Τό πρόβλημα τῆς παιδείας εἶναι τό πρόβλημα τῆς ζωῆς καί κάτω ἀπ᾿ αὐτήν τήν προοπτική τό ἐπεξεργάστηκαν στό νοῦ τους, τό βίωσαν καί τό προσέφεραν στή συνέχεια μέ τή λύση του στήν ἀνθρωπότητα οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες.
«Κάμετε τήν ἐκπαίδευση ὅπλο γιά τή δικαιοσύνη καί ὄχι ὅπλο γιά τό θάνατο», γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἡ δικαιοσύνη ἐδῶ ἔχει μία εὐρύτερη ἔννοια καί πρέπει νά νοηθεῖ ὡς τρόπος ζωῆς πού ἐξισορροπεῖ τίς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἑαυτό του, μέ τόν συνάνθρωπο καί μέ τόν Θεό. Ἔτσι ἐπιτυγχάνεται μιά καθολική σύλληψη τοῦ κόσμου. Καί ἡ παιδεία δέν εἶναι ἕνας τομέας τῆς ζωῆς μας ἀλλά ὁλόκληρη ἡ ζωή μας. Ἔτσι τήν εἶδαν οἱ τρεῖς φωστῆρες τῆς οἰκουμένης.
Στή συνέχεια θά δώσουμε μερικά μόνο δείγματα ἀπόψεων πάνω σέ λεπτομέρειες πού ἀφοροῦν ἰδιαίτερα στήν παιδεία ὡς σχολική παίδευση καί θά τήν ἀντιπαραθέσουμε μέ ἀπόψεις πού πηγάζουν ἀπό τή σημερινή πράξη. «Ὁ μαθητής πρέπει πρῶτα ν᾿ ἀποκτήσει ἀσφαλῆ καί βεβαία γνώση τῶν διδαχθέντων καί μετά νά δέχεται νέο μάθημα», λέγει ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Ἀνάλογες μέ τόν Χρυσόστομο ἰδέες ἔχουν ὁ Βασίλειος καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ προτιμότερο τό λίγο καί ἀσφαλέστερο ἀπ᾿ τό πολύ. Φέρνει κι ἕνα παράδειγμα ἀπό τή φύση. Δέν εἶναι ὠφελιμότερη, λέγει, ἡ ραγδαία βροχή ἀπό τήν ἤρεμη, διότι ἐκείνη παρασύρει τό χῶμα, ἐνῶ αὐτή μπαίνει βαθιά καί τό κάνει γόνιμο.
Σήμερα, βέβαια, ἐμεῖς πιστεύουμε πώς ὁ μαθητής ἔχει σιδερένια νεῦρα. Μπορεῖ π.χ. ὁ φοιτητής πού πῆρε τίς σημειώσεις μία ἑβδομάδα πρό τῶν ἐξετάσεων νά διαβάζει μονορούφι δεκάδες ἤ ἑκατοντάδες σελίδες.
Ὁ Χρυσόστομος πάλι τονίζει ὅτι οἱ μαθητές δέν πρέπει νά διδάσκονται ὅσα θέλει ὁ δάσκαλος, ἀλλά ὅσα αὐτοί εἶναι ἱκανοί νά ἀφομοιώσουν.
Καί τί ν᾿ ἀπαντήσουμε σ᾿ αὐτό πού προτείνει ὁ Μ. Βασίλειος, ὅτι δηλαδή ἡ διδασκαλία τῶν ὠφελίμων πρέπει νά γίνεται μέ τέρψη, ἐφόσον ὅ,τι διδάσκεται μέ τέρψη καί χάρη παραμένει μόνιμα; Στά σημερινά σχολεῖα καί στά πανεπιστήμια ἡ μόνη σχεδόν τέρψη πού ἀπόμεινε εἶναι μιά ἀποχή, μιά διαμαρτυρία, μιά κατάληψη!
Ὁ διορατικός Γρηγόριος προτείνει ὁ δάσκαλος νά διακρίνει ἔγκαιρα τίς κλίσεις τῶν μαθητῶν καί νά ὑποδεικνύει στούς ἐφήβους ποιά ἐπαγγέλματα πρέπει ν᾿ ἀκολουθήσουν, ἀφοῦ ὅ,τι γίνεται κατά τίς ὑποδείξεις τῆς φύσεως πετυχαίνει, ἐνῶ ὅ,τι εἶναι ἀντίθετο ἀποτυγχάνει.
Γιά τούς καθηγητές καί δασκάλους ὁ Μ. Βασίλειος παρατηρεῖ: «Ὁ δάσκαλος πρέπει νά ἔχει γνώσεις τῆς ψυχολογίας τοῦ ἀνθρώπου, τῶν ἁγίων Γραφῶν, νά εἶναι ἀκέραιος στό χαρακτήρα, ἀμνησίκακος, ἀκενόδοξος, νά ἔχει τελικά κάτι τό θεϊκό μέσα του». Σύμφωνα δέ μέ τή γνώμη τοῦ Γρηγορίου τό νά ἐπιχειρεῖ κανείς νά παιδεύει ἄλλους, πρίν αὐτός παιδευτεῖ ἀρκετά, εἶναι τολμηρό καί ἀνόητο.
Τέλος, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες πιστεύουν ὅτι ἡ ἀγάπη, πού τό γνήσιο εἶδος της μόνο στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νά καλλιεργηθεῖ, εἶναι τό μεγάλο ἀτού τῆς παίδευσης.
Σήμερα ἡ μόρφωση εἶναι καρπός διανοητικῆς ἤ τεχνοκρατικῆς ἀσκήσεως. Ὅμως ὁ Μ. Βασίλειος γράφει: «Εἶναι καλύτερο καί συμφερότερο νά ᾿ναι κανείς ἁπλός καί ὀλιγογράμματος καί μόνο μέ τήν ἀγάπη νά πλησιάζει τόν Θεό, παρά νά ᾿ναι πολυμαθής, νά νομίζει ὅτι εἶναι ἔμπειρος, καί ν᾿ ἀποδεικνύεται ὑβριστής τοῦ Θεοῦ». Κι ἄν ἡ ἀγάπη -πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον- εἶναι ἕνας ἀπό τούς στόχους τῆς ἀληθινῆς παιδείας θεωρεῖται ἐπίσης καί ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή σωστή ἐπικοινωνία ἀνάμεσα στόν δάσκαλο καί τόν μαθητή.
Ἡ παιδεία, ὅπως σημειώνει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, εἶναι «τῶν παρ᾿ ἡμῖν ἀγαθῶν τό πρῶτον». Γι᾿ αὐτό ἀπαιτεῖ καί τήν πρέπουσα προσοχή τόσο ἀπό τήν πολιτεία ὅσο καί ἀπό ὅλους μας, γιά νά βγεῖ ἀπό τίς ἐπικίνδυνες στενωπούς καί νά «πάρει τό δρόμο της»· τό δρόμο πού σηματοδοτοῦν οἱ παραδόσεις τοῦ Γένους μας. Καί ἐδῶ οἱ οἰκουμενικοί διδάσκαλοι ἔχουν τόν κύριο λόγο.