Τό μόνιμο παράπονο τοῦ τρεχάτου σύγχρονου γίγνεσθαι: «δέν ἔχω χρόνο». Οἱ ρυθμοί τῆς ζωῆς μας -ἐντατικοί καί γρήγοροι- μᾶς ὠθοῦν σ᾽ ἕνα ἀδιάλειπτο τρέξιμο. Ἡ ἀγχωτική βιοτή ἔχει γίνει πιά συνήθεια, δεύτερη φύση στόν ἄνθρωπο. Κι ἐνῶ γκρινιάζουμε γιά τήν ταχύτητα μέ τήν ὁποία καλούμαστε νά ἀνταπεξέλθουμε στίς ὑποχρεώσεις τῆς κάθε ἡμέρας, ἀφιερώνουμε ἀναρίθμητα λεπτά, αὐτοῦ τοῦ πολύτιμου καί ἀκριβοῦ μας χρόνου, μπροστά σέ μιά ὀθόνη. Δέν εἶναι πιά αὐτή τῆς τηλεόρασης· μαγνητίζει ἀκόμη, ἀλλά θεωρεῖται πλέον ξεπερασμένη. Δέν μονοπωλεῖ τήν κατάληψη τῆς σκέψης μας μονάχα τό χρονοφάγο κινητό, οὔτε μιά ἁπλή καί τετριμμένη ἐνασχόληση μέ τόν ὑπολογιστή.
Στίς μέρες μας τό διαδίκτυο ἔχει πάρει φωτιά. Οἱ ποικίλες ἱστοσελίδες ξεπερνοῦν κάθε ὅριο φαντασίας καί σάν ἄλλες Σειρῆνες κράζουν κοντά τους τούς πάντες: ἄψογους χρῆστες καί ἀνίδεους, νήπια καί συνταξιούχους, ἐπιστήμονες καί ἁπλοϊκούς ἀνθρώπους. Ἡ ἐξάρτηση βρίσκεται πλέον ὄχι ante portas ἀλλά στήν πιό ἀναπαυτική θέση τοῦ σπιτιοῦ μας. Σήμερα μάλιστα, ἄν θές νά λογιέσαι «in» δέν ἔχεις παρά νά ἐντρυφᾶς στά τοῦ facebook. Μή μοῦ πεῖς ὅτι δέν ἔχεις! Μά ποῦ ζῆς; Ἡ εἰρωνεία δέν στρέφεται ἐνάντια σ᾽ αὐτό καθαυτό τό εὕρημα. Ποιός ἀρνεῖται τή χρησιμότητά του ὅταν, γιά παράδειγμα, ξαναβρίσκεις μετά ἀπό χρόνια συγγενεῖς ἤ φίλους κι ἐπικοινωνεῖς μαζί τους; Πόσοι ὅμως ἔχουν τή δύναμη νά χειριστοῦν τό θέμα μέ ὡριμότητα, μέτρο καί σύνεση; Κι ἄν οἱ ἐνήλικες πού κόπτονται γιά τήν ἐξεύρεση λίγου ἐλεύθερου χρόνου ξενυχτᾶνε κολλημένοι στούς «φίλους» τοῦ facebook, τί νά περιμένουμε ἀπό τούς ἐφήβους;
Πόσο ἀντιφατικοί γινόμαστε... Σκοτώνουμε τό χρόνο μας, ἐνῶ ὅλη τή χρονιά κλαιγόμαστε πώς δέν μᾶς φτάνει. Κι ἄν εἶναι ὁλέθριες οἱ συνέπειες ὅταν σκοτώνω τό χρόνο μου, τί συμβαίνει ὅταν σκοτώνω τήν ψυχή μου; Ἴσως σκεφτεῖ κανείς πώς πρόκειται γιά ὑπερβολή, μονόπλευρη θεώρηση, παράλογη τρομοκράτηση. Κι ὅμως ὁ καθένας σταθεῖ μέ εἰλικρίνεια ἐνώπιον τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του, θά νιώσει ἀβίαστα νά βγαίνει ἀπό μέσα του ἡ παραδοχή τῆς ἀλήθειας: Εἶναι πολύ εὔκολο «σερφάροντας» νά γλιστρήσεις στίς πιό ὕπουλες, ἐπικίνδυνες κι ἀνήθικες σελίδες καί νά ἀγκιστρωθεῖς γιά ὧρες.
Ἀπόρροια αὐτῆς τῆς ἠλεκτρονικῆς καθήλωσης εἶναι καί ἡ πτώχευση στήν ἐπικοινωνία τῶν ἀνθρώπων. Κάθε πρωί βρισκόμαστε μαζί στή δουλειά καί τό ἀπόγευμα συναντιόμαστε ἀνελλιπῶς στό facebook· ἀδημονοῦμε, γιά νά ποῦμε τί καινούργιο; Ψάχνουμε συνεχῶς νέους γνωστούς στό facebook γιά νά τούς κάνουμε πρόσκληση καί νά γίνουμε «φίλοι». Ἀφήνουμε, ὅμως, ἀναπάντητη τήν πρόσκληση τοῦ αἰώνιου Φίλου πού χτυπᾶ τήν πόρτα καί περιμένει τήν ἐλεύθερη ἀποδοχή μας γιά νά μᾶς χαρίσει τή γλυκειά καταλλαγή στή σχέση μας μέ τόν Θεό, τήν ἀληθινή συμφιλίωση μέ τόν κατακερματισμένο ἑαυτό μας, τή γνήσια φιλία μέ τούς ἀδελφούς γιά νά ἀπολαμβάνουμε μιά ἐπικοινωνία ὄχι μόνο πρόσωπο μέ πρόσωπο, ἀλλά καί καρδιά μέ καρδιά. Ἡ πραγματική διαπροσωπική σχέση μέ τόν πλησίον ἔχει ἀντικατασταθεῖ μέ διαδικτυακές συναντήσεις. Στό πλαίσιο, λοιπόν, αὐτῆς τῆς κοινωνικῆς δικτύωσης ἀνταλλάσουμε ἠλεκτρονικῷ τῷ τρόπῳ ἐπισκέψεις, δῶρα καί εὐχές. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ ἀξιοποίηση τοῦ διαδικτύου μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς ἕνα μέσο ἐκτόνωσης. Μόνο πού σταδιακά μετατρέπεται σέ μέσο ἐξόντωσης, ὄχι μόνο μέ τή μεταφορική σημασία, καθώς δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού πληροφορίες τοῦ facebook χρησιμοποιήθηκαν γιά ἐγκλήματα. Κάποιοι, βέβαια, ἀναρωτιοῦνται μήπως τό facebook ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος σύγχρονου ἡμερολογίου ὅπου γράφεις τίς σκέψεις καί τά σχέδιά σου. Μόνο πού οἱ σελίδες ἑνός καλόδετου τετραδίου ἔχουν ἀντικατασταθεῖ ἀπό μιά μόνιμη ἀνάρτηση τῶν ἐσώψυχών σου στό διαδίκτυο μαζί μέ τίς προσωπικές σου φωτογραφίες ἐκτεθειμένες στίς διαθέσεις τοῦ κάθε ἐπιτήδειου. Ὅλη ἡ ζωή σου καταχωρεῖται στό facebook κι ἐσύ βρίσκεσαι τελικά ἐγκλωβισμένος στά δίχτυα τοῦ διαδικτύου.
Κανείς δέν ἀμφισβητεῖ ὅτι τό διαδίκτυο κατέχει πλέον καίρια θέση στή ζωή μας, ὅτι εἶναι χρησιμότατο ἐργαλεῖο ἐκπληκτικῶν δυνατοτήτων. Τό πρόβλημα ἔγκειται στά ὅρια· «μέχρι ποίου σημείου». Ποιός θά ἀνακόψει τή σαρωτική διεισδυτικότητα τοῦ διαδικτύου σέ χώρους τῆς ὕπαρξής μας πού δέν ἐπιδέχονται διαδικτυακές καταλήψεις, ἀλλά χρήζουν ἁγιοπνευματικῆς ἐνίσχυσης;