Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας δέν μπορεῖ να ὑπομείνει, νά ἀνεχθεῖ, νά μακροθυμήσει. Συνήθως ἀπαιτεῖ. Ἀπαιτεῖ δικαιώματα καί παραχωρήσεις ὄχι μόνο σέ συλλογικό ἐπίπεδο, ἀπό τό κράτος ἤ ἄλλες κοινωνικές δομές καί ὀργανώσεις, ἀλλά καί σέ προσωπικό, ἀπό τούς συνανθρώπους του· ἀκόμη καί ἀπό τήν οἰκογένειά του. Θέλει νά ἐπιβάλλεται, δέν ἀντέχει ὄχι μόνον τήν ἄρνηση σέ ὅ,τι ζητᾶ, ἀλλά οὔτε τήν καθυστέρηση. Πολύ περισσότερο δέν ἀντέχει νά ὑποχωρεῖ, νά παραιτεῖται, καί ἀκόμη πιό πολύ νά ὑποτιμᾶται καί νά ὑποβιβάζεται. Τότε ἐπαναστατεῖ, ἐκρήγνυται. Ἰδίως μάλιστα ὅταν καί ἀδικεῖται.
Δέν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση τό νά εἶναι κανείς μακρόθυμος καί ὑπομονετικός ἀπέναντι στούς ἄλλους. Ὁ σαρκικὸς καί ψυχικὸς ἄνθρωπος (Ρω 7,14. Α΄ Κο 2,14), ἐκεῖνος πού ἀγνοεῖ τόν Θεό καί δέν ἐλπίζει πουθενά ἀλλοῦ παρά μόνο στόν ἑαυτό του, ἀντιμετωπίζει τόν συνάνθρωπό του κυρίως σάν ἀπειλή. Τόν ἀνταγωνίζεται σέ ὅλους τούς τομεῖς. Ἡ σχέση μαζί του καί ὅταν ἀκόμη λέγεται φιλία καί ἀγάπη ὑπονομεύεται ἀπό τόν φόβο -ἀσυνείδητο ἀλλά ὑπαρκτό- ὅτι ἀπειλεῖται τό κυριαρχικό ἔδαφος τοῦ «ἐγώ» του. Καί ἄν συμβεῖ κάποια στιγμή ἡ σχέση αὐτή νά κλονισθεῖ, δίνει τήν θέση της στήν ἀντιπαράθεση καί στήν σύγκρουση χωρίς νά ὑποχωρεῖ κανείς. Ὅπως πολύ ρεαλιστικά ἔγραψε ὁ Σάρτρ γιά τήν γενιά μας, «ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλασή μου».
Ὅμως ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ πνευματικὸς (Α΄ Κο 2,15), αὐτός δηλαδή πού φέρει τό Πνεῦμα τό ἅγιο καί φέρεται καί ὁδηγεῖται ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο, δέν λειτουργεῖ ἔτσι. Γι᾽ αὐτόν ὁ ἄλλος, ὁ συνάνθρωπος, εἶναι ὁ παράδεισός του, ὁ ἀδελφός του. Στηριγμένος στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι μακρόθυμος καὶ μὴ ὀργὴν ἐπάγων καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν (Ψα 7,12), συγκαταβαίνει καί συγχωρεῖ. Προκειμένου νά συναντήσει τόν ἄλλο πού ἐπιμένει στήν ἄρνησή του, δέν ἐπιλέγει τόν ἴδιο τρόπο, τήν ἄρνηση. Ὑποχωρεῖ· προτιμᾶ γιά τόν ἑαυτό του τήν σκιά, ὥστε νά χαρεῖ ὁ πλησίον του τό φῶς. Προλαβαίνει τῇ τιμῇ τόν ἄλλο (βλ. Ρω 12,10), τοῦ παραχωρεῖ δηλαδή μεγαλόψυχα τήν τιμητική προτεραιότητα, ἔστω καί ἄν ἔτσι τά δικά του ζημιώνονται. Ὅπως ἔκανε ὁ Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος παραχώρησε τό δικαίωμα νά ἐπιλέξει γῆ πρῶτος στόν ἀνεψιό του Λώτ. Καί ἀφοῦ ὁ Λώτ διάλεξε τήν πιό εὔφορη, ὁ γέροντας χωρίς νά πεῖ τίποτε κατευθύνθηκε ταπεινά ἀλλοῦ. Ἤ ὅπως ὁ βασιλιάς Δαυίδ, ὁ ὁποῖος ἐγκατέλειψε τήν Ἰερουσαλήμ σάν κυνηγημένος ὑποχωρώντας μπροστά στόν ἐπαναστάτη γιό του.
Ἡ στάση αὐτή τῆς μακροθυμίας, τῆς συγκατάβασης καί τῆς συγγνώμης δέν εἶναι ἀδυναμία. Εἶναι ἔκφραση τῆς πιό ἰσχυρῆς δύναμης∙ τῆς ἀ- γάπης. Γιά νά εἴμαστε ἀκριβέστεροι, ἡ μακροθυμία τῶν Χριστιανῶν δέν μπορεῖ παρά νά ἐκδηλώνεται ὡς ἀγάπη καί ἐν ἀγάπῃ (Ἐφ 4,2). Εἶπα πιό πάνω ὅτι ὁ μακρόθυμος πνευματι-κός ἄνθρωπος στηρίζεται στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀλήθεια, σκεφτόμαστε ποτέ πόσο μακροθυμεῖ ὁ Θεός ἔναντι τοῦ ἀνθρώπου, καί ὅτι αὐτό τό κάνει ἐπειδή ἀκριβῶς μᾶς ἀγαπᾶ; Εἶναι πραγματικά ἀσύλληπτο! Μᾶς δημιούργησε καί μᾶς ἔφερε στήν ὕπαρξη γιά νά γίνουμε υἱοί καί κληρονόμοι τῆς βασιλείας Του. Κι ὅμως ἐμεῖς ἐπιλέξαμε τήν ἀνταρσία. Καί ἐνῶ ἡ ἐλάχιστη δικαιοσύνη ἀπαιτοῦσε τόν θά- νατό μας ὡς ἀχρείων, Ἐκεῖνος ἔκανε τά πάντα γιά νά μᾶς σώσει. Σύναψε διαθήκη μ᾽ ἕνα λαό ἀνάξιο τῆς ἐμπιστοσύνης του, καί κάθε τόσο ἀνεχόταν τίς ἐρωτοτροπίες του μέ τούς ψευτοθεούς τῶν ἐπιθυμιῶν του. Ἔστειλε δικαίους καί προφῆτες γιά νά ὑπομνήσει στούς πεπτωκότες τήν δέσμευσή τους καί νά ζητήσει διάλογο (βλ. Ἠσ 1,18), καί εἰσέπραξε περιφρόνηση καί τόν διωγμό καί τήν δολοφονία τῶν ἀπεσταλμένων Του. Μέχρι πού στό τέλος ἀπέστειλε στήν γῆ μας μεσίτη καί πρεσβευτή Του τόν Υἱό Του. Ὅμως κι αὐτόν ἀκόμη οἱ ἀχάριστοι εὐεργετηθέντες τόν ἀτίμασαν καί τόν σκότωσαν. Καί ὁ Κύριος τά ὑπέμεινε ὅλα αὐτά μόνον ἀπό εὐσπλαγχνία.
Συνεπῶς αὐτός εἶναι καί ὁ κλῆρος τῶν πιστῶν. Νά μακροθυμοῦν μέ γενναιότητα καί νά ἀγαποῦν. Ὅπως ὁ Χριστός. Νά πολεμοῦν τό ἄδικο μέ τήν ἀγάπη καί τήν ἐγκαρτέρηση. Ἔτσι θά ἀναδειχθοῦν τέλειοι. Ἔτσι θά γίνουν υἱοί Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους (Μθ 5,45). Καί ποιός ξέρει; Ἴσως ἔτσι κερδίσουν καί τόν ἀδελφό τους· τοῦτο γὰρ ποιῶν ἄνθρακας πυρὸς σωρεύσεις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ (Ρω 12,20). Καί ἄν ἡ μακροθυμία μᾶς στοιχίσει ἀκριβά, καί φθάσουμε μέχρι καί τόν τάφο, καί τότε ἀκόμη δέν πρέπει νά διστάσουμε. Ὁ Κύριος ὑπέμεινε μέχρι θανάτου, ἀλλά ἀναστήθηκε καί δοξάσθηκε. Ἄν, λοιπόν, συσταυρωθοῦμε μαζί Του, καί θά συναναστηθοῦμε καί θά συνδοξασθοῦμε μαζί Του.
Εὐάγγελος Ἀ. Δάκας
Ἀπολύτρωσις 67 (2012) 312-313