Κάθε π᾿ ἀστράφτει καί βροντᾶ κι ὁ οὐρανός ἀνοίγει τούς κρουνούς του, θέλω δέ θέλω, μιά δύναμη πού εἶναι πάνω ἀπό μένα -μπορεῖ συνειρμός, μπορεῖ σφραγίδα- μέ μεταφέρει ἐκεῖ, σέ κεῖνο τό ἁπλό παραγώνι πλάι στό τζάκι. Ἡ ἀγαπημένη φιγούρα τῆς γιαγιᾶς κι ὅλοι ἐμεῖς ἀπό γύρω νά μαθαίνουμε καθισμένοι στά πόδια της. Κοντά στή γιαγιά μου δέν φοβόμουν τίποτε, οὔτε ἀστραπές οὔτε βροντές. Ὄχι πώς ἦταν καμιά ἀνδρογυναίκα. Ἀντίθετα, μιά σταλιά ἄνθρωπος ἦταν καί μάλιστα τυφλή. Σάν ἔπιανε κάθε φορά τ᾿ ἀστραπόβροντο, ἐμεῖς ζαρώναμε στή γωνιά μας καί τότε ἐκείνη πού ἔνιωθε τό φόβο στά βλέμματά μας -ἀφοῦ δέν μποροῦσε νά τόν δεῖ- σηκωνόταν ὄρθια, ἔκανε τρεῖς βαθειές μετάνοιες κι ἔλεγε μιά προσευχή, πού θαρρεῖς καί τήν ἔκανε νά φαντάζει ἀλεξικέραυνο στά μάτια μας. Μιά προσευχή ἁπλή, γεμάτη πίστη. «Θεέ μου», ἔλεγε, «ὁ θυμός σου στ᾿ ἄγρια ὄρη κι ἡ ἀγάπη σου κοντά μας». Κι ὕστερα τή λέγαμε ὅλοι μαζί καί στ᾿ ἀλήθεια ξεχνούσαμε πώς ἔξω γινόταν χαλασμός. Ἦταν μιά τέτοια μέρα. Τά μεγάλα ἀδέλφια μου ἔλειπαν στό σχολεῖο, ἡ μάνα κι ὁ πατέρας πῆγαν νά μάσουν τίς ἐλιές κι ἐμεῖς χαιρόμασταν τήν παρουσία τῆς γιαγιᾶς. Τό πρωί τίποτε δέν προμηνοῦσε τήν κακοκαιρία καί γι᾿ αὐτό ὅλοι σχεδόν στό χωριό μας βγῆκαν στίς ἐλιές. Ἡ γειτόνισσά μας πρίν ξεκινήσει γιά τό χωράφι, στάθηκε γιά λίγο ἔξω ἀπό τήν αὐλή μας καί φώναξε μέ φωνή ἐπιτιμητική:
- Κυρα-Λένη, τά παιδιά μπαίνουν ἀπό τό φράχτη καί κλέβουν τ᾿ αὐγά. Μάλωσέ τα, γιατί ἄν καταλάβω πώς μπῆκαν καί σήμερα, ἀλίμονό σας· θά φωνάξω τήν ἀστυνομία.
- Λάθος κάνεις κυρα-Δέσποινα, ἀπάντησε μέ γλυκιά φωνή ἡ γιαγιά. Τά δικά μας τά παιδιά δέν μπῆκαν ποτέ στήν αὐλή σου.
- Καί ποῦ τό ξέρεις ἐσύ, ἀφοῦ εἶσαι στραβή καί δέν βλέπεις; Στό ξαναλέω· πρόσεξέ τα, γιατί ἀλλιῶς θά ἔχετε νά κάνετε μέ τήν ἀστυνομία.
Τά τελευταῖα λόγια ἡ κυρα-Δέσποινα ἡ γειτόνισσα τά εἶπε θυμωμένη. Κτύπησε στή γῆ τό πόδι της, γιά ἐπισφράγισμα τῶν ὅσων εἶπε, κι ἔφυγε ἀφήνοντας στό πρόσωπο τῆς γιαγιᾶς μου μιά θλίψη.
- Γιαγιά, ξέρω ποιός τῆς κλέβει τ᾿ αὐγά καί θά τό πῶ καί στήν ἀστυνομία.
Ὁ ἀδελφός μου θιγμένος κατάβαθα ἀπ᾿ αὐτήν τή ρετσινιά, πού μᾶς κόλλησε ἡ γειτόνισσα, ἦταν ἀποφασισμένος νά ρίξει φῶς στήν ὑπόθεση.
- Ὁ Χάρης, ὁ ἐγγονός της, τά κλέβει καί τά πάει στόν μπακάλη καί τοῦ δίνει καραμέλες καί σοκολάτες. Ξεχάσαμε γιά λίγο τή γειτόνισσα, τίς κότες της καί τ᾿ αὐγά καί καθισμένοι στό τζάκι κουβεντιάζαμε καί παίζαμε ἀνέμελα. Ἡ πρώτη ἀστραπή καί ἡ πρώτη βροντή μᾶς ξάφνιασαν.
- Γιά βγές, κόρη μου, μοῦ εἶπε ἡ γιαγιά, καί δές· ἔχει πολλά σύννεφα ὁ οὐρανός; Βγῆκα στήν αὐλή καί τότε εἶδα τόν οὐρανό κατάμαυρο. Ἤμουν ἕτοιμη νά μπῶ ξανά μέσα μέ τήν καρδιά σφιγμένη στή σκέψη πώς οἱ γονιοί μου ἦταν στό χωράφι, ὅταν τό μάτι μου ἔπιασε νά γίνεται κάτι ἀσυνήθιστο στήν αὐλή τῆς γειτόνισσας: ὅλες οἱ κότες τρέχαν ἀλαφιασμένες στήν αὐλή κι ὁ σκύλος της λυμένος ξεκοκκάλιζε μιά.
- Γιαγιά, γιαγιά! φώναξα ξαναμμένη πηδώντας σχεδόν ἀπ᾿ τή χαρά μου, ὁ σκύλος ἄνοιξε τό κοτέτσι καί τρώει τίς κότες.
- Ἄ, τή φτωχή τήν κυρα-Δέσποινα! Γρήγορα, γρήγορα, κόρη μου, τρέχα νά κυνηγήσεις τό σκύλο. Τρέξτε, παιδιά μου, νά γλυτώσετε τίς κότες καί νά τίς βάλετε μέσα, γιατί ὅπου νά ᾿ναι φτάνει ἡ μπόρα. Ἡ γιαγιά εἶχε σηκωθεῖ ὄρθια καί σάν λοχαγός ἔδινε διαταγές, πού ἐμεῖς ἔπρεπε νά τίς τηρήσουμε.
Ξέχασα τήν εὐχαρίστηση τῆς ἐκδίκησης, πῆρα τό μπαστούνι τῆς γιαγιᾶς, πήδηξα τό φράχτη κι ἔδιωξα τό σκύλο. Ὕστερα μέ τόν ἀδελφό μου μαζί βάλαμε τίς κότες στό κοτέτσι καί δέσαμε γερά τήν πόρτα. Μόλις πού προλάβαμε καί μπήκαμε στό σπίτι μας κι ἄρχισε μιά βροχή, κατακλυσμός. Τ᾿ ἀστραπόβροντα δίναν καί παίρναν κι ἡ γιαγιά μέ τό βλέμμα στόν οὐρανό, τόν τόσο σκοτεινό γιά τά φυσικά της μάτια, μᾶς ἔκανε ξανά νά βλέπουμε πέρα ἀπ᾿ αὐτόν, καθώς ξέσπασε πάλι στήν ἀγαπημένη προσευχή· «Θεέ μου, ὁ θυμός σου στ᾿ ἄγρια ὄρη κι ἡ ἀγάπη σου κοντά μας». Ὕστερα ἄρχισε νά λέει τά ὀνόματα ὅλων τῶν χωριανῶν πού ἤξερε πώς ἦταν στίς ἐλιές. Εἶπε καί τ᾿ ὄνομα τῆς κυρα-Δέσποινας καί τελευταῖα ἀνέφερε τά ὀνόματα τῶν γονιῶν μου.
- Γιαγιά, τόλμησα καί τή ρώτησα, γιατί παρακαλᾶς τόν Θεό καί γιά τήν κυρα-Δέσποινα, ἀφοῦ αὐτή εἶναι κακιά;
- Γιά νά μπορῶ, κόρη μου, μοῦ εἶπε, νά τόν παρακαλῶ, τόν δίκαιο θυμό του νά τόν στέλλει μακριά ἀπό τά πλάσματά του καί νά κρατάει γιά μᾶς τήν ἀγάπη του. Κατάλαβες;
Σίγουρα τότε δέν εἶχα καταλάβει. Πολύ περισσότερο μπερδεύτηκα, σάν γύρισε κι ἡ κυρα-Δέσποινα καί ἀντί γιά "εὐχαριστῶ", μᾶς κατηγόρησε ὅτι ἐμεῖς λύσαμε τό σκύλο καί ἀνοίξαμε καί τό κοτέτσι.
Σήμερα ὅμως ξέρω, κατάλαβα! Καί κάθε π᾿ ἀστράφτει καί βροντᾶ, θέλω δέ θέλω, ψιθυρίζω· «Θεέ μου, ὁ θυμός σου στ᾿ ἄγρια ὄρη κι ἡ ἀγάπη σου κοντά μας». Καί κάθε φορά πού τό λέω, ταξιδεύω μαζί μέ τό δίχως φυσικό φῶς βλέμμα τῆς γιαγιᾶς μου τῆς Ἑλένης πάνω ἀπό τόν σκοτεινό, ἄγριο οὐρανό. Ἐκεῖ πού ἕνας Θεός δίχως θυμό κοιτᾶ τά πλάσματά του καί κυρίως ἐκεῖνα πού ξέρουν νά ἀγαποῦνε μέ πατρική ἀγάπη. Καί εἶμαι σίγουρη πώς ἀπό κάπου ἐκεῖ μέ βλέπει κι ἡ γιαγιά!
Ἑλένη Βασιλείου
Ἀπολύτρωσις 54 (1999) 235-236