Στήν Κύπρο ἐπί προεδρίας Χριστόφια ἡ Ἐπίτροπος γιά τό παιδί εἰσηγήθηκε νά ἀπαγορευθοῦν οἱ ἐπισκέψεις τῶν μαθητῶν τοῦ Δημοτικοῦ στόν ἱερό χῶρο τῶν «Φυλακισμένων Μνημάτων». Ὅσον ἀφορᾶ στά παιδιά τοῦ Γυμνασίου καί τοῦ Λυκείου ἡ κ. Ἐπίτροπος θεωρεῖ ὅτι «οἱ ἐπισκέψεις αὐτές θά μποροῦσαν νά γίνονται, ἀφοῦ προηγηθεῖ διάλογος μαζί τους».
Ἡ ἰδιαίτερα «εὐαισθητοποιημένη» προστάτιδα τῆς παιδικῆς ψυχῆς ἰσχυρίζεται «πώς ἡ θέα τῆς ἀγχόνης καί τῶν τάφων τῶν ἡρώων ἀγωνιστῶν τῆς ΕΟΚΑ, ἀπό τά παιδικά μάτια, προκαλεῖ δυσφορία ἐξαιτίας τῆς σκληρότητάς της, ἐνῶ δύναται νά προξενήσει ψυχολογικά τραύματα», τά ὁποῖα φυσικά ἡ ἴδια προσπαθεῖ νά προλάβει. Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἴδια Ἐπίτροπος ὑπερασπίστηκε τό δικαίωμα τῆς ἀπαλλαγῆς τῶν παιδιῶν ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν (βλ. Σάββα Ἰακωβίδη, «Τά Θρησκευτικά καί τά Φυλακισμένα Μνήματα», ἐφ. «Σημερινή» τῆς Κύπρου, 27-1-2013).
Μοιάζει πραγματικά ἀπίστευτο! Ποιός θά περίμενε μιά τέτοια ἀπαγόρευση καί μάλιστα ἀπό θεσμικούς παράγοντες; Εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἀπαγόρευση βάλλει κατά τῆς ἱστορικῆς μνήμης καί ἔχει στόχο τήν ἀποκοπή τῆς νέας γενιᾶς ἀπό τούς ἐθνικούς ἀγῶνες τῶν προγόνων. Παράλληλα στρέφεται κατά τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀφοῦ πάνδημη ὑπῆρξε ἡ συμμετοχή του στούς ἀγῶνες τῆς ΕΟΚΑ, μέ πρωτοπόρο τήν ἄλκιμη μαθητιῶσα νεολαία, πού καλλιεργοῦνταν στά κατηχητικά Σχολεῖα.
Ἀλήθεια, στά σχολεῖα πού μέχρι στιγμῆς ἔχουν ἐπισκεφθεῖ τά «Φυλακισμένα Μνήματα» πόσα περιστατικά ψυχολογικοῦ τραυματισμοῦ ἔχουν καταγραφεῖ; Ὁ καταιγισμός τῆς βίας μέσῳ τῶν τηλεοπτικῶν προγραμμάτων δέν δημιουργεῖ στά παιδιά κανένα ψυχολογικό πρόβλημα; Τί ἔκανε γι’ αὐτά ἡ ἐν λόγῳ Ἐπίτροπος; Ποιός ἐπιτέλους θά προστατεύσει τά παιδιά μας ἀπό ὅλους αὐτούς τούς ἐπίβουλους προστάτες;
Κι ὅμως! Τά «Φυλακισμένα Μνήματα» πρέπει νά τά ἐπισκέπτονται τά παιδιά ὄχι μόνον τῆς Κύπρου ἀλλά καί ὅλου τοῦ κόσμου, ἀκριβῶς γιά «τό συμφέρον τους». Ἔτσι, ὅπως παραπαίουν χωρίς ἀξίες, χωρίς ἰδανικά, χωρίς ταυτότητα, πρέπει νά προσέρχονται προσκυνητές ἐκεῖ, γιά νά συνειδητοποιοῦν «ποιά εἶναι καί τί τούς πρέπει». Κλίνοντας εὐλαβικά τό γόνυ μπροστά στό ἀνεκτίμητο προσκυνητάρι τοῦ παγκόσμιου πολιτισμοῦ, μποροῦν νά μαθητεύουν στίς σελίδες τῆς δόξας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τότε πού μία πάνοπλη αὐτοκρατορία τά ’βαζε μέ τήν ἄοπλη Κύπρο.
Ἐκεῖ θά δοῦν πώς οἱ δεκατρεῖς ἡρωομάρτυρες -ὅλοι τους νέοι ἡλικίας 18-30 ἐτῶν- παρά τά φρικτά καί ἀπάνθρωπα σωματικά καί ψυχικά βασανιστήρια δέν λύγισαν· πορεύθηκαν πρός τήν ἀγχόνη ψάλλοντας, τραγουδώντας τόν Ἐθνικό Ὕμνο καί νίκησαν τόν θάνατο. Αὐτό δηλώνει καί ἡ ἐπιγραφή στόν τοῖχο: «Τ’ ἀντρειωμένου ὁ θάνατος, θάνατος δέ λογιέται». Ἐκεῖ θά νιώσουν τό πάθος πού κόχλαζε στήν ψυχή ὅλων τῶν Ἑλλήνων κι ἀντιφέγγιζε τήν πατριωτική φλόγα γιά τή μέχρι θανάτου πορεία. Ἔτσι ἀντανακλοῦσε τήν Ἑλλάδα τῆς τιμῆς, τῆς ἀξιοπρέπειας, τῆς ἀντίστασης, τῆς πίστης στήν Ἀνάσταση.
Ἐκεῖ ἀκοῦν τόν τελειόφοιτο μαθητή τοῦ Γυμνασίου Εὐαγόρα Παλληκαρίδη, τόν μικρότερο ἀπό τούς ἀπαγχονισθέντες, νά τούς λέει «ἀληθινή ἱστορία»· ἐκεῖ θά τόν καμαρώσουν νά παίρνει μιάν ἀνηφοριά, γιά «νά βρεῖ τά σκαλοπάτια πού πᾶν στή Λευτεριά».
Ἐκεῖ θά ἀκούσουν τόν Ἀνδρέα Παναγίδη νά παραδίδει τή συγκινητική παρακαταθήκη στά παιδιά του, λίγο πρίν ὁδηγηθεῖ στήν ἀγχόνη: «Λατρευτά μου παιδιά, στά 22 μου χρόνια πεθαίνω γιά χάρη μιᾶς μεγάλης ἰδέας. Κάποτε ἡ μάνα σας καί ὁ θεῖος σας θά σᾶς ἀναπτύξουν γιατί ἐκτελέστηκα. Σᾶς εὔχομαι, ἀγαπητά μου παιδιά, νά γινῆτε καλοί Χριστιανοί καί καλοί Ἕλληνες Κύπριοι. Ἀκολουθῆστε πάντα τό δρόμο τῆς ἀρετῆς».
Ἐκεῖ θά βροῦν τόν Ἰάκωβο Πατάτσο, τόν «ἅγιο τοῦ Κυπριακοῦ Ἀγώνα», νά γράφει στή μητέρα του τήν παραμονή τῆς ἐκτέλεσής του:
«Ἀγαπημένη μου μητέρα,
Χαῖρε. Εὑρίσκομαι μεταξύ ἀγγέλων. Τώρα ἀπολαμβάνω τούς καρπούς μου. Τό πνεῦμα μου φτερουγίζει γύρω ἀπό τό θρόνο τοῦ Κυρίου. Θέλω νά χαίρης, ὅπως κι ἐγώ. Ἄν κλαῖς θά λυποῦμαι… Εἶναι καιρός νά καμαρώσης τό παιδί σου. Εὑρίσκεται ἐκεῖ ψηλά, ὅπου ψάλλουν οἱ ἄγγελοι. Χαῖρε, ἀγαπημένη μου μητέρα. Μή κλαίης γιά ν’ ἀκούσης τήν ἀγγελικήν φωνήν μου, πού ψάλλει Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ. Ψάλλε καί σύ μαζί μου. Ψάλλε, προσεύχου, δόξαζε τόν Θεόν σ’ ὅλην σου τήν ζωήν».
Μέσα στά Φυλακισμένα Μνήματα φυλάσσεται τό ἀνεξίτηλο ἀλφαβητάρι τῆς λευτεριᾶς, πού πρέπει νά διαβάζει ἡ κάθε νέα γενιά. Γιατί, λοιπόν, ἡ νεότητα πρέπει νά μείνει στερημένη ἀπό ὅλα αὐτά τά μεγάλα ἀγκωνάρια τῆς ἱστορίας; Γιατί πρέπει νά ὑποσιτίζεται πνευματικά καί ἐθνικά, ὑπακούοντας στά κελεύσματα πού ὑπαγορεύει ἡ ἀντιηρωική ἐποχή μας;
Τώρα, πού ὁδηγοῦν καί πάλι τούς ἥρωες στήν ἀγχόνη δικοί μας κι ὄχι ξένοι, τώρα πού ἡ κερκόπορτα εἶναι διάπλατα ἀνοικτή, ἦρθε ὁ καιρός νά κάνουμε τά σπίτια μας σχολειά κρυφά καί φανερά, γιά νά φυτέψουμε στίς καρδιές τῶν παιδιῶν μας τά ὑψηλά ἰδανικά τῆς Φυλῆς μας. Ἐπιτακτικά προσκαλεῖ ὁ Φώτης Κόντογλου: «Ὅσοι ἀπομείναμε πιστοί στήν παράδοση, ὅσοι δέν ἀρνηθή- καμε τό γάλα πού βυζάξαμε, ἀγωνιζόμαστε, ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, καταπάνω στήν ψευτιά. Καταπάνω σ’ αὐτούς πού θέλουνε τήν Ἑλλάδα ἕνα κουφάρι χωρίς ψυχή, ἕνα λουλούδι χωρίς μυρουδιά.Κουράγιο, ὁ καιρός θά δείξει ποιός ἔχει δίκιο, ἄν καί δέ χρειάζεται ὁλότελα αὐτή ἡ ἀπόδειξη».
Ἐλπίζουμε ἡ νέα πολιτική κατάσταση στήν Κύπρο νά ἀποκαταστήσει αὐτή τήν ἀσέβεια, ἀκυρώνοντας ἀντιηρωικές καί σκοτεινές ἀποφάσεις.
Εὐδοξία Αὐγουστίνου
Φιλόλογος-Θεολόγος
Τούτη τή φορά δέν θ' ἀνατρέξω σέ πηγές κι ἱστορικά ἀρχεῖα. Δέν θά ξεφυλλίσω ἀπομνημονεύματα κι οὔτε θά ἀναζητήσω πορίσματα ἱστορικῶν. Ἀλλά θά βυθίσω τή σκέψη μου ἐπίμονα στό παρελθόν, θά ἀφήσω τήν καρδιά μου ἐλεύθερα νά ἐκφράσει τά δικά της βιώματα καί τόν ἑαυτό μου ὅλο νά καταθέσει τή δική του μαρτυρία γιά κεῖνο τό τραγικό ξημέρωμα τῆς 20ῆς Ἰουλίου 1974 στή μακρινή μεγαλόνησο, τήν Κύπρο μας.
Δέν μέ ξυπνοῦν οἱ ὀρθρινές καμπάνες γιά τοῦ προφήτη Ἠλία τή γιορτή. Στό χάραμα τῆς νέας μέρας καί μές στήν καρδιά τοῦ καλοκαιριοῦ ἀπρόσμενοι ἦχοι φθάνουν στ' αὐτιά μου. Ὅλη ἡ Λεμεσός ἐκπέμπει στήν ἴδια συχνότητα· ἐμβατήρια, πολεμικά ἀνακοινωθέντα, ὁ ἐθνικός ὕμνος... Ὄχι, δέν ξημερώνει καμιά ἐθνική γιορτή. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρή. «Εἰρηνικοί ἐπισκέπτες» εἰσβάλλουν στό νησί μας καί μέλλει κι ἡ δική μου γενιά νά «γνωρίσει» ἀπό κοντά τούς «εὐγενεῖς» γειτόνους της, τούς Τούρκους. Πῶς νά συμβιβαστεῖ μέ τούτη τήν ἄδικη καταπάτηση τό λογικό μου; Πῶς νά συνταιριαστεῖ μέ τήν τρομερή παραφωνία τοῦ πολέμου ἡ ἐφηβική μου καρδιά; Μά, προπάντων, πῶς νά ἀντέξω σέ τέτοιες σκληρές ὧρες, πού οἱ ὀρδές τοῦ Ἀττίλα μανιακά λεηλατοῦν, τήν ἀπουσία τοῦ πατέρα; Ἄλλοτε τέτοια μέρα κινοῦσε γιά τήν ἐκκλησία. Καί τώρα; Ἀπό τ' ἀκουστικό τοῦ τηλεφώνου ψυχρή καί κατηγορηματική ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ ἀξιωματικοῦ ὑπηρεσίας πρός τή δόλια μάνα μου· «Κυρία μου, βρίσκεται ἐκτός στρατοπέδου. Εἶναι σέ ἀποστολή». Περνοῦν μέρες... Ἡ ἀπάντηση ἔρχεται πάντα ἴδια. Καί λίγο πιό πέρα ὁ Ἀσιάτης βάρβαρος μέ τίς ληστρικές ἐπιδρομές καί τ' ἅρματα μάχης, μέ τίς ὀβίδες καί τίς ἐμπρηστικές του βόμβες ναπάλμ, ἐξακολουθεῖ ν' ἀλλάζει ριζικά τή ζηλευτή ὄψη τοῦ νησιοῦ. Πέρασαν ἀπό τότε πολλά χρόνια. Λησμόνησα πολλά. Μά ὅ,τι λίγο ἔζησα ἀπό τήν κυπριακή τραγωδία χαράχτηκε μέσα μου. Μπορῶ νά ξεχάσω τή γειτονιά μου πού μέ μιᾶς βουβάθηκε σάν ἦρθαν τά λεωφορεῖα νά παραλάβουν τίς οἰκογένειες τῶν Ἄγγλων γιά νά τίς ἀσφαλίσουν στίς ἀγγλικές βάσεις, ἐκεῖ πού ὁ ἐχθρός δέν θά βομβάρδιζε; Μπορῶ νά ξεχάσω τό θαυμασμό πού ἔνιωσα γιά τόν διπλανό μας Ἕλληνα Κύπριο, ἥρωα τῆς ἐποποιΐας τοῦ 1940, πού καθηλωμένος στήν ἀναπηρική του καρέκλα ἀρνήθηκε μαζί μέ τήν ἀγγλίδα γυναίκα του τήν ἀσφάλεια πού τοῦ προσφερόταν στό ἀγγλικό ἀκρωτήρι, διότι ἤθελε νά ἔχει τήν ἴδια τύχη μέ τούς Ἕλληνες συμπατριῶτες του; Νά ξεχάσω τή γραφική ἔπαυλη πού ὀμόρφαινε τή συνοικία μας καί τ' ἀφεντικό της, τόν πρόξενο τῆς Μάλτας, πού θρηνοῦσε γοερά τό χαμό τοῦ παλληκαριοῦ του στήν Ἀμμόχωστο; Τή θλιβερή φιγούρα τῆς μάνας μου, πού ἔλειωνε μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς κι ἄφηνε γιά ὧρες τή σιωπηλή κραυγή καί ἱκεσία της; Κάθε 20 Ἰουλίου ἡ μάνα μας ξεδιπλώνει ἕνα χακί πουκάμισο. Κι ἔτσι λερωμένο, μέ τά σημάδια τοῦ ἱδρώτα φανερά καί μέ τ' ἀριστερό πέτο τοῦ γιακᾶ ξεσχισμένο ἀπό τή σφαίρα τοῦ ἐχθροῦ πού τό διαπέρασε, μᾶς ὑπενθυμίζει τό χρέος μας ἀπέναντι στόν Θεό καί στόν προφήτη του Ἠλία γιά τή σωτηρία τοῦ πατέρα μας. Κι ἐκεῖνος ἀπ' τό χάραμα, μπροστά στό τέμπλο τοῦ Ἱεροῦ, στητός, ὁλόρθος ἀναπολεῖ... Μέ μάτια ὑγρά καί μ' ἕνα δίπτυχο στό χέρι μνημονεύει τούς ἀξιωματικούς κι ὁπλῖτες του πού ἄφησαν τήν τελευταία τους πνοή σέ κείνη τήν ἐπιχείρηση καί δέεται τό αἷμα τους κι ἡ θυσία τους σέ τοῦτο τό μαρτυρικό νησί νά βροῦν κάποτε τό δίκιο τους. Ἑλληνίς,
Μαρία Γούδα, φιλόλογος-θεολόγος
|