Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι ἡ περίοδος προετοιμασίας τῶν πιστῶν γιά τήν μεγάλη ἑορτή τῶν παθῶν καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
Κύριο χαρακτηριστικό τῆς περιόδου αὐτῆς εἶναι ἡ νηστεία, δηλαδή ἡ ἀποχή ἀπό ὁρισμένες τροφές σύμφωνα μέ τό ἔθος τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας παραδόσεως. Καί εἶναι τεσσαρακονθήμερη, ἐπειδή μιμεῖται τήν νηστεία τοῦ Κυρίου μετά τή Βάπτισή του (βλ. Μθ 4,2), καθώς καί τίς νηστεῖες τοῦ Μωυσῆ καί τοῦ Ἠλία (βλ. Ἔξ 34,28· Γ΄ Βα 19,8).
Πρόκειται γιά ἀρχαῖο θεσμό. Γενικότερα ἡ νηστεία ἔχει τίς ρίζες της, κατά τούς ἁγίους πατέρες, στήν Ἐδέμ, στήν ἐντολή πού ἔδωσε ὁ Κύριος στόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα νά μή γευθοῦν ἀπό τούς καρπούς τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ (βλ. Γέ 2,17). Ἡ παρακοή τῶν πρωτοπλάστων, ἡ κατάλυση δηλαδή τῆς νηστείας πού θέσπισε ὁ ἴδιος ὁ Θεός, τούς ὁδήγησε στήν πτώση, καί ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος στήν φοβερή περιπέτεια τῆς ὀδύνης, τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου.
Ἡ νηστεία ἔχει, βέβαια, θετικά ἀποτελέσματα καί στόν τομέα τῆς ὑγείας τοῦ σώματος. Στίς ἡμέρες μας, πού ὁ τρόπος ζωῆς τῶν ἀνθρώπων χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ὑπερκατανάλωση τροφῶν ἀκατάλληλων γιά τόν ὀργανισμό μας, εἶναι παρατηρημένο ἐπιστημονικά ὅτι οἱ νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας βοηθοῦν σημαντικά στήν ἀποτοξίνωση καί τήν εὐεξία του.
Ὡστόσο, κύριος στόχος τῆς ἄσκησης αὐτῆς παραμένει πάντοτε ἡ ἀποτοξίνωση τῆς ψυχῆς, ἡ ἀπαλλαγή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ὀλέθρια δράση τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας. Τά πάθη λειτουργοῦν μέσα μας σάν τροχοπέδη. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος γιά τόν οὐρανό, γιά τά «μὴ βλεπόμενα» ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιά τήν αἰώνια καί ἄφθαρτη δόξα, τά πάθη μᾶς δένουν μέ τήν γῆ, μέ τά «βλεπόμενα», μέ τά «πρόσκαιρα» (βλ. Β΄ Κο 4,17-18). Ἡδονοθηρία, πλεονεξία, ἁμαρτωλές ἀπολαύσεις ὄχι μόνο μᾶς ἐμποδίζουν νά ὑψώσουμε νοῦ καί καρδιά στόν Θεό, ἀλλά στό ὑποσυνείδητό μας ἤ καί συνειδητά ἀκόμη θεοποιοῦνται τά ἴδια, παίρνουν τήν θέση πού ἀνήκει στόν Κύριο.
Ἔτσι γινόμαστε δοῦλοι τους, ἐξαρτώμαστε ἀπ᾽ αὐτά. Αὐτοί ὅμως οἱ εἰδωλικοί «θεοί» προσφέρουν σάν ἀνταπόδοση στούς λάτρεις τους μόνον τόν θάνατο, τήν αἰώνια ἀπώλεια. Εἶναι βέβαια ἰσχυροί· κανείς δέν ἀντιλέγει. Εἶναι τόσο ἰσχυροί ὥστε ἀκόμη καί ὁ Παῦλος, ἐκφράζοντας τήν ἀδυναμία ὅλων τῶν ἀνθρώπων, νά λέει ὅτι ὑπό τήν ἐπίδρασή τους «κάνω αὐτό πού δέν θέλω» (Ρω 7, 20), μέ σύρουν κυριολεκτικά. Καί θά ἤμασταν παντοτινά χαμένοι ἄν δέν ἐρχόταν στήν ζωή μας ὁ Χριστός, ὁ ἐλευ¬θερωτής καί σωτήρας. Ἀπό τότε, ἀπό τήν στιγμή πού ὁ Κύριος Ἰησοῦς θά ἀναλάβει τά ἡνία τῆς ψυχῆς μας, τά πάθη ὑποχωροῦν, γίνονται ἀνίσχυρα, καί μπορεῖ ὁ πιστός νά ψάλλει θριαμβικά «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φι 4,13).
Σ᾽ αὐτό ἀκριβῶς συντελεῖ καί ἡ νηστεία. Ὅποιος νηστεύει εἶναι σάν νά ἀντιτάσσει ἕνα ἠχηρό «ΟΧΙ» στίς ἐφάμαρτες ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου αὐτοῦ, οἱ ὁποῖες ἔχουν τίς ρίζες τους στό φαγητό καί στήν δύναμη τῆς κοιλιᾶς. Καί μ᾽ αὐτό τόν τρόπο ἀφ᾽ ἑνός μέν ἀνοίγει δρόμο γιά τήν μετάνοια, γιά τήν ἐπιστροφή στήν ἀγκαλιά τοῦ οὐράνιου πατέρα, καί ἀφ᾽ ἑτέρου δυναμώνει καί στηρίζει καί δίνει φτερά στήν προσευχή (πρβλ. Μθ 17,21). Μόνον ἔτσι δικαιώνεται ἡ νηστεία. Νηστεία πού δέν γίνεται γι᾽ αὐτό τόν σκοπό, ἀλλά γιά τήν προβολή τῆς δῆθεν εὐσέβειάς μας, νηστεία πού διατυμπανίζεται μέ ποικίλους τρόπους εἶναι νηστεία τήν ὁποία ὁ Θεός μισεῖ καί ἀποστρέφεται (βλ. Ἠσ 1,13-14), εἶναι σκέτη ὑποκρισία (βλ. Μθ 6,16-18), γίνεται κι αὐτή ἕνα πάθος, καί μάλιστα δυσδιάκριτο.
Ἄς ἀποτελέσει ἡ φετινή νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἕνα σκάμμα στό ὁποῖο θά ἀγωνισθοῦμε ὅλοι μέ συνείδηση, ἐπίγνωση καί κατά Θεόν ζῆλο. Γιά νά νικήσουμε καί νά βραβευθοῦμε ἀναλόγως.
Εὐ. Ἀ. Δάκας