Ἄν ἕνας ἄνθρωπος παραδώσει τούς λογισμούς του στό μεθύσι καί στή μανία τοῦ πάθους, πρέπει νά ἔχει πολύ γενναία ψυχή γιά νά ἀντισταθεῖ στήν πτώση.
Εἶναι φοβερά τά πάθη. Φοβερά! Γι᾿ αὐτό σᾶς παρακαλῶ νά κάνουμε τό πᾶν, ὥστε ὅταν μᾶς ἐπιτίθενται νά βρίσκουν τίς εἰσόδους ὀχυρωμένες καλά. Ἀλίμονο ἄν κυριαρχήσουν μέσα μας! Προκαλοῦν τέτοια καταστροφή, ἀνάβουν τέτοια πυρκαγιά, ὅπως ἡ φωτιά στό δάσος.
Καί ἄς μήν ξεγελᾶμε τούς ἑαυτούς μας μέ τήν ψυχρή καί ὑπολογιστική ἐκείνη σκέψη «καί τί πειράζει αὐτό;», «καί τί πειράζει ἐκεῖνο;». Διότι ἐδῶ ἔχουν τή ρίζα τους ὅλα τά κακά. Δέν πρέπει νά ἀγνοοῦμε ὅτι ὁ διάβολος δουλεύει μέ σύστημα: δέν ἀρχίζει νά βάλλει ἐναντίον μας μέ τά μεγαλύτερα ὅπλα του, ἀλλά μέ τά μικρότερα. Αὐτά πού θεωροῦμε ἐμεῖς ἀσήμαντα. Σκέψου:
Δέν παρακίνησε τόν Κάιν στό φόνο τοῦ ἀδελφοῦ του ἀμέσως, διότι ἀσφαλῶς θά τόν τρόμαζε, δέν θά τόν ἔπειθε. Ἀλλά τί ἔκανε; Τόν ὤθησε πρῶτα νά προσφέρει στόν Θεό θυσία εὐτελῆ μέ τή σκέψη: «Μή σέ νοιάζει· δέν εἶναι τίποτε αὐτό». Ἔπειτα ἄναψε μέσα του τό φθόνο κατά τοῦ Ἄβελ λέγοντάς του πάλι: «Δέν ἁμαρτάνεις· ὅλα εἶναι ἐντάξει». Μέχρι πού στό τέλος τόν ὁδήγησε στό τρομερό βάραθρο τῆς δολοφονίας.
Μήπως καί μέ τόν Ἰούδα τό ἴδιο δέν ἔγινε; Διότι, ἄν αὐτός δέν θεωροῦσε μικρό πράγμα τό νά κλέβει τά χρήματα τῶν φτωχῶν, δέν θά ἔφθανε στό σημεῖο νά προδώσει τόν Κύριο.
Ἀλλά δές τί συμβαίνει καί μεταξύ μας:
Βλέπεις κάποιον νά γελᾶ ἄκαιρα καί προκλητικά καί τοῦ ἐφιστᾶς τήν προσοχή. Ἐπεμβαίνει τότε ἕνας ἄλλος, τρίτος, καί δικαιώνει ἐκεῖνον πού γελοῦσε, ὑποστηρίζοντας ὅτι τό γέλιο του δέν ἦταν κάτι τό κακό: «Καί τί πειράζει;», σοῦ λέει, «δέν βλάπτει σέ τίποτε αὐτό». Κι ὅμως· ὁ ἀνόητος ἀστεϊσμός, ἡ βωμολοχία, ἡ αἰσχρολογία καί κατόπιν ἡ αἰσχρή πράξη ἀπό τέτοιο γέλιο γεννιοῦνται.
Ἄλλος πάλι σχολιάζει καί κατηγορεῖ τόν συνάνθρωπό του. Ἄν προσπαθήσεις νά τόν σταματήσεις, θά σοῦ πεῖ: «Καί τί ἔγινε; Λόγια εἶναι». Κι ὅμως, αὐτά τά λόγια γεννοῦν μίσος ἀπύθμενο, ἔχθρα ἀδιάλλακτη καί προσβολές καί ὕβρεις πάμπολλες. Οἱ ἀντίδικοι φθάνουν στό σημεῖο νά χτυπηθοῦν ἤ καί στό φόνο ἀκόμη.
Ἄς προσέξουμε, λοιπόν! Ἡ ἀνθρώπινη ψυχή διακρίνεται ἐκ φύσεως ἀπό κάποια αἰδῶ, ντροπή· δέν ὑποχωρεῖ ἀμέσως στό κακό, ἀλλά λίγο-λίγο, σταδιακά. Καί ὑποχωρεῖ, ὅταν ἀμελεῖ. Ὅταν δέν φροντίζει νά ξεριζώνει τήν ἁμαρτία ἀπό τήν πρώτη της κιόλας ἐκδήλωση. Ἀδιαφοροῦμε γιά ἕνα ἁμάρτημα, ἐπειδή τό θεωροῦμε μικρό, καί κοιμόμαστε μακαρίως· κι ὅμως, ἄν αὐτό τό «μικρό» δέν ἀντιμετωπισθεῖ ἀμέσως, θά γίνει γρήγορα μεγάλο καί θά μᾶς καταστρέψει, θά μᾶς παρασύρει στόν ὄλεθρο. Ὄχι συνεπῶς στή σκέψη «καί τί πειράζει αὐτό;». Εἶναι ἀπάτη καί παγίδα τρομερή. Ἀντιθέτως, νά ἀγωνιζόμαστε πάντοτε νηφάλιοι, μέ ὄρεξη καί ἀνυποχώρητα γιά τήν εὐσέβεια· γιά τήν ἀρετή, πού κινδυνεύει ἀπό τή ραθυμία μας.
Ἰω. Χρυσόστομος,
Εἰς Ματθαῖον 86,34, PG 58,766770.
Ἀπόδοση Ε.