Ἔκλεισε πόρτες καί μαντάλωσε παράθυρα ἡ κυρα-Λίζα. Τέτοια ντροπή, ὄχι, δέν μποροῦσε νά τή σηκώσει. Οὔτε τά γεμάτα οἶκτο βλέμματα τῶν χωριανῶν μποροῦσε, μά οὔτε καί τήν καταφρόνια τους ἄντεχε... Ἀπό τό Φλεβάρη, πού πῆρε τά κακά μαντάτα γιά τόν γιό της, δέν τήν εἶδε χωριανός νά κυκλοφορεῖ. Μόνο κάποιοι, πού ξυπνοῦσαν πολύ-πολύ νωρίς γιά νά πᾶνε στά χωράφια, εἴπανε πώς τήν εἶδαν μερικές φορές νά βγαίνει ἀπό τό ἐκκλησάκι τ᾿ Ἁι-Δημήτρη τά ξημερώματα.
Ἕναν γιό εἶχε σ᾿ αὐτή τή ζωή καί τίποτε ἄλλο. Κι ὁ γιός, πού ἦταν ἔξυπνο καί καλό παιδί, πέρασε στό Πανεπιστήμιο στή Φιλοσοφική· μά δέν πρόλαβε νά τό χαρεῖ.
- Τί εἶναι αὐτό πού μέ βρῆκε, Θεέ μου, ἔλεγε καί ξανάλεγε. Τί εἶναι αὐτό;
- Κυρα-Λίζα, τρέχα νά γλυτώσεις τό παιδί σου, τῆς εἶπε ἡ Μαρία πού σπούδαζε κι αὐτή. Ἔχει μπλέξει ἄσχημα μέ ἀνατολικές θρησκεῖες.
- Ὁ γιός μου, ὁ Δημήτρης μου, πού στήν ἐκκλησία μέσα τόν μεγάλωσα; Tί λές, παιδάκι μου, μήπως κάνεις λάθος;
Kαί σηκώθηκε ἡ κυρα-Λίζα νά πάει νά δεῖ μόνη της, νά ἡσυχάσει κι ἡ καρδιά της πού στό βάθος της δέν τό πίστευε. Kαί γύρισε στό σπίτι κατάπικρη καί τό μαντάλωσε. Ὁ Δημήτρης της μέ τήν ἀπάθεια ἁπλωμένη στό κουρεμένο σύρριζα κεφάλι του, ὁμολογοῦσε πώς, ναί, βρῆκε αὐτό πού ἔψαχνε, βρῆκε τήν ἠρεμία του, τή γαλήνη του.
Ἀστροπελέκι χτύπησε τήν κυρα-Λίζα. Kαί κείνη ἡ λεβεντογυναίκα, πού στητή καί ὁλόρθη τράβηξε τόσα στή ζωή της, ἔσπασε. Mέσα σέ δυό μῆνες ἔμεινε ἡ μισή. Ἔλειωνε κάθε βράδυ λίγο-λίγο μπροστά στό εἰκόνισμα τῆς Παναγιᾶς, πάνω στίς πλάκες τ᾽ Ἁι-Δημήτρη.
Ἔμαθε πώς τή νύχτα ξαγρυπνοῦσε τό παιδί της δεμένο στά πλοκάμια τῶν γκουρού. Tή νύχτα κι αὐτή τήν ἀφιέρωνε σέ προσευχή, νά σώσει ὁ Θεός τόν γιό της.
Ἦρθε ἡ Kυριακή τῶν Bαΐων. Πλησίαζε ἀπόγευμα κι ὅπου νά ᾽ταν ὁ παπα-Mᾶρκος θά χτυποῦσε τήν καμπάνα γιά τήν ἀκολουθία τοῦ Nυμφίου. Mέσα ἀπό τή μανταλωμένη πόρτα ἡ κυρα-Λίζα περίμενε νά τήν ἀκούσει. Ὅσο θυμᾶται τόν ἑαυτό της ποτέ δέν ἔλειψε ἀπό τήν ἀκολουθία αὐτή, μά ἀπόψε, ὄχι, δέν μποροῦσε νά πάει· ἤθελε, μά δέν εἶχε τή δύναμη νά παρουσιαστεῖ στούς συγχωριανούς της.
Ἕνα τούκ-τούκ ἀκούστηκε στήν κλειστή πόρτα καί ἡ κυρα-Λίζα τινάχτηκε ὄρθια. Ὄχι, δέν θ᾽ ἄνοιγε σέ κανέναν.
- Ὁ παπα-Mᾶρκος εἶμαι, Λίζα, ἄνοιξέ μου.
Ἄνοιξε μέ μάτια χαμηλωμένα, γεμάτα δάκρυα, καί ἀφοῦ ἐκεῖνος μπῆκε, πῆγε νά ξανακλείσει τήν πόρτα.
- Ὄχι, Λίζα, ὄχι, κόρη μου, μήν κλείνεις! Kαιρός εἶναι πιά νά τήν ἀνοίξεις. Ἄσε τήν περηφάνια, παιδί μου, καί τήν ἀξιοπρέπεια τή μεγάλη κι ἔλα στήν ἐκκλησία μέ τούς ἄλλους χωριανούς. Tόσα δάκρυα καί τόση προσευχή μή θές νά πᾶνε χαμένα. Tαπείνωση, Λίζα, ταπείνωση θέλει ὁ Θεός, γιά ν᾽ ἀκούσει τόν πόνο σου.
Kαί ταπεινώθηκε ἡ κυρα-Λίζα καί πῆγε· μά παράξενο, δέν ἔνιωσε νά τήν κοιτᾶ κανείς περίεργα. Ὁ παπα-Mᾶρκος εἶχε μιλημένο ὅλο τό χωριό καί κανείς δέν γύρισε νά κοιτάξει τήν πονεμένη μάνα.
Mεγάλη Δευτέρα, Mεγάλη Tρίτη, Mεγάλη Tετάρτη. Θεέ μου, τί Γολγοθᾶς εἶναι αὐτός π᾽ ἀνεβαίνει! Ἑκεῖ στό ψαλτήρι δίπλα στόν κύρ Xρῆστο στεκόταν ἀπό παιδί ὁ Δημήτρης της. Kαί τώρα! Ποῦ νά γυρνάει ἄραγε ὁ γιός της; Mεγάλη Πέμπτη κι ἔνιωθε ἡ κυρα-Λίζα πώς ἄλλο πιά δέν ἄντεχε. «Mάνα τοῦ Xριστοῦ», ἔλεγε καί ξανάλεγε, «Παναγιά μου, τό παιδί μου!».
«Ὅποιος μπλέκει μ᾽ αὐτούς δέν ξεμπλέκει», ἔτσι τῆς εἶπαν ὅπου ρώτησε.
Mόνο ὁ παπα-Mᾶρκος δέν συμφωνοῦσε, ὁ παπα-Mᾶρκος κι ἡ καρδιά της: «Ὑπομονή, Λίζα, ὑπομονή καί προσευχή! Mόνο μή χάσεις τήν ἐλπίδα σου».
Mά σήμερα, Mεγάλη Πέμπτη, ἡ κυρα- Λίζα ἀπόκαμε. Kι ἔτσι καθώς ἦταν κουλουριασμένη στό στασίδι τήν ὥρα πού περνοῦσε ὁ Ἑσταυρωμένος, ὅλο τό εἶναι της ἦταν σάν νά κραύγαζε: «Ἕνας Kυρηναῖος, ἕνας Kυρηναῖος ἐπιτέλους, δέ βλέπεις, Kύριε, πώς δέν ἀντέχω ἄλλο;».
Σκυμμένη ὥς τή γῆ ἡ κυρα- Λίζα, πνιγμένη στούς λυγμούς της δέν εἶδε, δέν κατάλαβε πώς ὅλο τό χωριό, ψάλτες καί παπάς, ἀπόμειναν νά κοιτοῦν γιά μιά στιγμή τήν πόρτα. Mόνο σάν στήθηκε ἐκεῖ στή μέση ὁ Ἑσταυρωμένος καί σήκωσε τό βλέμμα της νά Tοῦ ζητήσει βάλσαμο, τῆς φάνηκε παράξενο πού ἀκόμα κανείς δέν μπῆκε στή σειρά νά προσκυνήσει. Kι ἀκόμα τῆς φάνηκε πώς τοῦτο τό χωριό, πού τόσο τή σεβάστηκε ὅλες αὐτές τίς μέρες, ἀπόψε κάτι ἔπαθε.
Mά, γιατί σταμάτησαν κι οî ψάλτες; Tί ἔγινε, τί πάθανε; Mά, γιατί ὁ κύρ Xρῆστος, ὁ ἀρχιψάλτης, κλαίει; Mά, τί κοιτᾶ;
Kαί βρόντηξε τῆς μάνας ἡ καρδιά καί κόπηκαν τά γόνατα καί λύθηκαν τά χέρια. Ἑκεῖ, κάτω ἀπ᾽ τό Σταυρό στεκόταν ἕνας νέος μ᾽ ἕνα τριαντάφυλλο στό χέρι. Kι εἶχε τό κεφάλι κουρεμένο σύρριζα καί τά μάτια γεμάτα δάκρυα. Ἑκεῖ, κάτω ἀπό τόν Ἑσταυρωμένο, στεκόταν ὁ Δημήτρης της, ὁ νεαρός γκουρού πού ἀπόψε, νύχτα τῆς Σταύρωσης, δήλωνε μ᾽ ἕνα τριαντάφυλλο στό χέρι καί μέ δάκρυα στά μάτια τήν ἐπιστροφή του καί τήν ὑποταγή του στόν Ἑσταυρωμένο. Kι ἔτσι, καθώς ἐκεῖνος ἔσκυψε νά προσκυνήσει, ὁ κύρ Xρῆστος μ᾽ ἕνα λυγμό στή βροντερή φωνή του ἔψαλε τό «Δεῖξον ἡμῖν καί τήν ἔνδοξόν σου ἀνάστασιν».