοροῦν σέ δύο ξεχωριστά ἀξιώματα. ῾Η λέξη «ἐπίσκοπος» σήμαινε ἐπόπτης, ἐπιστάτης, σκοπός, ἐπιμελητής, διευθυντής, ὑπεύθυνος, ἐπικεφαλῆς. Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Χρυσόστομο τά ἴδια πρόσωπα ὀνομάζονταν καί πρεσβύτεροι καί ἐπίσκοποι, ἀκόμη καί διάκονοι (βλ. Β´ Τι 4,5). ῾Ωστόσο ὑπῆρχε μιά οὐσιαστική διαβάθμιση, διότι ἕνας ἀπό τούς πρεσβυτέρους ἤ ἐπισκόπους τῆς πόλεως ἦταν ὁ διδάσκαλος τῆς ᾿Εκκλησίας, αὐτός πού εἶχε τήν εὐθύνη ὅλης τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας καί τήν ἐξουσία νά καθιστᾶ πρεσβυτέρους. Αὐτός ἦταν ὁ σημερινός ἐπίσκοπος.
῾Η φράση ποιμαίνειν τήν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος εἶναι ἀπό τίς πιό ἰσχυρές ἀποδείξεις τῆς θεότητος τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Εκεῖνος πού «περιεποιήσατο τήν ἐκκλησίαν διά τοῦ ἰδίου αἵματος» εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς, ὁ ὁποῖος ὀνομάζεται ἐδῶ ὄχι ἁπλῶς Θεός, ἀλλά «Κύριος καί Θεός», πού εἶναι ἡ ἀκριβέστερη μετάφραση τοῦ ἑβραϊκοῦ «Γιαχβέ ᾿Ελωχίμ» στήν Π. Διαθήκη. Αὐτός πού ἔδωσε τό αἷμα του γιά τήν ἐκκλησία -καί τό αἷμα αὐτό φανερώνει ὅτι εἶναι ἄνθρωπος- εἶναι ταυτόχρονα καί ὁ Γιαχβέ Θεός. «Περιποιοῦμαι» σημαίνει ἀποκτῶ γιά τόν ἑαυτό μου, κάνω κάτι περιουσία μου. ῾Ο Κύριος ἀπέκτησε ὡς περιουσία καί ἰδιοκτησία του τήν Ἐκκλησία καταβάλλοντας τίμημα τό αἷμα του. ῾Ο ἀπόστολος θέλει νά ὑπογραμμίσει πόσο πολύτιμο εἶναι τό ἀντικείμενο τῆς φροντίδος τῶν ποιμένων, δηλαδή ἡ Ἐκκλησία, καί πόσο μεγάλη ἡ εὐθύνη τους, ἐφόσον ὁ Δεσπότης πρόσφερε γι᾿ αὐτήν τό ἴδιο του τό αἷμα.
20,29. ᾿Εγώ γάρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου.
῾Ο ἀπόστολος μέ ἔμφαση προφητεύει καί ταυτόχρονα προειδοποιεῖ ὅτι μετά τήν ἀναχώρησή του θά μποῦν στό ποίμνιο, δηλαδή στήν ᾿Εκκλησία (πρβλ. Μθ 7,15· Λκ 10,3), ἐχθροί καί μάλιστα λύκοι βαρεῖς. «Λύκοι» χαρακτηρίζονται οἱ αἱρετικοί, οἱ ψευδοδιδάσκαλοι. ᾿Ονομάζονται δέ «βαρεῖς» γιά νά δηλωθεῖ «τό σφοδρόν αὐτῶν καί ἰταμόν», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. ῾Ο δεύτερος χαρακτηρισμός, μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου, ἐκφράζει ὅλη τήν ἐγκληματική δράση τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι δέν ἐνδιαφέρονται γιά τή σωτηρία τῶν πιστῶν ἀλλά γιά τό προσωπικό τους συμφέρον.
20,30. καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν.
῾Η φράση ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ὑπενθυμίζει ζωηρά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με» (᾿Ιω 13,21). Τό ρῆμα ἀναστήσονται ἐκφράζει τήν ἀνταρσία. ῾Ο ἀπ. Παῦλος γνώριζε ἤ προέβλεπε ὅτι καί ἀπό ἐκεῖνα τά πρόσωπα, πρός τά ὁποῖα μιλοῦσε τή στιγμή ἐκείνη, θά ξεπηδοῦσαν «λύκοι βαρεῖς». Μέ τόν λόγο του αὐτό τούς ταράζει, ὥστε νά εἶναι προσεκτικοί· ἴσως μάλιστα ἀσκεῖ καί λεπτό ἔλεγχο πρός ὁρισμένα πρόσωπα, τά ὁποῖα εἶχαν ἤδη ἀρχίσει νά ἀποκλίνουν. Χαρακτηριστικά εἶναι τά ρήματα πού χρησιμοποιοῦνται γιά τήν ἐμφάνιση τῶν αἱρετικῶν. Στόν προηγούμενο στίχο λέγεται γι᾿ αὐτούς ὅτι «εἰσελεύσονται», θά ἔλθουν δηλαδή ἀπό ἔξω, ὅπως οἱ λύκοι ὁρμοῦν στό κοπάδι. ᾿Εδῶ λέγεται ὅτι «ἀναστήσονται», θά ξεσηκωθοῦν δηλαδή μέσα ἀπό τό ποίμνιο.
Στίς δύο πρός Τιμόθεον ἐπιστολές φαίνεται ὅτι ἤδη εἶχε ἐκπληρωθεῖ ἡ προφητική αὐτή πρόβλεψη τοῦ ἀποστόλου (βλ. Α´ Τι 1,20· Β´ Τι 2,17· 3,8) καί λίγο ἀργότερα οἱ αἱρετικοί εἶχαν ἀρχίσει νά πληθαίνουν στίς ἐκκλησίες τῆς ᾿Ασίας (βλ. ᾿Απ 2,2· Α´ ᾿Ιω 2,18). ῾Η Μ. ᾿Ασία ὁλόκληρη, ὡς χώρα πλούσια καί μέ κοσμική κίνηση, ἦταν ὁ κύριος στόχος τῶν αἱρετικῶν κατά τούς δύο πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ καί κατά συνέπεια καί ἡ κοιτίδα τῶν «βαρέων λύκων». ᾿Αξίζει μάλιστα νά σημειωθεῖ ὅτι ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ Παύλου οἱ ἕξι στάλθηκαν στή Μ. ᾿Ασία καί ὅλες, ἐκτός ἀπό τή μικρή πρός Φιλήμονα, στρέφονται κατά τῶν αἱρετικῶν. Εἰδικά γιά τήν ῎Εφεσο ἀποδείχθηκε ὅτι ἦταν δικαιολογημένη ἡ ἀγωνία καί ἡ ἀνησυχία τοῦ ἀποστόλου, διότι ἀπό τούς ψευδοδιδασκάλους πού κατονομάζονται στήν Κ. Δ. ἕξι ἦταν ᾿Εφέσιοι· ὁ ῾Υμέναιος καί ὁ ᾿Αλέ¬ξανδρος, ὁ Φύγελλος καί ὁ ῾Ερμογένης, ὁ Φιλητός καί ὁ Διοτρέφης (Γ´ ᾿Ιω 9).
Τά ἔργα τῶν αἱρετικῶν εἶναι κυρίως δύο: Τό λαλεῖν διεστραμμένα, ἡ διαστρέβλωση τῆς διδαχῆς, καί τό ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν, δηλαδή ἡ δημιουργία δικοῦ τους προσωπικοῦ κόμματος μέσα στήν ᾿Εκκλησία. ῾Ο ἀπόστολος εἶναι ὁ χειραγωγός πρός τόν Χριστό, δέν ἀποσπᾶ ἀνθρώπους γιά νά τόν ἀκολουθοῦν καί δέν δημιουργεῖ προσωποπαγῆ ἐκκλησία. ῾Ο αἱρετικός ὅμως προσανατολίζει τούς μαθητές του πρός τόν ἑαυτό του.
γ) ῾Ο Παῦλος ζωντανό ὑπόδειγμα ποιμένος (20,31-36)
20,31. Διό γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καί ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετά δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον.
Τό γρηγορεῖτε ἦταν ποιμενική καί στρατιωτική ἔκφραση. Τό χρησιμοποιοῦσαν οἱ βοσκοί πού ἀγρυπνοῦσαν στό κοπάδι τους καί οἱ στρατιῶτες πού φύλαγαν τά τείχη τῶν πόλεων. «Γρηγορεῖτε» φώναζαν κατά διαστήματα τή νύχτα οἱ ποιμένες καί οἱ σκοποί γιά νά μένουν ξύπνιοι στό καθῆκον τους. «Γρηγορεῖτε» εἶπε καί ὁ ᾿Ιησοῦς στούς μαθητές του στή Γεθσημανῆ (βλ. Μθ 26,38.41· Μρ 14,34.38). ῾Ο Παῦλος, ὅπως καί ὁ Χριστός, δανείζονται τή λέξη ἀπό τήν ποιμενική ζωή. ῾Ο Χριστός εἶπε «πατάξω τόν ποιμένα καί διασκορπισθήσονται τά πρόβατα» (Μθ 26,31· Μρ 14,27) καί ὁ Παῦλος ἀνέφερε στόν προηγούμενο στίχο λύκους καί ποίμνιο.
Οἱ πρεσβύτεροι πρέπει νά θυμοῦνται τό παράδειγμα τοῦ Παύλου, ὁ ὁποῖος ἐπιτελοῦσε τήν κατ᾿ ἰδίαν διδασκαλία καί νουθεσία νύκτα καί ἡμέραν. Διέθετε ὄχι μόνο τήν ἡμέρα ἀλλά καί τή νύχτα νουθετῶν ἕνα ἕκαστον. Μ᾿ αὐτό τόν τρόπο ὁ ἀπόστολος ὑποδεικνύει στούς πρεσβυτέρους ὅτι ἡ ἐγρήγορση βρίσκεται κυρίως στόν καταρτισμό, στήν καλλιέργεια, στήν τελειοποίηση τῶν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας, ὥστε νά καταστοῦν ἄτρωτα ἀπό τίς προσβολές τῶν αἱρετικῶν. Φανερώνει ἀκόμη καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐργαζόταν ὁ ἴδιος· μετά δακρύων, μέ ἀγρυπνία, μέ προσωπικό ἐνδιαφέρον γιά τόν κάθε πιστό. Τά δάκρυα δείχνουν τήν ἀγωνία, τήν ἐγρήγορση τοῦ ἀποστόλου. ῾Ο ὅρος τριετίαν προσδιορίζει τόν χρόνο πού ὁ Παῦλος ἔμεινε στήν ῎Εφεσο· τρία χρόνια περίπου.
«῾Η ἐγρήγορσις καί ἡ προσοχή καί ἡ ἐπιμέλεια τῶν προεστώτων ἐμποδίζει τῶν αἱρετικῶν τάς ἐφόδους», κατά τόν Θεοτόκη. Καί ὁ π. Αὐγουστῖνος, ἐπίσκοπος Φλωρίνης, συνιστᾶ· «Οἱ ποιμένες, δηλαδή οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ ἱερεῖς, πρέπει νά ἀγρυπνοῦν καί μέ τή σφενδόνα τοῦ λόγου νά καταδιώκουν τούς χιλιαστές καί κάθε αἱρετικό μακριά ἀπό τήν ποίμνη τους» (Σπινθῆρες ἀπό τόν ᾿Απόστολο, σελ. 139).
20,32. Καί τά νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καί τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καί δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν.
Τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ: «Χάρις» τοῦ Θεοῦ ἐδῶ εἰδικά λέγεται ὅ,τι σήμερα ὀνομάζεται Χριστιανισμός καί ᾿Εκκλησία· «λόγος τῆς χάριτος αὐτοῦ» εἶναι τό χριστιανικό κήρυγμα, ἡ διδαχή τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Καί τά νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς: ῾Ο Παῦλος νιώθει ὅτι ἐπιτέλεσε τό χρέος του ἀπέναντι στούς μαθητές του, κήρυξε, δίδαξε, νουθέτησε, ἀλλά καί τώρα δέν τούς ἀφήνει μόνους καί ὀρφανούς. Τούς ἀναθέτει στόν Κύριο. ῞Οπως ἕνας πού πρόκειται νά ἀπουσιάσει ἀπό τόν τόπο του ἀναθέτει σέ κάποιο πιστό καί ἱκανό φιλικό του πρόσωπο νά διαχειρισθεῖ τήν περιουσία του καί τίς ὑποθέσεις του ἔτσι καί ὁ ἀπόστολος τώρα πού φεύγει ἀναθέτει, ἀφιερώνει τούς πιστούς στόν πανταδύναμο Θεό γιά νά τούς ἀσφαλίσει καί νά τούς φυλάξει. Τί ὡραιότερο καί συγκλονιστικώτερο! ῾Ο Παῦλος «παρατίθεται», ἐμπιστεύεται τό ποίμνιό του στόν Θεό καί στή χριστιανική διδαχή. ῾Ο Θεός εἶναι ὁ φύλακας, καί ἡ διδαχή ὁ φράκτης, ἤ καλύτερα ἡ διδαχή τοῦ εὐαγγελίου εἶναι ὁ παρών Χριστός, ἡ ζωντανή καί συγκεκριμένη παρουσία τοῦ Θεοῦ.
Οἱ τρόποι μέ τούς ὁποίους ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο εἶναι δύο· ὁ λόγος καί τό μυστήριο, ἡ διδασκαλία καί ἡ θεία Κοινωνία. Τό εὐαγγέλιο καί τό ἅγιο δισκοπότηρο εἶναι, θά λέγαμε, τά δύο χέρια τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα μπορεῖ νά ψηλαφήσει καί νά κρατήσει ὁ ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτό καί οἱ στύλοι τῆς θείας λατρείας, οἱ δύο πόλοι της, ἦταν πάντοτε ἡ ἁγία Τράπεζα καί ὁ ἄμβωνας. Στήν πρώτη τελεῖται ἡ ἀναίμακτη θυσία τοῦ Κυρίου, στόν δεύτερο ἱερουργεῖται τό εὐαγγέλιό του.
Τῷ δυναμένῳ ἀναφέρεται στή δοτική τῷ Θεῷ καί ὄχι στό «λόγῳ τῆς χάριτος», διότι ὁ λόγος μπορεῖ βέβαια νά οἰκοδομήσει ἀλλά δέν μπορεῖ νά δώσει κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις. ῾Η «κληρονομία» αὐτή πού δίνεται ἀπό τόν Θεό σέ ὅλους τούς πιστούς εἶναι ὁ παράδεισος, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «῾Ηγιασμένοι» σημαίνει ἀφιερωμένοι. ῞Ολοι οἱ χριστιανοί εἶναι «ἁγιασμένοι», σκεύη πού ξεχωρίζονται ἰδιαίτερα γιά τόν Θεό.
῾Ο Θεός εἶναι αὐτός πού μπορεῖ νά παραχωρήσει στούς «ἁγιασμένους» μιά θέση ὅπου φυλάγονται τά ἱερά λογικά σκεύη του καί νά τούς ἐποικοδομήσει σάν πλίνθους πάνω στόν θεμέλιο λίθο, τόν Χριστό, τόν ὁποῖο κατέθεσε ὁ Παῦλος· αὐτό σημαίνει τό ἐποικοδομῆσαι. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος σχολιάζει ὅτι ὁ ἀπόστολος δέν εἶπε «οἰκοδομῆσαι» ἀλλά «ἐποικοδομῆσαι», πού δηλώνει ὅτι ἤδη οἱ πιστοί ἔχουν οἰκοδομηθεῖ στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ, στήν ᾿Εκκλησία, καί ἔχουν ἀνάγκη μόνο ἀπό στήριγμα.
Τό νόημα ὅλου τοῦ στίχου ἀντιδιαστέλλεται ἔντονα πρός τήν τάση τῶν αἱρετικῶν νά «ἀποσποῦν μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν» (στ. 30). ᾿Εκεῖνοι θέλουν τούς μαθητές σάν κέλυφος τῆς ἐγωιστικῆς ὑπάρξεώς τους. ᾿Αντίθετα ὁ Παῦλος ἀφήνει τό ποίμνιό του στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τρέχει στά ᾿Ιεροσόλυμα, γιά νά ὑποστεῖ τήν πιό σκληρή καί ἐπικίνδυνη περιπέτεια τῆς ζωῆς του καί νά περάσει μεγάλο μέρος τῆς πολύτιμης ζωῆς του στίς φυλακές. Αὐτό ἴσως φαίνεται ἄκαρπη, ἄν ὄχι καί ἄστοχη, ἐνέργεια. Καί ὅμως, αὐτό ἦταν ἡ σφραγίδα τοῦ κηρύγματός του, ὁ σταυρός. ῾Η σφραγίδα ἑνός ἐγγράφου δέν περιέχει οὔτε μιά λέξη καί ὅμως αὐτή δίνει κῦρος σέ ὅλο τό περιεχόμενό του. Χωρίς αὐτή τή σφραγίδα τό ὑψηλότερο κήρυγμα εἶναι χαρτονόμισμα χωρίς ἀντίκρυσμα, χωρίς ἀξία.
20,33-34. ᾿Αργυρίου ἤ χρυσίου ἤ ἱματισμοῦ οὐδενός ἐπεθύμησα· αὐτοί γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καί τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται.
Μέ τή φράση ἀργυρίου ἤ χρυσίου ἤ ἱματισμοῦ ἀναφέρονται τά τρία στοιχεῖα τοῦ πλούτου· τό ἀσήμι, τό χρυσάφι, δηλαδή τά ἀσημένια καί χρυσά νομίσματα, καί τά ἱμάτια. ῾Ο Παῦλος συνδέει στενά μέ τόν πλοῦτο τῶν χρημάτων καί τόν ἱματισμό. Οἱ ἄνθρωποι τήν ἐποχή ἐκείνη, ἰδίως στήν ᾿Ανατολή, ὅπως ἀποταμίευαν χρήματα, ἀποθήκευαν στά σπίτια τους καί πολλά ροῦχα. ῏Ηταν ὁ θησαυρός τους, ὅπως τόνισε ὁ Κύριος· «Μή θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς, ὅπου σής καί βρῶσις ἀφανίζει, καί ὅπου κλέπται διορύσσουσι καί κλέπτουσι» (Μθ 6,19).
῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ ἀπόστολος δέν λέει «οὐκ ἐδώκατέ μοι», πού θά ἦταν ἄσχημο γιά τούς ἀδελφούς, ἀλλά λέει οὐκ ἐπεθύμησα. ᾿Αξιολογεῖ δέ τήν ἀφιλαργυρία τοῦ Παύλου ὁ ἱερός πατέρας ὡς ἀνώτερη καί ἀπό τήν ἀκτημοσύνη. Πρώτη βαθμίδα, λέει, εἶναι νά ἀπαρνηθεῖς τά δικά σου, δεύτερη νά ἐπαρκεῖς μόνος σου στίς ἀνάγκες σου, τρίτη νά ἐπαρκεῖς καί γιά ἄλλους, τέταρτη ἐνῶ κηρύττεις καί ἔχεις τήν ἐξουσία νά παίρνεις, νά μήν παίρνεις. ῞Ολοι οἱ ἀρχαῖοι ἑρμηνευτές παρατηροῦν ὅτι ἐδῶ πλήττεται ἕνας μεγάλος καί φοβερός κίνδυνος, ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν· ἡ φιλαργυρία. ῾Η ἀφιλαργυρία εἶναι μία μεγαλειώδης δύναμη γιά τούς ἀνθρώπους πού διακονοῦν τήν ᾿Εκκλησία.
Ταῖς χρείαις μου καί τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ, τίς ἀνάγκες μου καί τίς ἀνάγκες αὐτῶν πού εἶναι μαζί μου, ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. Προφανῶς στό σημεῖο αὐτό τῆς ὁμιλίας του ὁ ἀπόστολος θά ὕψωσε τίς παλάμες του, τίς σκληρές καί ροζιασμένες ἀπό τή χειρωνακτική ἐργασία πού ἔκανε, καί θά τίς ἔδειξε γιά νά τίς δοῦν οἱ ἀκροατές του. Εἶναι γνωστό σέ ὅλους ὅτι ὁ πνευματικός ἡγέτης ὅλης τῆς ἐξ ἐθνῶν χριστιανοσύνης ἦταν ἐπαγγελματίας χειρώνακτας. Μιμήθηκε καί σ᾿ αὐτό τόν Κύριό μας, πού ἐργάστηκε ὡς «τέκτων» (βλ. Μθ 13,55· Μρ 6,3). ῾Ο Παῦλος ὄχι μόνο δέν πλούτισε ἀπό τό εὐαγγέλιο, ἀλλά ἔβρισκε χρόνο γιά νά ἐργάζεται τήν τέχνη τοῦ σκηνοποιοῦ, ὥστε νά ἐξοικονομεῖ τά ἀπαραίτητα γιά τή συντήρηση τή δική του καί τῶν συνεργατῶν του. Ζοῦσε γιά τόν Χριστό καί ὄχι ἀπό τόν Χριστό.
Στήν Α´ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή (κεφ. 9) ὁ ἀπόστολος ἀπολογούμενος ὑπενθυμίζει στούς πιστούς ὅτι δέν ζήτησε ἀπό αὐτούς οὔτε ἕνα νόμισμα οὔτε λίγο ψωμί οὔτε τό ἐλάχιστο ἀπό αὐτά πού δικαιοῦνταν. ᾿Αποφάσισε νά τά ἐξοικονομεῖ ὅλα μέ τή δουλειά του. Αὐτό εἶναι τό μεγαλεῖο καί τό καύχημά του· ὄχι τό ὅτι κηρύττει τό εὐαγγέλιο, ἀλλά ὅτι τό κηρύττει ἀδάπανο, γιά νά μή φέρει τό παραμικρό ἐμπόδιο στήν ἐξάπλωσή του. ῾Η θεληματική αὐτή στέρηση τῶν νομίμων δικαιωμάτων ἀποτελεῖ μιά θαυμαστή ὑπέρβαση τῆς ἀνθρώπινης νοοτροπίας. ῾Ο Παῦλος ἀκολουθεῖ τήν τακτική αὐτή, ἐνῶ οἱ ψευδαπόστολοι μέ αὐθάδεια καί θρασύτητα ἄσκησαν ἐξουσία στούς πιστούς, καί ἀπαίτησαν νά τούς συντηροῦν.
Τό παράδειγμα τοῦ ἀπ. Παύλου ἀκολούθησαν πολλοί ἅγιοι καί πολλοί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. ῾Ο Μ. ᾿Αντώνιος σκόρπισε τήν περιουσία του στούς φτωχούς καί ἔζησε στήν ἔρημο μέ παροιμιώδη ἄσκηση. Τό ἴδιο ἔκανε ὁ ἅγιος Νικόλαος, οἱ Τρεῖς ῾Ιεράρχες καί πολλοί ἄλλοι ἅγιοι.
20,35. Πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτός εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἤ λαμβάνειν.
Πάντα ὑπέδειξα, μέ ὅλους τούς τρόπους σᾶς ἔδειξα. Καί μέ τή διδασκαλία καί μέ τό παράδειγμά του, ὁ Παῦλος δίδαξε στούς πρεσβυτέρους τόν τρόπο ζωῆς καί δράσεως πού πρέπει νά ἀκολουθοῦν.
Κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων: «᾿Ασθενοῦντες» εἶναι οἱ φτωχοί. ῾Η ἐλεημοσύνη τῶν ἐπισκόπων πρέπει νά προέρχεται ἀπό τήν προσωπική τους ἐργασία. Δέν ἀποκλείει, λοιπόν, ὁ Παῦλος οἱ ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες νά ἀσκοῦν ἕνα βιοποριστικό ἐπάγγελμα, ἀρκεῖ αὐτό νά εἶναι ἔντιμο καί νά μήν ἀποβαίνει σέ βάρος τῆς ἱερῆς ἀποστολῆς. ᾿Επιπλέον ἀπό τό συγκεκριμένο χωρίο συμπεραίνουμε ὅτι ἡ ἀποστολική ἐκκλησία δέν λειτουργοῦσε καθόλου ὡς οἰκονομικός ὀργανισμός. ῎Ετσι ἐξηγεῖται καί ὁ ἔρανος πού διενεργήθηκε ἀπό τόν Παῦλο. ῞Ολες οἱ ἀγαθοεργίες, ἡ κοινωνία στίς «χρεῖες τῶν ἀγίων», ξεκινοῦσαν καί πραγματοποιοῦνταν ἀπό τόν προσωπικό ζῆλο τῶν πιστῶν. Οἱ πρεσβύτεροι καί οἱ ἐπίσκοποι ἐνέπνεαν καί ἐνίσχυαν τέτοιες κινήσεις μέ τή διδαχή τους.
Μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἤ λαμβάνειν: ῾Ο ποιητής τῆς ἀρχαιότητος Τιμοκλῆς ἐκφράζοντας τό πνεῦμα τοῦ ἐξωχριστιανικοῦ κόσμου ὑποστηρίζει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο· Μακάριος δηλαδή εἶναι αὐτός πού δέν δίνει τίποτε σέ κανέναν· «ἀνόητος ὁ διδούς» καί «εὐτυχής ὁ λαμβάνων». Πόση ἀντίθεση ἀνάμεσα στή θύραθεν σοφία καί στή διδαχή τοῦ Χριστοῦ πού λέει· «Εἶναι εὐτυχέστερο νά δίνει κανείς παρά νά παίρνει»! Καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἐπισημαίνει· «Οὐκ εἶπεν ὅτι κακόν τό λαβεῖν ἀλλά βέλτιον τό μή λαβεῖν».
Σχετικά μέ τή γνησιότητα τοῦ λόγου αὐτοῦ προβληματίσθηκαν τόσο οἱ ἀρχαῖοι ὅσο καί οἱ σύγχρονοι ἑρμηνευτές, διότι δέν ἀναφέρεται στή διδασκαλία τοῦ Κυρίου πού καταγράφεται στά εὐαγγέλια. Ποῦ τόν βρῆκε ὁ Παῦλος; ῞Οπου βρῆκαν οἱ μαθητές του Λουκᾶς καί Μᾶρκος ὅσα ἔγραψαν ὁ καθένας ἰδιαίτερα μετά τόν διδάσκαλό τους. ᾿Εφόσον ἀκόμη ζοῦσε μία ὁλόκληρη κοινωνία ἀπό αὐτόπτες καί αὐτήκοους μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, εἶναι περιττή κάθε ἐρώτηση πάνω σ᾿ αὐτό τό θέμα. Αὐτό κυρίως δέχονται καί οἱ ἀρχαῖοι ἑρμηνευτές Χρυσόστομος, Οἰκουμένιος καί Θεοφύλακτος, ἄν καί δέν ἀποκλείουν ὁ λόγος νά εἶναι συνισταμένη πολλῶν παρομοίων ἐκφράσεων τοῦ Κυρίου. Εὔστοχα χρησιμοποιεῖται τό χωρίο καί γιά τήν κατοχύρωση τοῦ κύρους τῆς ἱερᾶς παραδόσεως πού δέν ἔχει περιληφθεῖ στήν Καινή Διαθήκη.
20,36. Καί ταῦτα εἰπών, θείς τά γόνατα αὐτοῦ σύν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο.
῾Η συμπροσευχή τοῦ Παύλου μέ τούς πρεσβυτέρους τῆς ᾿Εφέσου ὑπενθυμίζει τήν ἀρχιερατική προσευχή τοῦ ᾿Ιησοῦ. ᾿Εκεῖ ὁ ᾿Ιησοῦς καί ἐδῶ ὁ Παῦλος σφραγίζουν τήν παράδοση τῆς ἱερῆς παρακαταθήκης στούς διαδόχους τους μέ προσευχή.
᾿Από τά πρῶτα χρόνια τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐκτός ἀπό τήν ὄρθια στάση, ἡ προσευχή σέ ὧρες μάλιστα ἰδιαίτερης ἀγωνίας, ἔντασης καί κατάνυξης γινόταν καί στά γόνατα, (πρβλ. Πρξ 7,60· 9,40· 21,5). ῾Η προσευχή ἐπί τῶν γονάτων δείχνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος παραδίδει τήν ὕπαρξή του στόν Θεό μέ ταπείνωση καί θερμότητα καρδίας.
῾Ο Παῦλος στίς ποικίλες ἀντιξοότητες τοῦ ἔργου του εἶχε ὅπλο, θεία παρηγοριά καί στήριγμά του τήν προσευχή. ῏Ηταν ὑπόδειγμα προσευχομένου ἀνθρώπου. ᾿Αλλά ζητοῦσε καί τίς προσευχές τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν γιά τήν εὐόδωση τοῦ ἔργου του (βλ. Α´ Θε 5,25· Β´ Κο 1,10-11).
Στέργιος Σάκκος
Ἑρμηνεία ἀποστολικῶν περικοπῶν (Βοήθημα γιά κυκλάρχες)