Ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος, ὁ ὁλοκληρωμένος καί πεπληρωμένος, ὁ ἄξιος ἡγέτης καί κύριος τῆς δημιουργίας, δέν εἶναι φαινόμενο συνηθισμένο. Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ κυνικοῦ Διογένη, πού μέ ἀναμμένο τό φανάρι μές στό καταμεσήμερο διέσχιζε τήν πολυάνθρωπη πολιτεία «ἄνθρωπον ζητῶν», μέχρι τίς μέρες μας, ὅπου τόσες εἰδικές ἐπιστῆμες ἐρευνοῦν πρός τήν κατεύθυνση αὐτή, παραμένει ζητούμενο ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος.
Παρ᾿ ὅλες τίς μελέτες καί τίς προσπάθειες καμία παιδαγωγική, κανένα φιλοσοφικό σύστημα δέν ἔχει νά παρουσιάσει ὀντολογικά ἕνα πραγματικό πρότυπο ἀρτίου ἀνθρώπου. Ὅλοι περιορίζονται στό δεοντολογικό προσδιορισμό. Πρέπει, λένε, νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος σοφία καί ἀνδρεία, νά διαθέτει δικαιοσύνη καί σύνεση, ὥστε νά θεωρεῖται «καλός κἀγαθός». Ἀλλά πῶς θά ἀποκτήσει κανείς αὐτές τίς ἀρετές; Μέ ποιά μέσα καί μέ ποιές προϋποθέσεις καί σέ ποιό μέτρο θά τίς ἀσκήσει; Μύρια ἐρωτήματα αὐτοῦ τοῦ εδους παραμένουν ἀναπάντητα, μέ ἀποτέλεσμα νά διευρύνεται τό κενό στήν ψυχή καί νά ἐντείνεται ἡ διάσταση καί τό χάος στήν ἀνθρώπινη κοινωνία.
Μιλᾶ καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄρτιο ἄνθρωπο ἀλλά μέ μία οὐσιώδη διαφορά: Τόν προσδιορίζει ὡς ἄρτιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ἄρτιος μέ τά κριτήρια τῆς ἀνθρώπινης σκέψης καί νοοτροπίας θεωρεῖται ὁ τίμιος, ὁ εἰλικρινής, ὁ ἠθικός, ὁ ἐργατικός, ὁ οἰκονόμος, ὁ φιλάνθρωπος, γενικά ὁ ἐνάρετος. Ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἔχει ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα καί ἐπιπλέον μία ἄμεση ἐξάρτηση ἀπό τόν Θεό καί τό θέλημά του. Ὁ πρῶτος εἶναι καλός ἄνθρωπος· κατευθύνεται ἀπό τήν ἀγαθή καί ἄγρυπνη συνείδησή του. Ὁ δεύτερος εἶναι πιστός· ἔχει ὁδηγό τήν ἀγαθή του συνείδηση, ἡ ὁποία ἐμπνέεται ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο (πρβλ. Ρω 9,1).
Ἡ ὑλιστική καί ἀπνευμάτιστη ἐποχή μας δέν παρουσιάζει, βέβαια, ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τίς ὑποδείξεις τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Γι᾿ αὐτό, ἐνῶ πολυτρόπως συζητᾶ καί διακαῶς ἀποζητᾶ τόν ἄρτιο ἄνθρωπο, κάθε ἄλλο παρά φιλόφρονη εἶναι γιά τόν ἄρτιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τόν ἀντιμετωπίζει σάν ἕνα ἄλλο, παράδοξο εἶδος ἀνθρώπου. Ἡ παρουσία τοῦ ἀρτίου ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ προκαλεῖ συχνά τίς εἰρωνεῖες, τά σχόλια, ἴσως καί τήν πολεμική τοῦ περιβάλλοντος. Ὡστόσο, ὄχι σπάνια, ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀποσπᾶ τήν ἀναγνώριση καί τό θαυμασμό καί αὐτῶν τῶν ἐχθρῶν. Ἡ μακραίωνη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι γεμάτη ἀπό παραδείγματα διωκτῶν καί δημίων, πού λύγισαν καί συγκλονίσθηκαν, ὅταν βρέθηκαν ἀντιμέτωποι μέ τήν ἁγιότητα τῶν ἀρτίων ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τότε πού περπάτησε στόν κόσμο μας ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, ἔπαυσε νά εἶναι μιά ἄψυχη θεωρία, ἕνα ἄπιαστο ἰδεῶδες ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶδε καί γνώρισε ἡ ἀνθρωπότητα τόν «τύπο καί ὑπογραμμό» τοῦ ἀρτίου ἀνθρώπου. Ἀναγεννημένος στήν ἐν Χριστῷ καινή κτίση, στήν Ἐκκλησία, ὁ πιστός χειραγωγεῖται ἀπό τή σοφία τοῦ θείου λόγου καί ἐνισχύεται ἀπό τήν ἁγιαστική χάρη τῶν μυστηρίων. Ἔτσι καθίσταται ἕνας μικρός Χριστός μέσα στήν κοινωνία. Δέν εἶναι τέλειος ἀλλά τελειούμενος, καταρτιζόμενος καί ἁγιαζόμενος. Μ᾿ αὐτή τήν ἰδιότητά του ἀποπνέει τό ἄρωμα τοῦ οὐρανοῦ καί ἀντανακλᾶ τήν ὀμορφιά τῆς αἰωνιότητας.
Καί ποιός ἄλλος θά μποροῦσε νά γίνει ὁδηγός γιά τήν τελειότητα παρά ὁ ἴδιος ὁ Θεός, πού φύτεψε στήν ψυχή μας αὐτή τή λαχτάρα; Σαφής καί ἁπλός ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου χειραγωγεῖ τούς πιστούς στήν ἁγιότητα· «ἅγιοι γίνεσθε», δηλαδή, ἀπομακρυνθεῖτε ἀπό τήν ἀντίθεη νοοτροπία τοῦ κόσμου καί ἀφοσιωθεῖτε σέ μένα, «ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (Α΄ Πε 1,16). Βαδίστε ἀποφασιστικά πρός τήν τελειότητα· «Ἔσεσθαι οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατήρ ὑμῶν... τέλειος ἐστίν» (Μθ 5,48). Ἀλλά, γιά νά μή νομίσει κανείς ὅτι ἄρτιος ἄνθρωπος σημαίνει ἕνας νάρκισσος ἐγωιστικά ἀπορροφημένος ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀπόκοσμος κι ἀντικοινωνικός, καθορίζεται ὡς ἀνυπέρθετο γνώρισμά του ἡ ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο· «γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθώς καί ὁ πατήρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί» (Λκ 6,36).
Ὅσο κι ἄν προοδεύσεις πνευματικά, ὅσο κι ἄν προσεγγίσεις τόν Θεό, δέν μπορεῖς νά εἶσαι ἄρτιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἐρήμην τῶν συνανθρώπων σου. Διότι ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο γιά νά ἱδρύσει Ἐκκλησία, σῶμα. Ἀπαιτεῖ νά εἴμαστε ἅγιοι καί τέλειοι ὄχι μεμονωμένα ἀλλά ὡς μέλη τῆς κοινωνίας, τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας· νά συμβαδίζουμε μέ τούς ἀδελφούς πρός τήν τελειότητα. Μόνο ἔτσι θά γίνουμε δεκτοί στήν ἄρρητη τελειότητα τοῦ παραδείσου.
Ἀλλά σ᾿ αὐτή τή συμπόρευση συναντοῦμε συχνά τό πιό μεγάλο ἐμπόδιο γιά τήν τελείωσή μας. Εἶναι ἡ συμπεριφορά τῶν ἄλλων, πού μᾶς γεμίζει πόνο, θλίψεις καί ὀδύνες. Ἔπειτα εἶναι καί τά τόσα ἄλλα δυσάρεστα καί δύσκολα περιστατικά τῆς ζωῆς: ἀποτυχίες, ἀρρώστιες, θάνατος. Πῶς νά τά ξεπεράσεις ὅλα αὐτά, χωρίς νά χάσεις τόν προσανατολισμό σου πρός τόν ἁγιασμό;
Ὁ θεῖος λόγος δίδει στό ἐρώτημα αὐτό μία καταπληκτική ἀπάντηση. Τίς θλίψεις, λέει, τῆς ζωῆς τίς ἐπιτρέπει ὁ Θεός «εἰς τό μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ» (Ἑβ 12,10). Εἶναι, δηλαδή, οἱ θλίψεις ἕνας ἄριστος τρόπος γιά νά καταρτισθεῖ καί νά γίνει τέλειος ὁ ἄνθρωπος. Διότι μέσα ἀπ᾿ αὐτές ἀσκεῖται στήν καρτερία, αὐξάνει στήν ὑπομονή, στεριώνει στήν ἐλπίδα. Μ᾿ ἕνα λόγο, ἁγιάζεται. Ἀκόμη καί οἱ ἐνδογενεῖς ἀδυναμίες, τά πάθη μέ τά ὁποῖα ὁ καθένας παλεύει, κι αὐτές οἱ παγίδες τοῦ σατανᾶ καθίστανται ἕνα πολύτιμο στάδιο. Καί μ᾿ αὐτά ὁ πιστός ἀσκεῖται καί γυμνάζεται, καταρτίζεται καί ἁγιάζεται, ἐφόσον δέν συμβιβάζεται, ἀλλά ἀγωνίζεται νά ὑποτάξει τή σάρκα στό πνεῦμα, τά θελήματα καί τά ἁμαρτωλά καπρίτσια του στό θέλημα τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ κατανυκτική περίοδος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, ἰδιαίτερα πρόσφορη γιά τήν ἐπίταση τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, γίνεται μία ἔντονη ὑπόμνηση τῆς πορείας πρός τήν ἁγιότητα κι ἕνα πολύτιμο στάδιο ἄσκησης. Μέ τίς πυκνές ἱερές ἀκολουθίες, μέ τή νηστεία καί τήν ὅλη ἄσκηση ἐξοικειώνει τόν πιστό πρός τίς τόσες μορφές θλίψης καί τόν χειραγωγεῖ νά τίς ἀξιοποιεῖ γιά τόν καταρτισμό του, πλησιάζοντας δι᾿ αὐτῶν στόν τελικό προορισμό «μέχρι καταντήσωμεν... εἰς ἄνδραν τέλειον εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ 4,13).