Ἀγάπη στούς ἐχθρούς
6,31. Καὶ καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως.
Μετά ἀπό τά ἁπλά παραδείγματα ἔμπρακτης ἀγάπης ὁ λόγος προχωρεῖ σέ ἕνα πρακτικό συμπέρασμα, πού εἰσάγεται μέ τό συμπερασματικό καὶ. Εἶναι σάν νά λέει: Συμπερασματικά, μέ λίγες λέξεις, νά ἀντιμετωπίζετε τούς ἄλλους, ὅπως θά θέλατε νά σᾶς ἀντιμετωπίζουν ἐκεῖνοι (πρβλ. Μθ 7,12).
Τό ἀναγινωσκόμενο βιβλίο Τωβίτ παραγγέλλει· «ὃ μισεῖς, μηδενὶ ποιήσῃς» (4,15). Ἀργότερα ὁ Ἰσοκράτης, ὁ Φίλων, οἱ στωικοί φιλόσοφοι, ἀλλά καί οἱ βουδιστές διδάσκουν «ὅ σύ μισεῖς ἑτέρῳ μή ποιήσῃς». Αὐτή ἡ ἀρνητική διατύπωση (τί δέν πρέπει νά κάνεις) δέν μπορεῖ νά ἐξασφαλίσει τήν ἁρμονική κοινωνική ζωή. Πρῶτος καί μόνος ὁ Ἰησοῦς Χριστός διατυπώνει θετικά τήν ἐντολή. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας παρατηρεῖ ὅτι ὁ καρδιογνώστης Χριστός ὁρίζει ὡς κριτήριο τοῦ τί πρέπει νά κάνουμε πρός τούς ἄλλους τόν νόμο τῆς δικῆς μας φιλαυτίας. «Καί δέν ζήτησε ὁ Κύριος», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «νά κάνεις στόν πλησίον σου ὅσα θά ἤθελες νά σοῦ κάνει ὁ Θεός, γιά νά μήν πεῖς ὅτι σοῦ εἶναι ἀδύνατον, διότι ἐκεῖνος εἶναι Θεός κι ἐσύ ἄνθρωπος. Σοῦ συνιστᾶ· ὅσα θά ἤθελες νά σοῦ κάνει ὁ σύνδουλός σου, αὐτά νά δείχνεις κι ἐσύ στόν πλησίον».
Ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ, κατά τόν Θεοφύλακτο, «νόμον ἔμφυτον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν ἐγγεγραμμένον» καί συμπίπτει μέ τό «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Λε 19,18· πρβλ. Μθ 19,19· Μρ 12,31· Λκ 10,27). Ὅπως βλέπεις τόν ἑαυτό σου, ὅσο τόν ἀγαπᾶς καί τόν περιποιεῖσαι, ἔτσι νά βλέπεις καί τόν ἄλλο, τόσο νά τόν ἀγαπᾶς καί νά τόν περιποιεῖσαι. Αὐτό τό παράγγελμα τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ τόν «χρυσό κανόνα» τῆς χριστιανικῆς συμπεριφορᾶς. Εἶναι βέβαια ἀσύγκριτα ἀνώτερο ἀπό τήν κοινή ἠθική. Ὡστόσο, στήν βασιλεία τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό ἄλφα, ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι ὅλο τό ἀλφάβητο τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς ἀποτελεῖται ἀπό τρία γράμματα, τίς τρεῖς ἐντολές πού ἀναφέρονται ἐδῶ (στ. 31-36) . Ὁ «χρυσός κανόνας», δηλαδή, ὁ ὁποῖος βρίσκεται πολύ ψηλότερα ἀπό τήν ψηλότερη βαθμίδα τῆς κλίμακας τῆς κοινῆς ἠθικῆς, ἀποτελεῖ τήν χαμηλότερη βαθμίδα στήν κλίμακα τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς. Ἡ κορυφή της, πού θέτει ὡς πρότυπο τόν διο τόν Θεό, προβάλλει στό τέλος τῆς περικοπῆς (στ. 36).
6,32-34. Καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι. Καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. Καὶ ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ σα.
Ἡ δεύτερη ἐντολή εἶναι ὅτι ἡ ἀγάπη πρός τόν ἄλλο πρέπει νά εἶναι ὄχι μόνον ἴση, ἀλλά καί ἀνιδιοτελής, χωρίς νά περιμένει ἀμοιβή ἤ ἀνταπόκριση. Τό ἱερό κείμενο μᾶς τήν περιγράφει πρῶτα στερεοσκοπικά μέ τρία παραπλήσια παραδείγματα καί ἔπειτα τήν διατυπώνει ὡς ἐντολή (στ 35):
α) εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ἐάν ἀρκεῖσθε σέ μία συναισθηματική ἀνταπόδοση τῆς ἀγάπης πρός αὐτούς πού σᾶς ἀγαποῦν·
β) ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ἐάν κάνετε τό καλό μόνο σέ ἐκείνους πού μποροῦν νά σᾶς τό ἀνταποδώσουν. Ἐδῶ τήν ἀγάπη ἀντικαθιστᾶ ἡ ἀγαθοποιία, ἀπό τό συναίσθημα προχωρεῖ στήν ἔμπρακτη ἀπόδειξη.
γ) Ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ἐάν δανείζετε μέ τήν ἀπαίτηση νά πάρετε τόκο ἤ, ἀκόμη, νά σᾶς ἐπιστραφεῖ τό δάνειο. Στό τρίτο παράδειγμα ἀντί γιά τήν ἀγάπη ἤ τήν ἀγαθοποιία ἔχουμε τό δάνειο.
Καί στίς τρεῖς περιπτώσεις, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; ρωτᾶ ὁ Ἰησοῦς. Μέ τήν ρητορική αὐτή ἐρώτηση τονίζει ὅτι καμία ἀμοιβή ἤ εὔνοια δέν μπορεῖ νά περιμένει ἀπό τόν Θεό ἐκεῖνος πού περιορίζει τήν προσφορά τῆς ἀγάπης στό χαμηλό ἐπίπεδο τῆς συναλλαγῆς. Στά μάτια τοῦ Θεοῦ δέν διαφέρει ἀπό τούς τελῶνες (βλ. Μθ 5,46-47), ἐνεργεῖ ὅπως καί οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ κατά κοινή ὁμολογία κακοί καί φαῦλοι ἄνθρωποι.
Ἀξίζει νά σημειώσουμε ὅτι στά δύο πρῶτα παραδείγματα, ἔτσι κι ἀλλοιῶς δέν περιμένει κανείς ἀνταπόδοση. Στό δάνειο ὅμως περιμένει, διότι ὁ ἴδιος ὁ δανειζόμενος ὑπόσχεται τήν ἀνταπόδοση. Κι ὅμως, ὁ πολίτης τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ οὔτε καί ἀπό ἐδῶ δέν πρέπει νά περιμένει τήν ἀνταπόδοση.
6,35. Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς.
Ὁ Ἰησοῦς συνοψίζει τά νοήματα τῶν παραδειγμάτων καί διατυπώνει τήν δεύτερη ἐντολή. Τήν εἰσάγει μάλιστα ἐμφατικά, μέ τόν ἰσχυρό ἀντιθετικό σύνδεσμο πλὴν. Ζητᾶ ἀπό τούς πολῖτες τῆς βασιλείας του ἀνυστερόβουλη καί ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Τούς προτρέπει νά ἀγαποῦν τούς ἐχθρούς τους, νά κάνουν τό καλό καί νά δανείζουν χωρίς νά ἐλπίζουν ὅτι θά κερδίσουν τόκο ἤ ὅτι θά λάβουν πίσω ὅσα δάνεισαν. Τό παράγγελμα αὐτό ξεπερνάει τόν φυσικό νόμο τῆς ἀδιάφθορης ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε, βέβαια, γιά νά ἀγαπᾶ· αὐτή εἶναι ἡ φυσική του κατάσταση, σ’ αὐτήν ἀναπαύεται. Τό ἀξίωμα αὐτό διακήρυξε καί ἡ σοφία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων μέ τό στόμα τῆς Ἀντιγόνης: «οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν» (=γεννήθηκα ὄχι γιά νά μισῶ ἀλλά γιά νά ἀγαπῶ). Ἡ ποιότητα ὅμως τῆς ἀγάπης πού παραγγέλλει ὁ Κύριος εἶναι ἄλλου ἐπιπέδου, πολύ ὑψηλοτέρου ἀπό ἐκεῖνο τῆς φυσικῆς ἀγάπης. Πηγάζει ἀπό τήν πίστη καί τρέφεται ἀπό αὐτήν. Ἡ χριστιανική ἠθική δέν νοεῖται χωρίς πίστη.
Στόν πιστό τόν ὁποῖο ἡ πίστη ἐμπνέει καί κινεῖ σέ ἔργα ἀγάπης ὁ Κύριος ὑπόσχεται μισθό μεγάλο· καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου. Ἡ υἱοθεσία δίνεται στούς πιστούς μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος. Ἀπαιτεῖται ὅμως ἡ συνέργεια τοῦ βαπτιζομένου, ὥστε νά ἀποδειχθεῖ ἀντάξιος τοῦ προνομίου πού ἔλαβε.
Ὁ Θεός εἶναι χρηστός, δηλαδή ἐπιεικής, γεμάτος καλωσύνη, ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς, καί σ᾿ ἐκείνους πού στίς εὐεργεσίες καί στήν ἀγάπη του ἀνταποδίδουν ἀχαριστία καί κακότητα (πρβλ. Μθ 5,45). Ἄν ἀνάμεσα στούς εὐεργετημένους ἀπό τόν Θεό ἀχάριστους καί πονηρούς συμπεριλαμβάνει ὁ πιστός καί τόν ἑαυτό του (πρβλ. Ρω 5,10), πού εἴτε ἑκούσια εἴτε ἀκούσια ἁμαρτάνει, τότε βρίσκει τήν δύναμη νά εὐεργετεῖ ἀκόμη καί ἐκείνους πού τοῦ ἔκαναν κακό (πρβλ. Ἐφ 4,32· Κλ 3,12-14).
6,36. Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί.
Ὁ Κύριος συνοψίζει ἀκόμη περισσότερο τήν ἐντολή. Στήν πρώτη διατύπωση (στ. 31) εἶπε «τί πρέπει» νά γίνεται. Στήν δεύτερη (στ. 35) συνοψίζοντας, τό «πρέπει» ἐξασθένησε. Τώρα τό «πρέπει» ἐξαφανίσθηκε. Ὁ Χριστός ἐπικαλεῖται τήν ἐπιθυμία κάθε ἀνθρώπου νά ἀποδείξει ὅτι εἶναι γνήσιο γέννημα τοῦ πατέρα του καί ὄχι νόθο κάποιου ἄλλου. Ἡ πιό ἰσχυρή καί ἀκαταμάχητη ἀπόδειξη ὅτι ἕνας ἄνθρωπος εἶναι γνήσιο παιδί τοῦ πατέρα του, εἶναι τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του. Ἄν στά χαρακτηριστικά αὐτά εἶναι ὁλόϊδιος ὁ πατέρας του, δέν χρειάζεται ἄλλη ἀπόδειξη γνησιότητος. Χαρακτηριστικό φυσικό τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι εἶναι οἰκτίρμων. Ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος εἶναι οἰκτίρμων, ὅπως ὁ Θεός, δέν χρειάζεται ἄλλη ἀπόδειξη ὅτι εἶναι πράγματι υἱός τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τονίζει ὅτι ἡ ὁμοιότητά μας μέ τόν Θεό πατέρα σέ τίποτε ἄλλο δέν ἑστιάζεται παρά μόνο στό «ἐλεεῖν καὶ οἰκτείρειν». Δέν εἶπε ὁ Κύριος ὅτι θά εἴμαστε ὅμοιοι μέ τόν Θεό, ὅταν νηστεύουμε ἤ ἀσκοῦμε τήν παρθενία ἤ προσευχόμαστε, διότι τίποτε ἀπό αὐτά δέν κάνει ὁ Θεός. Χαρακτηριστικό του εἶναι ἡ εὐσπλαγχνία καί μόνον αὐτή θά μᾶς ἐξομοιώσει μαζί του.
Θά ἐμβαθύνουμε περισσότερο στό παράγγελμα αὐτό τοῦ Κυρίου, ὅταν τό συνδυάσουμε μέ δύο παρόμοιες προτροπές, πού διατυπώνονται ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη. Στό Λευϊτικόν ὁ Θεός παραγγέλλει· «καὶ ἁγιασθήσεσθε καὶ ἅγιοι ἔσεσθε, ὅτι ἅγιός εἰμι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεός ὑμῶν» (11,44· πρβλ. 20,7· Α΄ Πέ 1,16) καί στό Δευτερονόμιον· «τέλειος ἔσῃ ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου» (18,13· πρβλ. Μθ 5,48). Ἡ τελειότητα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς εἶναι καρπός τῆς ἁγιότητος καί τό πρῶτο βῆμα γιά τήν ἁγιότητα εἶναι ἡ οἰκτιρμοσύνη, ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη. Αὐτή, ὅπως ὑπογραμμίζει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μᾶς καθιστᾶ μιμητές τοῦ Θεοῦ καί «τέκνα (του) ἀγαπητά», δηλαδή γνήσια (Ἐφ 5,1).
Στεργἰου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Α΄, σελ. 273-277