Ἀπό μιά στάλα μωρό τό ἤξερα πώς ὁ ἁιΓιώργης δέν γιορτάζει μόνο τόν Ἀπρίλη. Στό μικρό ξωκλήσι του, πού ἦταν στή γειτονιά μου, λειτουργούσαμε δυό φορές τό χρόνο. Μιά στίς 23 τ᾿ Ἀπρίλη, πού τίς πιό πολλές φορές μεταφερότανε τή δεύτερη μέρα τοῦ Πάσχα, καί ἄλλη μιά στίς 3 τοῦ Νιόβρη, τ᾿ ἁιΓιώργη τοῦ Σποριᾶ. Δέν ξέρω γιατί, μά ἀπό τίς δυό γιορτές πάντα μέ συγκινοῦσε περισσότερο ὁ ἁιΓιώργης ὁ Σποριᾶς. Ἴσως γιατί μέσα στή μεγαλοπρέπεια τῆς Ἀνάστασης ἀτονοῦσε ἡ γιορτή τοῦ Ἁγίου. Μά πιό πολύ ἦταν, νομίζω, γιατί τό Νοέμβριο ὅλο τό χωριό ἀπέθετε τίς ἐλπίδες του στόν Ἅγιο, τόν παρακαλοῦσε μέ δάκρυα γιά τήν καρποφορία τῆς γῆς κι ὕστερα ἄρχιζε τή σπορά.
Δέν εἶχα τελειώσει ἀκόμα τό Δημοτικό, νομίζω πώς ἤμουν στήν ἕκτη τάξη, καί θυμᾶμαι πώς ἐκείνη τή χρονιά τό φθινόπωρο εἶχε ἀρχίσει μέ τούς καλύτερους οἰωνούς γιά τούς γεωργούς μας. Μοῦ ἄρεζε νά βλέπω τήν ἱκανοποίηση στά πρόσωπά τους. Πίστευα ὅτι οἱ τόσο καλές καιρικές συνθῆκες ἦταν δουλειά τ᾿ ἁιΓιώργη.
Τήν ἡμέρα τῆς γιορτῆς του πῆγα πρῶτα στό ἐκκλησάκι, ἄναψα τό κερί μου καί μέ τό βλέμμα μου ἀγκάλιασα κι ἔκλεισα στήν καρδιά μου ὅλα τά πρόσωπα τῶν χωριανῶν μου, πού ἔλαμπαν ἀπό χαρά καί κατάνυξη. Ἔφυγα γιά τό σχολεῖο ἀργοπορημένη καί, παρόλο πού βιαζόμουν, δέν μπόρεσα νά μή σταματήσω ἔξω ἀπό τό παράθυρο τοῦ θειοῦ μου, ἐπειδή ἄκουσα τή φωνή του καί μοῦ ἔκανε ἐντύπωση πῶς αὐτός πού τόσο σεβότανε τόν Ἅγιο δέν εἶχε πάει ἀκόμα στή Λειτουργία. Ἡ φωνή του ἦταν λυπημένη, παρακλητική:
- Βόηθα με, γυναίκα, νά σηκωθῶ! Τέτοια μέρα κι ἐγώ νά ᾿μαι στό κρεβάτι; Βόηθα με νά ἑτοιμαστῶ νά πάω στή χάρη του!
- Κωστή, ἔχεις σχεδόν 40ο πυρετό· κάθισε φρόνιμα! Ὁ Ἅγιος δέν θά σοῦ ζητήσει λόγο.
Ἡ θειά μου τοῦ μιλοῦσε γλυκά, ἤρεμα, μά κεῖνος, ὡστόσο, ἐπέμενε:
- Δέν θυμᾶμαι νά ἔλειψα ποτέ ἀπό τήν ἐκκλησία μιά τέτοια μέρα, μά δέν μπορῶ καί νά σταθῶ στά πόδια μου.
- Θά πάω ἐγώ, Κωστή, τόν καθησύχασε ἐκείνη. Θά τόν παρακαλέσω ἐγώ γιά τή σπορά.
Ἔφυγα τρεχάτη γιά τό σχολεῖο μέ ἕνα τσίμπημα στήν καρδιά μου. Γύρισα τό μεσημέρι στό σπίτι κι ἐκεῖ ἔμαθα πώς τόν θειό μου τόν μετέφεραν στό νοσοκομεῖο καί πώς τόν κράτησαν μέσα, γιατί εἶχε πλευρίτιδα. Ἔκλαιγε ἡ μάνα μου καί ἔλεγε πώς τώρα δέν ἦταν καιρός γι᾿ ἀρρώστιες, γιατί ὁ θειός μου εἶχε μεγάλη φαμίλια. Ποιός θά ὄργωνε, ποιός θά ἔσπερνε; Ὁ δικός μου ὁ πατέρας ἦταν ἐργάτης· οὔτε ἀπό γῆ ἤξερε οὔτε καί τά μέσα εἶχε γιά νά κάνει αὐτή τή δουλειά. Ἐγώ, πού δέν ἤξερα τί ἀκριβῶς σημαίνει πλευρίτιδα, παρηγοροῦσα τή μάνα μου, λέγοντάς της πώς θά τοῦ ρίξουν τόν πυρετό καί θά τόν στείλουν πίσω.
Οἱ μέρες ὅμως περνοῦσαν κι ὁ θειός μου ἐξακολουθοῦσε νά εἶναι στό νοσοκομεῖο. Τά χωράφια τοῦ χωριοῦ μου τό ἕνα μετά τό ἄλλο ἡμέρευαν κάτω ἀπ᾿ τό ὑνί καί δέχονταν φιλόξενα στά σπλάχνα τους τό σπόρο. Ὥσπου σιγάσιγά σπάρθηκαν ὅλα. Μοναδική ἐξαίρεση τά χωράφια τοῦ θειοῦ μου, πού ἔκαναν τά διπλανά τους νά φαίνονται ἀκόμα πιό ὄμορφα ἔτσι δουλεμένα καί φρεζαρισμένα καθώς ἤτανε.
Ἕνα ἀπόγευμα, μέ τήν καρδιά μου γεμάτη παράπονο, ἄνοιξα τήν πόρτα τ᾿ ἁι Γιώργη καί μπῆκα μέσα. Ἄναψα τό σβηστό καντήλι κι ἤμουν ἕτοιμη νά σταθῶ μπροστά του, νά τοῦ πῶ τό παράπονό μου, ὅταν μπῆκαν μέσα στό ἐκκλησάκι τά τρία μικρότερα παιδιά τοῦ θειοῦ μου. Πόνεσε ἡ ψυχή μου ἔτσι ὅπως τά εἶδα πιασμένα χέριχέρι.
- Ἤρθαμε νά παρακαλέσουμε τόν ἁιΓιώργη νά γίνει γρήγορα καλά ὁ πατέρας, γιατί σέ λίγο θά χάσουμε τή σπορά.
Ὁ Ἀνδρέας, πού ἦταν μόλις τρίτη δημοτικοῦ, γονάτισε πρῶτος μπροστά στόν καβαλάρη Ἅγιο. Τά δύο μικρότερα τόν μιμήθηκαν. Ἔμεινα νά κοιτάζω μέ δέος αὐτή τήν εἰκόνα καί μέσα μου γεννήθηκε ἐκείνη τήν ὥρα μιά ἰδέα. Δέν ξέρω τί εἶπαν τά παιδιά στόν Ἅγιο, γιατί δέν τ᾿ ἄκουγα. Τ᾿ αὐτιά μου, τά μάτια μου, ὁ νοῦς μου, ἡ καρδιά μου ἦταν κολλημένα στήν ἰδέα πού μοῦ ᾿ρθε ἔτσι ξαφνικά. Δέν ἔβλεπα τήν ὥρα νά τελειώσουν τά μικρά, νά κλείσω τήν πόρτα καί νά τρέξω.
Κι ἔτσι ἔκανα. Ἔτρεξα ἀμέσως καί βρῆκα τόν δάσκαλό μου. Τοῦ εἶπα λαχανιασμένη τί σκέφτηκα. Χαμογέλασε, μέ παίνεψε γιά τή σκέψη μου καί, κεῖνος πού δέν πήγαινε ποτέ στό καφενεῖο γιατί συνεχῶς μελετοῦσε, ἔφυγε βιαστικός γιά κεῖ.
Εἶδα ἀπό μακριά τούς χωριανούς μου νά σηκώνονται μέ σεβασμό καί μέ κάποια ἔκπληξη στά μάτια, μόλις τόν εἶδαν νά μπαίνει. Τό βράδυ ἀπό τό στόμα τοῦ κατάπληκτου πατέρα μου ἄκουγα μέ τό νί καί μέ τό σίγμα τί ἀκριβῶς ἔγινε στό καφενεῖο.
- Πῶς πῆγε, παιδιά, ἡ σπορά; ρώτησε δῆθεν τυχαῖα ὁ δάσκαλός μου.
- Δόξα τῷ Θεῷ! ἀπάντησαν ὅλοι μ᾿ ἕνα στόμα.
- Ὁ ἁιΓιώργης φρόντισε καί ὁ καιρός νά κρατήσει καί ὅλα νά πᾶνε καλά, συμπλήρωσε ὁ κύρ Τάκης.
- Σπείρατε ὅλοι; ξαναρώτησε ὁ δάσκαλος.
- Ὅλοι, ἀπάντησε κάποιος ἄλλος, ἐξόν ἀπό τόν Κώστα, πού δέν φαντάζομαι νά προλάβει φέτος νά σπείρει.
Δέν μίλησε ὁ δάσκαλος. Μόνο σηκώθηκε, ἔκανε ἕνα γύρω μέ τό βλέμμα του ὅλα τά τραπέζια καί ἀργά ἀργά κατευθύνθηκε πρός τήν ἔξοδο. Ξαφνικά γύρισε καί τούς κοίταξε θυμωμένος.
Καί νομίζετε πώς εἶναι σωστό ν᾿ ἀφήσουμε φαμελίτη ἄνθρωπο δίχως σοδειά, ἐπειδή ἔτυχε τόν καιρό τῆς σπορᾶς ν᾿ ἀρρωστήσει; Οὔτε ὁ Θεός τό θέλει οὔτε ὁ ἁιΓιώργης! Ὅποιος θέλει ἄς ἔρθει νά μέ βρεῖ· θά τοῦ πληρώσω τά μεροκάματά του, νά ὀργώσει καί νά σπείρει τά χωράφια τοῦ Κώστα.
Ἔφυγε ὁ δάσκαλος ἀπό τό καφενεῖο καί τότε σηκώθηκε πρῶτος ὁ κύρ Ἀνέστης.
- Ντροπῆς μας πού δέν τό σκεφτήκαμε τόσες μέρες ἀπό μόνοι μας, ντροπῆς μας! Ἄν πᾶμε ὅλοι, σέ μιά μέρα τήν τελειώνουμε τή δουλειά.
Κανένας δέν εἶχε ἀντίρρηση, μά καί κανένας δέν τό εἶχε σκεφθεῖ νωρίτερα.
Τήν ἄλλη μέρα ὅλα τά τρακτέρ τοῦ χωριοῦ δούλευαν στά χωράφια τοῦ θειοῦ μου. Τά εἶδα κι ἔτρεξα μέ χαρά νά τό πῶ στή θειά μου. Ἐκείνη τ᾿ ἄκουσε καί σήκωσε δακρυσμένη τά χέρια της ψηλά. «Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου!», ψιθύρισε καί βγῆκε νά τά δεῖ καί μόνη της. Ὁ ἁιΓιώργης τά ἔστειλε τά τρακτέρ; μέ ρώτησε ἡ μικρή Ἀγγέλα, πού ἦταν δέν ἦταν ἕξι χρονῶν.
- Ὁ ἁιΓιώργης τά ἔστειλε, Ἀγγελικούλα μου! τῆς εἶπα συγκινημένη καί δέν εἶχα καμιά ἀμφιβολία γι᾿ αὐτό. Μάλιστα ἤμουν σίγουρη πώς κάπου ἀνάμεσα στό θόρυβο ἀπό τίς μηχανές τῶν τρακτέρ ἀκουγόταν καί κάποιος καλπασμός ἀλόγου.
- Ὁ ἁιΓιώργης ὁ Σποριᾶς δέν μπορεῖ νά μή βγῆκε μ᾿ ὅλο τό χωριό. Κι ἄν κάποιος πήγαινε στό ξωκλήσι του, σίγουρα θά ᾿βλεπε τό εἰκόνισμά του ἄδειο.
Ἑ.Β.