Συμπληρώθηκαν φέτος 50 χρόνια ἀπό τήν ἱστορική συνάντηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Ἀθηναγόρα μέ τόν πάπα Παῦλο Στ΄ στά Ἰεροσόλυμα (5/1/1964), ἡ ὁποία ὁδήγησε λίγο ἀργότερα στήν ἀμοιβαία ἄρση τῶν ἀναθεμάτων καί στήν ἔναρξη τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῦ Βατικανοῦ. Ἡ ἐπέτειος αὐτή θά τιμηθεῖ αὐτόν τόν μήνα μέ τήν συνάντηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Βαρθολομαίου μέ τόν πάπα Φραγκίσκο στά Ἰεροσόλυμα.
Τό ἐρώτημα πού προκύπτει εἶναι ἁπλό μέν ἀλλά καί ἐξαιρετικά καίριο καί οὐσιῶδες: Οἱ ἀδελφικές σχέσεις μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, οἱ ὁποῖες μετά τό 1964 ἐντάθηκαν δραματικά καί χαρακτηρίζονται ἐκτός τῶν ἄλλων ἀπό κοινές λατρευτικές ἐκδηλώσεις, ὠφέλησαν ἤ τελικά ἔβλαψαν τήν ὑπόθεση τῆς Ἐκκλησίας;
Λέχθηκε πιό πάνω ὅτι ἡ συνάντηση Ἀθηναγόρα Παύλου Στ΄ ὑπῆρξε ἱστορική, καί ὄντως ἦταν τέτοια· ὄχι μόνο διότι ἀποτέλεσε τήν πρώτη διά ζώσης ἐπικοινωνία μεταξύ ἑνός Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη καί ἑνός πάπα μετά τήν ἀπόσχιση τῆς Δύσεως ἀπό τήν Ἐκκλησία τό 1054, ἀλλά καί διότι εἰσήγαγε στήν ὀρθόδοξη θεολογία μία νέα ἀντίληψη, πού ἀφορᾶ οὐσιαστικά στήν ἴδια τήν φύση τῆς Ἐκκλησίας: Ὅτι ἡ ἀγάπη προέχει τῆς πίστεως.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «σῶμα Χριστοῦ» (Α΄ Κο 12,27). Εἶναι ὁ ἀναστημένος Χριστός, ὁ ὁποῖος μετά τήν ἀνάληψή του συνεχίζει νά εἶναι παρών στόν κόσμο μας «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μρ 16,12). Ὅπως δηλαδή μετά τήν ἀνάστασή του ἐμφανιζόταν στούς μαθητές του ἐπί σαράντα ἡμέρες, πολλές φορές μέ μορφή διαφορετική ἀπό αὐτή πού εἶχαν συνηθίσει, ἔτσι καί σήμερα καί μέχρι τήν συντέλεια τῶν αἰώνων συστήνεται καί θά συστήνεται στήν ἀνθρωπότητα μέ τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας του. Καί ἀκριβῶς γι’ αὐτό ἐμφανιζόταν μετά τήν ἀνάστασή του μέ διαφορετική ὄψη: Διότι ἔπρεπε οἱ μαθητές του νά ἐξοικειωθοῦν μέ αὐτή τήν νέα κατάσταση πού σέ λίγο θά ἀντιμετώπιζαν.
Ταυτότητα καί συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ πίστη. Αὐτό σημαίνει ὅτι στήν περίοδο τῆς Καινῆς Διαθήκης «γνωρίζω τόν Χριστό» σημαίνει «πιστεύω στόν Χριστό». Γι’ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει ὅτι στόν κόσμο αὐτό ὁ Χριστιανός ἀντικρύζει τόν Κύριο Ἰησοῦ ὄχι «διὰ εἴδους (=μορφῆς)», ὅπως θά ἀποκαλυφθεῖ κατά τήν ἡμέρα τῆς Δευτέρας του Παρουσίας, ἀλλά «διὰ πίστεως» (Β΄ Κο 5,7). Ἐπισημαίνει ἀκόμη ὁ ἀπόστολος ὅτι ὁ Χριστός κατοικεῖ στίς καρδιές μας «διὰ πίστεως» (Ἐφ 3, 17), ἐνῶ εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι τόσο ὁ Παῦλος ὅσο καί ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος ὀνομάζουν τήν Ἐκκλησία καί «πίστιν» (Γα 1,23· Φι 1,25· Ἰα 5,15). Καί ὅπως ὁ Κύριος εἶναι ἕνας, καί ἡ Ἐκκλησία του καί ἡ πίστη στό ὄνομά του εἶναι μία· «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα» (Ἐφ 4,5). Καί ὅποιος «μεταστρέφει», ἀλλοιώνει αὐτή τήν μία πίστη, «τὴν ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις» (Ἰδ, 3), ὅποιος κηρύττει «ἕτερον εὐαγγέλιον», ἀκόμη καί ἄν εἶναι ἕνας Παῦλος ἤ ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό «ἀνάθεμα ἔστω» (βλ. Γα 1,69).
Ὁ Παπισμός εἶναι διαστροφή τῆς πίστεως. Ἀπό τήν στιγμή πού ἄρχισε νά λατρεύει ἕναν τριαδικό Θεό στόν ὁποῖο τό ἅγιο Πνεῦμα δέν ἐκπορεύεται μόνον ἀπό τόν Πατέρα, ὅπως δίδαξε ὁ Κύριος (Ἰω 15,26), ἀλλά καί ἀπό τόν Υἱό, ἐξέπεσε στήν πλάνη καί στήν εἰδωλολατρία. Ἀρνήθηκε τήν ἀποκάλυψη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί θεοποίησε ἕνα διανοητικό κατασκεύασμα, κομμένο καί ραμμένο μάλιστα στά μέτρα πολιτικῶν ἐπιδιώξεων. Καί ὄχι μόνον αὐτό. Ὁ Χριστός τοῦ Παπισμοῦ, ὅπως πολύ σοφά ἐπεσήμανε ὁ Ντοστογιέφσκυ, εἶναι ὑποταγμένος στόν Διάβολο. Ἔχει ὑποκύψει στόν τρίτο σατανικό πειρασμό τῆς ἐγκόσμιας ἐξουσίας καί δύναμης (βλ. Μθ 4,810). Διαθέτει κράτος καί διπλωματία καί τράπεζες στό ὄνομα Ἐκείνου πού τά ἀρνήθηκε ὅλα αὐτά καί δήλωσε ξεκάθαρα ὅτι «ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰω 18,36). Μέ ἄλλα λόγια τό Βατικανό δέν κηρύττει τίποτε περισσότερο καί τίποτε λιγότερο ἀπό τόν Ἀντίχριστο· καί αὐτή τήν καταγγελία δέν τήν στοιχειοθετεῖ μόνον ὁ κορυφαῖος ρῶσος λογοτέχνης ἤ κάποια «φανατική» ἀντιπαπική γραφίδα, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ ἱστορία ἐδῶ καί αἰῶνες.
Οἱ ὑποστηρικτές τῶν ἀδελφικῶν σχέσεων μέ τόν Παπισμό, ὅπως τίς περιγράψαμε παραπάνω, θεωροῦν δευτερεύοντα τά ζητήματα αὐτά, τῆς πίστεως· εἰδάλλως δέν εἶναι κατανοητές οἱ συμπροσευχές καί γενικά οἱ κοινές λατρευτικές ἐκδηλώσεις Ὀρθοδόξων μέ ἀνθρώπους πού πιστεύουν σ’ ἕναν ἄλλο Θεό. Πέρα ἀπό τίς ρητές σχετικές ἀπαγορεύσεις τῶν ἱερῶν κανόνων πού θά μποροῦσε νά ἐπικαλεσθεῖ κάποιος, ἡ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ πρέπει νά τελεῖται «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» (Ἰω 4,24)· ἡ προϋπόθεση αὐτή εἶναι δεδομένη καί ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ. Στήν ἀντίθετη περίπτωση, ἄν δηλαδή νοθευθεῖ ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως, τό ἀποτέλεσμα εἶναι μία ἀλλόκοτη καί βέβηλη συνύπαρξη «ναοῦ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων» (Β΄ Κο 6,16).
Ἀσφαλῶς κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀντίθετος μ’ ἕναν ἔντιμο καί σοβαρό διάλογο μέ τούς Παπικούς ἢ καί μέ ὁποιουσδήποτε ἄλλους αἱρετικούς. Ὁ Κύριος διαλέχθηκε γιά ζητήματα πίστεως ἀκόμη καί μέ Σαδδουκαίους καί Σαμαρεῖτες. Τό πρόβλημα δέν εἶναι αὐτό. Τό πρόβλημα, ὅταν προσερχόμαστε στόν διάλογο, εἶναι ἡ συνείδηση πού ἔχουμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι. Στοχεύουμε νά δώσουμε μαρτυρία «περὶ τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» (Α΄ Πέ 3,15), γιά τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως; Ἤ μήπως θυσιάζουμε αὐτή τήν ἀλήθεια στόν βωμό τῆς δῆθεν ἀδελφικῆς ἀγάπης; Διότι ἡ ἀγάπη πού δέν «συγχαίρει τῇ ἀληθείᾳ» (Α΄ Κο 13,6), εἶναι δῆθεν ἀγάπη· εἶναι κυριολεκτικά ἀπάτη.
Ἄν ὡστόσο ἡ ἀπάτη εἶναι γενικά καταστροφική, οἱ ὀλέθριες συνέπειές της στά ζητήματα τῆς πίστεως ἔχουν αἰώνια διάσταση: Προσβάλλουν τήν σωτηρία τόσο τήν δική μας, ὅσο καί τῶν αἱρετικῶν, τούς ὁποίους ἐγκαταλείπουμε στήν πλάνη τους ἀπό... ἀγάπη. «Ἱκανόν ἐστιν» ὅμως. Εἶναι ἐπιτέλους καιρός νά ἐξετάσουμε αὐτή τήν ἐξαιρετικά σοβαρή ὑπόθεση μέ ἀποκλειστικό γνώμονα τήν εὐαγγελική ἀλήθεια καί ὄχι ἐκκοσμικευμένες καί ἐπικίνδυνες νοοτροπίες.
Εὐ. Ἀ. Δάκας