Συμπληρώθηκαν ἤδη διακόσια ἕνα χρόνια ἀπό τήν κοίμηση τοῦ ὁσίου πατρὸς καὶ διδασκάλου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου (1721-1813) καί εἴκοσι χρόνια ἀπό τήν ἁγιοκατάταξή του.
Ὁ Ἅγιός μας -κατά κόσμον Ἀθανάσιος Τούλιος- ὁρμώμενος ἀπό τό νησί τῆς Πάρου ἔζησε πολυκύμαντη βιοτή κατά τή ζοφερή περίοδο τῆς Ὀθωμανοκρατίας. Ἁγιοκατατάχθηκε ἐπίσημα ἀπό τήν Ἐκκλησία μας τό 1994 μαζί μέ τούς Μακάριο Νοταρᾶ καί Νικόδημο Ἁγιορείτη. Καί οἱ τρεῖς ὑπῆρξαν οἱ κορυφαῖες θεολογικές προσωπικότητες τοῦ 18ου αἰώνα. Οἱ ἐχθροί τους εἰρωνικά τούς ὀνόμασαν Κολλυβάδες, μόνον πού αὐτό ἔφθασε νά σημαίνει ἀναδημιουργοί, ἀναμορφωτές. Οἱ Κολλυβάδες ἐπιζητοῦσαν -παρά τίς σφοδρές ἀντιδράσεις- νά ἐπαναφέρουν στόν λαό τοῦ Θεοῦ τό πρωτοχριστιανικό καί γνήσιο πνεῦμα, συνιστώντας πρωτίστως τή συχνή θεία Κοινωνία. Τελικά ἡ Ἐκκλησία δικαίωσε ἀπόλυτα τίς ἀπόψεις τους.
Στήν πορεία του ὁ «ἄκρος ζηλωτής τῶν πατρῴων τῆς εὐσεβείας δογμάτων» ἅγιος Ἀθανάσιος εἶχε πρότυπά του δύο μεγάλους ἁγίους, τόν Γρηγόριο Παλαμᾶ καί τόν Μᾶρκο Εὐγενικό. Ὑπῆρξε πολυμαθής καί πολύγλωσσος ὅσο λίγοι, «ὁ ἀξιολογώτερος τῶν ἑλλήνων θεολόγων μετά τόν Εὐγένιον Βούλαριν» κατά τόν L. Petit. Τό μαρτυροῦν οἱ σταθμοί ἀπό τούς ὁποίους πέρασε: Πάρος, Σμύρνη, Θεσσαλονίκη, Κέρκυρα, Μεσολόγγι, Ἅγιο Ὄρος -ὅπου χειροτονήθηκε καί ἀπ’ ὅπου ἐκδιώχθηκε-, Χίος. Ἀσκητικός στή βιοτή του, θεωροῦσε ἁμάρτημα «θανάσιμο» ἄν ἡ ἀνατολή τῆς πρώτης τοῦ ἔτους ἔβρισκε στό θυλάκιό του ἕναν ὀβολό ἀπό τό παρελθόν ἔτος. Ἔφυγε πάμπτωχος· μοναδική του περιουσία μία ἐνδυμασία, ἕνα λυχνάρι καί ἕνα μελανοδοχεῖο. Ἐκοιμήθη στίς 24 Ἰουνίου τοῦ 1813 -ὀκτώ χρόνια πρίν ξεκινήσει ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821- στά Ρεστά τῆς Χίου.
Μᾶς κληροδότησε πλούσιο συγγραφικό ἔργο μέ ἀπολογητικό, δογματοκανονικό, λειτουργικό, παιδαγωγικό, ἁγιολογικό, ὑμνολογικό περιεχόμενο. Στόν περιορισμένο χῶρο πού ἔχουμε θά προσπαθήσουμε νά μεταφέρουμε μερικά ψήγματα ἀπό τούς μοναδικούς θησαυρούς τῆς γραφίδας του, καθώς τά ἔργα του παρουσιάζουν μία μοναδική ἐπικαιρότητα στούς καιρούς μας.
Μέ δύναμη καί παρρησία ἀντέδρασε στόν δυτικό διαφωτισμό, ποὺ ἤθελε νά ἀλλοιώσει τό ὀρθόδοξο ἦθος τῆς πατρίδος μας: «Ἡ μανία, ἡ λύσσα, ὁ ἐνθουσιασμὸς τῆς λιμπερτᾶς ἀποφασίζει ἀποστασίαν πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας... Ἔξω προφῆται, ἔξω ἀπόστολοι, ἔξω εὐαγγέλια, ἔξω Χριστός, ἔξω Θεός. Ἀντὶ τούτων ἂς ἔλθῃ, ἂς παρρησιασθῇ εἰς τὸ μέσον ὁ σοφώτατος Βολταίρ».
Ἐπικριτική ἦταν ἡ θέση του γιά τόν Παπισμό, ὁ ὁποῖος ἐκμεταλλευόμενος τήν κατάσταση τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ, προσπάθησε νά τόν ἀποκόψει ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Χαρακτηρίζει τήν ἀνατολική ἐκκλησία ὀρθόδοξη, εὐσεβεστάτη, ἀποστολική καί ἁγία, ἐνῶ τή δυτική κακόδοξη, αἱρετική, δυσσεβεστάτη, παπιστική, ἀκάθαρτη καί τούς λατίνους «μιαρωτάτους παπιστάς». Τί θά ἔλεγε καί τί θά ἔπραττε σήμερα, ἄν ἔβλεπε τά οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα τῶν ἡμερῶν μας!
«Ἄχ, ἀδελφοὶ Χριστιανοί, καὶ εἰς τοῦτο ἐκαταντήσαμεν, ὥστε νὰ μὴν εἶναι πλέον διάκρισις τοῦ σίτου ἀπὸ τὰ ζιζάνια; Τῶν προβάτων ἀπὸ τοὺς λύκους; Τοῦ φωτὸς ἀπὸ τὸ σκότος; ... Τίς συμφώνησις εὐσεβῶν μετὰ αἱρετικῶν; Τίς σχέσις; Τί καλὴ ὑπόληψις εἶναι τούτη, ὁποὺ ἔχομεν εἰς τοὺς ἐχθροὺς τῆς ἀληθείας καὶ τῶν ἁγίων μας; Ποῦ εἶναι ἐκεῖνο τὸ πῦρ, ὁποὺ ἦλθε νὰ βάλῃ ὁ Χριστὸς εἰς τὴν γῆν; Ἐσβέσθη, ἐψυχράνθη ἀπὸ μιᾶς• ποῦ εἶναι ἐκείνη ἡ μάχαιρα τοῦ Χριστοῦ, ὁποὺ χωρίζει καὶ τὸ ἴδιον αἷμα... Διὰ τοῦτο, λοιπόν, καὶ εἰς τὴν Ρώμην οἱ Ἀνατολικοί• διὰ τοῦτο καὶ συνοικέσια μὲ τοὺς παπιστάς• διὰ τοῦτο καὶ οἱ Φράγκοι τῶν Ρωμαίων γίνονται ἀνάδοχοι• διὰ τοῦτο ἱερεῖς Ἀνατολικοὶ καὶ στεφανώνουσι καὶ θάπτουσιν, ὄχι μονάχα Λατίνους, ἀλλὰ καὶ τοὺς λουθηροκαλβινιστάς•... διατὶ δὲν ἔχομεν ζῆλον διὰ τὴν εὐσέβειαν• ... καὶ ἡμεῖς ὡς ἀναίσθητοι, τοὺς ἔχομεν ὡς ἀδελφούς».
Ἀπευθυνόμενος πρός τούς γονεῖς συνιστᾶ νά μή στέλνουν εὔκολα τά παιδιά τους στήν Εὐρώπη γιά σπουδές, γιατί ἐκεῖ ἐμφωλεύουν πολλοί κίνδυνοι, καθώς τά παιδιά συνήθως ἀφομοιώνονται καί χάνονται γιά τόν Ἑλληνισμό καί τήν Ὀρθοδοξία.
Παράλληλα ἀγωνίσθηκε καί γιά τήν παιδεία, ἡ ὁποία πίστευε ὅτι θά πρέπει νά στηρίζεται στήν παράδοση τοῦ Γένους καί νά εἶναι χριστοκεντρική: «Σοφία πραγματικὴ εἶναι ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ κάθαρσις τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ πάθη τῆς αἰσχύνης. Σοφία εἶναι ἡ ὅσῳ τὸ δυνατὸν προσκόλλησις εἰς τὸν Θεόν, ἡ ἀπόκτησις τῆς ἰδικῆς του σοφίας ἡ ὁποία εἶναι καὶ τροφὴ τῆς ψυχῆς καὶ ἡ ὁποία εἰκονίζει τὴν μέλλουσαν εὐδαιμονίαν, χορηγεῖ δὲ καὶ τὴν παροῦσαν». Ὡς γνήσιος διδάσκαλος τοῦ Γένους μέ μία ἐκπληκτική εὐρύτητα πνεύματος ἔβλεπε τήν παιδεία «ἤτοι τὴν μάθησιν» ὡς «πρᾶγμα ἀΐδιον, ἀμετάβλητον, ἀναφαίρετον, ἀπὸ τύχην ἀνεπηρέαστον, ἀπὸ ληστὰς ἀνε- πιβούλευτον, ἀπὸ τυράννους ἀκαταβίαστον ὡσὰν ποὺ ἔχει ῥίζαν καὶ πηγὴν καὶ θεμέλιον καὶ θησαυροφυλάκιον».
Ἀξίζει νά προσθέσουμε καί μία ἀκόμη παρατήρηση σημαντική γιά τήν ἀγωγή καί τήν ἐπιβίωση τοῦ Γένους: «Εἶναι τῷ ὄντι κατακρίσεως ἄξιον τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων, ὄχι διατὶ τοῦ ἔλειψαν οἱ Δημόκριτοι, οἱ Πλάτωνες, οἱ Ζήνωνες καὶ οἱ Εὐκλεῖδαι»· ἀλλά εἶναι ἄξιον οἴκτου «διατὶ τοῦ ἔλειψαν φεῦ! οἱ Βασίλειοι, οἱ Ἀθανάσιοι, οἱ Κύριλλοι, οἱ Αὐγουστῖνοι, οἱ Ἀμβρόσιοι, οἱ Σωφρόνιοι, οἱ Δαμασκηνοί, οἱ οὐρανόφρονες ἄνδρες», οἱ ὄντως μεγάλοι παιδαγωγοί καί διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης.
Ἄς μᾶς λυπηθεῖ ὁ Θεός κι ἄς ἀναδείξει τέτοιους μεγάλους καί ἅγιους ἄνδρες, γιά νά μπορέσουμε νά ὑπερβοῦμε τήν παντοειδῆ κρίση καί νά ἐπιβιώσουμε ὡς Ἔθνος.
Εὐδοξία Αὐγουστίνου
Φιλόλογος - Θεολόγος