Κάποιοι τά εἴπανε ὀργισμένα νιάτα. Κάποιοι ἄλλοι τά ὀνόμασαν ἐπαναστατημένη γενιά. Ἔτσι δικαιολόγησαν ὅλους τούς βανδαλισμούς καί ὅλες τίς βαρβαρότητες πού διαπράξανε στό ὄνομα τῆς δημοκρατίας καί τῆς συμπαράστασης στό θάνατο τοῦ Ἀλέξη. Μά ἐγώ πού ἔζησα μαζί μέ τούς δικούς μου μαθητές τά τελευταῖα γεγονότα, ἐγώ πού ἔσκυψα κι ἀφουγκράστηκα τούς κτύπους τῆς καρδιᾶς τους, ἄκουσα τό θρηνητικό τους παράπονο: «Ὅλοι μᾶς γέλασαν φοβερά, μᾶς σπάσαν τῆς ψυχῆς τά φτερά».
Μέ τό μήνυμα στό κινητό γιά καταλήψεις καί ἀποχές ξεκίνησαν τήν καινούργια ἑβδομάδα. Ἄραγε ἀπασχόλησε κανένα μαθητή ἤ γονιό ποιός ἔστειλε ὅλα αὐτά τά μηνύματα καί γιατί; Δυό φοβερές ἐκμεταλλεύσεις μείνανε σχεδόν ἀσχολίαστες: Ἡ ἐκμετάλλευση τῆς μνήμης ἑνός παιδιοῦ καί ἡ ἐκμετάλλευση τῆς εὐαισθησίας τῶν ἐφήβων ἀφενός καί τῆς ἐπιπολαιότητας καί δυναμικότητάς τους ἀφετέρου.
- Κυρία, θέλουμε νά πᾶμε στήν πορεία!
- Συμπαράσταση στόν Ἀλέξη!
- Μά δέν κάνατε γιά τό λόγο αὐτό ἀποχή ἀπό τά μαθήματά σας τή Δευτέρα; Δέν σᾶς ἔδωσε τό Ὑπουργεῖο ἐλεύθερη καί τήν Τρίτη;
- Ὅλα τά σχολεῖα θά πᾶνε!
- Θά πᾶτε νά ρημάξετε τό ἀστυνομικό τμῆμα;
- Τί λέτε, κυρία; Ἁπλά, θά διαμαρτυρηθοῦμε.
Εἶπαν, εἶπα... Τό δεκαπενταμελές πείστηκε πώς δέν εἶχε καμιά δουλειά στήν πορεία. Ἡ ἔκπληξή μου ἦταν μεγάλη σάν εἶδα ξεσηκωμένα στήν πόρτα, ἕτοιμα νά φύγουν, τά... πρωτάκια!
Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς δέν κουράστηκα καί πολύ νά τά στείλω στήν τάξη τους, μά ἕνα αἴσθημα ἀγανάκτησης μέ ἔκανε νά σταθῶ στήν πόρτα καί νά φωνάξω στά παιδιά μου: «Ἀπό τό σχολεῖο δέν θά βγεῖ κανένας πρίν τελειώσει καί ἡ ἕβδομη ὥρα. Θά στέκομαι ἐδῶ μέχρι τότε!».
Καί στάθηκα! Καί τότε ἦταν πού εἶδα μιά μαθήτρια τῆς Γ´ νά ἔρχεται τρέμοντας πρός τό μέρος μου.
- Κυρία, ἔρχομαι ἀπό τήν κόλαση, μοῦ εἶπε. Εἴχατε δίκιο. Δέν φανταζόμουν ὅτι θά γίνουν τέτοια πράγματα. Τό ἔσκασα ἀπό τά κάγκελα καί πῆγα στήν πορεία. Συγγνώμη, κυρία, συγχωρέστε με πού δέν σᾶς ἄκουσα.
Ἔμεινα νά τήν κοιτάω. Κι εἶδα στήν τρομαγμένη της μορφή ὅλα τά νιάτα τοῦ καιροῦ μας πού, ὅταν μᾶς βολεύει ἐμᾶς τούς μεγάλους, τά λέμε «νιάτα», καί ὅπου πάλι μᾶς βολεύει τά λέμε «παιδιά».
Ναί, ἐκείνη τή μέρα κάποιοι καπηλευτές τῆς ἔννοιας «ἀγώνας» ὅπλισαν τά χέρια δεκατριάχρονων καί δεκατετράχρονων παιδιῶν, μικρότερων ἀκόμη καί ἀπό τόν Ἀλέξη, μέ πέτρες, λοστούς, αὐγά καί γιαούρτια καί τά ἔστρεψαν ἐναντίον τῶν ἀστυνομικῶν τῆς μικρῆς ἐπαρχιακῆς πόλης ὅπου ζοῦμε.
Κι ἀναρωτιέμαι: Ποιός σκοτώνει τή νεολαία μας; Ποιοί ἀσυνείδητοι καιροσκόποι θυσιάζουν σέ ἀνίερους βωμούς τήν ἰκμάδα τῆς πατρίδας μας; Ἐπαναστατημένη γενιά! Ἄν ἡ καταστροφή λέγεται ἐπανάσταση, τό τρίξιμο ἀπό τά κόκκαλα τῶν ἐπαναστατῶν δέν θά ἔχει ὅρια. Προδομένη, ναί! Ἀδικημένη καί ἀπογυμνωμένη ἀπό ἀξίες καί ἰδανικά, ναί! Ὄχι ὅμως καί ἀγώνας τό ξετσίπωτο βρίσιμο καί οἱ βανδαλισμοί.
Ἔνιωσα τήν ἀνάγκη νά σφίξω στήν ἀγκαλιά μου τό κορίτσι πού ἔτρεμε μπροστά μου, γιά νά ἀκουμπήσω πάνω στήν καρδιά μου ὅλο τόν πόνο μιᾶς γενιᾶς πού ὅλοι τήν γέλασαν. Κι εἶπα πώς ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ Θεοῦ. Ἦρθε ἡ ὥρα νά δώσουμε σέ τούτη τή γενιά ἐλπίδα καί φῶς. Καί πῆρα μιά ἀπόφαση: Νά σταθῶ πολύ κοντά σέ κεῖνα τά παιδιά πού γυρίζουν ἀπό τήν κόλαση. Σίγουρα ἐκεῖνο πού ψάχνουν εἶναι ὁ παράδεισος, κι αὐτόν πρέπει κάποιοι πού τά ἀγαποῦν ἀληθινά νά τούς τόν δείξουν. Ὅσοι πιστοί!
Ἑλένη Βασιλείου
Διευθύντρια Γυμνασίου