᾿Αντάριασε ἡ καρδιά, ξεστράτισε ὁ νοῦς, θόλωσε. Παραφέρθηκε ἡ κ. Δήμητρα, τό ὁμολογεῖ· ὅμως πῶς θά μποροῦσε νά μή χάσει τό μυαλό της μ᾿ αὐτό πού ἄκουγε;
Σκαλί-σκαλί ἀνέβηκε τό Γολγοθᾶ τῶν ἐξετάσεων πλάι στή Ροδούλα της· καί σήμερα, πού εἶπαν ἐπιτέλους «δόξα τῷ Θεῷ», σάν γύρισε τό παιδί της ἀπό τό τελευταῖο μάθημα, τῆς φόρτωσε ἄλλο σταυρό στούς ὤμους βαρύτερο, πικρότερο.
- Μαμά, ἀποφασίσαμε μέ μιά παρέα ἀπό τήν τάξη μου νά πᾶμε διακοπές νά ξεκουραστοῦμε, τῆς εἶπε δίχως νά μπορεῖ νά τήν κοιτάξει ἡ Ροδούλα της.
- Καί τί δουλειά ἔχεις ἐσύ, παιδί μου, νά πᾶς μέ τά παιδιά τῆς τάξης σου; τή ρώτησε φαρμακωμένη ἡ κ. Δήμητρα.
- Γιατί; ᾿Εγώ δέν ἔχω ἀνάγκη νά ξεκουραστῶ; Τόσο καιρό διάβασμα, κοντεύω νά τρελαθῶ. Εἴπαμε νά πᾶμε ὅλοι μαζί στή Σαντορίνη γιά μπάνια.
Κοίταξε τόν πατέρα της ἡ Ροδούλα ζητώντας μέ τό βλέμμα της τή συμπαράστασή του, μά ἐκεῖνος τῆς ἔδειξε τή μάνα της.
- Κάνε καλά μέ κείνη, τῆς εἶπε καί ἐξακολούθησε νά διαβάζει τήν ἐφημερίδα του.
Δέν συνέχισε κανένας τήν κουβέντα. ῎Εγινε μιά ἀνακωχή πιστεύοντας κι οἱ δυό, μάνα καί κόρη, πώς μιά ἄλλη ὥρα θά ἦταν καλύτερη γιά νά τό ξανασυζητήσουν.
Τό μεσημέρι στό τραπέζι ἡ Ροδούλα ἔσπασε πρώτη τή σιωπή·
- Θά πάμε, λένε τά παιδιά, τό δεύτερο δεκαπενθήμερο τοῦ ᾿Ιουλίου. Θά μοῦ δώσεις, μπαμπάκα μου, χρήματα;
῾Η κ. Δήμητρα μόνο πού δέν πνίγηκε ἀπό τήν ταραχή της.
- Μά τό δεύτερο δεκαπενθήμερο τοῦ ᾿Ιουλίου ἔχεις τήν κατασκήνωση, προσπάθησε νά τῆς πεῖ ὅσο πιό ψύχραιμα μποροῦσε.
- Δέν θά πάω φέτος, ἀπάντησε δισταχτικά ἡ Ροδούλα. Τόσα χρόνια πάω ἐκεῖ πού θέλεις ἐσύ, φέτος θά πάω ἐκεῖ πού θέλω ἐγώ ! Νομίζω πώς εἶμαι δεκαοχτώ χρονῶν πιά καί τό δικαιοῦμαι.
᾿Αντάριασε ἡ καρδιά καί δέν μπόρεσε ἡ κ. Δήμητρα νά τή δαμάσει. Εἶπαν κι οἱ δυό τους λόγια σκληρά· ἡ μιά ἀπό πόνο κι ἡ ἄλλη ἀπό πεῖσμα κι ἀντίδραση.
- ῎Ασε την ἐπιτέλους νά κάνει αὐτό πού θέλει κι ἄς τό φάει τό κεφάλι της, ἔβαλε τελεία στή διαμάχη τους ὁ κ. Θόδωρος.
Κουβέντα ἦταν κι αὐτή πού εἶπε κι ὁ Θόδωρος; «῎Ας τό φάει τό κεφάλι της»! ῾Η μόνη κουβέντα του σ᾿ ὅλο τόν καυγά ἦταν αὐτή. Τό φύλαξαν, δηλαδή, ἁγνό μπουμπούκι ὥς τά δεκαοχτώ του καί τώρα λέμε ἕνα ἁπλό «ἄς τό φάει τό κεφάλι της»;
Κι ἄρχισε σκαλί-σκαλί νά τόν ἀνεβαίνει τό Γολγοθᾶ της ἡ κ. Δήμητρα, μά μόνη της αὐτή τή φορά. Κάθε μέρα πού περνοῦσε ἔνιωθε πώς περισσότερο τήν ἀποξένωνε ἀπό τό παιδί της. Τέτοιες μέρες ἄλλα χρόνια μοιραζόταν μέ τή Ροδούλα της τή χαρά τῆς προσμονῆς, καθώς ἐκείνη μετροῦσε μιά-μιά τίς μέρες ὥς τήν κατασκήνωση. Κι ὅταν μετά γύριζε γεμάτη χαρά, φορτωμένη ἐμπειρίες καί ἀποφάσεις πού τίς μοιραζόταν μαζί της, τί ὄμορφες ὧρες περνοῦσαν!
Μά κι ἡ Ροδούλα -τό ᾿βλεπε ἡ μάνα- δέν ζοῦσε τήν προσμονή τῆς ἐκδρομῆς μέ τή λαχτάρα πού πρόσμενε τήν κατασκήνωση. Τήν ἔβλεπε σκεφτική, μερικές φορές μελαγχολική καί ἤλπιζε, ἤλπιζε πώς τήν τελευταία στιγμή μπορεῖ καί ν᾿ ἄλλαζε γνώμη.
῞Ομως ἡ μέρα ἔφτασε καί ἡ Ροδούλα της δέν ἄλλαξε γνώμη. Μέ πόνο κι ἀγωνία τήν ξεπροβόδησε ἡ κ. Δήμητρα.
- Νά προσέχεις, παιδί μου, κατάφερε νά τῆς πεῖ καί τήν πῆραν τά κλάματα.
῎Εφυγε ἡ Ροδούλα κι ἀπόμεινε ἡ κ. Δήμητρα νά λειώνει μπροστά στό εἰκονοστάσι.
«Τό παιδί σου, Χριστέ μου! Τή Ροδούλα σου, Παναγιά μου!».
Πέρασαν τέσσερις μέρες κι ἡ Ροδούλα της δέν τούς ἔστειλε κανένα μήνυμα. Εὐτυχῶς πού μάθαιναν ἀπό τούς γονεῖς μιᾶς συμμαθήτριάς της πώς ὅλα τά παιδιά ἦταν καλά. Τό βράδυ τῆς τέταρτης μέρας ἡ κ. Δήμητρα ἔνιωθε πώς δέν ἄντεχε ἄλλο. Εἶχε φτάσει πιά στά ὅρια. ῎Ανοιξε τήν πόρτα καί βγῆκε στό δρόμο. Κοίταξε τό ρολόι της. ῏Ηταν περασμένες δέκα. «῾Ο πατήρ ᾿Αντώνιος», σκέφτηκε, «θά ἔφυγε ἀπό τήν ἐκκλησία καί θά εἶναι στό σπίτι του». ῎Επρεπε νά τόν δεῖ, νά τοῦ ἀνοίξει τήν καρδιά της, νά τοῦ πεῖ τόν πόνο καί τήν ἀγωνία της, νά ξαλαφρώσει τό σταυρό της. ᾿Εκεῖνος θά τήν ἔνιωθε, γιατί ἤξερε τόσο καλά καί τή Ροδούλα της.
῎Εφτασε λαχανιασμένη στό σπίτι του καί κτύπησε δισταχτικά τήν πόρτα. Τῆς ἄνοιξε ἡ πρεσβυτέρα πού, σάν εἶδε ποιός στεκόταν στήν πόρτα, ἄνοιξε διάπλατα τά μάτια της ἀπό τήν ἔκπληξη.
- Κυρα-Δήμητρα ποῦ τό ἔμαθες; τή ρώτησε κρατώντας την ἀκόμα στήν πόρτα.
- Ποιό, ποιό πράγμα; ᾿Εγώ τόν πατέρα ᾿Αντώνιο θέλω. Εἶναι ἀνάγκη, εἶναι ἐπεῖγον νά τόν δῶ, τῆς εἶπε καί ἀναλύθηκε σέ δάκρυα.
Παραμέρισε ἡ παπαδιά νά περάσει καί τότε ἀνάμεσα στά θολωμένα ἀπό τά δάκρυα μάτια της εἶδε τόν πατέρα ᾿Αντώνιο νά στέκεται χαμογελαστός καί δίπλα του μέ κατεβασμένο τό κεφάλι νά στέκεται -Θεέ μου, ἔβλεπε καλά;- ἡ Ροδούλα της, τό παιδί της!
- ῾Η Ροδούλα γύρισε, Δήμητρα, γιατί αὔριο ἀρχίζει ἡ κατασκήνωση καί δέν τ᾿ ἄντεχε νά ᾿ναι αὐτή μακριά, τῆς εἶπε ὁ πατήρ ᾿Αντώνιος βγάζοντας τό πετραχήλι πού φοροῦσε.
᾿Αγκάλιασε τό παιδί της δακρυσμένη ἡ κ. Δήμητρα καί κείνη συγκινημένη τῆς ψιθύρισε·
- Πᾶμε γρήγορα στό σπίτι, μαμά, γιατί πρέπει νά μ᾿ ἑτοιμάσεις γιά τήν κατασκήνωση. Προβλέπω ξενύχτι ἀπόψε.
- Χαλάλι τέτοιο ξενύχτι, παιδί μου, χαλάλι! ἀπάντησε ξαλαφρωμένη πιά ἡ κ. Δήμητρα.
Γύρισαν στό σπίτι καί βρῆκαν τόν κ. Θόδωρο νά βρίσκεται σέ ἀπόγνωση. ῞Οταν τίς εἶδε καί τίς δυό στήν πόρτα, ἀπό τή χαρά του δέν μποροῦσε ν᾿ ἀρθρώσει λέξη.
- Τό χτύπησα τό κεφαλάκι μου, μά εὐτυχῶς δέν τό ἔφαγα, μπαμπάκα μου, τοῦ εἶπε ἡ Ροδούλα συγκινημένη καί χώθηκε στήν πατρική ἀγκαλιά.
Κάποια ἀστέρια, πού εἶδαν πολλά, τό μήνυσαν στά πλατάνια καί κεῖνα τό εἶπαν στίς σκηνές κι ὅλη ἡ κατασκήνωση τό ἔμαθε· «Αὔριο ἔρχεται καί ἡ Ροδούλα!» «Καλῶς νά ὁρίσει», ἀντήχησαν ὅλα καί ἑτοιμάστηκαν νά τήν ὑποδεχθοῦν!
῾Ελένη Βασιλείου