Ἡ μετάνοια τοῦ Θεοῦ
Μᾶς φαίνεται ἐντελῶς ἀνάρμοστο καί πολύ ἀνάξιο τοῦ Θεοῦ, Θεός αὐτός νά μετανοεῖ. Ὁ Θεός εἶναι πάνσοφος, ὥστε δέν μπορεῖ νά κάνει λάθη, καί εἶναι ἀκόμη παντογνώστης καί προγνώστης, ὥστε μπορεῖ νά προλαβαίνει τίς καταστάσεις καί δέν χρειάζεται νά μετανοεῖ. Κι ὅμως, ὑπάρχουν περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες ἡ ἁγία Γραφή μιλάει γιά μετάνοια τοῦ Θεοῦ.
Χαρακτηριστικό εἶναι αὐτό πού μᾶς ἀναφέρει τό βιβλίο τοῦ Ἰωνᾶ. Ἡ βαθειά καί εἰλικρινής μετάνοια τῶν Νινευϊτῶν ἀναγκάζει τόν Θεό νά ἀλλάξει τό σχέδιο τῆς καταστροφῆς τους, νά μήν πραγματοποιήσει τήν ἀπειλή του, πού ρητά εἶχε ἀναγγείλει ὁ προφήτης, ἀλλά νά τούς συγχωρήσει. «Καί εἶδεν ὁ Θεός τά ἔργα αὐτῶν, ὅτι ἀπέστρεψαν ἀπό τῶν ὁδῶν αὐτῶν τῶν πονηρῶν, καί μετενόησεν ὁ Θεός ἐπί τῇ κακίᾳ ᾗ ἐλάλησε τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς, καί οὐκ ἐποίησε» (Ἰωνᾶς 3,10).
Ὅσο παράδοξη παρουσιάζεται γιά τήν ἀνθρώπινη λογική ἡ μετάνοια τοῦ Θεοῦ, τόσο θεολογική εἶναι ἡ ἀλήθεια πού ἀποκαλύπτει. Πράγματι, ἐκεῖνο πού ἔκανε τόν Θεό νά μετανοήσει δἐν ἦταν οὔτε ἐσφαλμένη ἐκτίμηση οὔτε εἰδική συμπάθεια, ἀλλά, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «ἡ μεταβολή τοῦ βίου». Εἶδε τούς Νινευΐτες νά μεταπηδοῦν ἀπό τόν πονηρό τρόπο ζωῆς σέ ἀγαθό, καί αὐτός «μεταφοιτᾷ πρός τό ἥμερον καί ἀναβάλλεται τήν καταστροφήν καί φειδοῦς ἀξιοῖ», ἐξηγεῖ καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας. Ἐφόσον ἔλαβε τέλος ἡ ἁμαρτία, «ἀνίησι καί αὐτός τήν ὀργήν καί μεταβουλεύεται τά χρηστά».
Τό μήνυμα εἶναι ξεκάθαρο καί πολύ παρηγορητικό γιά τήν ἁμαρτωλή καί πάντοτε ἁμαρτάνουσα ἀνθρωπότητα. Ἡ δική μας μετάνοια ἀνακαλεῖ τήν καταδικαστική ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς, ἀνατρέπει τήν ἀπειλή του καί ἀποκρούει τή θεήλατη ὀργή. Μόλις μᾶς δεῖ νά ἐπιστρέφουμε κοντά του ὁ Θεός, λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, τρέχει, μᾶς ξεφορτώνει ἀπό τό φορτίο τῶν ἁμαρτημάτων μας καί μᾶς προσφέρει τίς δωρεές του. Διότι οὔτε κι ἐμεῖς δέν ἐπιθυμοῦμε τόσο τή σωτηρία μας, ὅσο αὐτός ἐπείγεται νά μᾶς τήν χαρίσει. Τό ἔλεος καί ἡ ἀγάπη του βρίσκουν δρόμο μέσα στή μετανοημένη καρδιά καί τήν σώζουν.
Τί δυνατό δικαίωμα γιά τή σωτηρία μᾶς ἔχει παραχωρήσει, στ' ἀλήθεια, ὁ Κύριος! Ἄν μέ τήν προσευχή ὁ ἄνθρωπος παλεύει μέ τόν Θεό, μέ τή μετάνοια μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι κατανικᾶ τόν Παντοδύναμο.
Ἀλλά μιά τέτοια δύναμη, εὔλογο εἶναι ὅτι προϋποθέτει πολύ κόπο ἐκ μέρους μας. Δέν εἶναι εὔκολο νά νικήσουμε τόν Θεό καί νά ἀλλάξουμε τίς βουλές του. Γιά νά μᾶς χαρίσει ὁ Κύριος αὐτή τήν ἀσύλληπτη νίκη, χρειάζεται νά δείξουμε «ἔργα» μετανοίας. Καί τά ἔργα τῆς δικῆς μας μετανοίας εἶναι ἡ πίστη, ἡ συναίσθηση καί ἡ διόρθωση, ἡ προσευχή καί ἡ ἐξομολόγηση, ἡ νηστεία.
Ὅλα αὐτά ὀνομάζονται στή Γραφή μέ μιά πολύ παραστατική λέξη, πού κρύβει μέσα της ἔντονη προσπάθεια καί βαθειά ἀποφασιστικότητα· λέγονται ἐπιστροφή. Εἶναι ἡ μόνη κίνηση πού ἀναγκάζει τόν Θεό σέ μετάνοια, ὅπως λέει ὁ προφήτης Ἰερεμίας· «Πέρας λαλήσω ἐπί ἔθνος ἤ ἐπί βασιλείαν τοῦ ἐξᾶραι αὐτούς καί τοῦ ἀπολλύειν, καί ἐπιστραφῇ τό ἔθνος ἐκεῖνο ἀπό πάντων τῶν κακῶν αὐτῶν, καί μετανοήσω περί τῶν κακῶν, ὧν ἐλογισάμην τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς» (18,7-8). Εἶναι ἡ μόνη κίνηση πού κάνει τόν Πατέρα νά βγεῖ τρέχοντας στό δρόμο καί νά ἀγκαλιάσει καί νά φιλήσει τόν ἄσωτο γιό πού ἐπιστρέφει κοντά του.
Πῶς ὅμως συμβαίνει νά μετανοεῖ ὁ Θεός; Μιά ἄποψη εἶναι ὅτι ἡ μετάνοια τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ ἕνα παιχνίδι ἀγάπης μαζί μας, ἕναν τρόπο ἀγωγῆς καί ἐκπαιδεύσεώς μας. Ὁ Θεός λαλεῖ μέ παιδιά καί γι' αὐτό, ὅταν μᾶς ἀπειλεῖ, προσποιεῖται ὅτι δέν εἶναι προγνώστης, ἀλλά μᾶς ἀπειλεῖ, σάν νά μιλοῦσε σέ βρέφη· καί ὅταν μπροστά στήν ἀπειλή ἐμεῖς μετανοοῦμε, ἐκεῖνος μᾶς λέει «μετανοῶ». Ὁ Θεοδώρητος διευκρινίζει ὅτι ὁ Θεός δέν μετανοεῖ ὅπως ἐμεῖς, διότι δέν μπορεῖ νά θέλει ἄλλο τώρα καί ἄλλο ὕστερα. Ἁπλῶς, στή δική μας μετάνοια χαρίζει τή μετάνοιά του, ὀνομάζοντας μετάνοια τή μεταβολή τῆς ἀπειλῆς. Κακία δέ, γιά τήν ὁποία μετανοεῖ, δέν ἐννοεῖ βέβαια κάποια δική του φαυλότητα, λέει πάλι ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἀλλά «τήν κακωτικήν ὀργήν», τήν ἀπειλή τῆς τιμωρίας, κατά τόν Θεοδώρητο.
Εἶναι, λοιπόν, ἡ μετάνοια τοῦ Θεοῦ ἡ συγγνώμη πού σταλάζει ἀπό τή χάρη του, σύμφωνα μέ τήν ὐπόσχεσή του ὅτι «καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει» (Ψα 50,19). Εἶναι ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἡ συμφιλίωση καί ἡ καταλλαγή μας μέ τόν Θεό, εἶναι τέλος ἡ μεσιτεία του Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἔγινε «ὁ ἱλασμός περί τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Α΄ Ἰω 2,2). Καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἠ μετάνοια τοῦ Θεοῦ ἐκφράζεται καί πραγματώνεται στή ζωή μας εἶναι τό μυστήριο, στό ὁποῖο οἰκονόμησε ὁ Θεός νά ἀποθέτει ὁ ἄνθρωπος τή δική του μετάνοια μπροστά στόν πνευματικό. Ἐκεῖ, κάτω ἀπό τό πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ, ἡ μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου συναντᾶ τή μετάνοια τοῦ Θεοῦ καί συντελεῖται ἡ λύτρωση.
Στήν πραγματικότητα ὁ Θεός μένει πάντοτε ὁ ἴδιος· ἀναλλοίωτα ἐλεήμων καί αἰώνια ἀγαπῶν. Ἡ ἁμαρτία ὅμως μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό κοντά του, παρεμβάλλει ἀνάμεσά μας ἕνα πέπλο σκότους, δημιουργεῖ γύρω μας μιά ἀποπνικτική ἀτμόσφαιρα· μέ ἕνα λόγο, μᾶς ἐγκλωβίζει στό χῶρο τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὁ χῶρος τῆς ὀργῆς. Οἱ ἀκτῖνες τῆς θείας χάριτος δέν φθάνουν ἐκεῖ καί τό παντοειδές κακό ἄγριο χυμᾶ πάνω μας. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος πού ἀμετανόητα ἁμαρτάνει, χτίζει μέ τά ἴδια του τά χέρια τήν κόλασή του.
Ἡ μετάνοια εἶναι τό συγκλονιστικό ἐκεῖνο ρῆγμα πάνω στό ἀπροσπέλαστο φράγμα τοῦ χωρισμοῦ μας ἀπό τόν Θεό, πού τό καταφέρουν τά δάκρυα τῆς καρδιᾶς μας. Μέσα ἀπό τή ρωγμή τῆς συντριβῆς μας περνᾶ ὁ Θεός καί μᾶς ἀγκαλιάζει. Μέσα ἀπό τό ἄνοιγμα τῆς ἐξομολογήσεώς μας ἐλευθερώνεται ἡ ψυχή μας καί ἐγκαθίσταται στή χώρα τοῦ ἐλέους καί τῆς μακροθυμίας. Μέ τή μετάνοιά μας γινόμαστε εὐνοούμενοι τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι πολύ ὠφέλιμο νά σκεπτόμαστε πάντοτε τή μετάνοια τοῦ Θεοῦ. Νά τήν ἐπικαλούμαστε καί νά προσπαθοῦμε νά τήν κερδίσουμε μέ ὅλα τά μέσα πού θέτει στή διάθεσή μας ἡ Ἐκκλησία. Καί νά μή ξεχνοῦμε ὅτι εἶναι πόθος καί ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ νά νικοῦμε τήν ὀργή του, γιά νά ὑπερισχύει τό ἔλεός του πάνω μας.
Στέργιος Σάκκος
Ἂπολύτρωσις 41 (1986) 33-35