Ἡ περιπέτεια στήν ὁποία εἰσῆλθε ἡ χώρα μας λόγῳ τῆς ἀλόγιστης ἐπί τριακονταετία διαχείρισης τῶν οἰκονομικῶν της, εἶχε ὡς συνέπεια τήν ἔξαρση τοῦ ἀνθελληνισμοῦ σέ πανευρωπαϊκό ἐπίπεδο μέ πρωτεργάτες γερμανούς πολιτικούς, δημοσιογράφους καί μέρος τοῦ λαοῦ. Στήν πρώτη γραμμή τῆς ἀνθελληνικῆς ὑστερίας τό γερμανικό περιοδικό «Focus», τό ὁποῖο σέ ἐξώφυλλο τεύχους του ἔγραψε: «Ἀπατεώνας στήν εὐρωπαϊκή οἰκογένεια», ὑπονοώντας τή χώρα μας!
Ἡ κατηγορία δέν εἶναι πρόσφατη. Ἱστορική ἀναδίφηση στόν 9ο μ.Χ. αἰώνα μᾶς ὁδηγεῖ στή διαπίστωση ὅτι τήν ἴδια ἄποψη εἶχαν οἱ φράγκοι ἡγεμόνες καί γιά τούς προγόνους μας τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Ρωμανίας, αὐτῆς πού ὁ πλαστογράφος τῆς ἱστορίας Jeronymus Wolf, γερμανός ἱστορικός, ἀποκάλεσε μετά τήν κατάρρευσή της Βυζάντιο, ὄνομα μέ τό ὁποῖο ἐπικράτησε νά ἀποκαλεῖται ὥς σήμερα ἀκόμη καί στήν Ἑλλάδα. Οἱ φράγκοι ἡγεμόνες διεκδικοῦσαν ἀπό τήν αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας, ἡ ὁποία εἶχε ὡς πρωτεύουσά της τήν Κωνσταντινούπολη Νέα Ρώμη, τή διαδοχή τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Στά πλαίσια τῆς διεκδίκησης (σφετερισμοῦ) τοῦ τίτλου ἐπιδόθηκαν σέ δεινή συκοφαντία κατά τῶν λαῶν τῆς αὐτοκρατορίας, τούς ὁποίους θεωροῦσαν στό σύνολό τους ὡς Ἕλληνες. Ἔτσι ὁ ὅρος «Ἕλλην» («Grec» στά γαλλικά- φραγκικά) κατέστη μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου συνώνυμος τοῦ «ἀπατεώνα». Ἀκόμη καί σέ σύγχρονα λεξικά μπορεῖ νά διαβάσει κάποιος: «Τό νά εἶσαι Ἕλληνας σημαίνει νά εἶσαι πολύ ἱκανός νά ἐξαπατᾶς». Συνώνυμα τά: αἰσχροκερδής, λωποδύτης, πανοῦργος καί χαρτοκλέπτης (ἀπατεώνας στό χαρτοπαίγνιο). Ἀπεναντίας ἡ λέξη Φράγκος (Franc) εἶναι συνώνυμη τοῦ καθαροῦ καί εἰλικρινοῦς στίς δοσοληψίες του. Θά ἀδικούσαμε κατάφωρα τούς λαούς τῆς δυτικῆς Εὐρώπης ἄν ἀφήναμε νά ἐννοηθεῖ ὅτι αὐτή εἶναι ἡ γενική ἀντίληψη πού τρέφουν γιά μᾶς.
Βέβαια δέν εἶναι λίγοι οἱ συν-Ἕλληνες πού ἔχοντας ζήσει γιά χρόνια σέ χῶρες τῆς Δύσης ἐπανέρχονται στήν πατρίδα μας ἄκρως ἐπιτιμητικοί ἐναντίον μας, μέ πλῆθος παρατηρήσεων ἐπί τῆς καθ᾽ ὅλου ἀνεπάρκειάς μας καί τῶν πλαγίων ὁδῶν, μέσῳ τῶν ὁποίων ἐπιδιώκουμε τήν ἐπίτευξη τοῦ στόχου μας. Δέν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι πού δέν βρίσκουν τίποτε τό καλό στά ἤθη καί ἔθιμά μας καί γι᾽ αὐτό ἀναλαμβάνουν νά μᾶς ὁδηγήσουν βίαια στόν πλήρη ἐκδυτικισμό. Εἶναι αὐτοί πού ὡς νέοι Ἰσαάκιοι Ἄγγελοι ἐπιχειροῦν νά ἀνοίξουν τίς πύλες τῆς βασιλεύουσας στούς «βάρβαρους Φράγκους», οἱ ὁποῖοι προβαίνουν στή συνέχεια στή λεηλασία καί στήν ἐρήμωσή της.
Ἄν ἐξετάσουμε τή νεοελληνική πολιτική ἱστορία, θά διαπιστώσουμε, πρός μεγάλη μας θλίψη, ὅτι ὁ μόνος κυβερνήτης πιστός στήν παράδοση τοῦ λαοῦ μας ὑπῆρξε ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας. Αὐτόν ἔσπευσαν νά δολοφονήσουν οἱ Μαυρομιχαλαῖοι, παρασυρμένοι ἀπό τήν τραγικά ἐσφαλμένη περί ἐλευθέρου κράτους ἀντίληψή τους καί τήν ἀγγλική διπλωματία. Ἄν καί ἀναθρεμμένος μέ τόν δυτικό τρόπο καί παρότι ἔφθασε σέ ζηλευτές θέσεις ἄσκησης ἐξουσίας, τόν Καποδίστρια τόν χαρακτήριζε ἡ θερμή πίστη στόν Θεό, ἡ μεγάλη ἀγάπη πρός τόν πάσχοντα λαό καί ἡ ὀλιγάρκεια (δέν ἔλαβε ποτέ μισθό).
Ἀπό τούς διαδόχους ἄρχισε ἡ ξενοκρατία στή χώρα μας. Τό πρόβλημα, διαχρονικά, τό δημιουργοῦσαν οἱ δικοί μας φραγκευμένοι πολιτικοί, διανοούμενοι, οἰκονομικοί παράγοντες. Αὐτοί ὥς σήμερα πασχίζουν νά ξερριζώσουν τήν πίστη, τίς παραδόσεις, τά ἤθη καί τά ἔθιμα ἀπό τήν ψυχή τοῦ λαοῦ, γιά νά μεταφυτεύσουν ἄλλα εἰσαγόμενα, ὅπως καί πλῆθος καταναλωτικῶν προϊόντων, ἀπό τή Δύση.
Ὁ ἑλληνικός λαός στή λαίλαπα τῶν φραγκευμένων προέβαλλε ἀντίσταση ἐπί αἰώνα καί πλέον, γι᾽ αὐτό καί δέν πέτυχαν οἱ «Φράγκοι» νά μποῦν μονομιᾶς στήν «Πόλη», ὅπως τότε ἐπί Ἰσαακίου. Ἔδειξε κατά καιρούς πλῆθος ἀρετῶν, γιά τίς ὁποῖες ἐκθειάζεται ἀπό τόν Μακρυγιάννη. Μόχθησε, ἄν καί οἱ «Φράγκοι» τόν ἔσερναν κατά καιρούς σέ πολέμους, περιφρονοῦσαν βάναυσα τά ἐθνικά του δίκαια, καί τόν ἀφά- νισαν κατά τόν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Παρ᾽ ὅλα αὐτά κατάφερε νά ξανακτίσει τή χώρα του ἀπό τίς στάχτες πού ἄφησαν οἱ Ναζί καί οἱ σύμμαχοί τους. Δέν κράτησε κακία σέ κανέναν. Συγχώρεσε καί ἔχει ὅλη τή διάθεση νά ἐργαστεῖ γιά τήν εἰρηνική συνύπαρξη τῶν λαῶν καί τήν κοινή πορεία πρός τήν πρόοδο. Ἀλλά οἱ φραγκευμένοι ἡγέτες του τόν ὁδήγησαν σέ μία νέα περιπέτεια, τῆς ὁποίας τίς συνέπειες μόλις ἀμυδρά ἀρχίζει νά ἀντιλαμβάνεται.
Ὁ λαός μας ἔχει ἀναμφισβήτητα εὐθύνη γιά τήν κρίση πού τόν μαστίζει. Πίστεψε στούς ἡγέτες του, ὅταν αὐτοί διακήρυσσαν ὅτι «ἀνήκομεν εἰς τήν Δύσιν». Υἱοθέτησε τόν καταναλωτικό τρόπο ζωῆς μέ δανεικά καί δέν κατάφερε νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό κάποιες πατροπαράδοτες κακίες του, ὅπως τό «ρουσφέτι». Εἶναι ὅμως ἄδικο νά κατηγορεῖται γιά ἀπατεώνας ἕνας ὁλόκληρος λαός. Ὅλες οἱ ἀθλιότητες τῆς διαπλοκῆς τῶν πολιτικῶν μέ οἰκονομικούς παράγοντες, ξένους καί ἐντόπιους, εἶναι ἀπαράδεκτο νά ἐπιρρίπτονται στήν πλάτη τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος καλεῖται νά πληρώσει (καί θά πληρώσει) τή διασπάθιση τοῦ δανεικοῦ χρήματος. Ὁ λαός ἔχει ἤδη πληρώσει μέ τό ἄθλιο παιχνίδι τοῦ χρηματιστηρίου, τή λεηλασία τῶν ταμείων, τή διογκούμενη ἀνεργία, τήν ὑποβαθμιζόμενη περίθαλψη. Καί ὅλα αὐτά ὀφείλονται σέ φραγκευμένους πού σπουδάζοντας στά δυτικά πανεπιστήμια ἐπανακάμπτουν γιά νά κατοχυρώσουν τήν ἀναξιοκρατία, τήν κομματοκρατία, τή διαπλοκή καί τούς μύθους περί τό κρατοῦν πολιτικοκοινωνικό σύστημα. Βέβαια, ὅπως καί στό παρελθόν, πολλοί εἶναι οἱ πρόθυμοι νά ὑπηρετήσουν καί περιφερειακά τό σύστημα ἔναντι ἀμοιβῶν σέ θέσεις καί ἄλλα. Ὁ λαός ἐλέγχεται ἐπειδή ἐνέδωσε στό τραγούδι τῶν ἐκμαυλιστικῶν σειρήνων. Ἦταν ἐργατικός, ἀλλά κατέστη ράθυμος. Ἦταν ὀλιγαρκής, ἀλλά κατέστη σπάταλος καί ἀνικανοποίητος στό ἔπακρον. Ἀγαποῦσε τήν πατρίδα του, ἀλλά τώρα υἱοθετεῖ τή γραμμή τῶν γραικύλων τοῦ διεθνιστικοῦ ὁράματος. Κλέβει τό Κράτος, ἀφοῦ ὅλοι τό κλέβουν καί αὐτό ἔχει καταστεῖ παντελῶς ἀναξιόπιστο. Ἀλλά αὐτά εἶναι ἁπλά πταίσματα, ἀπό τά ὁποῖα ἄλλωστε ζημιώνεται ὁ ἴδιος ὁ λαός.
Ἐμεῖς δέν διαπράξαμε ποτέ ἐγκλήματα κατά τῆς ἀνθρωπότητας. Δέν ἐξοντώσαμε λαούς, ὅπως τῶν Ἐρυθροδέρμων στήν Ἀμερική. Δέν ἐξανδραποδίσαμε λαούς, ὅπως τῆς Μαύρης Ἀφρικῆς. Δέν λεηλατήσαμε μέ ἀποικιοκρατική πολιτική πληθώρα χωρῶν τοῦ πλανήτη. Δέν κηρύξαμε πολέμους, γιά ἄθλια οἰκονομικά συμφέροντα, πού στοίχισαν τή ζωή σέ ἑκατομμύρια συνανθρώπων μας. Δέν συνεργοῦμε (ἄσχετα μέ τό τί κάνουν οἱ κυβερνήσεις μας) στή νεοβαρβαρότητα, ὅπως αὐτή ἐκδηλώθηκε στή Σερβία, στό Ἰράκ καί στό Ἀφγανιστάν. Παρ᾽ ὅλες τίς ἀδυναμίες μας παραμένουμε ἀκόμη μέ φιλάνθρωπα αἰσθήματα ἔναντι τῶν πασχόντων συνανθρώπων μας, τά ὁποῖα χάνουμε στό μέτρο πού υἱοθετοῦμε τά ἐκ τῆς Ἑσπερίας ἤθη. Γιά ὅλα αὐτά πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι μέ τό νά «ἀνήκομεν εἰς τήν Δύσιν» σημαίνει ὅτι δικαιώνουμε αὐτούς πού διαχρονικά, βάρβαροι ὄντες, ἁλώνουν τήν «Πόλη», γινόμαστε ἐν γνώσει μας ὑποχείριά τους «διά μίαν δολεράν καλημέραν» τους, κατά τόν Μακρυγιάννη.
Ἀπόστολος Παπαδημητρίου