Ἡ ζωή μᾶς συνηθίζει σέ ἐκπλήξεις, ἀλλά ἡ πίστη μᾶς ξαφνιάζει μέ παράδοξα. Ἀπό τή μιά στιγμή στήν ἄλλη συμβαίνει συχνά ὁ ροῦς τῶν πραγμάτων νά ἀλλάζει, ἡ εὐτυχία νά μεταπίπτει σέ δυστυχία καί ὁ ἀξιοθαύμαστος νά καταντᾶ ἀξιολύπητος· ὁ πλούσιος νά γίνεται φτωχός, ὁ ὑγιής ἄρρωστος, ὁ ἐπιτυχημένος καταγέλαστος. Σωστά χαρακτηρίσθηκε αὐτός ὁ κόσμος αἰώνας ἀπατεώνας. Μέσα στό χῶρο τῆς πίστεως ὅμως οἱ ἐνδοκόσμιες ἐναλλαγές ἀποκτοῦν ἄλλες διαστάσεις. Παύουν πιά νά λογίζονται ὡς ἀντίθετες καταστάσεις πού συνθλίβουν μέ τήν τραγικότητά τους τόν ταλαίπωρο ἄνθρωπο. Καί -χωρίς νά χάσουν τό στοιχεῖο τῆς ἀντιθέσεώς τους- ἐναρμονίζονται καί βιώνονται ὡς ἄλλης μορφῆς ἐκφράσεις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, αὐτῆς τῆς ἴδιας ἀγάπης πού περιβάλλει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἀρχή του καί αἰώνια.
Πουθενά ἀλλοῦ σήμερα δέν μπορεῖ νά γίνει τό γεγονός αὐτό πιό σαφές καί πιό συγκεκριμένο ὅσο στίς περιπτώσεις τῆς ἀρρώστιας πού χτυπᾶ ἀνίατα καί ἄδικα ἀνθρώπους πιστούς καί ἁγίους ἀκόμη, τῆς ἀρρώστιας ἐκείνης πού τήν ὀνόμασαν «ἐπάρατη» καί θεωρεῖται κατάρα. Εἶναι συμφορά νά βρεθεῖ κάποιος μέσα στίς θανατηφόρες δαγκάνες τοῦ καρκίνου, μά ὅταν πρόκειται γιά ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, τό πρᾶγμα γίνεται ἀκατανόητο. Πῶς μπορεῖ ὁ Κύριος νά ἐπιτρέπει νά βασανίζεται ὁ δοῦλος του, πῶς δέν ἀκούει τίς προσευχές του νά τόν θεραπεύσει, πῶς ἀνέχεται νά ἐκλείπουν ἀπό τή ζωή ἔτσι ἄδοξα, ἐξευτελιστικά μέσα στήν ἐξαθλίωση καί φρικτά μέσα στούς πόνους, παιδιά δικά του, ἀφοσιωμένα; Τέτοια ἐρωτήματα ἀναπόφευκτα προσβάλλουν τή σκέψη καί τήν καρδιά μας, πειράζουν τό νοῦ καί τήν ψυχή μας. Ἀπό τόν καιρό ἀκόμη πού οἱ τρεῖς φίλοι τοῦ Ἰώβ ἔψαχναν μέ ἀγωνία νά βοῦν ποιά μεγάλη ἁμαρτία εἶχε διαπράξει ὁ δίκαιος φίλος τους, ὥστε νά δικαιολογοῦνται τά δεινά του, μέχρι σήμερα τό πρῶτο πού σκέφτεται κανένας ὡς ἀπάντηση εἶναι οἱ ἀνελέητες ἁμαρτίες μας.
Ἐν τούτοις, μένει πάντοτε χῶρος καί γιά μιά ἄλλη ἐξήγηση, πού ξεπερνᾶ τήν καθιερωμένη λογική περί δικαιοσύνης καί ἀνταποδόσεως, ἡ ὁποία ἰσχύει βέβαια μέσα στό θεῖο νόμο τῆς παλαιᾶς διαθήκης, δίνει ὅμως προτεραιότητα σέ μιά ἄλλη ὑπέρλογη ἀντίληψη, τήν ὁποία μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ νόμος τῆς ἐλευθερίας τῆς καινῆς διαθήκης. Εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ μαρτυρίου καί τοῦ μάρτυρα. Ἐκεῖνος πού ἄδικα πάσχει, μά μέσα ἀπό τό πάθος του δοξολογεῖ τόν Θεό, ἐκεῖνος αἴφνης πού προσβάλλεται ἀθεράπευτα ἀπό τήν ἀρρώστια τοῦ αἰώνα μας, μά μέσα σ' αὐτήν βλέπει τό θέλημα τοῦ Κυρίου καί συναντᾶ τό ἴδιο τό σταυρωμένο πρόσωπό του, ὥστε νά κράζει καί νά ἀνακράζει «δόξα Σοι!», ἐκεῖνος καθιστᾶ τόν ἑαυτό του μάρτυρα καί ἀναδεικνύει τήν ἀρρώστια μαρτύριο γνήσιο. Δέν ρωτᾶ τό γιατί, μήτε νιώθει τόν Θεό τιμωρό, ἀλλά οὔτε καί τόν ἑαυτό του ἀδικημένο. Μόνο ζῆ τήν περίστασή του ὡς μία ἔκτακτη ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου, μέ ἕναν τρόπο ἔξω ἀπό τά καθημερινά καί τά συνηθισμένα, μέ τόν τρόπο πού διάλεξε Ἐκεῖνος μέ τή σοφία του καί τήν ἀγάπη του, γιά νά χαρίσει τή συγκλονιστική παρουσία του στό δοῦλο του, ἀλλά καί σ' ἐκείνους πού θωροῦν τό δοῦλο του.
Ἔτσι παράδοξα ἀναμιγνύεται ἡ πίκρα τῶν σωματικῶν πόνων μέ τή γλύκα τῆς θεϊκῆς κοινωνίας, καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὑπερκεράζεται ἡ ὀδύνη τοῦ σώματος ἀπό τήν ἡδονή τοῦ πνεύματος. Ἔτσι ὑπέρλογα ἐναρμονίζεται ἡ συμφορά μέ τήν εὐτυχία καί ἡ κατάρα γίνεται εὐλογία.
Ἐξ ἄλλου, εἶναι τόσα τά στοιχεῖα πού κάνουν τήν ἀρρώστια αὐτή ὅμοια μέ μαρτύριο. Πόνος πού βασανίζει γιά καιρό, φόβος ἀναπόφευκτου θανάτου, ἀγωνία πού σέ σπρώχνει στά ἔσχατα -στόν πανικό ἤ στήν ἀπελπισία-, ὄντως πειρασμοί πού σέ βιάζουν νά ἀρνηθεῖς τήν πίστη σου σέ Θεό ἀγαθό καί Κύριο ἰσχυρό. Ὅταν ὅμως σκεφθεῖς τόν Ἀθῶο πάνω στό σταυρό, ὅταν θυμηθεῖς τούς χριστιανούς μέσα στά ἐργαλεῖα τῆς βασάνου, μπορεῖς νά συγκρίνεις, μπορεῖς νά ἀναλογισθεῖς· ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πού ἐπέτρεψε τότε στόν Νέρωνα ἤ στόν Διοκλητιανό νά συλλάβουν ἀμέτρητους πιστούς καί νά τούς βασανίσουν, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πού ἄφησε τούς δημίους καί τά θηρία νά θανατώσουν τούς ἁγίους του, ὁ ἴδιος ἐπιτρέπει καί σήμερα τήν ἀρρώστια αὐτή, πού σάν ἄλλο τέρας ὁρμᾶ πάνω μας, νά πιάσει καί νά δαγκάσει τούς δικούς του πρός θάνατον. Δέν θά μποροῦσε ὁ Παντοδύναμος νά σταματήσει τό κακό καί τότε καί τώρα; Δέν θά ἤθελε ὁ Πολυεύσπλαγχνος νά σώσει τούς ἀγαπητούς του; Δέν τό ἔκανε ὅμως καί δέν τό κάνει, ἀλλά χαρίζει στήν Ἐκκλησία του ἁγίους καί δωρίζει στόν κόσμο ἅλας καί φῶς παραχωρώντας τό μαρτύριο, πού ὅταν συντελεῖται μέ ὑποταγή καί ταπείνωση, μέ προσευχή καί μυστήριο, ἀναδεικνύει μάρτυρες ἰσότιμους μέ τούς πρώτους τῆς Ἐκκλησίας, τούς νεομάρτυρες τῆς ἐποχῆς μας. Ἔτσι κάποτε ἕνας θεοφόρος ἐπίσκοπος, ὁ Ἰγνάτιος, ἐπειγόταν νά ἀλεστεῖ ἀπό τά δόντια τῶν θηρίων, γιά νά φτάσει ἄρτος καθαρός μπροστά στόν Κύριό του. Παρόμοια στήν ἐποχή μας ἕνας ἁγιασμένος ἀσκητής, ὁ μοναχός π. Παΐσιος, ἀντιμετώπισε μέ ἱλαρότητα τά δαγκώματα τοῦ καρκίνου κράζοντας· «Ἔλα, Κύριε!».
Εἶναι δύσκολο νά μιλᾶς γιά πόνο καί γιά θάνατο, διότι εἶναι ἀπείρως δυσκολώτερο νά ὑποφέρεις καί νά ὑπομένεις. Εὐλογητός ὁ Θεός ὅμως πού δέν ἀφήνει στό χῶρο αὐτό μόνο λόγια. Ἀρκετοί ὑπῆρξαν καί ὑπάρχουν ἀνάμεσά μας οἱ πιστοί ἀδελφοί πού πέρασαν καί περνοῦν μέσα ἀπό τό πειρατήριο τῆς ἀρρώστιας ὡς πραγματικοί νεομάρτυρες. Αὐτοί μᾶς δίνουν τό δικαίωμα νά μιλοῦμε γιά τήν πίστη τους, γιά τήν ὑπομονή τους καί γιά τήν ἐλπίδα τους. Κι αὐτοί μᾶς καλοῦν νά ὑπομένουμε μέ τό ἴδιο φρόνημα τά δικά μας παθήματα, νά ἑτοιμαζόμαστε γιά τήν ἐνδεχόμενη ἐπίσκεψη καί πρό πάντων νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό, πού δέν ἀφήνει τίς μέρες μας χωρίς μάρτυρες, καί νά τόν δοξάζουμε, πού ξέρει νά μεταποιεῖ τήν κατάρα τοῦ καιροῦ μας σέ εὐλογία.
Στέργιος Ν. Σάκκος
'Απολύτρωσις 49 (1994) 143-144
|