Χριστῳ συνεσταύρωμαι

Ποτέ της δέν συμβιβάστηκε ἡ κυρία Εὐθυμία μέ τό γάμο τοῦ γιοῦ της. Αὐτή ἄλλα ὄνειρα εἶχε γιά τόν μοναχογιό της. Τοῦ εἶχε ἑτοιμάσει κιόλας τή νύφη, τά εἶχε ὅλα κανονισμένα. καί ἦταν, λοιπόν, νά μήν πέσει ἀπό τά σύννεφα, ὅταν μιά μέρα ἐκεῖνος γεμάτος χαρά καί καμάρι τῆς παρουσίασε τήν κοπέλλα πού θά ἔκανε γυναίκα του;
    Μιά δασκαλίτσα ἀπό ἕνα χωριό πού πρώτη φορά στή ζωή της ἄκουγε ἡ κυρία Εὐθυμία. ῎Αστραψε καί βρόντηξε, τσίριξε καί φώναξε, μά ἐκεῖνος ἐκεῖ· τήν παντρεύτηκε τή δασκαλίτσα καί δέν ἄκουσε τήν ἐπιθυμία τῆς μάνας του.
    Τί δέν μηχανεύτηκε ἡ κυρία Εὐθυμία γιά νά κάνει μαρτύριο τή ζωή τῆς νύφης της! Ποτέ δέν τήν εἶπε παιδί της καί ποτέ δέν τή σύστησε σάν νύφη της. ῞Οταν χρειαζόταν νά μιλήσει γι᾿ αὐτήν, ἔλεγε· "ἡ Καταφερτζοῦ" πού τύλιξε τόν γιό μου. Οὔτε ὅταν γεννήθηκαν τά παιδιά ἄλλαξε τίποτα. Καί τά ἕξι ἐγγόνια της εἶχαν τήν ἴδια ἀπορία· Πῶς ἡ γιαγιά τους δέν ἀγαποῦσε τή μαμά τους, πού ἦταν σωστός ἄγγελος;
    ῞Ολοι ἤλπιζαν πώς μέ τό χρόνο θά μαλάκωνε ἡ καρδιά τῆς κυρίας Εὐθυμίας. Μά ὅσο ἐκείνη γερνοῦσε, τόσο θαρρεῖς καί τό κακό μεγάλωνε μέσα της. Κι ὅταν ἔπεσε ἀπό τίς σκάλες καί ἔσπασε τό πόδι της καί χειρουργήθηκε, εἶπαν ὅλοι πώς ἦταν μιά εὐκαιρία νά πλησιάσει ἡ νύφη τήν πεθερά της. Καί κείνη, πράγματι, μετά τό νοσοκομεῖο τήν ἔφερε στό σπίτι της.
    Σάν νά τῆς καλάρεσε τῆς κυρίας Εὐθυμίας νά εἶναι περιτριγυρισμένη ἀπό τά ἐγγόνια της καί νά τρέχουν ὅλα νά ἐκπληρώνουν τίς ἐπιθυμίες της. Μά ἐκείνη ἡ ἀγάπη, ἐκείνη ἡ ἁρμονία, πού ἔβλεπε μέσα στό σπιτικό τοῦ γιοῦ της, καθόλου δέν τῆς ἄρεζε.
    ῏Ηταν πολλές οἱ φορές πού μέσα της παραδεχόταν πώς ἡ δασκαλίτσα ἔκανε εὐτυχισμένο τόν γιό της καί τότε ἡ ζήλεια κι ὁ ἐγωισμός της τῆς ἔκαιγαν τά σωθικά.
    Μόλις μπῆκε ἡ Σαρακοστή, ἡ κυρία Εὐθυμία ἄρχισε νά ζητᾶ συνεχῶς νά εἶναι κοντά της ἡ νύφη της. Τῆς ζητοῦσε συνεχῶς ἐξυπηρετήσεις καί κείνη ξαφνιασμένη ἀπό τήν ἀλλαγή τῆς στάσης τῆς πεθερᾶς της ὁλοπρόθυμα ἀνταποκρινόταν σέ ὅ,τι τῆς ζητοῦσε. Δέν ἄργησαν ὅμως ὅλοι νά καταλάβουν τούς σκοπούς της.
    - Σήκωσέ με, κάθισέ με, κάνε μου αὐτό, κάνε μου ἐκεῖνο, κι ἡ δόλια ἡ ᾿Αννέτα μέ τά ἕξι παιδιά δέν σήκωνε κεφάλι.
    Τήν ξυπνοῦσε τή νύχτα καί τήν ἤθελε δίπλα της νά τῆς κρατάει συντροφιά. Καί κείνη δίχως νά βγάζει μιλιά σάν ὑποτακτικός ὑπηρέτης ἔκανε ὅ,τι τῆς ἔλεγε.
    Μιά φορά ἡ ᾿Αννέτα θέλησε νά πάει στούς Χαιρετισμούς καί τότε πικρόχολα τῆς πέταξε·
    - ῎Εμ βέβαια, ἀντί νά καθίσεις νά περιποιηθεῖς τή μάνα τοῦ ἄντρα πού σέ ἔκανε ἀρχόντισσα, μοῦ τρέχεις στίς ἐκκλησίες. Αὐτά σέ διδάσκει ὁ Χριστός;
    Σάν μπῆκε ἡ Μ. ῾Εβδομάδα ἡ κυρία Εὐθυμία παρίστανε πώς εἶναι πιά «τοῦ θανατᾶ». ῞Ολοι ἤξεραν πώς μποροῦσε πιά νά περπατήσει καί πώς δέν εἶχε λόγους νά εἶναι κατάκοιτη, μά ἐκείνη περισσότερο παρά ποτέ βογγοῦσε καί παραπονιότανε.
    - ῎Αχ! μιά σταλιά δέν μέ πονᾶτε, μιά στάλα δέν μέ νιώθετε. ῎Αχ! νύφη σοῦ λέει ὁ ἄλλος... Νά ἦταν κόρη, μάλιστα! ᾿Εκείνη θά ἤξερε νά μέ περιποιηθεῖ.
    ῾Η ᾿Αννέτα μέ πολύ κόπο συγκρατοῦσε τόν ἄνδρα της. Δέν ἤθελε νά τῆς δώσουν καμιά πραγματική ἀφορμή. Τόν ἔστελνε, λοιπόν, μέ τά παιδιά στήν ἐκκλησία καί κείνη καθόταν κοντά της καί ἱκανοποιοῦσε τίς ἀπαιτήσεις της.
    Τή Μ. Πέμπτη τό βράδυ ὅμως τό ποτήρι ξεχείλισε. Τήν παρακάλεσαν νά κάνει λίγη ὑπομονή, νά πάει κι ἡ ᾿Αννέτα στήν ἐκκλησία, καί κείνη τούς εἶπε ἄπονους καί σκληρούς χύνοντας ἄφθονα δάκρυα.
    ῾Ο ᾿Αντώνης, ὁ γιός της, ἄλλο πιά δέν κρατιότανε.
    - ῎Οχι, ᾿Αννέτα, φώναξε ἔξω φρενῶν, ὄχι! Δέν μπορῶ ἄλλο ν᾿ ἀνεχτῶ αὐτήν τήν κατάσταση. ῾Η γυναίκα αὐτή, ὄχι, δέν μπορεῖ νά εἶναι μάνα μου. Τί δαίμονας κρατᾶ τήν ψυχή της πού οὔτε ἀπό Μ. Πέμπτη καταλαβαίνει οὔτε ἀπό σταύρωση τοῦ Χριστοῦ;
    - Μή, ᾿Αντώνη μου, μή μιλᾶς ἔτσι γιά τή μάνα σου. Γι᾿ αὐτή τήν ψυχή της ἀγωνιστήκαμε μαζί τόσα χρόνια. Τραβήξαμε τόσα καί τόσα καί θά τά παρατήσουμε τώρα;
    ῾Ο Νίκος, ὁ μικρός της γιός, φοβισμένος ἀπό τίς φωνές τοῦ μπαμπᾶ, ἄνοιξε τήν πόρτα τοῦ δωματίου τῆς γιαγιᾶς καί μπῆκε μέσα. Τότε οἱ φωνές τοῦ ζευγαριοῦ ἔφτασαν ὁλοκάθαρα στ᾿ αὐτιά της. Καί τότε σάν σέ καθρέφτη εἶδε ποιά ἀληθινά ἦταν. Ποιά ἦταν ἡ νύφη της καί ποιά ἡ ἀφεντιά της.
    ῞Οταν κάποτε σταμάτησαν οἱ φωνές, ἡ ᾿Αννέτα κόκκινη ἀπό τό κλάμα, μά ὅσο ποτέ γλυκιά, μπῆκε στό δωμάτιο τῆς γιαγιᾶς.
    - Θέλεις τίποτα, μαμά, τή ρώτησε τρυφερά.
    - Ναί, ἀπάντησε ἐκείνη μέ μιά ἀσυνήθιστη γλυκάδα στή φωνή. Νά μοῦ φέρεις ἐδῶ τό ραδιόφωνο καί νά ἑτοιμαστεῖς νά πᾶς στή σταύρωση τοῦ Χριστοῦ.
    ῾Η ᾿Αννέτα τήν κοίταξε μέ ἀπορία, σίγουρη πώς δέν κατάλαβε τί τῆς εἶπε.
    - Νά πᾶς, παιδί μου, καί νά τόν παρακαλέσεις καί γιά μένα. ᾿Εκεῖνος εἶναι μακρόθυμος σάν καί σένα καί θά σ᾿ ἀκούσει.
    - Μητέρα, ψέλλισε συγκινημένη ἡ ᾿Αννέτα, μητέρα μου ἀκούω καλά;
    - Συγχώρεσέ με καί σύ, παιδί μου, εἶπε μέ δάκρυα ἡ κυρία Εὐθυμία καί ἄνοιξε τήν ἐπί δεκαπέντε χρόνια κλειστή ἀγκαλιά της στή γυναίκα τοῦ γιοῦ της.
    Κι ἔτσι καθώς ἡ ᾿Αννέτα χώθηκε μέσα σέ κείνη τήν ἀγκαλιά, ἔνιωσε πώς τό βάρος τοῦ σταυροῦ, πού κουβαλοῦσε δεκαπέντε ὁλόκληρα χρόνια, λάφρυνε.
    Σέ λίγη ὥρα μπροστά στόν ᾿Εσταυρωμένο ἄφηνε νά ξεχειλίσει τό ποτήρι τῆς εὐγνωμοσύνης της γιά τή μεγάλη θυσία του. Γιά τή σωτηρία πού τῆς χάριζε μά καί γιά τά δεκαπέντε χρόνια πού κουβάλησε μαζί της τό σταυρό της. Κοίταξε μέ δέος τόν δικό του.
    - "Δόξα τῇ μακροθυμία σου, Κύριε", ψιθύρισε κι ἔσκυψε τό κεφάλι ἕτοιμη γιά καθετί πού θά ἐλάφρυνε τό βάρος τοῦ σταυροῦ του. Μέσα της, τοῦ νοῦ καί τῆς ψυχῆς της οἱ καμπάνες σήμαιναν ᾿Ανάσταση!

 

῾Ε. Β.