Πόσο γλυκά ἀκούγεται στ’ αὐτιά μας καί ἠχεῖ στήν καρδιά μας τό ὄνομα τῆς Κυριακῆς ἡμέρας! Τό ἄγγιγμά της ἀφήνει καί στούς πιό πωρωμένους ἕνα ἁπαλό χάδι καί φέρνει στή θύμιση ὅλων μας τά ὀμορφότερα καί γλυκύτερα κομμάτια τῆς ζωῆς μας. Εἶναι ντυμένη μέ τή λαμπράδα τῆς γιορτῆς καί στολισμένη μέ τή χάρη τῆς εὐφρόσυνης κοινωνίας μέ πρόσωπα ἀγαπητά. Μά πάνω ἀπ’ ὅλα εἶναι στεφανωμένη μέ πολύτιμα δῶρα θεϊκά, εἶναι ὁλόκληρη ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο.
Μιλώντας γιά τήν Κυριακή εἶναι σάν νά μιλᾶμε γιά τόν ἴδιο τόν Κύριο, γιά τήν Ἐκκλησία, γιά τό Εὐαγγέλιο, γιά τό μυστήριο. Τήν ἱστορία της καί τή θεολογία της τή βρίσκουμε μέσα στήν ἁγία Γραφή πλεγμένη ἀπό τήν ἀρχή τοῦ χρόνου ἀκόμη μέ τήν ἱστορία τοῦ Θεοῦ. Μόλις τέλειωσαν οἱ ἕξι ἡμέρες τῆς δημιουργίας, ὁ Θεός «κατέπαυσε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ὧν ἐποίησε» (Γέ 2,2), σταμάτησε, δηλαδή, τήν ἑβδόμη ἡμέρα τό ἔργο τῆς δημιουργίας. Δέν σταμάτησε νά ἐργάζεται, διότι ὅπως ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός του, μαρτυρεῖ, «ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται» (Ἰω 5,17), συνεχίζει νά ἐργάζεται διακυβερνώντας καί συντηρώντας τόν κόσμο. Αὐτή ἡ διακυβέρνηση καί ἡ συντήρηση τοῦ κόσμου, πού δέν εἶναι κατώτερο ἔργο ἀπό τή δημιουργία, αὐτή ἡ ἀκατάπαυστη πρόνοια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ κατάπαυσή του, ἡ ἀνάπαυσή του. Ἀφοῦ μᾶς ἔκτισε πανέμορφο σπίτι τό σύμπαν, γιά νά τό ἀπολαμβάνουμε, καί μᾶς δημιούργησε κι ἐμᾶς, πλάσμα τῆς ἀγάπης του, ἀναπαύθηκε, ἡσύχασε, καί εὐχαριστημένος χαίρεται νά μᾶς φροντίζει καί νά μᾶς χαρίζει τήν παρουσία του μέσα στόν κόσμο μέ ποικίλους τρόπους. Τήν ἡμέρα ἐκείνη, τήν ἑβδόμη, πού σταμάτησε ὁ Κύριος τό δημιουργικό του ἔργο καί ἄρχισε τή σχέση κοινωνίας μέ τά πλάσματά του, τήν εὐλόγησε καί τήν ἁγίασε, τήν ξεχώρισε ἀπό τίς ἄλλες ἡμέρες καί τήν καθιέρωσε ὡς ἡμέρα λατρείας του. «Μνήσθητι τήν ἡμέραν τῶν σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν», παρήγγειλε στόν περιούσιο λαό του. «Ἕξ ἡμέρας ἐργᾷ καί ποιήσεις πάντα τά ἔργα σου· τῇ δέ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου· οὐ ποιήσεις ἐν αὐτῇ πᾶν ἔργον» (Ἔξ 20,8-10). Ὅπως γιά τόν Θεό ἡ ἑβδόμη ἡμέρα σημαίνει τή συνεχῆ φροντίδα του καί πρόνοια γιά μᾶς, ἔτσι γιά τό λαό του ἡ ἡμέρα τοῦ σαββάτου σημαίνει τήν ἀποκλειστική ὑπηρεσία καί λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος τά ἔκανε ὅλα γιά τόν ἄνθρωπο, τόν ἄνθρωπο ὅμως τόν ἔκανε γιά τόν ἑαυτό του καί ζητᾶ ἀπ’ αὐτόν νά τοῦ ἀφιερώνει μία ἡμέρα σχολῆς καί ἀργίας ἀπό ὅλες τίς βιοτικές του μέριμνες, καί ἐνασχολήσεως καί σπουδῆς μέ τά τοῦ Θεοῦ. Καί εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι χρειάζεται νά σταματήσει ὁ ἄνθρωπος τίς ἀσχολίες του, γιά νά μπορέσει νά συναντηθεῖ μέ τόν Θεό. «Σχολάσατε καί γνῶτε ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Θεός» (Ψα 45,10), συστήνει ὁ ψαλμωδός. Νά, ἡ πρώτη ἔννοια τῆς «σχόλης» τοῦ λαοῦ, τῆς γιορτῆς του· ἀπερίσπαστη ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό. Βέβαια, πολύ σύντομα μετά τή δημιουργία τοῦ κόσμου καί μετά τήν εὐλογία τοῦ σαββάτου ἡ παράβαση τῶν πρωτοπλάστων διασάλευσε τίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Δημιουργό. Ἔπειτα, ὁ σπόρος της, πού διαιωνίσθηκε μέσα στό ἀνθρώπινο γένος, ὕψωνε πάντοτε ἐμπόδιο τά ἀγκάθια του ἀνάμεσά τους, παρ’ ὅλο πού ὁ νόμος προσπαθοῦσε νά κρατᾶ ἀνοιχτό τό δρόμο μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς. Ἐν τούτοις, ὁ δεσμός Θεοῦ καί ἀνθρώπου συντηρήθηκε ἔτσι, ἡ διαθήκη διαφυλάχθηκε, μέχρις ὅτου ἐγκαθιδρύθηκε ἡ νέα οἰκονομία, ἡ καινούργια τάξη πραγμάτων, πού ἔφερε στή γῆ ὁ θεάνθρωπος Κύριός μας Ἰησοῦ Χριστός. Μέ τό ἔργο του καί τή θυσία του συντελέσθηκε μία νέα κοσμογονία, δημιουργήθηκε ἡ καινούργια κτίση, ἡ πνευματική, ἡ Ἐκκλησία του. Κι ὅπως τήν πρώτη δημιουργία τοῦ κόσμου ἀκολούθησε ἡ ἀνάπαυση τοῦ Θεοῦ, πού σημαίνει τήν ἀγαπητική φροντίδα του γιά τόν κόσμο, ἔτσι τή δεύτρη δημιουργία τῆς Ἐκκλησίας σφράγισε ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, πού καθορίζει νέα σχέση οἰκειότητος τοῦ Θεοῦ μέ τόν κόσμο. Τήν ἡμέρα ἐκείνη, «τήν μίαν τῶν σαββάτων», πού ἀναστήθηκε ὀ Χριστός καί ἀνέστησε τήν ἀνθρώπινη φύση μας, τήν ἁγίασε ὁ Θεός καί τήν εὐλόγησε, τήν ἀνέδειξε ἔνα καινούργιο σάββατο, πού ἀντικατέστησε τό παλιό καί πῆρε ὅλα τά γνωρίσματά του, ἐνῶ ἐπί πλέον ἀπέκτησε καινούργιες χάρες. Τό παλιό σάββατο καθιερώθηκε μέ ἐντολές, διότι δέν εἴδαμε τόν Θεό οὔτε νά δημιουργεῖ οὔτε νά ἀναπαύεται· τό καινούργιο θεμελιώθηκε πάνω σέ ἕνα γεγονός, διότι τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τή μαρτυρεῖ ἡ ἱστορία. Τό παλιό σάββατο ἀπαιτοῦσε θυσίες καί προσφορές στόν Θεό· τό καινούργιο μᾶς προσφέρει τή θυσία τοῦ Κυρίου καί μᾶς τρέφει μ’ αὐτήν. Μέσα στήν καινή κτίση τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε πλέον μιά καινούργια ἡμέρα. Σάν νά ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί καί νά ἀνέτειλε στή γῆ μας ἕνα εὐωδιαστό λουλούδι, νά ἔπεσε στά χέρια μας ἕνα πολύτιμο πετράδι, σάν νά μᾶς ἦλθε ἀπό τόν Κύριο ἕνα πανάκριβο δῶρο. Καί γιά νά τό ξεχωρίζουμε καί νά μήν τό θεωροῦμε ὅπως τά ἄλλα τῆς γῆς μας, μία ἡμέρα σάν ὅλες τίς ἄλλες, ἔγραψε πάνω της τό ὄνομά του· Κυριακή. Ὅπως γράφουμε τό ὄνομά μας πάνω στά ἀντικείμενά μας, γιά νά τά ἀναγνωρίζουμε, παρόμοια ὁ Κύριος σημάδεψε τήν ἡμέρα του καί μᾶς τήν χάρισε. Στεργίου Σάκκου
Ἀπολύτρωσις 42 (1987) 81-82 |