Τέτοιο Φλεβάρη δέν θυμόταν ὅσο καί νά ἔφτανε στά βάθη τῶν χρόνων του οὔτε ὁ γερο-Μιχάλης ὁ ἑκατοχρονίτης. Καί τό ἔλεγε μέ πεποίθηση ὁ ἁπλός αὐτός ἄνθρωπος·
- Εἶναι τά τέλη τοῦ κόσμου!
Γελούσαμε μεῖς τά παιδιά, σάν ὁ γέρος ἔλεγε τό ἀπόφθεγμά του. Καί κεῖνος κουνοῦσε τό κεφάλι του ὄχι θυμωμένος ἀλλά λυπημένος.
- Νά λυπηθεῖ ὁ Θεός ἐσᾶς τά παιδιά, ἔλεγε ὑψώνοντας τά μακριά κοκκαλιάρικα χέρια του στόν οὐρανό. ᾿Εμεῖς τό ξεχειλίσαμε τό ποτήρι καί δέ μᾶς ἀκούει πιά.
Τόν γερο-Μιχάλη τόν ἀγαπούσαμε ὅλα τά παιδιά, γιατί ἦταν στ᾿ ἀλήθεια ἄκακος. Μᾶς ἄρεζε νά καθόμαστε κατάχαμα χειμώνα - καλοκαίρι καί νά τόν ἀκοῦμε ὧρες ἀτέλειωτες. Μονάχα σάν ἔφτανε στά τέλη τοῦ κόσμου φωνάζαμε ὅλοι μαζί·
- Μή μᾶς πεῖς, παππού, γιά τά τέλη τοῦ κόσμου!
᾿Εκεῖνο τό Φλεβάρη ὅμως κανείς μας δέν τόλμησε νά τόν διακόψει ποτέ. ῎Ισως γιατί καί μεῖς νιώθαμε πώς κάτι διαφορετικό συνέβαινε, κάτι ἀφύσικο. Τόσο ἀφύσικο, πού ἀκόμα καί τά παιδιά τῆς πρώτης τάξης ἔμαθαν νά λένε·
- Εἶμαι τόσων χρονῶν καί τέτοιο Φλεβάρη δέν εἶδα!
Τί εἶχε, λοιπόν, ἐκεῖνος ὁ Φλεβάρης; ῞Οσο κι ἄν φαίνεται παράδοξο, ἐκεῖνο πού τοῦ ἔλειπε ἦταν ὁ ... ἥλιος.
Στόν τόπο μου, πού στίς 360 ἀπό τίς 365 μέρες ἔχουμε ἡλιοφάνεια, εἴχαμε νά δοῦμε ἥλιο εἴκοσι ὁλόκληρες μέρες. ᾿Από τῶν Τριῶν ῾Ιεραρχῶν πού χιόνισε ὥς τό τέλος τοῦ Φλεβάρη ὁ ἥλιος δέν μᾶς χαμογέλασε. Μαυρίλα ὁ οὐρανός, βροχή κι ἀέρας.
- Χάθηκε ὁ ἥλιος, παππού; τόν ρώτησα μιά μέρα.
- ῾Ο ἥλιος δέ χάθηκε, παιδί μου, μοῦ ἀπάντησε σοβαρά ὁ γερο-Μιχάλης, μά θά ᾿ρθει καί ἡ μέρα πού θά χαθεῖ.
Εἴχαμε μπεῖ πιά στό Τριώδιο καί πλησιάζαμε πρός τίς ᾿Απόκριες. Τό ᾿χαμε συνήθειο κατά γειτονιές νά μαζευόμαστε σ᾿ ἕνα σπίτι, νά φέρνει ἡ κάθε νοικοκυρά τό φαγητό της καί νά τρῶμε ὅλοι μαζί, νά τραγουδᾶμε καί νά χορεύουμε. ᾿Εκείνη τή χρονιά τό σπίτι ὁρίστηκε νά εἶναι τό δικό μας. ῞Ολοι οἱ γείτονες θά ἔρχονταν στό σπίτι μας. Εἶχα μεθύσει ἀπό τή χαρά μου καί λαχταροῦσα πότε νά ᾿ρθει ἡ Κυριακή. Τό Σάββατο τό πρωί ἑτοιμάζαμε πυρετωδῶς τό σπίτι γιά νά δεχθεῖ τή γειτονιά, ὅταν ἀπ᾿ τά μεγάφωνα τῆς κοινότητας ἔφτασε ἡ φωνή τοῦ προέδρου·
- Προσοχή, προσοχή!
Βγήκαμε στήν αὐλή νά ἀκούσουμε καλύτερα.
- Καλοῦνται ὅλοι οἱ χωριανοί, αὔριο Κυριακή τῆς ᾿Αποκριᾶς, νά μαζευτοῦν γιά νά γιορτάσουμε ὅλοι μαζί τίς ἀπόκριες στό καφενεῖο τῆς πλατείας. Παρακαλεῖσθε ὅσοι μπορεῖτε νά ἔρθετε μασκαρεμένοι. Τό φαγητό καί τά ποτά θά τά προσφέρει ἡ Κοινότητα.
- Τί εἶν᾿ αὐτό πάλι; ἄκουσα τή μάνα μου νά λέει στή γειτόνισσα.
- Ξέρω καί γώ; ἀναρωτήθηκε ἐκείνη.
- Δηλαδή δέ θά ἔρθουν στό σπίτι μας; ρώτησα ἕτοιμη νά βάλω τά κλάματα.
- ᾿Εμεῖς πάντως θά φᾶμε στό σπίτι μας, εἶπε ἀποφασισμένη ἡ μάνα μου καί μπήκαμε γιά νά συνεχίσουμε τίς δουλειές.
Εἶχα χάσει πιά τό κέφι μου. ῎Ημουν σίγουρη πώς ὅλη ἡ γειτονιά θά πήγαινε στό καφενεῖο.
-῏Ηρθαν οἱ κόρες τοῦ ᾿Αργύρη μέ κάτι φιλενάδες τους ἀπό τήν πόλη, γιά νά ὀργανώσουν, λένε, τή γιορτή. Παρήγγειλαν στόν πρόεδρο νά τούς βρεῖ καί κάποιον πού νά θέλει νά ντυθεῖ παπάς.
῾Η φωνή τοῦ πατέρα μου ἀγρίεψε λιγάκι·
- Δέν ἔχει νά πᾶμε πουθενά, εἶπε καί ὕστερα ἔγειρε λιγάκι τό κεφάλι του λυπημένος. ᾿Ακοῦς ἐκεῖ νά ντυθεῖ κάποιος παπάς!
Τήν ἄλλη μέρα, Κυριακή τῶν ᾿Απόκρεων, τό μικρό χωριό μου πῆρε ὄψη πανηγυριοῦ. Ποῦ βρέθηκαν τόσα πολύχρωμα μπαλόνια, τόσες σερπαντίνες;
- Θειά, θά πᾶτε; ρώτησα δειλά τή γειτόνισσα μέ μιά μικρή ἐλπίδα ὅτι θά μοῦ ἀπαντοῦσε ἀρνητικά.
- Γιατί, ἐσεῖς δέ θά ᾿ρθεῖτε; μέ ρώτησε κατάπληκτη.
Εἶχα πλέον βεβαιωθεῖ· οἱ μόνοι πού δέν θά πηγαίναμε στό πάρτυ θά ἤμασταν ἐμεῖς κι ἡ οἰκογένεια τοῦ παπα-Γιώργη.
- Μαμά, νά καλέσουμε τόν παπα-Γιώργη στό σπίτι μας; πρότεινα γεμάτη ἐλπίδα.
- Τόν κάλεσε ἤδη ὁ πατέρας σου, παιδί μου. Θά ᾿ρθει, εἶπε, νά ἀποκρέψουμε μαζί.
Παρηγορήθηκα λιγάκι καί περίμενα τό βράδυ μέ μικρότερο σφίξιμο στήν καρδιά.
Ποτέ δέν μποροῦσα νά φανταστῶ πώς ὁ παπα-Γιώργης ἦταν τόσο χαρούμενος, τόσο κεφάτος καί χωρατατζής ἄνθρωπος. Τά γέλια καί τά τραγούδια μας μπορεῖ νά ἔφταναν καί μέχρι τό καφενεῖο. Εἶχα ξεχάσει ὅλους τούς γείτονές μας, ὅταν ἔκανε πρώτη τήν ἐμφάνισή της ἡ θειά ἡ ᾿Αννέτα μ᾿ ὅλη τήν οἰκογένειά της.
- ᾿Αηδία, εἶπε, καλά κάνατε καί δέν ἤρθατε.
Σιγά-σιγά ὅλη ἡ γειτονιά μαζεύτηκε στό σπίτι μας. Τέτοιο γλέντι καί τέτοια χαρά δέν ξέρω ἄν ξανάγινε.
Μάθαμε πώς οἱ πρωτευουσιάνες μέθυσαν, χλεύασαν τό ράσο, χόρεψαν ξετσίπωτα πάνω στά τραπέζια καί πώς ἀκόμα καί ὁ πρόεδρος δέν τ᾿ ἄντεξε, προφασίστηκε πώς ἔχει πονοκέφαλο καί ἔφυγε.
Πλησίαζαν μεσάνυχτα καί ἑτοιμαζόμασταν νά σηκωθοῦμε, ὅταν ἦρθε ὁ ἐγγονός τοῦ γερο-Μιγάλη τρεχάτος.
- Παπα-Γιώργη, τρέχα! ῾Ο παππούς πεθαίνει καί θέλει νά τόν κοινωνήσεις.
῎Εφυγε βιαστικός ὁ παπα-Γιώργης καί μεῖς τό διαλύσαμε χαρούμενοι.
- Τά 101 πάτησε ὁ παππούς, εἶπε ἡ μάνα μου, τήν εὐχή του νά ᾿χουμε, καλό παράδεισο νά ᾿βρει.
Τήν ἄλλη μέρα τό πρωί ἀκούσαμε τήν καμπάνα νά χτυπᾶ πένθιμα.
- Πάει ὁ γερο-Μιχάλης, φώναξα καί πετάχτηκα ἀπό τό κρεβάτι.
῾Ο ἥλιος πού ἔμπαινε ἀπό τό τζάμι τοῦ παραθύρου μοῦ τύφλωσε τά μάτια. Μοῦ ᾿ρθε νά φωνάξω ἀπό τή χαρά μου, μά σάν θυμήθηκα τόν γερο-Μιχάλη ἀναστέναξα.
- Κρίμα, γερο-Μιχάλη, δέν πρόλαβες νά δεῖς τόν ἥλιο πού τόσο λαχταροῦσες!
- Μόνο ἥλιο βλέπει ἐκεῖ πού πῆγε, παιδί μου, ἀπάντησε στό παράπονό μου ἡ μάνα μου.
- Εὐτυχῶς δέν ἔμαθε καί γιά τά χθεσινά, εἶπα κουνώντας τό κεφάλι μου, ὅπως τό κουνοῦσε ὁ παππούς σάν ἔλεγε τ᾿ ἀποφθέγματά του. Μ᾿ ὅλα αὐτά πού γίνονται, καλά ἔλεγε ὁ γερο-Μιχάλης· «Εἶναι τά τέλη τοῦ κόσμου». Γέλασε ἡ μάνα μου καί μ᾿ ἔσφιξε στήν ἀγκαλιά της. ᾿Εκεῖ μέσα ὁ κόσμος μοῦ φαινόταν ἀτέλειωτος.
Ε.Β.