Ἡ κυριαρχία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ πάνω στό θάνατο ἐγγυᾶται ὅτι δέν χάθηκαν ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἔφυγαν ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Τούς ἀποκαλοῦμε νεκρούς, μά δέν πέθαναν· ἀναπαύονται, κοιμοῦνται ἐν Κυρίῳ. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας τούς ὀνομάζει κεκοιμημένους. Ἡ καθημερινή ἐκκλησιαστική πράξη μᾶς συνδέει ὄχι μόνο μέ τούς ἁγίους, πού σημειώνονται στό ἡμερολόγιο καί σηματοδοτοῦν τήν πορεία τῆς ζωῆς μας. Μᾶς φέρνει ἐπίσης σέ ἐπαφή μέ ὅλους τούς προσφιλεῖς μας κεκοιμημένους, πού ἀναπαύονται στόν Κύριο· αὐτός εἶναι «ἡ χώρα τῶν ζώντων».
Αὐτή τή θεολογική ἀλήθεια βιώνει ὡς καθημερινή πράξη ἡ Ἐκκλησία μας, πού κατά τή ρήση τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου εἶναι «ἑνότης πίστεως καί ἀγάπης». Γι᾿ αὐτό μᾶς ὑπαγορεύει τήν προσευχή ὄχι μόνο γιά τούς ζωντανούς ἀλλά καί γιά τούς κεκοιμημένους. Σέ ἑβδομαδιαία βάση ἀφιερώνει τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου στήν προσευχή ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν κεκοιμημένων, ἐνῶ σέ ἐτήσια βάση ὅρισε γιά τό λόγο αὐτό τά δύο μεγάλα Ψυχοσάββατα: τῆς Ἀποκριᾶς καί τῆς Πεντηκοστῆς. Τό πρῶτο μᾶς δίνει τήν ἀφορμή γιά τό μήνυμά μας, καθώς φέτος γιορτάζεται κατά τό πρῶτο Σάββατο τοῦ Μαρτίου.
Ἡ Κυριακή τῆς Ἀποκριᾶς εἶναι ἀφιερωμένη στή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, ἐκείνη τή φοβερή ἡμέρα κατά τήν ὁποία ὅλοι θά σταθοῦμε μπροστά στό θρόνο τοῦ μεγάλου Κριτῆ. Γιά τό λόγο αὐτό, μέ τό μνημόσυνο τῶν κεκοιμημένων τήν προηγούμενη μέρα, ζητοῦμε ἀπό τόν Κύριο νά γίνει ἵλεως καί νά δείξει συμπάθεια καί μακροθυμία σ᾿ αὐτούς πού ἔχουν φύγει. Νά τούς κατατάξει -κι ἐμᾶς μαζί- μεταξύ τῶν υἱῶν τῆς βασιλείας του.
Εἶναι μία μεγάλη ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας τό Ψυχοσάββατο καί μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά πλατύνουμε τήν καρδιά μας, γιά ν᾿ ἀγκαλιάσουμε μέ τήν ἀγάπη της πολλούς. Καλούμαστε σέ παγκόσμια ἀνάμνηση ὅλων «τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς ἐπ᾿ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου». Θυμόμαστε κι εὐχόμαστε ὄχι μονάχα γι᾿ αὐτούς πού ξεπροβοδίσαμε ἀπό τό στενό μας περιβάλλον ἀλλά καί γιά κάθε ἀνθρώπινη ψυχή. Γιά ὅσους ἀπρόσμενα θέρισε ὁ θάνατος κάπου μακριά, σέ ξένη γῆ, καί γιά ὅσους τά μάτια τους σφράγισε ἀσθένεια λοιμική ἤ πόλεμος ἤ παγετός ἤ θεομηνία ἤ ὅποια ἄλλη αἰτία.
Θά ἦταν ὅμως λάθος νά νομίσουμε ὅτι ἡ ὠφέλεια ἀπό τήν ἀνάμνηση αὐτή ἀφορᾶ μόνο στούς μνημονευόμενους νεκρούς. Ἀφορᾶ καί σέ μᾶς διότι μᾶς χαρίζει μία ἐγγυημένη ἐπικοινωνία μ᾿ ἐκείνους πού ἔφυγαν ἀπό τή ζωή ἀλλά παραμένουν στήν καρδιά μας. Ὠφελούμαστε κυρίως, διότι μετέχουμε στήν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· «ἡ γάρ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνέχει ἡμᾶς» (Β΄ Κο 5,14). Αὐτός ὁ πλατυσμός ἡμερεύει τόν πόνο τοῦ χωρισμοῦ ἀπό τούς ἀγαπητούς μας κεκοιμημένους· ἀρδεύει μυστικά μέ ἀγάπη τήν καρδιά· θεριεύει τήν ἐλπίδα γιά τήν αἰώνια ζωή, ὅπου μιά μέρα θά χαιρόμαστε μαζί μέ ὅλες τίς ψυχές πού τώρα μνημονεύουμε. Εἶναι μία... πίστωση αἰωνιότητος.