Ἡ μετάνοια τοῦ Θεοῦ
Μᾶς φαίνεται ἐντελῶς ἀνάρμοστο καί πολύ ἀνάξιο τοῦ Θεοῦ, Θεός αὐτός νά μετανοεῖ. Ὁ Θεός εἶναι πάνσοφος, ὥστε δέν μπορεῖ νά κάνει λάθη, καί εἶναι ἀκόμη παντογνώστης καί προγνώστης, ὥστε μπορεῖ νά προλαβαίνει τίς καταστάσεις καί δέν χρειάζεται νά μετανοεῖ. Κι ὅμως, ὑπάρχουν περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες ἡ ἁγία Γραφή μιλάει γιά μετάνοια τοῦ Θεοῦ.
Χαρακτηριστικό εἶναι αὐτό πού μᾶς ἀναφέρει τό βιβλίο τοῦ Ἰωνᾶ. Ἡ βαθειά καί εἰλικρινής μετάνοια τῶν Νινευϊτῶν ἀναγκάζει τόν Θεό νά ἀλλάξει τό σχέδιο τῆς καταστροφῆς τους, νά μήν πραγματοποιήσει τήν ἀπειλή του, πού ρητά εἶχε ἀναγγείλει ὁ προφήτης, ἀλλά νά τούς συγχωρήσει. «Καί εἶδεν ὁ Θεός τά ἔργα αὐτῶν, ὅτι ἀπέστρεψαν ἀπό τῶν ὁδῶν αὐτῶν τῶν πονηρῶν, καί μετενόησεν ὁ Θεός ἐπί τῇ κακίᾳ ᾗ ἐλάλησε τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς, καί οὐκ ἐποίησε» (Ἰωνᾶς 3,10).
Ὅσο παράδοξη παρουσιάζεται γιά τήν ἀνθρώπινη λογική ἡ μετάνοια τοῦ Θεοῦ, τόσο θεολογική εἶναι ἡ ἀλήθεια πού ἀποκαλύπτει. Πράγματι, ἐκεῖνο πού ἔκανε τόν Θεό νά μετανοήσει δἐν ἦταν οὔτε ἐσφαλμένη ἐκτίμηση οὔτε εἰδική συμπάθεια, ἀλλά, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «ἡ μεταβολή τοῦ βίου». Εἶδε τούς Νινευΐτες νά μεταπηδοῦν ἀπό τόν πονηρό τρόπο ζωῆς σέ ἀγαθό, καί αὐτός «μεταφοιτᾷ πρός τό ἥμερον καί ἀναβάλλεται τήν καταστροφήν καί φειδοῦς ἀξιοῖ», ἐξηγεῖ καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας. Ἐφόσον ἔλαβε τέλος ἡ ἁμαρτία, «ἀνίησι καί αὐτός τήν ὀργήν καί μεταβουλεύεται τά χρηστά».
Τό μήνυμα εἶναι ξεκάθαρο καί πολύ παρηγορητικό γιά τήν ἁμαρτωλή καί πάντοτε ἁμαρτάνουσα ἀνθρωπότητα. Ἡ δική μας μετάνοια ἀνακαλεῖ τήν καταδικαστική ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς, ἀνατρέπει τήν ἀπειλή του καί ἀποκρούει τή θεήλατη ὀργή. Μόλις μᾶς δεῖ νά ἐπιστρέφουμε κοντά του ὁ Θεός, λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, τρέχει, μᾶς ξεφορτώνει ἀπό τό φορτίο τῶν ἁμαρτημάτων μας καί μᾶς προσφέρει τίς δωρεές του. Διότι οὔτε κι ἐμεῖς δέν ἐπιθυμοῦμε τόσο τή σωτηρία μας, ὅσο αὐτός ἐπείγεται νά μᾶς τήν χαρίσει. Τό ἔλεος καί ἡ ἀγάπη του βρίσκουν δρόμο μέσα στή μετανοημένη καρδιά καί τήν σώζουν.
Τί δυνατό δικαίωμα γιά τή σωτηρία μᾶς ἔχει παραχωρήσει, στ' ἀλήθεια, ὁ Κύριος! Ἄν μέ τήν προσευχή ὁ ἄνθρωπος παλεύει μέ τόν Θεό, μέ τή μετάνοια μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι κατανικᾶ τόν Παντοδύναμο.
Ἀλλά μιά τέτοια δύναμη, εὔλογο εἶναι ὅτι προϋποθέτει πολύ κόπο ἐκ μέρους μας. Δέν εἶναι εὔκολο νά νικήσουμε τόν Θεό καί νά ἀλλάξουμε τίς βουλές του. Γιά νά μᾶς χαρίσει ὁ Κύριος αὐτή τήν ἀσύλληπτη νίκη, χρειάζεται νά δείξουμε «ἔργα» μετανοίας. Καί τά ἔργα τῆς δικῆς μας μετανοίας εἶναι ἡ πίστη, ἡ συναίσθηση καί ἡ διόρθωση, ἡ προσευχή καί ἡ ἐξομολόγηση, ἡ νηστεία.
Ὅλα αὐτά ὀνομάζονται στή Γραφή μέ μιά πολύ παραστατική λέξη, πού κρύβει μέσα της ἔντονη προσπάθεια καί βαθειά ἀποφασιστικότητα· λέγονται ἐπιστροφή. Εἶναι ἡ μόνη κίνηση πού ἀναγκάζει τόν Θεό σέ μετάνοια, ὅπως λέει ὁ προφήτης Ἰερεμίας· «Πέρας λαλήσω ἐπί ἔθνος ἤ ἐπί βασιλείαν τοῦ ἐξᾶραι αὐτούς καί τοῦ ἀπολλύειν, καί ἐπιστραφῇ τό ἔθνος ἐκεῖνο ἀπό πάντων τῶν κακῶν αὐτῶν, καί μετανοήσω περί τῶν κακῶν, ὧν ἐλογισάμην τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς» (18,7-8). Εἶναι ἡ μόνη κίνηση πού κάνει τόν Πατέρα νά βγεῖ τρέχοντας στό δρόμο καί νά ἀγκαλιάσει καί νά φιλήσει τόν ἄσωτο γιό πού ἐπιστρέφει κοντά του.
Πῶς ὅμως συμβαίνει νά μετανοεῖ ὁ Θεός; Μιά ἄποψη εἶναι ὅτι ἡ μετάνοια τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ ἕνα παιχνίδι ἀγάπης μαζί μας, ἕναν τρόπο ἀγωγῆς καί ἐκπαιδεύσεώς μας. Ὁ Θεός λαλεῖ μέ παιδιά καί γι' αὐτό, ὅταν μᾶς ἀπειλεῖ, προσποιεῖται ὅτι δέν εἶναι προγνώστης, ἀλλά μᾶς ἀπειλεῖ, σάν νά μιλοῦσε σέ βρέφη· καί ὅταν μπροστά στήν ἀπειλή ἐμεῖς μετανοοῦμε, ἐκεῖνος μᾶς λέει «μετανοῶ». Ὁ Θεοδώρητος διευκρινίζει ὅτι ὁ Θεός δέν μετανοεῖ ὅπως ἐμεῖς, διότι δέν μπορεῖ νά θέλει ἄλλο τώρα καί ἄλλο ὕστερα. Ἁπλῶς, στή δική μας μετάνοια χαρίζει τή μετάνοιά του, ὀνομάζοντας μετάνοια τή μεταβολή τῆς ἀπειλῆς. Κακία δέ, γιά τήν ὁποία μετανοεῖ, δέν ἐννοεῖ βέβαια κάποια δική του φαυλότητα, λέει πάλι ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἀλλά «τήν κακωτικήν ὀργήν», τήν ἀπειλή τῆς τιμωρίας, κατά τόν Θεοδώρητο.
Εἶναι, λοιπόν, ἡ μετάνοια τοῦ Θεοῦ ἡ συγγνώμη πού σταλάζει ἀπό τή χάρη του, σύμφωνα μέ τήν ὐπόσχεσή του ὅτι «καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει» (Ψα 50,19). Εἶναι ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἡ συμφιλίωση καί ἡ καταλλαγή μας μέ τόν Θεό, εἶναι τέλος ἡ μεσιτεία του Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἔγινε «ὁ ἱλασμός περί τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Α΄ Ἰω 2,2). Καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἠ μετάνοια τοῦ Θεοῦ ἐκφράζεται καί πραγματώνεται στή ζωή μας εἶναι τό μυστήριο, στό ὁποῖο οἰκονόμησε ὁ Θεός νά ἀποθέτει ὁ ἄνθρωπος τή δική του μετάνοια μπροστά στόν πνευματικό. Ἐκεῖ, κάτω ἀπό τό πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ, ἡ μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου συναντᾶ τή μετάνοια τοῦ Θεοῦ καί συντελεῖται ἡ λύτρωση.
Στήν πραγματικότητα ὁ Θεός μένει πάντοτε ὁ ἴδιος· ἀναλλοίωτα ἐλεήμων καί αἰώνια ἀγαπῶν. Ἡ ἁμαρτία ὅμως μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό κοντά του, παρεμβάλλει ἀνάμεσά μας ἕνα πέπλο σκότους, δημιουργεῖ γύρω μας μιά ἀποπνικτική ἀτμόσφαιρα· μέ ἕνα λόγο, μᾶς ἐγκλωβίζει στό χῶρο τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὁ χῶρος τῆς ὀργῆς. Οἱ ἀκτῖνες τῆς θείας χάριτος δέν φθάνουν ἐκεῖ καί τό παντοειδές κακό ἄγριο χυμᾶ πάνω μας. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος πού ἀμετανόητα ἁμαρτάνει, χτίζει μέ τά ἴδια του τά χέρια τήν κόλασή του.
Ἡ μετάνοια εἶναι τό συγκλονιστικό ἐκεῖνο ρῆγμα πάνω στό ἀπροσπέλαστο φράγμα τοῦ χωρισμοῦ μας ἀπό τόν Θεό, πού τό καταφέρουν τά δάκρυα τῆς καρδιᾶς μας. Μέσα ἀπό τή ρωγμή τῆς συντριβῆς μας περνᾶ ὁ Θεός καί μᾶς ἀγκαλιάζει. Μέσα ἀπό τό ἄνοιγμα τῆς ἐξομολογήσεώς μας ἐλευθερώνεται ἡ ψυχή μας καί ἐγκαθίσταται στή χώρα τοῦ ἐλέους καί τῆς μακροθυμίας. Μέ τή μετάνοιά μας γινόμαστε εὐνοούμενοι τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι πολύ ὠφέλιμο νά σκεπτόμαστε πάντοτε τή μετάνοια τοῦ Θεοῦ. Νά τήν ἐπικαλούμαστε καί νά προσπαθοῦμε νά τήν κερδίσουμε μέ ὅλα τά μέσα πού θέτει στή διάθεσή μας ἡ Ἐκκλησία. Καί νά μή ξεχνοῦμε ὅτι εἶναι πόθος καί ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ νά νικοῦμε τήν ὀργή του, γιά νά ὑπερισχύει τό ἔλεός του πάνω μας.
Στέργιος Σάκκος
Ἂπολύτρωσις 41 (1986) 33-35
Τό μήνυμά μας εἶναι τό μήνυμα τῶν ἀγγέλων πρός τούς ταπεινούς βοσκούς τῆς Βηθλεέμ· «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ» (Λκ 2,11). Ἀπευθύνεται σέ ὅλους τούς ἀγαπητούς μας ἀναγνῶστες ἀλλά καί σέ κάθε ἄνθρωπο τῆς γῆς, ἀφοῦ γι᾿ αὐτό κατέβηκε στή γῆ, ἔλαβε ἀρχή ὁ ἄναρχος καί σάρκα ὁ ἄσαρκος Θεός· γιά νά χαρίσει στόν ἄνθρωπο τή λύτρωση, τή σωτηρία.
Ὡστόσο, εἶναι ἀλήθεια διαπιστωμένη, πού καθημερινά καί πολλαπλά ἐπιβεβαιώνεται, ὅτι εἶναι ἀνησυχητικά πολλοί οἱ ἀλύτρωτοι, οἱ ἄνθρωποι πού παραμένουν μακριά ἀπό τή σωτηρία. Αὐθόρμητο καί εὔλογο ἀνεβαίνει στά χείλη μας τό ἐρώτημα: τάχα γιατί; Ἡ ἀπάντηση ἀποκαλύπτει πολλές καί βαθειές αἰτίες, ὅσο βαθειά καί πολυποίκιλη εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, ὅσο πλατειά καί ἀνερμήνευτη εἶναι ἡ ἐλευθερία, τήν ὁποία ὁ Θεός ἀναγνωρίζει στό πλάσμα του. Ἐμεῖς θά ἐπισημάνουμε μόνο μία -θεμελιακή, κατά τή γνώμη μας- αἰτία, πού καθιστᾶ ἐπίπονο καί γι᾿ αὐτό ἀνεπιθύμητο τό δρόμο πρός τήν πολυπόθητη σωτηρία. Καί θά μιλήσουμε παραβολικά:
Ὅταν ὁ βασιλιάς Πτολεμαῖος κράτησε στά χέρια του τήν περίφημη «Γεωμετρία», ἔργο τοῦ διάσημου μαθηματικοῦ Εὐκλείδη, θαύμασε τό ἐπίτευγμα. Διαπίστωσε ὅμως πώς τοῦ ἦταν τελείως ἀδύνατο νά κατανοήσει τά γραφόμενα φυλλομετρώντας ἁπλῶς τό βιβλίο. Κάλεσε, λοιπόν, τόν Εὐκλείδη καί τοῦ εἶπε:
- Δέν ὑπάρχει κάποιος εὐκολότερος τρόπος γιά νά γνωρίσει κανείς αὐτά τά σπουδαῖα πράγματα πού γράφεις ἐδῶ; Καί ὁ σοφός μαθηματικός τοῦ ἀπάντησε:
- Μεγαλειότατε, δέν ὑπάρχει βασιλική λεωφόρος πού νά ὁδηγεῖ στή γεωμετρία!
Ἀναμφίβολα εἶναι ποθητή καί περιζήτητη ἀπό ὅλους ἡ σωτηρία. Ἀπαιτεῖ ὅμως τήν τόλμη τῆς μετάνοιας, πού συνεπάγεται τήν πορεία στή «στενή ὁδό» τῆς πίστεως. Αὐτός εἶναι ὁ μοναδικός δρόμος· δέν ὑπάρχει «βασιλική λεωφόρος», πού θά μᾶς φέρει ἄκοπα καί ἄνετα στή σωτηρία. Ἡ μετάνοια προϋποθέτει ταπείνωση, συντριβή, ἀπόθεση τῶν σφαλμάτων, τῶν παθῶν καί τῶν ἀδυναμιῶν ἀλλά καί τῶν ἀρετῶν, τῶν καυχημάτων καί τῶν ἐπιτευγμάτων μας στά πόδια τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ. Ἐπιβάλλει ὁλόψυχη ὑποταγή στό θέλημά του. Μόνο στίς ψυχές πού τόν πλησιάζουν μέ τήν ταπείνωση τῶν σοφῶν μάγων, πού τόν ὑποδέχονται μέ τήν ἁπλότητα τῶν ταπεινῶν ποιμένων τῆς Βηθλεέμ χαρίζει ὁ Κύριος τή δυνατότητα νά τόν δοξολογήσουν μαζί μέ τούς ἀγγέλους. Μόνο ὅσοι μετανοοῦν καλοδέχονται στήν καρδιά τους τόν Σωτήρα. Καί σ᾿ αὐτούς ἀποκαλύπτεται τό μεγάλο μυστικό ὅτι εἶναι εὐφρόσυνη κι εὐλογημένη ἡ ὁδός τοῦ Κυρίου.
Ἀδελφέ μου, τό θέμα εἶναι ἁπλό καί ξεκάθαρο: Ὁ Χριστός τά δίνει ὅλα μόνο σ᾿ ἐκείνους πού τοῦ παραδίδουν τόν ἑαυτό τους μέ τή μετάνοια. Ἄς εἶναι αὐτή τό γνώρισμα τῶν Χριστουγέννων πού πλησιάζουν, γιά νά τά ζήσουμε λυτρωτικά, εὐλογημένα. Ἀμήν!
Ἄς τούς μιμηθοῦμε! Κι ἄν ὄχι στά ἄλλα, τουλάχιστον στήν ταπείνωση καί τή μετάνοια, πού ἄλλαξε τή ζωή τους. Τά μεγάλα καί ὑψηλά κατορθώματα τῶν ἁγίων ἀποστόλων ἴσως δέν μποροῦν ὅλοι νά τά μιμηθοῦν· ἁρμόζουν στούς μεγάλους. Ἡ μετάνοια ὅμως πού ὁδηγεῖ στή διόρθωση ἁρμόζει κυρίως σέ μᾶς, πού καθημερινά πέφτουμε σέ πολλά παραπτώματα...
Εἶναι ἀνάγκη, βέβαια, νά προηγηθεῖ ἡ ἐπίγνωση τῶν ἁμαρτημάτων μας... Ἀκόλουθός της θά καταφτάσει ἡ αὐτομεμψία. Συνοδός αὐτῆς εἶναι ἡ κατά Θεόν λύπη. Ἡ συντριβή τῆς καρδιᾶς, ἡ ἐξαγόρευση καί ἡ θερμή προσευχή θά ἔλθουν ἀμέσως νά τίς συναντήσουν. Ἀναπόσπαστο μέλος μιᾶς τέτοιας συνοδίας εἶναι ἡ ὑπόσχεση τῆς ἀποχῆς ἀπό τίς κακίες. Νά, τί εἶναι μετάνοια...
Γρηγορίου Παλαμᾶ, Εἰς τήν ἑορτήν
τῶν ἁγίων καί κορυφαίων ἀποστόλων
Πέτρου καί Παύλου, ΕΠΕ 10,216-218
Γι’ αὐτό συνεχῶς μιλῶ γιά τήν μετάνοια. Γιατί ἡ μετάνοια, πού εἶναι φοβερή καί τρομερή γιά τόν ἁμαρτωλό, εἶναι φάρμακο τῶν παραπτωμάτων, καταστροφή τῶν ἁμαρτιῶν, ἐξαφάνιση τῶν δακρύων, παρρησία πρός τόν Θεό, ὅπλο κατά τοῦ διαβόλου, μαχαίρι πού τοῦ κόβει τό κεφάλι, ἐλπίδα σωτηρίας, θάνατος τῆς ἀπελπισίας. Αὐτή ἀνοίγει στόν ἄνθρωπο τόν οὐρανό, αὐτή τόν βάζει μέσα στόν παράδεισο, αὐτή νικᾶ τόν διάβολο...
Εἶσαι ἁμαρτωλός; Μήν ἀπελπισθεῖς. Δέν παύω νά σᾶς ἀλείφω συνεχῶς μ’ αὐτά τά φάρμακα, γιατί ξέρω καλά πόσο σπουδαῖο ὅπλο κατά τοῦ διαβόλου εἶναι τό νά μήν ἀπελπίζεσθε. Ἄν ἔχεις ἁμαρτήματα, μήν ἀπελπισθεῖς. Δέν παύω νά τά λέω αὐτά συνεχῶς. Κι ἄν κάθε μέρα ἁμαρτάνεις, κάθε μέρα νά μετανοεῖς. Κι αὐτό πού κάνουμε στά παλιά σπίτια, δηλαδή ὅταν ἐρειπωθοῦν, πετοῦμε τά ἐρείπια καί κτίζουμε καινούργια καί ποτέ δέν λησμονοῦμε νά τά φροντίζουμε συνεχῶς, αὐτό νά κάνουμε καί στόν ἑαυτό μας. Ἄν πάλιωσες σήμερα ἀπό τήν ἁμαρτία, ξανακαινούργιωσε τόν ἑαυτό σου μέ τή μετάνοια.
Καί εἶναι δυνατόν, λέει, νά μετανοήσει κάποιος καί νά σωθεῖ; Εἶναι καί πολύ μάλιστα. Ἔζησα ὅλη μου τή ζωή μέσα στίς ἁμαρτίες καί ἄν μετανοήσω σώζομαι; Καί βέβαια. Ποιός τό δηλώνει; Ἡ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου σου. Μήπως ἔχω ἐμπιστοσύνη στή μετάνοιά σου; Μήπως ἡ μετάνοιά σου ἔχει τή δύναμη νά ἐξαλείψει τόσα κακά; Ἄν ἡ μετάνοιά σου ἦταν μόνη, θά 'ταν φυσικό νά φοβᾶσαι. Ἐπειδή ὅμως μέ τή μετάνοια ἀνακατεύεται ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἔχε θάρρος. Γιατί δέν ὑπάρχει μέτρο τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, οὔτε μπορεῖ νά ἀποδοθεῖ μέ λόγια ἡ ἀγαθότητά του. Γιατί ἡ δική σου κακία ἔχει μέτρο, μά τό φάρμακο δέν ἔχει μέτρο. Ἡ κακία σου, ὅποια κι ἄν εἶναι, εἶναι ἀνθρώπινη κακία, ἀλλά ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνέκφραστη· κι ἔχε θάρρος γιατί ξεπερνᾶ τήν κακία σου.
Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί μετανοίας 8· PG 49,337
Ἡ περίοδος τῆς οἰκονομικῆς κρίσης συνεχίζεται μέ ἔνταση. Ἡ καινούργια χρονιά σημαίνει γιά πάρα πολλούς ἐξ ἡμῶν ἕνα ἀκόμη ἔτος δυσβάστακτων προβλημάτων πού δέν περιορίζονται πιά στήν οἰκονομική στενότητα. Αὐτό πού βάλλεται πλέον καίρια μέ τά συνεχῆ ἐξοντωτικά μέτρα καί ἰδίως μέ τήν ὁλοφάνερη ἀδυναμία νά δοθεῖ ἀξιόπιστη διέξοδος στά τρομερά ἀδιέξοδα τοῦ τόπου εἶναι ἡ ἴδια ἡ ψυχή τοῦ λαοῦ μας· τό ἠθικό του. Φαίνεται πλέον ξεκάθαρα ὅτι ἡ διάλυση σάν ἕνα τρομερό τσουνάμι ἀπειλεῖ τά πάντα χωρίς ἐλπίδα ἀνασύνταξης· αὐτή εἶναι δυστυχῶς ἡ πραγματικότητα.
Ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς κατάστασης ἐντοπίζεται ἀπό πολλούς στίς στρεβλώσεις καί στήν ἀνεπάρκεια τοῦ πολιτικοῦ μας συστήματος. Ὡστόσο, αὐτή εἶναι μόνον ἡ ἐπιφάνεια. Οἱ ρίζες τοῦ προβλήματος, πού τό τροφοδοτοῦν καί τό αὐξάνουν καί οἱ ὁποῖες δυστυχῶς μένουν ἀθέατες μέσα στήν ἀχλύ τῆς ψευδώνυμης προόδου πού ἐνέσκηψε, εἶναι ἄλλες: Εἶναι ἡ ἀντίθεη παιδεία, ἡ καλλιέργεια ἑνός ἀντίχριστου φρονήματος ἤδη ἀπό τό νηπιαγωγεῖο ἤ ἀκόμη καί ἀπό τό παιδικό δωμάτιο. Τήν τελευταία τεσσαρακονταετία περίπου τά Ἑλληνόπουλα μαθαίνουν ἀπό τήν κούνια τους, ἀπό τήν ἀξεπέραστη δασκάλα πού λέγεται τηλεόραση, ὅτι ἡ χριστιανική πίστη εἶναι ὀπισθοδρόμηση ἤ στήν καλύτερη περίπτωση ἕνα μέρος τῆς λαϊκῆς μας παράδοσης. Μαθαίνουν ἐπίσης ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρξε ἐχθρός καί τύραννος τοῦ ἔθνους. Διδάσκονται στά σχολεῖα τους ὅτι ἡ ἱστορικότητα τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἀμφισβητήσιμη· ὅτι μόνον οἱ ἀφελεῖς πιστεύουν στά σημεῖα καί στήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ· ὅτι μπορεῖ κανείς νά σαρκάζει ἐλεύθερα τά ἱερά καί τά ὅσια καί νά ἐπιβραβεύεται γι’ αὐτό· ὅτι ἡ ἠθική τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι παρωχημένη· ὅτι ἡ αἰσχρότητα εἶναι ἐκσυγχρονισμός. Καί μαζί μ’ αὐτά διδάσκονται, ὡς φυσική συνέπεια, ὅτι ἡ τιμιότητα καί ἡ ἐντιμότητα δέν εἶναι ἀξίες· ὅτι ἀξίες εἶναι οἱ «ἀνάγκες» μας -δηλαδή τά πάθη μας-, τά λεφτά καί οἱ νόμοι τῆς ἀγορᾶς. Ὅτι ἡ συνείδηση τοῦ χρέους, τό φιλότιμο καί ἡ θυσία εἶναι μειονεξία· ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά διεκδικεῖ ἀνυποχώρητα τά δικαιώματά του. Ὅτι ἡ προσπάθεια καί ἡ ἐργατικότητα δέν εἶναι ὁ μόνος τρόπος γιά νά προχωρήσει κανείς στήν ζωή, ἀλλά ὅτι ἰδανική κατάσταση εἶναι νά κερδίζεις ὅσο περισσότερα μπορεῖς μέ τόν λιγότερο δυνατό κόπο ἤ καί χωρίς καθόλου κόπο. Ὅτι ἡ ἀγάπη γιά τήν πατρίδα εἶναι ἐθνικισμός καί ὅτι ἰδανικό εἶναι ὁ διεθνισμός. Καί εἶπα ὅτι ἡ σύνδεση τῆς ὑποτίμησης τῆς χριστιανικῆς πίστης μέ τήν διεφθαρμένη αὐτή νοοτροπία εἶναι φυσική, διότι τό ἀξίωμα τοῦ Ντοστογιέφσκυ, ὅσο καί ἄν πολεμήθηκε καί πολεμεῖται ἀπό τήν νιτσεϊκή ἀφρόκρεμα τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς διανόησης, ἰσχύει πάντοτε: «Χωρίς Θεό ὅλα ἐπιτρέπονται».
Ναί, ἔτσι εἶναι. Χωρίς Θεό ὅλα ἐπιτρέπονται. Διότι ὅταν ἀρνεῖσαι τόν Θεό, ἀπορρίπτεις τό ἀγαθό καί οἰκειώνεσαι ἀναπότρεπτα τό κακό, καθώς τό κενό δέν εἶναι ἀνεκτό οὔτε στήν φυσική οὔτε στήν πνευματική ζωή. Ποῦ, ἐξάλλου, νά στηρίξεις μία ἔντιμη καί ἀγωνιστική ζωή, χωρίς μειωτικούς συμβιβασμούς καί ἐκπτώσεις; Γιατί νά προσπαθεῖς νά εἶσαι εὐεργετικός, εἰλικρινής καί ἀλληλέγγυος μέ τόν ἄλλο; Γιατί νά μήν ἐνδιαφέρεσαι μόνο γιά τό συμφέρον σου; Γιατί νά μήν ἀδικεῖς, νά μήν κλέβεις, νά μήν πατᾶς ἐπί πτωμάτων ὅταν αὐτό σέ ἐξυπηρετεῖ; Ποιός θά σ’ ἐμποδίσει; Ποιά δύναμη μπορεῖ νά ἀναστείλει τήν ἀνθρώπινη ἐμπάθεια;
Ὁ Διαφωτισμός ὑποσχέθηκε ὅτι μόνη της ἡ ἀνθρώπινη λογική χωρίς τόν Θεό (ὁ λεγόμενος «ὀρθός λόγος») θά ἔλυνε ὅλα τά προβλήματά μας, ἀλλ’ ἰδού ὅτι αὐτή ἡ νοοτροπία νομιμοποιεῖ στήν ἐποχή μας, μέ τρομακτικές συνέπειες, τίς πιό ἀποκρουστικές διαστροφές. Κάποτε ἐπί παραδείγματι φρικιούσαμε καί μόνο στήν σκέψη ὅτι θά ἀποποινικοποιοῦνταν οἱ ἐκτρώσεις. Κι ὅμως, αὐτός ὁ ἐφιάλτης εἶναι πραγματικότητα καί στήν χώρα μας πλέον. Καί ὁ τόπος μας, ὁ αἱματοβαμμένος ἀπό τίς θυσίες τῶν μαρτύρων καί τῶν ἡρώων του, ποτίζεται σήμερα ἀπό τά αἵματα χιλιάδων ἀθώων νηπίων, πού σφαγιάζονται νομίμως(!) στό ὄνομα τῶν δικαιωμάτων τῆς γυναίκας(!). Καί ὁσονούπω -γιατί ὄχι;- θά ἀρχίσει νά συζητεῖ- ται ἐνδεχομένως καί ἡ ἀναγνώριση «τοῦ δικαιώματος στήν παιδοφιλία»(!), ὅπως γίνεται πλέον σέ ἄλλα εὐρωπαϊκά κράτη.
Εἶναι κατεπείγουσα ἀνάγκη νά κατανοήσουμε ὅλοι ὅτι μέσα σ’ αὐτόν τόν ὀρυμαγδό τῶν ἐρειπίων ἡ μόνη δύναμη ἀνάσχεσης καί ἐξουδετέρωσης τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ ἐπιστροφή στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Δέν ὑπάρχει ἄλλη. Μόνον ἡ πίστη μπορεῖ νά ἐμπνεύσει ἐλπίδα ζωντανή καί νά προκαλέσει ἔκρηξη δημιουργικότητας. Καί μόνον ὁ Χριστός, ἡ Ἀλήθεια, μπορεῖ νά ἐμφυσήσει στίς καρδιές μας τό πάθος καί τόν πόθο γιά τήν ἀλήθεια, πού τόσο κακοποιεῖται στίς ἡμέρες μας. Καί δέν ἀποτελεῖ αὐτό ἰδεολόγημα ἤ εὔκολο κήρυγμα. Εἶναι ἡ ἐμπειρία καί ἡ μαρτυρία τῶν ἁγίων, χιλιάδων, ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων. Ὅπως εἶναι καί ἡ κατάθεση αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς ἱστορίας. Διότι ὅ,τι ἀξιόλογο κατόρθωσε ὁ ἄνθρωπος μέσα στόν χρόνο, ὅ,τι τόν ὁδήγησε ἀπό τήν περιοχή τῆς βαρβαρότητας στό φῶς τῆς ἀξιοπρέπειας θά ἦταν ἀδύνατο νά ὑπάρξει ἤ νά ὁλοκληρωθεῖ χωρίς τό θεμέλιο τοῦ Εὐαγγελίου.
Εἶπα στήν ἀρχή ὅτι, ὅπως φαίνεται, κάθε ἐλπίδα γιά ἀνασύνταξη τῆς πατρίδας μας ἔχει χαθεῖ. Ὡστόσο, δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δείχνει τόν δρόμο γιά τήν μεγάλη ὑπέρβαση πού ὁδηγεῖ ἐγγυημένα στήν λύτρωση, τήν μετάνοια.
Εἶναι καιρός τόσο ὡς λαός ὅσο καί ὡς πρόσωπα νά ἐπιστρέψουμε. Νά συνδεθοῦμε καί πάλι μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ ἤ καλύτερα νά συνδεθοῦμε τούτη τήν φορά ἀληθινά μαζί του. Νά ἀναθεωρήσουμε τό παρελθόν ριζικά. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή εἶναι σωστό αὐτό πού λέχθηκε: Ἡ κρίση δέν ἀποτελεῖ γιά τόν τόπο μας τήν μεγάλη ἀπειλή ἀλλά τήν μεγάλη, τήν μοναδική εὐκαιρία του. Ἀρκεῖ, ἀσφαλῶς, νά τήν ἀξιοποιήσουμε.
Ἐγώ θέλω ἔτσι. Ἔχω ρυθμίσει τά πάντα. Θέλω τότε, θέλω ἐκεῖ, θέλω αὐτά, θέλω τώρα. Ἡ ζωή μου εἶναι μία καί εἶναι μικρή και μοῦ ἀνήκει. Ἄν ἦταν δύο, τό συζητοῦσα μποροῦσαν νά ἔχουν κι ἄλλοι λόγο. Τώρα πού εἶναι μία, μήν τήν ἀγγίζετε.
«Καί ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν», ὁ νεώτερος γιός. Ὅσο γίνεται μακριά ἀπ’ τόν πατέρα. Ἐκεῖ κανένας δέν θά ἄγγιζε τή ζωή του καί τήν ἐλευθερία του.
Ὅμως κι αὐτός ἐδῶ ὁ ὁδοιπόρος ἀπεδήμησε μακριά ἀπ’ τή γῆ τῶν πατέρων του, αὐτός ὅμως ὄχι γιά ν’ ἀντιταταχτεῖ ἀλλά γιά νά ὑποταχτεῖ. Δέν σταματάει πουθενά, δέν βρίσκει πουθενά ἀνάπαυση, εἶναι σέ διαρκῆ ἐγρήγορση. Ποιόν τόπο θά τοῦ δείξει ὁ Θεός; Ὁ ὁδοιπόρος εἶναι ὁ Ἀβραάμ κι ἀνήκει σ’ αὐτούς τούς λίγους πού ἀφήνουν τόν Θεό νά διαλέξει ἀντί γι’ αὐτούς πράγματα πολύ προσωπικά δικά τους, πράγματα αὐτονόητα ὅτι τά διαλέγει ὁ καθένας μόνος του: σέ ποιόν τόπο θά μείνει ἤ ποιά σύζυγο θά πάρει γιά τό γιό του Ἰσαάκ, καί μάλιστα μέ μεσολάβητή τόν δοῦλο του Ἐλεάζαρ. Ὁ μεγάλος ἄρχοντας πατριάρχης σάν ἕνας ὑπηρέτης σκύβει τό κεφάλι σέ ὅλα. Δέν ἔχει δικές του ἐπιλογές.
Ποιός κερδίζει, ποιός χάνει; Παράδοξα πράγματα. Μέ τήν ὑποταγή κερδίζει κανείς αὐτό πού κυνηγάει ὅταν ρίχνεται στήν ἀποστασία καί τό χάνει. Δηλαδή ζωή καί περίσσεια ζωή. Τό πιό σοβαρό σημεῖο σύγκρισης καί σύγκρουσης ὁλωνῶν μας μέ τούς ἄλλους εἶναι αὐτό: τό πῶς διαχειρίζεται καθένας τή ζωή του, πιστεύοντας ὅτι αὐτό πού ἐπιλέγει σ’ ὅλους τούς τομεῖς εἶναι τό καλύτερο. Ἄρα, ἀφοῦ ἐπέλεξε ὅπως ἤθελε, ἔζησε τή ζωή του. Πληρώνοντας πανάκριβα πολλες φορές σέ χρῆμα, σέ ψέμα, σέ ψυχή, σέ αἷμα. Ὅσο γιά κείνη τή μία ζωή τοῦ Ἀβραάμ πού χάθηκε μές στήν ὑποταγή, ἐπεκτάθηκε σ’ ὅλη τήν ἱστορία, ἀφοῦ ἔγινε πατέρας πολλῶν ἐθνῶν, καί σ’ ὅλη τήν αἰωνιότητα, ἀφοῦ ὁ παράδεισος λέγεται ἀλλιῶς μέ τ’ ὄνομά του: κόλπος, ἀγκαλιά, τοῦ Ἀβραάμ. Πεινάω ἐδῶ σ’ αὐτήν τήν ἐρημιά. Τά γουρούνια περνοῦν καλύτερα ἀπό μένα. Πόσοι ὑπηρέτες τοῦ πατέρα μου χορταίνουν ψωμί κι ἐγώ πεθαίνω! Τοῦς θυμᾶμαι. Κάτι ἄσημοι, κάτι ἀσήμαντοι, κάτι παρακατιανοί ἐκεῖ σέ μιάν ἄκρη μέσα στό σπίτι μου, γαντζωμένοι ἐκεῖ χορταίνουν ψωμί καί λαμπυρίζει ἡ ζωή στά μάτια τους. Θά γυρίσω πίσω καί θά πῶ στόν πατέρα μου νά μέ κάνει σάν ἕνας ἀπό αὐτούς. Σάν ἕναν ὑπηρέτη του. Γιά παραπάνω δέν ἀξίζω.
Γιά ποιόν εἶναι αὐτή ἡ χρυσή στολή στά χέρια τοῦ πατέρα;
Ὄχι ὅτι κι αὐτή τή φορά δέν ἔχω νά σοῦ κάνω ὑποδείξεις γιά τή ζωή μου, Κύριε. Ἔχω, καί μάλιστα πολλές. Στίς ὑποδείξεις, ἰδίως πρός Ἐσένα, τά κατάφερνα πάντοτε καλά. Τώρα ὅμως, κλεισμένος σάν τόν τυφλοπόντικα μές στό λαγούμι πού ἔσκαψα μόνος μου μέ τίς ἐπιλογές μου, δέν μέ παίρνει αὐτή τη φορά νά σοῦ κάνω ἄλλες ὑποδείξεις. Γι’ αὐτό πές μου Ἐσύ κι ἐγώ κι ἐγώ θά προσπαθήσω νά ὑπακούσω.
Συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα, ἐν ἐπιγνώσει ἤ ἐν ἀγνοίᾳ τό μεῖζον καί σπουδαῖο θέμα, πού συνέχει τήν καρδιά τοῦ κάθε ἀνθρώπου φτωχοῦ ἤ πλούσιου, διάσημου ἤ ἄσημου, πιστοῦ ἤ ἄπιστου, εἶναι ἡ σωτηρία τῆς μοναδικῆς καί μονάκριβης ψυχῆς του. Ὁ σημερινός ἄνθρωπος ἴσως δείχνει ἀπροβλημάτιστος, καθώς περπατᾶ στό διάστημα καί «ἀπολαμβάνει» τίς δικές του εἰκονικές πραγματικότητες στόν κυβερνοχῶρο. Δέν ἔπαυσε ὅμως νά νιώθει ἀσίγαστη τή φλόγα γιά ζωή, χαρά, πληρότητα. Κι εἶναι ἀκριβῶς αὐτά τά αὐθεντικά ἐκδηλώματα τῆς σωτηρίας.
Ὡστόσο, δέν μπορεῖ κανείς νά ἐπιτύχει μόνος του τή σωτηρία, ὅσο ἄξιος καί ἅγιος κι ἄν εἶναι. Ἀπαιτεῖται ἡ συνεργασία μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. «Ἑκάτερα συγκεκρᾶσθαι προσήκει (=πρέπει νά συνδυασθοῦν τά δύο)», διδάσκει ὁ Μέγας Βασίλειος. Καί βέβαια ὁ Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι» (Α' Τι 2,4). Γι᾿ αὐτό τό σκοπό πραγματοποίησε τήν κοσμογονική παρέμβασή του στόν κόσμο. Ἔχει γιά ὅλους ἕτοιμη τή σωτηρία (Α' Πε 1,5). Σώζονται ὅμως μόνο ὅσοι τό θέλουν κι ἐκφράζουν αὐτή τή θέλησή τους μέ τή μετάνοια (πρβλ. Α΄ Τι 4,10).
Τή μετάνοια θέτει ὡς ἀνυπέρθετη προϋπόθεση τῆς σωτηρίας ὁ σωτήρας μας Ἰησοῦς (Λκ 2,11). Μέ τό εὐαγγέλιό του, τό κατεξοχήν καλό ἄγγελμα, καί τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως καλεῖται ὁ καθένας νά κάνει τήν ἐπιλογή του, ἡ ὁποία θά προδικάσει καί τό αἰώνιο μέλλον του, τή σωτηρία ἤ τήν ἀπώλειά του.
Ἡ θεοκίνητη πένα τοῦ ἀποστόλου Παύλου συνιστᾶ· «μετά φόβου καί τρόμου τήν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε» (Φι 2,12). Δέν ἐπιτρέπεται καμία ὀλιγωρία, ἀμέλεια ἤ ἀναβολή· «Σήμερον ἐάν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε» (Ἑβ 3,7 πρβλ. Ψα 94,8) «μή εἰς κενόν τήν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς», διότι «ἰδού νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β' Κο 6,1-2).
Ρέπει, ἐντούτοις, ὁ ἄνθρωπος στήν ἀμέλεια. Κι ἐνῶ οἱ περισσότεροι δέν ἀπορρίπτουν τό θεϊκό προσκλητήριο, ἀναβάλλουν ὅμως τή συμμόρφωσή τους πρός αὐτό. Δέν διαγράφουν τή μετάνοια, ἀλλά τή μεταθέτουν στό μέλλον κι ἐκθέτουν ἔτσι σέ σοβαρό κίνδυνο τή σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Διότι, ἄν ἐκεῖνος ὁ τραγικός τύραννος τῶν Θηβῶν, ὁ Ἀρχίας, ἀναβάλλοντας «ἐς αὔριον τά σπουδαῖα» ἔχασε τήν ἐξουσία καί μαζί τή ζωή του, ποιός ἐγγυᾶται σέ μᾶς ὅτι θά ἔχουμε δικό μας τό αὔριο, ὥστε τότε νά μετανοήσουμε;
Ἰσχυρό καί ἠχηρό μᾶς ἀπευθύνει τό σωτήριο «νῦν» ἡ Ἐκκλησία μας. Ἀνοίγει μπροστά μας τήν περίοδο τοῦ κατανυκτικοῦ Τριωδίου καί, μέ τήν ἔναρξη τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, προσκαλεῖ νά εἰσέλθουμε στό στάδιο τῶν ἀρετῶν ὅλοι «οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι». Ἀναλογιζόμενοι «τά πλήθη τῶν πεπραγμένων δεινῶν» μας, ἀλλά καί προσβλέποντας «εἰς τό ἔλεος τῆς εὐσπλαγχνίας» τοῦ Θεοῦ, μέ συντριβή καί ταπείνωση, μέ μετάνοια καί ἐξομολόγηση γινόμαστε ἀποδέκτες τῆς χάριτος καί τῆς βοήθειας τοῦ Θεοῦ.
Αὐτή τήν πολύτιμη προσφορά, αὐτή τή μεγάλη εὐκαιρία, μή τήν ἀμελήσεις, ἀδελφέ μου. Σπεῦσε νά τήν ἀξιοποιήσεις μέ τήν πρέπουσα σοβαρότητα καί χωρίς ἀναβολή !