Ἡ πολυτέλεια τοῦ μεγάλου σαλονιοῦ τοῦ σπιτιοῦ τῆς κ. Ἀλίκης μαρτυροῦσε τόν πλοῦτο καί τήν μεγάλη οἰκονομική ἄνεση. Ἡ χλιδή συνταιριασμένη μέ τό γοῦστο τῆς οἰκοδέσποινας ἄφηναν ἕνα αἴσθημα θαυμασμοῦ σέ ὅποιον τίς μέρες αὐτές ἐπισκέπτονταν τήν οἰκογένεια τοῦ κ. Λόντου. Μά ἡ κ. Ἀλίκη σήμερα δέν εἶχε μάτια νά δεῖ τό σαλόνι της, οὔτε καρδιά γιά νά χαρεῖ ὅτι μέ μεράκι καί ἔξοδα τόσο ὄμορφα εἶχε στολίσει.
Γιά ποιούς τό στόλισε; γιά ποιόν ἔκανε τό σπίτι της ὄμορφο ὥστε ὅλοι νά τό θαυμάζουν καί νά τό ζηλεύουν;
- Μαμά, τῆς εἶπε τό πρωΐ ὁ γιός της, μόλις κλείσουν τά σχολεῖα γιά τά Χριστούγεννα θά φύγουμε μέ τήν παρέα μου γιά κάποιο χιονοδρομικό κέντρο.
- Ἄς κάνουμε, παιδί μου, πρῶτα ὅλοι μαζί Χριστούγεννα καί φεύγεις μετά, τοῦ εἶπε μαλακά ἡ Ἀλίκη.
- Γιατί μήπως ἐκεῖ ποῦ θά πᾶμε δέν θά ἔχει Χριστουγεννιάτικα φαγητά ἤ μήπως δέν θά στόλισαν τά σαλέ μέ Χριστουγεννιάτικα στολίδια; Ἄσε μέ ρέ μαμά καί σύ, ἐκτός, τόνισε μιά μιά τίς λέξεις ὁ Δημήτρης, ἄν ἐννοεῖς ὅτι θά πᾶμε ὅλοι μαζί στήν ἐκκλησία, ὅπως τότε ποῦ ζοῦσε ἡ γιαγιά ἡ Θοδώρα.
Δέν ἀπάντησε ἡ κ. Ἀλίκη στό ἐρώτημα τοῦ γιοῦ της μά ὅλη τή μέρα δέν ἔπαψε νά τό σκέφτεται. Ἡ κουβέντα πού τῆς εἶπε ὁ Δημήτρης τήν ἀναστάτωσε. Κάτι παρόμοιο τῆς εἶπε καί ἡ Γιάννα ἡ κόρη της τίς προάλλες.
- Ὅταν ζοῦσε ἡ γιαγιά ἡ Θοδώρα, ὅλα στό σπίτι μας ἦταν διαφορετικά, πιό ζεστά, πιό ὄμορφα, τῆς εἶπε.
Γύρισε ἡ Ἀλίκη καί κοίταξε τή θέση πού ἦταν ἄλλοτε τό καντήλι καί τό εἰκονοστάσι. Ὅσο ἦταν ἡ μάνα της στή ζωή ἐκεῖνο ἦταν ἀκοίμητο. Ποιός τολμοῦσε νά πεῖ πώς ἦταν ἀταίριαστο σ᾽ ἕνα τόσο χλιδάτο σαλόνι; Ἡ γριά ἦταν σίγουρη πώς ἐκείνη ἡ γωνιά ἦταν ἡ ὀμορφότερη καί ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς κανείς δέν ἤθελε νά στενοχωρέσει τή γιαγιά. Μά σάν ἔφυγε ὑπέκυψε στίς πιέσεις τῶν φίλων. Ὄχι, δέν ταίριαζε ἐκεῖ. Ὁ Θεός εἶναι προσωπική ὑπόθεση τοῦ καθενός. Σ᾽ ἕνα σαλόνι πού δέχεται κόσμο καί κοσμάκη μιᾶς ὑψηλῆς κοινωνίας δέν ταίριαζε εἰκονοστάσι καί καντήλι.
Καί μαζί μ᾽ αὐτό ἔδιωξε ἡ κ. Ἀλίκη καί τόν ἴδιο τό Θεό. Τρία χρόνια ἀφότου ἔφυγε ἡ γιαγιά ἡ κ. Ἀλίκη ἄρχισε νά προβληματίζεται, ἄρχισε ν᾽ ἀνησυχεῖ. Κάτι δέν πήγαινε καλά σ᾽ αὐτό τό πλούσιο σπίτι. Ὅσο κι ἄν πάσχιζε νά τό κάνει ὄμορφο καί θελκτικό γιά τά δυό παιδιά της, ἐκεῖνα ἔδειχναν πώς τίποτε δέν τά τραβοῦσε μέσα σ᾽ αὐτό.
Κάθισε καί ἄρχισε νά λογαριάζει ἡ κ. Ἀλίκη. Πόσους καί ποιούς θά καλοῦσε στό Χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν; Ἔγραψε ὀνόματα, ὀνόματα τόσα πολλά πού γέμισε ἡ σελίδα, γέμισε ὁλόκληρο τό τεράστιο σαλόνι. Γιά μιά στιγμή ξέχασε ἀνησυχίες καί προβληματισμούς καί ἀφέθηκε στήν εὐδαιμονία τῆς φαντασίας.
- Ὡραῖο τό σπίτι σου, καλή μου, θά τῆς ἔλεγε ἡ μιά.
- Τί γοῦστο! θά τῆς ἔλεγε ἡ ἄλλη.
Ἔμεινε γιά πολλή ὥρα βυθισμένη στίς σκέψεις της ὡς τή στιγμή πού ἡ φωνή τῆς κόρης της τήν ἔφερε στήν πραγματικότητα.
- Μαμά, μοῦ ἐπιτρέπεις νά πάω νά κάνω Χριστούγεννα στή θεία Ἑλένη στό χωριό;
- Στό χωριό; ρώτησε ξαφνιασμένη ἡ κ. Ἀλίκη.
Μά, μά ἐδῶ θά ἔχουμε ρεβεγιόν, ἐδῶ θά ἔχουμε τόσο κόσμο, τῆς εἶπε δείχνοντας της τήν λίστα μέ τά ὀνόματα.
- Μαμά θέλω νά κάνω Χριστούγεννα κι ὄχι ρεβεγιόν, τό καταλαβαίνεις;
Ἡ νεαρή κοπέλα κοίταξε μέ οἶκτο τή μάνα της πού τήν κοιτοῦσε σαστισμένη.
- Μαμά, δέν μᾶς λείπει τό φαγητό καί τό ποτό, δέν μᾶς λείπει τό ξενύχτι καί ἡ διασκέδαση. Ἡ γιαγιά μᾶς λείπει, μητέρα, ἡ γιαγιά κι ὁ Θεός της.
- Ἡ γιαγιά κι ὁ Θεός της; ἐπανέλαβε γεμάτη ἀπορία ἡ κ. Ἀλίκη.
- Ἐσένα, μαμά, δέ σοῦ λείπει, πῶς δέ μοῦ λείπει ὅμως.
- Ὅμως δέν κάνεις τίποτε γιά νά ξαναγυρίσει.
- Ποιός ἡ γιαγιά; μπά σέ καλό σου, παιδάκι μου, τί σ᾽ ἔπιασε σήμερα, ἔκανε τάχα γελώντας ἡ κ. Ἀλίκη.
- Ὁ Θεός, μητέρα, ὁ Θεός τῆς γιαγιᾶς!
Κοίταξε τήν κόρη της σάν χαμένη ἡ κ. Ἀλίκη.
- Ἴσως, ἴσως ἔχεις δίκιο εἶπε ταπεινά καί δέν ξαναμίλησε ὡς τό βράδυ πού γύρισε στό σπίτι ὁ ἄνδρας της.
- Χρῆστο, μπορεῖς νά βάλεις αὐτό τό μεγάλο καρφί σ᾽ ἐκείνη τή γωνία; τοῦ εἶπε μέ μάτια χαμηλωμένα.
- Ποῦ ἐκεῖ πού ἦταν τό καντήλι, εἶπε κι ἔνιωσε στό στῆθος της νά λευτερώνεται.
Σάν γύρισαν τά δυό παιδιά ἀργά τή νύχτα τό σαλόνι ἦταν ἄδειο καί οἱ γονεῖς της εἶχαν ἤδη ἀποσυρθεῖ στό δωμάτιο τους. Πρῶτος εἶδε τό ἀναμμένο καντῆλι ὁ Δημήτρης καί χωρίς νά τό καταλάβει τοῦ ξέφυγε μιά θριαμβευτική κραυγή.
- Γιές!
- Τί ἔπαθες τόν ρώτησε ξαφνιασμένη ἡ ἀδελφή του.
- Κοίτα, τῆς εἶπε δείχνοντάς της τό εἰκονοστάσι μέ τό ἀναμμένο καντῆλι.
Ἀγκάλιασε τόν ἀδελφό της συγκινημένη ἡ Γιάννα καί πῆγαν μαζί κάτω ἀπό τό καντήλι. Ἔκαναν εὐλαβικά τό σταυρό τους καί ὕστερα κοιτάχτηκαν χαρούμενοι. Μπροστά της στό μεγάλο τραπέζι τοῦ σαλονιοῦ ἦταν ἀφημένο τό χαρτί μέ τά ὀνόματά τῶν καλεσμένων γιά τό ρεβεγιόν. Ἕνα μεγάλο Χ τά διέγραφε ὅλα καί ἀπό κάτω ἦταν γραμμένα τέσσερα ὀνόματα, Ἀλίκη, Χρῆστος Γιάννα καί Δημήτρης. Θά γιορτάσουμε οἰκογενειακά.
Τά παιδιά κοίταξαν μιά τό χαρτί καί μιά τό καντῆλι. Ἐπιτέλους ἐπέστρεψε ὁ Θεός. Ἦταν πιά καί οἱ δυό σίγουροι πώς μόνο στό σπίτι τους θά γιόρταζαν Χριστούγεννα καί δέν εἶχαν ὄρεξη νά πᾶνε πουθενά, μά πουθενά παρά μόνο τό πρωΐ στήν Ἐκκλησία.
- Θά τό ἀναβω μιά μέρα ἐγώ καί μιά ἐσύ τοῦ εἶπε χαρούμενα ἡ Γιάννα.
- Θά τό ἀνάβω κάθε μέρα ἐγώ, εἶπε γλυκά ἡ Ἀλίκη πού στάθηκε ἀθόρυβα πίσω της εἶναι δικό μου χρεός.
- Σάν τή γιαγιά τή Θοδώρα εἶπε ὁ Δημήτρης.
- Σάν τή γιαγιά τή Θοδώρα ἐπανέλαβε συγκεκριμένη ἡ κ. Ἀλίκη καί ἔκλεισε τά δυό παιδιά της στήν ἀγκαλιά της. Κι ἦταν τόσο ζεστή ἐκείνη ἡ ἀγκαλιά, ὅσο καί ἡ φλόγα πού ἔκαιγε στό καντηλάκι, ὅσο καί τά χνώτα πού ζέσταιναν τόν νεογέννητο Χριστό, ὅσο καί ἡ ἀγκαλιά τῆς Παναγίας πού τόν κρατοῦσε. Ποιός εἶπε πώς δέν ἦρθαν ἀκόμα τά Χριστούγεννα;