Μέ ἀγωνία, ὄνειρα καί ἐλπίδες γιά τήν πρόοδο τῶν παιδιῶν καί μαθητῶν μας, ἀρχίζουμε τή νέα σχολική χρονιά. Ἄραγε πῶς θά κυλήσει; Τά παιδιά μας θά μπορέσουν νά ἀνταποκριθοῦν στίς ἀπαιτήσεις τοῦ σχολείου ἤ θά ματώσουν καί θά πληγωθοῦν στόν ἀγώνα τους αὐτό, καί ἀπογοητευμένα θά ἐγκαταλείψουν κάθε προσπάθεια;
Εἶναι γεγονός ἀναμφισβήτητο ὅτι ἡ ἀνάγκη γιά μάθηση καί γνώση εἶναι ἔμφυτη στόν ἄνθρωπο. Ἄν ὅμως τό παιδί μας δείχνει ἀπροθυμία γιά τό σχολεῖο, τά βιβλία καί τά γράμματα, ἄς μή βιαστοῦμε νά τό χαρακτηρίσουμε ὡς τεμπέλη ἤ ἀνίκανο νά μάθει γράμματα. Ὅλα τά παιδιά πού ἔχουν κανονική νοημοσύνη ἔχουν δυνατότητα νά προχωρήσουν ὁμαλά στή μαθησιακή διαδικασία. Κουτά παιδιά δέν ὑπάρχουν. Αὐτό πού τόσο εὔκολα λέμε «δέν παίρνει τά γράμματα» δέν ἔχει σχέση τόσο μέ τήν κληρονομικότητα ὅσο μέ τή στάση καί διάθεση τοῦ παιδιοῦ ἀπέναντι στό σχολεῖο, καθώς καί μέ τήν ἀξιοποίηση τῶν ἔμφυτων δυνατοτήτων του. Γιά τή διανοητική ἀνάπτυξή του εἶναι ἀπαραίτητη μία ἀγωγή πού νά ἐξασφαλίζει στό παιδί μας ψυχική ὑγεία μέ δύναμη θέλησης, θάρρος, αὐτοπεποίθηση καί κοινωνικό αἴσθημα εὐθύνης σέ συνδυασμό μέ τή συστηματική ἄσκηση πού γίνεται στό σχολεῖο.
Γιά νά πετύχει ὅμως καί νά εὐδοκιμήσει κάθε τέτοια προσπάθεια σωστῆς καί ὑπεύθυνης ἀγωγῆς, βασική προϋπόθεση εἶναι ἡ ἀγάπη. Παιδιά πού δέν βιώνουν τή στοργή καί τήν ἀγάπη, «τή ζεστασιά τῆς οἰκογένειας», ὑποφέρουν ἀπό δειλία, ἄγχος, καί προσβάλλονται ἀπό διάφορες ἀρρώστιες πού ἡ κύρια αἰτία τους εἶναι τά ψυχολογικά προβλήματα καί οἱ ψυχικές τους δυσκολίες. Δεκατετράχρονος μαθητής Γυμνασίου αὐτοκτόνησε μέ τό κυνηγετικό ὅπλο τοῦ πατέρα του, ἀφήνοντας τό ἑξῆς σημείωμα: «Δέν μέ ἀγαποῦσαν οἱ γονεῖς μου κι ἄς μοῦ ἔδιναν χρήματα κι ἄς ἱκανοποιοῦσαν καί τά πιό ἀκριβά μου γοῦστα. Ποτέ τους ὅμως δέν μέ χάιδεψαν. Ποτέ τούς δέν εἶδαν ὅτι χρειαζόμουν λίγη στοργή, κάποια ἐνθάρρυνση. Ποτέ δέν εἶχαν χρόνο γιά μένα».
Ἀκόμη μεγαλύτερη ἔλλειψη στοργῆς νιώθουν τά παραμελημένα, τά ἐξώγαμα, τά ὀρφανά, τά παιδιά διαζευγμένων οἰκογενειῶν. Αὐτά τά παιδιά πού δέν γνώρισαν τή στοργή τῆς μάνας, τή θαλπωρή τῆς οἰκογένειας, τή ζεστασιά τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ αἰσθάνονται ἀδικημένα ἀπό τή ζωή, δέν ἔχουν τήν αἴσθηση τῆς εὐθύνης καί σιγουριᾶς, γι᾿ αὐτό συνήθως εἶναι φοβισμένα καί ἀπογοητευμένα. «Μερικές φορές», λέει ὁ Adlerἶ, «παίρνουν μία στάση ἀμυντική, ἐνίοτε καί ἐχθρική ἀπέναντι στήν κοινωνία καί στούς ἀνθρώπους». Ἄν στά παιδιά αὐτά προσφέρει κάποιος ἀληθινό στήριγμα, ἄν τούς προσφέρει τό αἴσθημα τῆς ἀσφάλειας καί σιγουριᾶς, τότε θά μπορέσουν νά ἀγαπήσουν τά γράμματα καί νά παρουσιάσουν ἱκανοποιητική ἐπίδοση στό σχολεῖο.
Ἐχθρική στάση ὅμως ἀπέναντι στούς ἄλλους παίρνουν καί κάποιοι ψευτονταῆδες, ψευτοπαλληκαράδες, διότι κάποιοι ἴσως ἀπό κακῶς ἐννοούμενη ἀγάπη- τούς στέρησαν κάθε ἰκμάδα ζωντάνιας, δύναμης· τούς στέρησαν τή δυνατότητα νά γίνουν πραγματικά παλληκάρια. Στό ὄνομα τῆς (παθολογικῆς) ἀγάπης τούς στέρησαν τό δικαίωμα τῆς ἀνεξάρτητης λειτουργίας. Θεωρώντας τους ἀνώριμους, «παιδιά ἀκόμη», δέν τούς ἐπέτρεπαν νά ἐκφρασθοῦν ἐλεύθερα, νά ποῦν αὐτό πού σκέφτονταν ἤ ἔνιωθαν. Οἱ γονεῖς ἔπαιρναν ὅλες τίς σημαντικές γιά τή ζωή τους ἀποφάσεις. Τά ᾿καναν, ἔτσι, «παιδιά τοῦ θερμοκηπίου». Τό βιβλίο τῆς Εἰρήνης Μάρρα «Τά δαντελένια χέρια» μιλᾶ γιά ἕνα τέτοιο παιδί πού ἡ μητέρα του, ἀπό τή λαχτάρα της νά μήν κουρασθοῦν καί ταλαιπωρηθοῦν τά χεράκια τοῦ ἀγαπημένου της μοναχογιοῦ, τοῦ ᾿πλεξε ἕνα ζευγάρι πανέμορφα γάντια. Τοῦ στέρησε ἔτσι τήν ὀμορφιά τοῦ ἀγώνα, κάνοντάς τον ἕνα ἀνεύθυνο καί ἀδύναμο πλάσμα, ἕναν ἄνθρωπο πού ἐξαιτίας τῶν γαντιῶν οὔτε τή θητεία του στό στρατό μπόρεσε νά ὑπηρετήσει οὔτε ὅμως καί νά συνεργασθεῖ μέ ἄλλους, προσφέροντας στό στίβο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Πῶς τώρα ἕνα τέτοιο παιδί θά μπορέσει νά ἐνταχθεῖ σέ ἕνα κοινωνικό σύνολο, σέ ἕνα σχολεῖο μέ δασκάλους καί συμμαθητές, πού σίγουρα δέν θά τοῦ δείξουν αὐτή τήν ὑπερβολική ἀγάπη; Θά νιώσει τότε σάν τό ψάρι ἔξω ἀπό τό νερό, φοβισμένο καί ἀδύναμο, χωρίς πίστη στόν ἀγώνα του, χωρίς σταθερότητα. Ἕνας μαθητής χωρίς σταθερή ἐπίδοση καί ἕτοιμος τήν κάθε στιγμή νά ἀναζητήσει ἀπό ἄλλους τή λύση καί τοῦ πιό ἁπλοῦ προβλήματος.
Φιλόλογος