Γύρισε καί κοίταξε παντοῦ. Ἡ ἥσυχη χειμωνιάτικη νύχτα, πού ἄλλοτε ἔδινε στήν Πόλη τοῦ Κωνσταντίνου ἕναν ξεχωριστό τόνο γαλήνης, δέν ἦταν πιά ἐκεῖ. Εἶχε πάρει τή θέση της ὁ θόρυβος, τά ἀχαλίνωτα ἐκκωφαντικά τραγούδια στούς δρόμους, τά γέλια πού προκαλοῦσε ἄσωστα τό κρασί. Στήν ἀγορά, στόν ἱππόδρομο, στά ἀνάκτορα ἀκόμη, οἱ φουντωμένοι δαυλοί διέλυαν τό σκοτάδι· ἔκαναν τή νύχτα μέρα. Καί μποροῦσε νά διακρίνει κανείς τά πρόσωπα πού χαχάνιζαν νά ἀντανακλοῦν σχεδόν τρομακτικά τό φῶς τους.
Γιόρταζαν, λέει, τά Θεοφάνεια, δηλαδή τά Χριστούγεννα.
Μέ κοφτό ἀργό βῆμα ἀνέβηκε στόν ἄμβωνα. Ὁ ναός ἦταν γεμάτος χριστιανούς, πού περίμεναν μέ ἀγωνία νά τόν ἀκούσουν. Πῶς νά ξεχάσουν; Πρίν μόλις λίγες ἡμέρες στόν ἴδιο αὐτό χῶρο λειτουργοῦσε ἕνας ἀρειανός «ἐπίσκοπος». Ἅπλωνε τά χέρια του στό θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ ἕνας ἄνθρωπος πού εἶχε ἀρνηθεῖ τόν Θεό! Ἡ Πόλη ὁλόκληρη ἦταν στά χέρια τῶν ὀπαδῶν τοῦ Ἀρείου! Οἱ λίγοι Ὀρθόδοξοι, κυνηγημένοι, καταδιωγμένοι συνωστίζονταν στόν ναΐσκο τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας. Ἐκεῖ τούς στήριζε στήν ὀρθόδοξη πίστη ὁ ἴδιος αὐτός, πού τώρα τόν εἶχαν μπροστά τους ἐπίσκοπον· ὁ Γρηγόριος. Μέ τούς δικούς του ἀγῶνες, τούς σφυρηλατημένους στό ἀμόνι τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ, σιγά-σιγά ἄλλαξαν τά πράγματα. Ἦρθαν καλύτερες ἡμέρες γιά τούς πιστούς τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ «βάρβαροι» ἔφυγαν.
Ἔφυγαν ὅμως στ᾿ ἀλήθεια;...
Ἄνοιξε τό στόμα του νά μιλήσει στίς ψυχές πού κρέμονταν ἀπό τά χείλη του γιά μιά καινούργια αἵρεση. Γιά μιά γάγγραινα πού ὕπουλα πιά λυμαινόταν τήν Ἐκκλησία. Ἦταν ὁ κίβδηλος Χριστιανισμός, πού σήκωνε τώρα μέ ἰταμότητα τό κεφάλι του. Ὁ Χριστιανισμός πού ἔφερνε μέσα του ἤθη καί παραδόσεις εἰδωλολατρικές, πού ἀναμίγνυε τήν καθαρή πίστη στόν τριαδικό Θεό μέ τή βρωμιά τῆς ξέπνοης, ἀπό καιρό, ἐθνικῆς θρησκείας.
Εἶχε χρέος νά τό κάνει· νά προφυλάξει τόν ζωντανό θησαυρό πού ὁ Θεός τοῦ ἐμπιστεύθηκε. Κι ἄς ἦταν Θεοφάνεια. Κι ἄς μήν ἦταν εὐχάριστο στούς πολλούς ν᾿ ἀκοῦν γιά πράγματα δυσάρεστα, νά ὠθοῦνται σέ ἀγώνα τίς μέρες αὐτές τίς ἤρεμες.
«Νά μή στήσουμε χορούς, ἀδελφοί, οὔτε νά στολίσουμε τίς πλατεῖες... Νά μήν ἐπιδοθοῦμε στίς ἀπολαύσεις τῆς γεύσης, οὔτε νά ψάξουμε γιά τά καλύτερα φορέματα, γιά τή λάμψη τῶν διαμαντιῶν καί τοῦ χρυσοῦ, γιά τά βαψίματα πού ἀλλοιώνουν τό πρόσωπο, τή θεία εἰκόνα... Νά μήν παραδοθοῦμε στά μεθύσια καί στά ἄσωτα γλέντια πού πᾶνε μαζί μέ τήν ἀσέλγεια... Νά μήν προσπαθοῦμε νά ξεπεράσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον στή χλιδή... Νά μή γεμίσουμε τή γῆ καί τή θάλασσα μ᾿ αὐτήν τήν πολύτιμη γιά μᾶς ἀκαθαρσία!...
Ὅλα αὐτά τά κάνουν οἱ εἰδωλολάτρες. Αὐτοί ἔχουν θεούς πού χαίρονται μέ τίς μυρωδιές τῶν κρεάτων καί τούς λατρεύουν μέ τόν ἡδονισμό τῆς κοιλιᾶς. Πονηροί καθώς εἶναι ἔφτιαξαν καί προσκυνοῦν πονηρούς θεούς...
Ἀλλά ἡ δική μας τρυφή νά εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ... Νά ταξιδέψουμε μαζί μέ τόν ἀστέρα, νά προσφέρουμε στόν Κύριό μας δῶρα μαζί μέ τούς μάγους. Νά τόν δοξάσουμε καί νά τόν ὑμνήσουμε μαζί μέ τούς βοσκούς καί τούς ἀγγέλους... Κι ἄν εἶναι νά φύγουμε μαζί Του στήν Αἴγυπτο, ἄς φύγουμε. Ὡραῖο πράγμα νά διωκόμαστε μαζί μέ τόν Χριστό!... Νά τόν ἀκολουθήσουμε ὕστερα σ᾿ ὅλα τά στάδια τῆς ζωῆς Του... Νά σιωπήσουμε μαζί Του μπροστά στόν Ἡρώδη. Νά δεχτοῦμε τό φραγγέλιο, τή χολή, τό ὄξος, τά ραπίσματα, τούς κολαφισμούς, τό ἀκάνθινο στεφάνι τοῦ δύσκολου δρόμου πού βαδίζει στή ζωή του ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Θεό, τό πορφυρό ροῦχο, τό καλάμι, τή γελοιοποίηση ἀπό ἐκείνους πού ἐμπαίζουν τήν ἀλήθεια, ... καί τέλος τή σταύρωση καί τήν ταφή μαζί Του, γιά νά συναναστηθοῦμε καί νά συμβασιλεύσουμε μαζί Του!...». (Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «Εἰς τά Θεοφάνεια, ετουν γενέθλια τοῦ Σωτῆρος», Λόγος 38ος, ΡG 36,312- 333).
Τόν ἄκουγες κι ἔλεγες πώς δέν μιλοῦσε τό στόμα τοῦ Γρηγορίου. Μιλοῦσαν οἱ πληγές πού δέχτηκε στό κορμί του ἀπό τούς ἐχθρούς του, τούς ἐχθρούς τοῦ Κυρίου του. Μιλοῦσε ἡ καρδιά του ἡ ματωμένη ἀπό τούς διωγμούς πού δέχτηκε γιά τό ὄνομά Του. Δέν ἦταν κούφια λόγια αὐτά, ξερές ἠθικολογίες. Ἦταν πρίν ἀπ᾿ ὅλα βίωμά του. Ἡ ζωή του ὁλόκληρη.
* * *
2011 χρόνια μετά Χριστόν! Ὁ λόγος αὐτός τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἐκδόθηκε ἀπό μεγάλους ἐκδοτικούς οἴκους στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικό. Διαβάστηκε καί μελετήθηκε ἀπό ἐπιστήμονες. Δόθηκαν περισπούδαστες ἀπαντήσεις σέ ποικίλα ἐρωτήματα τοῦ τύπου: «πότε ἐκφωνήθηκε;», «ποῦ ἐκφωνήθηκε;» κ.τ.ὅ.
Ἕνα μόνο ἐρώτημα παραμένει ἀναπάντητο, γιά νά θρυμματίζει τήν ἔνοχη ἐπανάπαυσή μας: Ἄραγε ἔπιασαν τόπο τά λόγια ἐκεῖνα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου; Ἄραγε σήμερα γιορτάζουμε τά Χριστούγεννα μέ τό πνεῦμα τοῦ ἁγίου πατρός ἤ μήπως ἀντηχοῦμε ἀκόμη τούς πανηγυριστές ἐκείνης τῆς παλιᾶς διεφθαρμένης ἐποχῆς;
Τήν ἀπάντηση ἄς τήν ἀναζητήσει ὁ καθένας γιά τόν ἑαυτό του μέ τιμιότητα καί εἰλικρίνεια.
Εὐάγγελος Δάκας
Θεολόγος