Τό κείμενο τό εἶχα διαβάσει καί τό εἶχα παραδώσει στούς μαθητές μου ἄπειρες φορές. Μά τώρα σταμάτησα καί τοποθέτησα τό βιβλίο ἀπέναντί μου σάν καθρέφτη! Δέν τόλμησα νά προχωρήσω παρακάτω. Προβληματίστηκα μέ τούτη τήν περιγραφή:
«Ο άνθρακας εμφανίζεται στη φύση:
α. σε σχεδόν καθαρή κρυσταλλική μορφή (διαμάντι, γραφίτης)
β. με προσμείξεις στους διάφορους γαιάνθρακες.
Α. Διαμάντι - γραφίτης
Τα διαμάντια είναι καθαρές μορφές άνθρακα που χρησιμοποιούνται ως πολύτιμοι λίθοι στην κατασκευή κοσμημάτων, στο κόψιμο του γυαλιού και στο τρύπημα σκληρών πετρωμάτων, λόγω της μεγάλης σκληρότητάς τους....
Ο γραφίτης, σε αντίθεση με το διαμάντι, είναι πολύ μαλακός... και καλός αγωγός του ηλεκτρισμού και της θερμότητας. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή ηλεκτροδίων και μολυβιών...» (απόσπασμα από την ΧΗΜΕΙΑ Γ΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ, Ενότητα 4, Ο άνθρακας).
Διαμάντι καί γραφίτης: δύο ὄψεις τοῦ ἴδιου ὑλικοῦ ἀλλά μέ τόσο διαφορετικά χαρακτηριστικά! Προσπάθησα νά σκεφτῶ μέ ποιό ἀπό τά δύο θά ταιρίαζε τό δικό μου... «ὑλικό». Πόσες φορές φάνηκα εὐμετάβολη στίς ἀρχές καί στίς ἀπόψεις μου... Ἤμουν στ᾽ ἀλήθεια ἕτοιμη νά ὑποχωρήσω καί στήν πιό μικρή πίεση, ὅπως ὁ μαλακός γραφίτης... Καί πόσες ἄλλες φορές δέν ἄφησα πίσω μου τά ἴχνη μιᾶς γκρίζας μουτζούρας μέ τήν ἀπρεπῆ συμπεριφορά μου...
Ξανακοίταξα τό βιβλίο. Δεξιά ἀπό τό κείμενο, δύο εἰκόνες ἀπεικονίζουν τή διαφορετική θέση τῶν ἀτόμων τοῦ ἄνθρακα, στό ἐσωτερικό τῶν κρυστάλλων, ὥστε νά γίνει ἀντιληπτή ἡ αἰτία τοῦ τόσο περίεργου φαινομένου. Μία μικρή ἀλλαγή, μία ἐσωτερική μετατόπιση...
Θεέ μου, μέ τοῦτο τό ὑλικό πού μ᾽ ἔφτιαξες θά μποροῦσα νά μοιάζω μέ πολύτιμο πετράδι! Πόσο στ᾽ ἀλήθεια μπορεῖ νά ἀλλοίωσα τή σκέψη καί τό «εἶναι» μου, ὥστε νά μεταμορφωθῶ τελικά σέ μία σκουρόχρωμη καί φτηνή μάζα;
Συγχώρεσέ με, Θεέ μου, πρῶτα γιατί δέν ἐκτίμησα τήν ἀξία πού μοῦ χάρισες, καθώς μ᾽ ἔπλασες κατ᾽ εἰκόνα Σου. Κι ὕστερα, γιατί αὐτή τήν εἰκόνα ἐγώ ἡ ἴδια τήν παραμόρφωσα, σχεδόν τήν κατέστρεψα. Συγχώρεσέ με καί δῶσε μου τή θέληση καί τή δύναμη νά ξαναβρῶ τόν παλιό ἑαυτό μου• νά γίνω πάλι ἀκέραιη στό φρόνημα, δυνατή καί σταθερή σάν τό διαμάντι... νά μπορῶ, ὅπως ἐκεῖνο χαράζει κάθε ἐπιφάνεια, νά ἀφήνω τό ἴχνος τοῦ δικοῦ Σου θελήματος, τῆς δικῆς Σου ἀγάπης, στή σκέψη καί στήν καρδιά τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.
Χάρισέ μου μετάνοια, Κύριε, ὥστε νά καθαρίσω κάθε πλευρά τοῦ παλιοῦ μου ἑαυτοῦ καί νά μπορῶ -σάν διάφανος πολύτιμος κρύσταλλος- ν᾽ ἀντανακλῶ καί νά σκορπίζω γύρω μου τούς ἰριδισμούς ἀπ᾽ τό δικό Σου ζεστό καί γλυκύτατο Φῶς!
Εἰρήνη Μπ.
Ἔχει ξεκινήσει ἤδη ἡ νέα σχολική χρονιά. Παρουσιάζονται ὅμως ἀρκετές ἐλλείψεις καθηγητῶν. Ἔτσι ἄλλα τμήματα κάνουν μάθημα κι ἄλλοι μαθητές ἀπολαμβάνουν τό «κενό» τους παίζοντας στό προαύλιο.
Μέσα στό γραφεῖο τῶν καθηγητῶν κάποιοι συνάδελφοι συζητοῦν. Τήν ἡσυχία τους διαταράσσει ἕνας καθηγητής πού διαμαρτύρεται γιά τό ὡρολόγιο πρόγραμμά του. Τόν μιμοῦνται καί πολλοί ἄλλοι. Διαμαρτύρονται στόν προγραμματιστή, γιατί τούς ἔχει πολλά κενά μές στήν ἑβδομάδα, γιατί τούς ἔχει βάλει νά τελειώνουν μέ ἑφτάωρα, γιατί... Κι ὁ χορός καλά κρατεῖ... Ὁ προγραμματιστής τούς καθησυχάζει μέ τό ἐπιχείρημα: «Τό πρόγραμμα εἶναι πρόχειρο. Θά ἀλλάξει τήν ἄλλη ἑβδομάδα». Λίγο πρίν χτυπήσει τό κουδούνι γιά μάθημα, ἔρχεται ὁ διευθυντής πρός τό μέρος μου λέγοντας:
- Μαρία, παίρνοντας ὑπ’ ὄψη αὐτά τά στοιχεῖα, κάνε ἕνα Πρακτικό Παρουσίασης μιᾶς συναδέλφου, πού τήν ἀπέσπασαν προσωρινά στό σχολεῖο μας. Ἔγραψα βιαστικά τό Πρακτικό. Τό ἄφησα στό τραπέζι, γιά νά τό ὑπογράψει ἡ καινούργια συνάδελφος, πού δέν τήν εἶχα γνω- ρίσει ἀκόμη, κι ἔτρεξα γιά τό μάθημα τῆς ἑπόμενης ὥρας. Στό διάλειμμα διαπιστώνω πώς ἡ ἐνδιαφερόμενη καθηγήτρια δέν ἔχει ὑπογράψει ἀκόμη τό Πρακτικό. Παραξενεύομαι. Ποῦ βρίσκεται; Μέ τί ἀπασχολεῖται; Ξαναεμφανίζεται σέ λίγο ὁ διευθυντής:
- Πάρε, σέ παρακαλῶ τό Πρακτικό καί πήγαινε ἔξω στό σαλόνι τοῦ διαδρόμου, γιά νά τό ὑπογράψει ἡ συνάδελφος. Σήμερα, πρώτη μέρα πού ἦρθε, ἄς μήν τήν κουράσουμε περισσότερο.
Ἀμέσως σκέφτηκα: «Τόσο δύσκολο εἶναι νά ’ρθεῖ μέσα στό γραφεῖο μας νά τό ὑπογράψει;». Ὅταν ὅμως πῆγα νά τή συναντήσω, πῆρα τήν ἀπάντηση στόν προβληματισμό μου. Τή βρῆκα καθισμένη στό σαλόνι κι εἶχε δίπλα της ἕνα «πί». Τή χαιρέτησα. Μοῦ χαμογέλασε καί ὑπέγραψε. Καθώς ἄφηνα τό Πρακτικό στό γραφεῖο τοῦ διευθυντῆ, μοῦ ἐξήγησε: «Ὑποφέρει τελευταῖα άπό μία σκληρή ἀρρώστια. Ἔχει σκλήρυνση κατά πλάκας. Ἔχει ἀρκετή δυσκολία στό περπάτημα».
Ἔμεινα ἐμβόντητη. Σκεφτόμουν τό προηγούμενο σκηνικό μέσα στό γραφεῖο τῶν καθηγητῶν καί ἔνιωσα ντροπή γιά τή μιζέρια μας, γιά τίς μικρότητες καί μικροψυχίες μας. «Ἄς σοβαρευτοῦμε», εἶπα στούς συναδέλφους μου, «κι ἄς μήν “τρωγόμαστε” μεταξύ μας δίχως λόγο. Δόξα τῷ Θεῷ, ἔχουμε τήν ὑγεία μας. Ἄς δουλέψουμε, λοιπόν, μέ ὄρεξη καί χαρά, γιά νά βοηθήσουμε τά παιδιά μας. Ὑπάρχουν συνάνθρωποί μας πού ἔχουν πολλά καί δυσεπίλυτα προβλήματα. Κι ὅμως σηκώνουν μέ ὑπομονή τόν σταυρό τους. Τέτοιοι ἄνθρωποι, ὅπως κι ἡ νέα συνάδελφος, μᾶς διδάσκουν, μᾶς ἐλέγχουν καί μᾶς ἐπαναφέρουν στήν τάξη».
«Δυστυχῶς», συμφώνησε ἕνας καθηγητής, «ἐμεῖς προηγουμένως “κλαίγαμε ἄδαρτοι”».
Γ. Μ.