Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τό κύριο μέσο μέ τό ὁποῖο ἐργάζεται ἡ Ἐκκλησία στόν κόσμο, τό κύριο ὅπλο τό ὁποῖο ἀντιπαραθέτει στίς ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν της, δέν εἶναι κάτι τό ἀσήμαντο καί ἐπουσιῶδες. Ὅσο ταπεινή εἶναι ἡ μορφή του -λόγια, «ἔπεα πτερόεντα», κατά τόν ἀρχαῖο ποιητή- τόσο κραταιή εἶναι ἡ ἐνέργεια καί ἡ παρουσία του. Ὁ προφήτης Ἰερεμίας, τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἄγγιξε μέ τό χέρι του γιά νά τοῦ ἐμπιστευθεῖ ἔτσι τόν θεῖο λόγο, διατυπώνει τήν συγκλονιστική ἐμπειρία του παρομοιάζοντας τόν λόγο τοῦ Θεοῦ μέ φωτιά καί πελέκι. Μᾶς μεταφέρει τήν φωνή τοῦ Κυρίου· «Δέν βλέπεις πού τά λόγια μου εἶναι σάν τήν φωτιά πού καίει, λέει ὁ Κύριος, καί σάν τό πελέκι πού κόβει τόν βράχο;» (Ἰε 23,29).
Τήν δύναμη τῆς φωτιᾶς ποιός δέν τήν θαύμασε καί ποιός δέν τήν φοβήθηκε; Ξεκινάει μιά σπίθα καί φουντώνει κι ἁπλώνεται κι ὑψώνεται σέ θέαμα φοβερό καί λαμπρό. Κατακαίει τά πάντα, καθαρίζει τόν τόπο, κι ἐκεῖνα τά λύματα πού δέν μποροῦν ἀλλιῶς νά ἐξαφανισθοῦν ἡ φωτιά τά ἀφανίζει. Φωτίζει μέ τήν λάμψη της τά πιό πηχτά σκοτάδια καί διώχνει τά ἀγρίμια μακριά ἀπ’ τόν νυχτωμένο ὁδοιπόρο, τόν φόβο ἔξω ἀπό τήν σκιαγμένη καρδιά. Θερμαίνει τίς παγωμένες μέρες καί ζωογονεῖ τά ἄρρωστα καί κουρασμένα σώματα, γλυκαίνει τά πρόσωπα σάν ἡ θαλπωρή της τά θωπεύει ἀγαπημένα νά μαζεύονται γύρω της. Ζωντανό πρᾶγμα ἡ φωτιά.
Πύρινος καί ζωντανός κι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ξαπλώνεται ἀπό καρδιά σέ καρδιά μέ τήν ζέση καί τόν ζῆλο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Κατακτᾶ καί τόν πιό σκληρό ἄνθρωπο, πού τόν ἀγγίζει ἡ χάρη τῆς πίστεως καί τῆς μετανοίας. Καθαρίζει τήν ψυχή μας ἀπό βρομερά πάθη καί ἄχρηστες ἀδυναμίες, φωτίζει τήν σκέψη μας μέ τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, γλυκαίνει τήν ὕπαρξή μας μέ τήν χάρη καί τήν εἰρήνη. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀνάβει φωτιά ἀγάπης καί ἐν-θουσιασμοῦ γιά τόν Θεό, πού τοῦτο τό καλό ἔχει· «ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσιν αὐτήν» (Ἆσ 8,7).
Ἀλλά δέν εἶναι μόνο δύναμη ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι καί σοφία. Δέν εἶναι μόνο φλόγα καί δυναμίτιδα, πού ἀνατινάζει καί σπάει τά βράχια, εἶναι καί πελέκι πού τά πελεκάει. Ὅταν ὁ ἐργάτης πιάνει στά χέρια του τό κοπίδι, ξέρεις πώς ἡ ἄμορφη μάζα πού ἔχει μπροστά του θά πάρει μορφή καί κάλλος, θά μεταμορφωθεῖ σέ κομψοτέχνημα.
Κι ὅταν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀκουμπήσει πάνω στόν βράχο τῆς ψυχῆς, εἶναι βέβαιο ὅτι θά τήν σμιλεύσει «καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Πλάστη της. Μέ ἐπιμονή τό Εὐαγγέλιο σφυροκοπᾶ μέσα μας τό κήρυγμά του: «Μετανοεῖτε»! Κι ἔπειτα μέ ὑπομονή σκύβει πάνω μας ὁ διάκονός του καί δουλεύει τήν συντετριμμένη μας καρδιά. Πετᾶ τούς ὄγκους τοῦ ἐγωισμοῦ, στρογγυλεύει τίς ὀξύτητες τῆς εὐαισθησίας, ἀπολεπίζει τήν βρομιά τῆς ἀκαθαρσίας, ἀναδεικνύει τά χαρίσματα καί ἀναπτύσσει καινούργιες χάρες. Ὅποιος ἄφησε τόν ἑαυτό του μέ ἐμπιστοσύνη κάτω ἀπό τό πελέκι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τόν εἶδε καί τόν χάρηκε μεταμορφωμένο, ὡραῖο καί δόκιμο.
Φωτιά καί πελέκι ἦταν ἡ σφραγίδα πού ἔβαλε ὁ Κύριος πάνω στόν λόγο του, γιά νά τόν ξεχωρίσει ἀπό τά ψεύτικα λόγια πού πουλοῦσαν πολλοί σάν λόγο Θεοῦ, στά χρόνια τοῦ Ἰερεμία. Φωτιά καί πελέκι ἀναγνωρίζουμε μέχρι σήμερα τό Εὐαγγέλιο τῆς ἀλήθειας, πού κρατᾶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος συνήθιζε νά λέει γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ: «Ἔχω στά χέρια μου ἕνα ὅπλο θερμότερο ἀπό τήν φωτιά, πιό κοφτερό ἀπό τό σπαθί». Καί ὅσοι ἔχουμε προσωπική πεῖρα δοξάζουμε τόν Θεό γιά τό φῶς πού ἔλαμψε μέσα μας, Τόν εὐχαριστοῦμε γιά τό ἔργο πού ἔκανε γιά χάρη μας.
Τήν δύναμη τῆς φωτιᾶς ποιός δέν τήν θαύμασε καί ποιός δέν τήν φοβήθηκε; Ξεκινάει μιά σπίθα καί φουντώνει κι ἁπλώνεται κι ὑψώνεται σέ θέαμα φοβερό καί λαμπρό. Κατακαίει τά πάντα, καθαρίζει τόν τόπο, κι ἐκεῖνα τά λύματα πού δέν μποροῦν ἀλλιῶς νά ἐξαφανισθοῦν ἡ φωτιά τά ἀφανίζει. Φωτίζει μέ τήν λάμψη της τά πιό πηχτά σκοτάδια καί διώχνει τά ἀγρίμια μακριά ἀπ’ τόν νυχτωμένο ὁδοιπόρο, τόν φόβο ἔξω ἀπό τήν σκιαγμένη καρδιά. Θερμαίνει τίς παγωμένες μέρες καί ζωογονεῖ τά ἄρρωστα καί κουρασμένα σώματα, γλυκαίνει τά πρόσωπα σάν ἡ θαλπωρή της τά θωπεύει ἀγαπημένα νά μαζεύονται γύρω της. Ζωντανό πρᾶγμα ἡ φωτιά.
Πύρινος καί ζωντανός κι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ξαπλώνεται ἀπό καρδιά σέ καρδιά μέ τήν ζέση καί τόν ζῆλο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Κατακτᾶ καί τόν πιό σκληρό ἄνθρωπο, πού τόν ἀγγίζει ἡ χάρη τῆς πίστεως καί τῆς μετανοίας. Καθαρίζει τήν ψυχή μας ἀπό βρομερά πάθη καί ἄχρηστες ἀδυναμίες, φωτίζει τήν σκέψη μας μέ τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, γλυκαίνει τήν ὕπαρξή μας μέ τήν χάρη καί τήν εἰρήνη. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀνάβει φωτιά ἀγάπης καί ἐν-θουσιασμοῦ γιά τόν Θεό, πού τοῦτο τό καλό ἔχει· «ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσιν αὐτήν» (Ἆσ 8,7).
Ἀλλά δέν εἶναι μόνο δύναμη ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι καί σοφία. Δέν εἶναι μόνο φλόγα καί δυναμίτιδα, πού ἀνατινάζει καί σπάει τά βράχια, εἶναι καί πελέκι πού τά πελεκάει. Ὅταν ὁ ἐργάτης πιάνει στά χέρια του τό κοπίδι, ξέρεις πώς ἡ ἄμορφη μάζα πού ἔχει μπροστά του θά πάρει μορφή καί κάλλος, θά μεταμορφωθεῖ σέ κομψοτέχνημα.
Κι ὅταν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀκουμπήσει πάνω στόν βράχο τῆς ψυχῆς, εἶναι βέβαιο ὅτι θά τήν σμιλεύσει «καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Πλάστη της. Μέ ἐπιμονή τό Εὐαγγέλιο σφυροκοπᾶ μέσα μας τό κήρυγμά του: «Μετανοεῖτε»! Κι ἔπειτα μέ ὑπομονή σκύβει πάνω μας ὁ διάκονός του καί δουλεύει τήν συντετριμμένη μας καρδιά. Πετᾶ τούς ὄγκους τοῦ ἐγωισμοῦ, στρογγυλεύει τίς ὀξύτητες τῆς εὐαισθησίας, ἀπολεπίζει τήν βρομιά τῆς ἀκαθαρσίας, ἀναδεικνύει τά χαρίσματα καί ἀναπτύσσει καινούργιες χάρες. Ὅποιος ἄφησε τόν ἑαυτό του μέ ἐμπιστοσύνη κάτω ἀπό τό πελέκι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τόν εἶδε καί τόν χάρηκε μεταμορφωμένο, ὡραῖο καί δόκιμο.
Φωτιά καί πελέκι ἦταν ἡ σφραγίδα πού ἔβαλε ὁ Κύριος πάνω στόν λόγο του, γιά νά τόν ξεχωρίσει ἀπό τά ψεύτικα λόγια πού πουλοῦσαν πολλοί σάν λόγο Θεοῦ, στά χρόνια τοῦ Ἰερεμία. Φωτιά καί πελέκι ἀναγνωρίζουμε μέχρι σήμερα τό Εὐαγγέλιο τῆς ἀλήθειας, πού κρατᾶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος συνήθιζε νά λέει γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ: «Ἔχω στά χέρια μου ἕνα ὅπλο θερμότερο ἀπό τήν φωτιά, πιό κοφτερό ἀπό τό σπαθί». Καί ὅσοι ἔχουμε προσωπική πεῖρα δοξάζουμε τόν Θεό γιά τό φῶς πού ἔλαμψε μέσα μας, Τόν εὐχαριστοῦμε γιά τό ἔργο πού ἔκανε γιά χάρη μας.
Στέργιος Ν. Σάκκος