Ἦταν ἕνα χειμωνιάτικο ἀπόγευμα, στά μέσα τοῦ Δεκέμβρη. Περιδιαβάζοντας τή σιωπηλή, μᾶλλον σκυθρωπή ὀμορφιά τῆς πλάσης, ἀπόμεινα νά τό κοιτῶ κεῖνο τό μπουκετάκι μόβ κυκλάμινα στό βράχο. Κι ἦρθε στό νοῦ μου ὁ λόγος Σου, πλάστη τοῦ κόσμου: «Κοιτάξτε τά κρίνα τοῦ ἀγροῦ, δέν γνέθουν οὔτε μεριμνοῦν». Κι ἔνιωσα κείνη τή στιγμή τή φύση ὁλόγυρά μου ἕναν ἄμβωνα νοητό καί ἕνα τόσο δά κυκλάμινο νά μέ διδάσκει, τό σκοτεινό ἐκεῖνο ἀπόγευμα τοῦ Δεκέμβρη.
Καί πέρασαν ἀπό μπρός μου ὅλα τά φθινοπωρινά ἀπογεύματα καί οἱ χειμωνιάτικες ἀσέληνες νύχτες τῆς σκέψης καί τοῦ νοῦ, τότε πού δέν ἔβλεπα τή μορφή Σου στή ζωή μου, τότε πού ἔνιωθα πώς εἶμαι μόνος σάν ἕνα λουλούδι πού ᾿χει ριζώσει στό βράχο, δίχως νερό. Μά νά πού γίνεται δάσκαλος τό μόβ ταπεινό κυκλάμινο καί μοῦ διδάσκει πώς ἡ δύναμη τῆς ζωῆς, πού Ἐσύ φύτεψες μέσα του, εἶναι τεράστια καί ἡ δύναμή Σου, Παντοδύναμε, ἄμετρη. Ἐσύ μπορεῖς νά μέ τρέφεις στίς ξέρες τῆς ζωῆς καί νά φωτίζεις τήν ὅποια ἐποχή τῆς ζωῆς μου.
Καί πέρασαν ἀπό μπρός μου ἀναμνήσεις, στιγμιότυπα τῆς ζωῆς μου μέ φόντο πότε ἡλιόλουστο καί πότε συννεφιασμένο. Καί ἦρθαν στό νοῦ οἱ ἐποχές τῆς σκέψης καί τοῦ νοῦ οἱ καιροί. Καλοκαίρια χρωματισμένα μέ χαμόγελα ἐλπίδας καί μολυβένια πένθιμα φθινόπωρα· χειμῶνες βαρεῖς, τότε πού σκοτείνιαζε ἡ σκέψη καί πάγωνε ἡ καρδιά, τότε πού ὑπῆρχαν γύρω μου παγωμένα αἰσθήματα καί νεκρά συναισθήματα μέσα στό χιονιά τῆς ἀπουσίας Σου... τότε πού δέν ἔβλεπα κανένα κυκλάμινο, πουθενά.
Ἀκόμη καί τότε ὅμως, μέσα στή σκοτεινιά, λές καί ξάφνου ἄνοιγαν οἱ γρίλιες τοῦ οὐρανοῦ κι ὁ ἥλιος Σου φωτεινός καί πάλι φώτιζε καί θέρμαινε τήν ψυχή, ἀρκεῖ μονάχα νά ἔστρεφα καρδιά καί βλέμμα ψηλά, πέρα ἀπ᾿ τά γήινα, μ᾿ ὅποιον καιρό...
Μακάριος ἐκεῖνος πού ξέρει πώς πίσω ἀπό κάθε σκοτεινιά κρύβεται ὁ ἥλιος, πώς τά γκρίζα σύννεφα στόν οὐρανό δέν εἶναι παρά οἱ γρίλιες τοῦ οὐρανοῦ καί πίσω ἀπ᾿ αὐτές λάμπει ὁ ἥλιος τῆς ἀγάπης Σου. Ἄς εὐδοκήσει ἡ χάρη Σου οἱ χειμῶνες τῆς καρδιᾶς καί τά φθινόπωρα τῆς σκέψης νά ἀνταμώσουν καί νά μεταμορφωθοῦν μέσα στό αἰώνιο καλοκαίρι Σου!
Δ. Καλογεράκη