Ἡ πίστη στήν Καινή Διαθήκη λέγεται μέ τέσσερις ἔννοιες, πού δέν εἶναι ὅλες γνωστές στή θύραθεν γραμματεία.
Ἀσφαλής ἐπαγγελία
Πρῶτα-πρῶτα σημαίνει τήν ἀσφαλῆ ἐπαγγελία, τή βεβαία ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους, τήν ἀξιόπιστη πρόταση τοῦ Θεοῦ στή διαθήκη. Αὐτή εἶναι ἴσως ἡ πιό παλιά ἔννοια τῆς λέξεως. Μέ αὐτή τή σημασία τήν χρησιμοποιεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν λόγο του πρός τούς Ἀθηναίους λέγοντας ὅτι ὁ Θεός «ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, ἐν ἀνδρί ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχών πᾶσιν ἀναστήσας αὐτόν ἐκ νεκρῶν» (Πρξ 17,31). Τό ὅτι ἀνέστησε τόν Ἰησοῦ εἶναι ἡ πίστη πού δόθηκε, ἡ ἐγγύηση.
Ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ
Ἔπειτα ἡ πίστη σημαίνει τήν πίστη πού ὑπάρχει στίς καρδιές τῶν πιστῶν, τήν ἐπίμονη ἀφοσίωση, τήν ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τήν ἀταλάντευτη ἐμπιστοσύνη, «τό πιστεύειν τά μή βλεπόμενα πράγματα». Μέ τήν ἔννοια αὐτή ἀπαντᾶται ἡ λέξη πολλές φορές στήν Καινή Διαθήκη, ὅπως στίς φράσεις «οὐδέ ἐν τῷ Ἰσραήλ τοσαύτην πίστιν εὗρον» (Λκ 7,10) ἤ «ἐάν ἔχω πᾶσαν τήν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν» (Α’ Κο 13,2) ἤ κατ’ ἐπανάληψιν στό ΙΑ’ κεφάλαιο τῆς πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς. Σ’ αὐτή τήν ἐπιστολή ἔχουμε καί τόν ὁρισμό τῆς πίστεως· «ἔστι δέ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». Πετυχημένα ὀνομάζουν τήν πίστη τηλεσκόπιο, γιατί πράγματα ἐλπιζόμενα, ὅπως ἡ β’ παρουσία τοῦ Κυρίου, ἡ μέλλουσα κρίση, ἡ κόλαση καί ὁ παράδεισος, μέ τήν πίστη παίρνουν ὑπόσταση καί τά ζοῦμε σάν πραγματικά, καθώς καί πράγματα οὐ βλεπόμενα, ὅπως ἡ ἁγία Τριάδα, οἱ ἄγγελοι, τά ἐλέγχουμε καί τά ψηλαφοῦμε. Πράγματα δηλαδή μακρινά μποροῦμε μέ τήν πίστη νά τά δοῦμε καί νά τά μελετήσουμε.
Οἱ δύο αὐτές ἔννοιες, τῆς πίστεως πού παρέχεται ἀπό τόν Θεό καί τῆς ἐγκάρδιας πίστεως τῶν ἀνθρώπων, σημαίνουν τήν πίστη μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, τή μεταξύ τους δηλαδή συμφωνία, τή διαθήκη.
Τά δόγματα τῆς πίστεως
Τρίτον, ἡ πίστη σημαίνει τή διδαχή τοῦ Χριστοῦ, τή θεωρία καί δοξασία τοῦ Χριστιανισμοῦ, τόν Χριστιανισμό ὡς δόγμα. Καί μ’ αὐτή τήν ἔννοια ἀπαντᾶται ἡ πίστη στήν Καινή Διαθήκη συχνά, ὅπως στίς φράσεις «τό ρῆμα τῆς πίστεως ὅ κηρύσσομεν» ἤ «εἶς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα» (Ρω 10, 8· Ἐφ 4,5). Σημαίνει δηλαδή ὅ,τι σημαίνει σήμερα τό οὐσιαστικοποιημένο ρῆμα τό «πιστεύω» μου ἤ τό ὄνομα «οἱ πεποιθήσεις μου».
Ἡ Ἐκκλησία
Τέταρτον, ἡ πίστη σημαίνει τόν Χριστιανισμό ὡς σῶμα καί καθίδρυμα, τήν Ἐκκλησία, ὅπως στή φράση «μάλιστα δέ πρός τούς οἰκείους τῆς πίστεως» δηλαδή πρός τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀποτελοῦν τήν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ, ἤ «συμπαραμενῶ πᾶσιν ὑμῖν εἰς τήν ὑμῶν προκοπήν καί χαράν τῆς πίστεως», γιά τή χαρά τῆς Ἐκκλησίας (Γα 6,10· Φι 1,25).
Συνηθίζεται ὅμως στήν Καινή Διαθήκη οἱ δύο τελευταῖες ἔννοιες τῆς πίστεως νά συνυπάρχουν· κλασικό τό χωρίο «ὁ διώκων ἡμᾶς ποτε (= ὁ Παῦλος) νῦν εὐαγγελίζεται τήν πίστιν ἥν ποτε ἐπόρθει», ὅπου ἡ ἴδια ἡ λέξη «πίστις», πού εἶναι κοινό ἀντικείμενο δύο ρημάτων, ἔχει ἀπό τή μιά μεριά τήν ἔννοια τῆς διδαχῆς καί τοῦ δόγματος στό ρῆμα «εὐαγγελίζεται», ἀπό τήν ἄλλη τήν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας στό ρῆμα «ἐπόρθει» (Γα 1,23). Δέκα στίχους πιό πάνω, λέει· «ἐδίωκον τήν Ἐκκλησίαν καί ἐπόρθουν αὐτήν». Αὐτή τή διπλή ἔννοια ἔχει καί στή φράση «ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστήσονταί τινες τῆς πίστεως», δηλαδή καί τῆς ἀληθινῆς διδαχῆς καί τῆς Ἐκκλησίας, ἤ στή φράση «αὕτη ἐστίν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τόν κόσμο, ἡ πίστις ἡμῶν» (Α’ Τι 4,1· Α’ Ἰω 5,4). «Ἡ θρησκεία μας» θά ἔλεγε ὁ σύγχρονος χριστιανός στήν τελευταία φράση. Ἡ ἑρμηνεία αὐτή δίδεται μόνο γιά λόγους ἱστορικούς, γιά νά συνεννοηθοῦμε, γιατί διαφορετικά δέν εἶναι ὀρθή.
Ὁ Χριστιανισμός ποτέ δέν χαρακτηρίστηκε ὡς θρησκεία οὔτε ἀπό τούς ἀποστολικούς πατέρες οὔτε ἀπό τούς πατέρες τῶν πρώτων αἰώνων, καί οὔτε ἀφήνεται νά νοηθεῖ ὅτι εἶναι τέτοια. Μπορεῖ κάποιος νά πεῖ, ἡ ἰουδαϊκή θρησκεία, ἡ μωαμεθανική θρησκεία, ἡ εἰδωλολατρική θρησκεία, ὄχι ὅμως ἡ χριστιανική θρησκεία· ἀλλά ἡ χριστιανική πίστη. Ἐπειδή ἡ χριστιανική πίστη ἔχει σάν πρώτη προϋπόθεση τήν πίστη, εἶναι ἡ μόνη πού δέν ὀνομάζεται θρησκεία ἤ λατρεία, ἀλλά πίστη· καί ἀντίστροφα καμιά θρησκεία δέν ὀνομάζεται πίστη ἐκτός ἀπό τή χριστιανική πίστη. Γι’ αυτό καί τό Σύμβολο τῆς Πίστεως λέγεται «τῆς πίστεως» καί ὄχι «τῆς θρησκείας», κι ἔχει σάν ἀρχικό καί βασικό ρῆμα σ’ ὅλη τήν ἔκταση τοῦ κειμένου του τό «πιστεύω» καί ὄχι τό «θρησκεύω» ἤ «θεραπεύω» ἤ «λατρεύω».
Ἐπίσης, ὅλα τά θρησκεύματα μποροῦν νά λειτουργήσουν καί χωρίς τόν ἱδρυτή τους, ἀφοῦ εἶναι συνταγολόγια λατρευτικῶν καί ἠθικῶν διατάξεων, πού ἄλλες πρέπει νά γίνουν κι ἄλλες ν’ ἀποφευχθοῦν· ἡ χριστιανική πίστη ὅμως δέν εἶναι δυνατό νά νοηθεῖ χωρίς τόν Χριστό, πού εἶναι ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο πού συνῆψε πίστη, διαθήκη, καί ὁ στόχος τῆς ἐγκάρδιας πίστεως τῶν χριστιανῶν. Οἱ δύο, λοιπόν, τελευταῖες ἔννοιες τῆς πίστεως, σημαίνουν ἀπό κοινοῦ τή χριστιανική πίστη, τόν Χριστιανισμό.
Στίς πιό πολλές περιπτώσεις ἡ λέξη πίστη ἀπαντᾶται ἔχοντας δύο καί τρεῖς ἤ καί ὅλες τίς πιό πάνω ἔννοιες ταυτόχρονα, ἀλλά προέχει μία (Λκ 18,8· Πρξ 14,22· 16,5· Ρω 1,5· Α’ Κο 15,14· Κλ 1,23· Κλήμης Ρωμ Α’ 22,1). Ἔτσι στό χωρίο «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα» (Ἐφ 4,5) σημαίνει καί τήν ἐγγύση πού χορηγήθηκε ἀπό τόν Θεό, καί τήν ἐγκάρδια πίστη, καί τό δόγμα, καί τήν Ἐκκλησία, ἀλλά προέχει ἡ ἔννοια τοῦ δόγματος. Ἐπίσης, στήν ἐρώτηση «πλήν ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐλθών ἆρα εὑρήσει τήν πίστιν ἐπί τῆς γῆς;» (Λκ 18,8) ἔχει καί τίς τέσσερις ἔννοιες, ἀλλά προέχει ἡ ἐγκάρδια πίστη καί ἀκολουθεῖ ἡ Ἐκκλησία. Στήν ἐπιστολή τοῦ Ἰούδα ἀπαντᾶται δύο φορές καί σημαίνει στόν στίχο 3 κατ’ ἐξοχήν τό δόγμα, ἐνῶ στόν στίχο 20 τήν Ἐκκλησία.
* * *
Μέ ἁπλά λόγια, στήν Καινή Διαθήκη μέ τή λέξη πίστη ἐκφράζονται οἱ ἐξῆς ἔννοιες:
1. Ἡ πίστη τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους, ἡ ἐγγύηση καί βεβαίωση τοῦ Θεοῦ ὡς πρῶτος ὅρος τῆς διαθήκης.
2. Ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου, ἡ παραδοχή τοῦ ὅρου τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη σ’ αὐτόν, ἡ ἀφοσίωση ὡς ὑπακοή καί ἡ δύναμη ἐπικοινωνίας καί ἐπαφῆς μέ τόν Θεό.
3. Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ὅλες οἱ ἀλήθειες καί τά δόγματα τῆς ἁγίας Γραφῆς.
4. Τό ἀποτέλεσμα καί τό γεγονός ὅλων τῶν ἀποκαλύψεων τοῦ Θεοῦ, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καί τό σῶμα Του, ἡ Ἐκκλησία. Μέσα σ’ αὐτή ζοῦμε τήν πίστη τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς, τήν πίστη τή δική μας στόν Θεό καί ὅλη τή διδασκαλία καί τά δόγματα τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 37 (1982) 131-132