Προσμένουνε τήν ὥρα

papous-c Στόν τόπο μου τό καλοκαίρι βαστᾶ μέ­χρι πού νά ᾽βγει καί ὁ Σεπτέμβης, μά ὅλοι τό ξέραμε πώς στήν οὐ­σία στά τέλη τ’ Αὐ­γούστου τέλειω­νε. Ὁ Σεπτέμβρης, ὅσο ζεστός κι ἄν ἦ­ταν, δέν ἦταν καλοκαίρι. Μα­ζί μέ τά χε­λιδόνια πού μᾶς τά ἔπαιρ­νε, μᾶς ἔ­παιρ­νε καί τούς φίλους, τούς θειούς καί τίς θειές πού ἔρχονταν γιά διακοπές, μᾶς ἔπαιρνε τήν ξε­γνοια­σιά. Κάθε καλοκαίρι στό μικρό μου χω­ριό τέλειωνε μέ τήν ἴδια ἀπαράλλακτη εἰ­κόνα. Ἐμεῖς πού μέναμε, βλέποντάς το νά ἀδειάζει νιώθαμε τό ἄδειασμα ὅ­μοιο μέ κεῖνο πού νιώθαμε στήν καρδιά μας καί ᾽κεῖ­νοι πού ἔφευγαν ἄφηναν μέ τό δάκρυ τους σέ μᾶς κάτι ἀπό τή δική τους τήν καρδιά.
Ἔτσι ἦταν τά πράγματα ὥς ἐκεῖνο τό πικρό καλοκαίρι τοῦ 1974. Τό μικρό χω­ριό μου γέμισε προσφυγιά. Καί ἐ­πει­δή τή δική μας τήν φυλή «δέν τήν βαραίνει ὁ πόλεμος κι ἐμπόδισμα δέν εἶναι, στίς κορασιές νά τραγουδοῦν καί στά παιδιά νά παίζουν» ἐκεῖνο τό καλοκαίρι ἦταν τό πιό μακρύ πού θυμᾶμαι.
Ἤμουν ἀκόμα παιδί, καί τά παιδιά εὔ­κολα ξεχνοῦν τό κακό. Καινούργιοι φίλοι, καινούργια παιχνίδια. Καί θά ἤμασταν ὅλοι εὐτυχισμένοι ἄν δέν ὑπῆρ­χαν οἱ μεγάλοι μέ τά μαῦρα πού μᾶς θύμιζαν πώς ἔ­γινε πόλεμος, οἱ γυναῖκες μέ τά μαντήλια καί τά τρομαγμένα ἀ­κόμα μάτια. Ἄν δέν ἀκούγαμε τίς νύχτες ἀπό τά ἀνοιχτά παράθυρα τούς θρήνους πού ἔσκιζαν τό σκοτάδι κι ἔ­φταναν ὥς τίς ἀλάνες πού ὥς ἀργά παίζαμε.
Σάν τέλειωσε ὁ Αὔγουστος τίποτα δέν ἄλλαξε στό χωριό μου. Κανένας φίλος δέν γύρισε ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ἦρθε, κανένα σπίτι δέν ἄδειασε. Ὁ Σεπτέμβρης μᾶς βρῆκε ὅ­λους μαζί ντόπιους καί πρόσφυγες μέ ἄ­δεια τήν καρδιά καί γεμάτο τό χωριό.
Ἦταν, θυμᾶμαι, λίγο πρίν ἀνοίξουν τά σχολεῖα καί ὁ καινούργιος δάσκαλος εἶχε ἤδη ἔρθει στό χωριό καί καθόταν μαζί μέ τούς ἄνδρες στό καφενεῖο. Ἐγώ πού εἶχα τελειώσει τό Δημοτικό πλη­σί­α­σα μέ πιό πολύ θάρρος νά τόν δῶ ἀπό κοντά. Ἦταν νέος καί μοῦ φάνηκε συμ­πα­θητικός.
- Δάσκαλε, ἄκουσα νά λέει ὁ γερο-Θω­μᾶς, πού πλησίαζε τά ἐνενήντα καί ἦταν ἀπό τούς πρώτους πρόσφυγες πού ἦρθαν στό χωριό. Ἐσύ πού εἶσαι γραμματιζούμενος τί λές; Θά γυρίσου­με πίσω;
Στύλωσα τό ἀφτί μου ν’ ἀκούσω τί θά ἔλεγε ὁ δάσκαλος. Παράξενο, ἐκεῖ­νος δέν εἶπε τίποτα, μόνο ἔκλαψε.
- Δάσκαλε, γιατί δέν μ’ ἀπαντᾶς, ἐ­πέ­με­νε ὁ γερο-Θωμᾶς, θά γυρίσουμε στά σπίτια μας;
- Θά γυρίσουμε, παππού, θά γυρί­σου­με! ἀπάντησε ἀργά - ἀργά ὁ δάσκαλος καί χάιδεψε μέ στοργή τό γέρικο χέρι π’ ἀ­κουμποῦσε στό μπαστούνι.
Ἀπό κείνη τήν ὥρα ἔνιωσα πώς μεγάλωσα, ἀπό κείνη τήν ὥρα ἔχασα τήν ξεγνοιασιά μου. Δέν ἤμουν πρόσφυγας, ὅ­μως κατάλαβα τί σημαίνει μοιρασμένη πατρίδα, καί ἀγάπησα τούς πρόσφυγες μέ ὅλη τήν καρδιά μου.
Ὁ γερο-Θωμᾶς ἔγινε μιά ἀπό τίς ἔ­γνοιες μου. Ὅλο τάχα τυχαῖα περνοῦσα ἔξω ἀπό τό σπίτι του καί ὅλο ἔβρισκα ἀ­φορμές νά κουβεντιάζω μαζί του.
- Ἄχ, παιδί μου, μοῦ εἶπε μιά μέρα, ἄ­φησα τήν κυρά μου, τρεῖς μέρες πεθαμένη σέ νιόσκαφτο τάφο. Οὔτε σταυ­ρό δέν πρόλαβα νά στήσω, οὔτε τρισά­- γιο νά τῆς κά­νω.
- Παιδιά δέν ἔχεις, παππού, τόν ρώ­τη­σα.
Ἄνοιξε τή χούφτα του καί τέντωσε ὅλα τά δάκτυλά του.
- Πέντε, μοῦ ἀπάντησε. Ὅλα στήν Ἀγγλία, κι οὔτε πού ξέρουν γιά τή μάνα τους, δέν πρόλαβα νά τούς τό γράψω.
- Καί δέν σ’ ἔψαξαν, παππού; ρώτη­σα ὅλο ἀπορία.
- Ξέρω κι ἐγώ παιδί μου; ἀπάντησε ὁ γέρος καί τόν πῆρε τό παράπονο.
Ὁ γερο-Θωμᾶς εἶχε ἕνα μικρό τραν­ζιστοράκι καί τό ἀκουμποῦσε, τό κολλοῦσε πές καλύτερα, πάνω στ’ ἀφτί   του κάθε φορά πού ξεκινοῦσε ἡ ἐκ­πο­μπή «Ἀναζητήσεις μέσῳ τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυ­ροῦ». Δέν θά ξεχάσω ποτέ ἐκείνη τή μέ­ρα πού ὁ ἐκφωνητής εἶπε: «Τόν Θωμᾶ Γεωργίου, 89 ἐτῶν, ψάχνουν τά παιδιά του Ἀνδρέας, Μάριος, Γεωργία, Παρασκευή καί Ἑλένη. Ὅποιος γνωρίζει κά­τι γι’ αὐ­τόν νά ἐπικοινωνήσει μέ τά γραφεῖα τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ».
Ἄφησα τόν παππού νά κλαίει ἀπό τή χαρά του καί ἔτρεξα στόν δάσκαλο.
Στίς 10 τοῦ Σεπτέμβρη ὁ γιός του ὁ Ἀν­δρέας μαζί μέ τόν ἐγγονό του Θωμᾶ ἦρ­θαν καί τόν βρῆκαν στό χωριό. Τόν πίεζαν νά τόν πάρουν μαζί τους στήν Ἀγγλία, μά ἐ­κεῖ­νος δέν ἤθελε οὔτε νά τό ἀκούσει.
- Μέ καρτερᾶ ἡ μάνα σου, γιέ μου, τοῦ εἶπε ὅταν ἐκεῖνος ἐπέμενε. Πρέπει νά τῆς κάνω σταυρό! Ξέρεις τί σημαίνει μνῆ­μα δί­χως σταυρό; Τουρκάλα δέν ἦταν, γιέ μου, ἡ μάνα σου καί τήν ἀγαποῦσε πολύ τήν Ἐκκλησία.
- Ποῦ θά πάει; Σιγά - σιγά θά τόν πεί­σω, μοῦ εἶπε αἰσιόδοξα ὁ κυρ-Ανδρέας.
Τήν ἄλλη μέρα ὁ παππούς ἐπέμενε νά πᾶνε ὅλοι μαζί στήν πόλη. Ζήτησε ἀπό τή μάνα μου νά πάρουν καί μένα μαζί τους.
- Τώρα πού εἶσαι ἐδῶ νά παραγ­γεί­λου­με τό σταυρό γιά τόν τάφο τῆς μά­νας σου νά εἶναι ἕτοιμος ὅταν γυρί­- σουμε πί­σω. Καί θέλω νά εἶσαι καί σύ, παιδί μου, -γύρισε καί εἶπε σέ μένα- γιά νά ξέρεις ποιός σταυρός εἶναι, μή μέ γελάσουν ἐ­πει­δή εἶμαι γέ­ρος.
Παραγγείλαμε τόν σταυρό καί γυρί­σα­με πίσω. Ὁ γέρος ἦταν πιά ἥσυχος.
Ἀνήμερα τοῦ Σταυροῦ στίς 14 τοῦ μήνα ἡ καμπάνα κτύπησε πένθιμα. Ὁ γε­ρο-Θω­μᾶς ἔφυγε γιά τήν ἀληθινή αἰ­ώ­νια πατρίδα.
Ὅλο τό χωριό, ντόπιοι καί πρόσφυγες, ἦταν ἐκεῖ ὅταν ἡ γῆ τοῦ χωριοῦ μου δεχότανε στά σπλάχνα της τόν πρῶτο πρόσ­φυγα. Ὁ σταυρός πού ὁ ἴδιος παρήγγειλε στήθηκε πάνω στό λι­τό του μνῆμα.
Πέρασαν 40 χρόνια! Τά κόκκαλα τοῦ γερο-Θωμᾶ ἔγιναν ἕνα μέ τό χῶμα τοῦ χωριοῦ μου καί ὁ σταυρός πού μένει ἐκεῖ στημένος θυμίζει πώς ἀνήκει καί σ’ ἕναν ἄλλο τάφο καί ἀνανεώνει τήν ἐλ­πίδα πώς κάποτε δυό χέρια θά τόν σηκώσουν μαζί  μέ τά κόκκαλα τοῦ παπ­ποῦ Θωμᾶ γιά νά τόν μεταφέρουν ἐκεῖ, ἐκεῖ πού ἔμεινε ἡ καρδιά καί ἡ κυρά τοῦ γερο-Θωμᾶ. Ἐκεῖ πού σέ κανένα μνῆμα πιά δέν ἄφησαν σταυρό. Καί τότε θά εἶναι Ἀνάσταση!

Ε.Β.