Ἐπίμονη καί ἀκάματη ἡ προσπάθεια τῶν Oἰκουμενιστῶν γιά τήν ἐπιβολή τοῦ παπικοῦ πρωτείου προσλαμβάνει στίς μέρες μας διαστάσεις ἀνησυχητικά ἐντυπωσιακές. Φορεῖς καί προσωπικότητες, συχνά ἀξιόλογες κατά τά ἄλλα, προσπαθοῦν μέ κάθε τρόπο νά ἐπιβάλουν τόν πάπα ὡς πνευματικό πλανητάρχη. Διοργανώνουν συνέδρια καί διαλόγους, συγγράφουν βιβλία καί ἄρθρα μέ κύριο καί μοναδικό στόχο νά μᾶς πείσουν ὅτι ὀφείλουμε ὅλοι νά ἀποδεχθοῦμε τήν κυριαρχία τοῦ ποντίφηκα, διότι μόνον ἔτσι θά ξεπερασθοῦν τά ἀδιέξοδα καί θά λυθοῦν τά πάσης φύσεως προβλήματα πού κατακλύζουν τήν κοινωνία μας. Ἰσχυρίζονται μάλιστα ὅτι κατά τήν πρώτη χιλιετία ἦταν ἀπό ὅλους παραδεκτό τό πρωτεῖο τοῦ πάπα.
Ὁ παραπάνω ἰσχυρισμός εἶναι ἀνιστόρητος καί ἀβάσιμος. Ἀποδεικνύεται δέ ὅτι εἶναι ἐπίσης ψευδής καί κακοήθης. Πολυάριθμες καί σαφεῖς μαρτυρίες βεβαιώνουν ὅτι ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες δέν προσδίδεται στόν ἐπίσκοπο Ρώμης κάποια ἰδιαίτερη ἐξουσία μέσα στήν Ἐκκλησία. Αὐτό φρονοῦν ὄχι μόνο θεολόγοι καί ἐπίσκοποι τόσο τῆς ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς ὅσο καί τῆς Δύσεως, ἀλλά καί ὁλόκληρες Σύνοδοι. Ἀργότερα, ὄχι μόνο κατά τήν διάρκεια τῆς δεύτερης ἀλλά καί τῆς πρώτης χιλιετίας, ὅσες φορές ἐκδηλώθηκε ἡ ἀξίωση νά ἐπιβληθεῖ ὁ πάπας ὡς βικάριος (=ἀντιπρόσωπος) τοῦ Θεοῦ καί ὑπέρτατος κυρίαρχος ὅλης τῆς Ἐκκλησίας συνάντησε πάντοτε σθεναρή ἀντίσταση. Αὐτή ὑπῆρξε ἡ πάγια θέση τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Σ’ αὐτή τήν θέση παρέμεινε πιστή ἡ Ἀνατολή, ὅταν ἡ Δύση ἁλώθηκε ἀπό τούς φράγκους. Αὐτή τήν πίστη μᾶς κληροδότησε ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μεγάλου Φωτίου μέχρι τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, τόν ἅγιο Μᾶρκο Εὐγενικό, τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη καί τόν νεοφανῆ ἅγιο Νεκτάριο, ἀπό τήν κοίμηση τοῦ ὁποίου οὔτε ἕνας αἰώνας δέν ἔχει περάσει.
Ὑπῆρχαν καί στήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Νεκταρίου κάποιοι πού ὑποστήριζαν ὅτι στήν πρώτη χιλιετία ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ἀνατολική καί δυτική, ἀναγνώριζε τό πρωτεῖο τοῦ πάπα. Ὁ ἅγιος ἐντρύφησε στό θέμα αὐτό. Συνέγραψε μάλιστα τό 1895 εἰδικό δίτομο ἔργο 600 σελίδων μέ τίτλο: «Μελέτη ἱστορική περί τῶν αἰτίων τοῦ σχίσματος, περί τῆς διαιωνίσεως αὐτοῦ καί περί τοῦ δυνατοῦ ἤ ἀδυνάτου τῆς ἑνώσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, τῆς ἀνατολικῆς καί δυτικῆς». Ἐρευνώντας ἀξιόπιστες πηγές συγκέντρωσε μαρτυρίες μέ τίς ὁποῖες ἀποδεικνύει πολλαπλῶς ὅτι ἡ ἀξίωση τοῦ πάπα νά ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ μοναδικός ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς ἀπορρίφθηκε ἀπό ὅλους ἐν τῆ γενέσει της. Ἀπό αὐτή τήν μελέτη τοῦ ἁγίου Νεκταρίου θά παραθέσω στήν συνέχεια μερικές μόνο μαρτυρίες πρός ἐνημέρωση καί πνευματικό καταρτισμό τῶν ἀναγνωστῶν. Παραπέμπω στόν πρῶτο τόμο τῆς Μελέτης, πού τυπώθηκε ἀπό τόν Π. Λεωνή, ἐν ‘Αθήναις 1911.
Μέ ἀντικειμενικότητα ἀξιόπιστου ἱστορικοῦ ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Πενταπόλεως παρουσιάζει συνοπτικά τά αἴτια τοῦ σχίσματος ὅπως τά ἀντιλαμβάνονται τήν ἐποχή του καί οἱ δύο πλευρές.
Κατά τούς δυτικούς: Ἡ βασική αἰτία εἶναι ἡ ὑπεροψία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία ἀρνεῖται στόν πάπα Ρώμης τά πρωτεῖα σ’ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία. Δηλαδή δέν δέχεται α) τήν ἀπονομή ἀποστολικοῦ πρωτείου στόν Πέτρο ἀπό τόν Κύριο, β) τήν μεταβίβαση αὐτοῦ τοῦ πρωτείου στόν ἑκάστοτε ρωμαῖο ποντίφηκα, γ) τήν φύση καί τήν οὐσία τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα καί δ) τό «ἀλάθητο» τοῦ πάπα.
Κατά τούς ἀνατολικούς: Τά σπουδαιότερα αἴτια εἶναι τρία˙ α) ἡ ἀξίωση τοῦ πρωτείου ἀπό τόν πάπα Ρώμης β) οἱ αὐθαίρετες δογματικές καινοτομίες τῆς Δύσεως καί γ) ἡ ἀθέτηση τοῦ κύρους τῶν Ἱερῶν Συνόδων πού μόνο αὐτές κατέχουν τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας (σελ. 7-8).
Καί συμπεραίνει ὁ ἅγιος: «Οἱ ὅροι τῆς ἑνώσεως εἶναι τοιοῦτοι, ὥστε καθιστῶσι τήν ζητουμένην ἕνωσιν ἀδύνατον˙ διότι δέν ἔχουσι οὐδέν σημεῖον συναντήσεως, ζητοῦσι δέ ἑκατέρα παρά τῆς ἑτέρας, οὔτε πλεῖον οὔτε ἔλαττον, τήν ἄρνησιν ἑαυτῆς...» (σελ. 9). Εἶναι προφανές ὅτι μέχρι σήμερα καί παρ’ ὅλους τούς διαλόγους καί τίς ἑνωτικές προσπάθειες τίποτε δέν ἄλλαξε στίς τοποθετήσεις τῶν δύο πλευρῶν. Τά τελευταῖα μάλιστα οἰκουμενιστικά συνέδρια στήν Ραββένα καί στήν Κύπρο ἕνα θέμα ἔθεσαν ὡς βασικό γιά νά ἐπιτευχθεῖ ἡ πλήρης ἕνωση: νά ἀποδεχθοῦν οἱ ὀρθόδοξοι μόνο τό πρωτεῖο τοῦ πάπα καί νά διατηρήσουν τά δόγματά τους ὅπως ἔχουν. Νά προσχωρήσουν, δηλαδή, στήν Οὐνία. Δέν ὑπάρχει, λοιπόν, καμία ὑποχώρηση ἀπό τήν ἀρχική θέση τῶν Δυτικῶν, ἄρα ἡ ἕνωση ἐξακολουθεῖ νά παραμένει καί σήμερα ἀνέφικτη.
Τό πρωτεῖο τοῦ πάπα Ρώμης παρουσιάζει ὁ ἅγιος ὡς θεμελιώδη ἀρχή τῆς Δύσεως καί ἀρχή τῆς ἀπομακρύνσεώς της ἀπό τήν μία καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία. Εἶναι ἐντυπωσιακό ὅτι τήν ἀξίωση αὐτή θεωρεῖ συνομήλικη μέ τήν ἐκκλησία τῆς Ρώμης καί σύμφυτη μέ τόν χαρακτήρα τῶν Ρωμαίων, τῶν ‘’πρώτων’’ πολιτῶν τῆς μεγάλης ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας (σελ. 10). Ἡ ἐπίδραση αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπινου στοιχείου στούς ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες τῆς ρωμαϊκῆς ἐκκλησίας ὑπῆρξε διαχρονικά καθοριστική γιά τήν διαμόρφωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συστήματος τῆς Ρώμης καί βέβαια τῶν ἀπαιτήσεων τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας ἀπό τίς ἐκτός Ρώμης ἐκκλησίες.
Ποῦ στήριξαν ὅμως οἱ πάπες τῆς Ρώμης θεολογικά τό πρωτεῖο τους;
Ἰσχυρίζονται ὅτι αὐτό ἀπορρέει ἀπό τό ἀποστολικό πρωτεῖο τοῦ Πέτρου. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀναφέρει τά χωρία τῶν Εὐαγγελίων τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦν παρερμηνευμένα οἱ δυτικοί γιά νά διακηρύξουν ὅτι ὁ ἀπόστολος Πέτρος εἶχε κυριαρχική ἐξουσία ἀνάμεσα στούς μαθητές καί γενικότερα μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὡστόσο ὑπάρχουν πάμπολλα χωρία πού συνηγοροῦν γιά τήν πλήρη ἰσότητα μεταξύ τῶν μαθητῶν. Αὐτά ὅμως οἱ παπικοί τά παραθεωροῦν. Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων π.χ. ὁ ἀπόστολος Πέτρος λόγῳ τοῦ χαρακτῆρος του, βέβαια, προΐσταται τῶν μαθητῶν ἀλλά ποτέ δέν προβάλλεται ὡς ὁ πρῶτος καί κυρίαρχος οὔτε καί ὡς ἀλάθητος. Δέν ἀποφασίζει ποτέ μόνος. Λύνει τά προκύπτοντα θέματα πάντοτε ἀπό κοινοῦ μέ τούς ἄλλους ἀποστόλους καί μέ τά μέλη τῆς πρώτης ἐκκλησίας (βλ. Πρξ 1,15-26˙ 6,2-6). Δέχθηκε μάλιστα τήν ἐπίπληξη τοῦ ἀποστόλου Παύλου (βλ. Γα 2,11-14), ὅπως εἶχε δεχθεῖ καί τοῦ Κυρίου (Μθ 16,23).
Ἀκόμη κι ἄν ἀναγνωριζόταν κάποιο πρωτεῖο στόν ἀπόστολο Πέτρο, μέ ποιά αἰτιολογία αὐτό θά ἔπρεπε νά μεταβιβασθεῖ στόν προκαθήμενο τῆς Ρώμης;
Ἀπό τά πρῶτα χρόνια, σημειώνει ὁ ἅγιος Νεκτάριος, καί ἄλλες τοπικές ἐκκλησίες σεμνύνονταν νά τιμοῦν ὡς ἱδρυτή τους τόν ἀπόστολο Πέτρο. Καμία ὅμως δέν διανοήθηκε νά διεκδικήσει πρωτεῖο ἐξουσίας. Ἀντίθετα ἡ Ρώμη, γιά τήν ὁποία μόχθησε δύο καί πλέον ἔτη ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος, ἀρνήθηκε τήν πατρότητά του καί αὐθαίρετα, ὅπως ἀποδεικνύει στήν συνέχεια ὁ ἅγιος, τοποθέτησε στόν θρόνο της τόν ἀπόστολο Πέτρο μέ στόχο νά στηρίξει σ’ αὐτόν τήν θεωρία τοῦ πρωτείου της. Ὅπως ἀποδεικνύεται ὅμως ἀπό τίς ἁγιογραφικές μαρτυρίες καί τά ἁγιοπατερικά κείμενα, ὁ ἀπόστολος Πέτρος ὄχι μόνο δέν πῆγε στήν Ρώμη, ἀλλά «...οὔτε τόν ἀέρα τῆς Ρώμης φρονοῦμεν, πόρρωθεν ποτέ ἀνέπνευσεν» (σελ. 19).
Ψευδεπίγραφα καί ἀπόκρυφα κείμενα ἐπιστράτευσαν οἱ παπικοί προκειμένου νά στηρίξουν ἐκεῖ τό ἀστήρικτο πρωτεῖο τοῦ πάπα. Τέτοιο κείμενο, ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος, εἶναι ἡ λεγόμενη Ἐπιστολή τοῦ Κλήμεντος Ρώμης πρός τόν Ἰάκωβον Ἰεροσολύμων, γραμμένη κατά τόν 2ο αἰ.. (σελ. 14-16). Κατά τόν 3ο αἰ. οἱ παπικοί δέν δίστασαν νά παραχαράξουν τό ἔργο τοῦ Κυπριανοῦ Καρχηδόνος «Περί τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας». Ἀφιερώνει πολλές σελίδες στή μελέτη του ὁ ἅγιος Νεκτάριος γιά νά ἀποδείξει μέ βάση τά κείμενα καί τίς ἐργασίες εἰδικῶν αὐτή τήν παραχάραξη (σελ. 50-61).
Ἀποκορύφωμα τῆς πλαστογράφησης στήν ὁποία ἐπιδόθηκαν οἱ δυτικοί ἀποτελοῦν οἱ Ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις τοῦ 8ου αἰ. (σελ. 185ἑ.). Τό ψευδές αὐτῶν τῶν κειμένων ἀναγνωρίζεται ἀκόμη καί ἀπό καθολικούς ἐπιστήμονες. Μία ἀκόμη προσπάθεια τοῦ 8ου αἰ. ἀναφέρει ὁ ἅγιος συγγραφέας, τήν «Δωρεά τοῦ Μ. Κωνσταντίνου στόν πάπα Σίλβεστρο», κείμενο μέ τό ὁποῖο ὁ Μ. Κωνσταντῖνος παραχωρεῖ ἰδιαίτερες ἐξουσίες καί προνόμια στόν πάπα Ρώμης. Ἔχει διαψευσθεῖ πολλές φορές καί ἀπό πολλούς ἤδη ἀπό τόν 15ο αἰ. (σελ. 189-190).
Παρ’ ὅλες τίς προσπάθειες τῶν δυτικῶν δέν ἀναγνώρισε ποτέ κανείς πρωτεῖο ἐξουσίας στόν πάπα.
Στήν «Μελέτη» ἀναφέρονται οἱ πρώιμες ἀπόπειρες παπῶν νά ἀσκήσουν ἡγεμονική ἐξουσία σ’ Ἀνατολή καί Δύση καθώς καί οἱ ἀντιδράσεις πού προκάλεσαν.
Ἀφορμή ἔδωσαν οἱ διαφορές μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως ὡς πρός τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα. Πρῶτος ὁ πάπας Ἀνίκητος ἀξίωσε νά γιορτάζεται τό Πάσχα παντοῦ τήν ἡμέρα πού τό γιόρταζε ἡ Ρώμη. Ἀντιτάχθηκε ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Σμύρνης Πολύκαρπος, ἀλλά ἡ διαφωνία ἔληξε εἰρηνικά καί κάθε τοπική ἐκκλησία γιόρταζε τό Πάσχα σύμφωνα μέ τήν δική της παράδοση. Τό θέμα ἐπανῆλθε στά τέλη τοῦ 2ου αἰ. Ὁ πάπας Βίκτωρ στάθηκε περισσότερο ἀδιάλλακτος καί ἀφόρισε τόν Πολυκράτη, ἐπίσκοπο Ἐφέσου, ἀλλά καί ὅσους ἀντέδρασαν στίς ἀξιώσεις του. Τελικά ὁ ἀφορισμός ἀπεσύρθη καί οἱ Ἐκκλησίες Ἀνατολῆς καί Δύσης ἔμειναν σέ κοινωνία ἀγάπης. Δέν ἔγινε τό ἴδιο ὅμως στήν περίπτωση τοῦ πάπα Στεφάνου, τόν 3ο αἰ. Ἐδῶ τήν ἀφορμή ἔδωσε τό θέμα τοῦ ἀναβαπτισμοῦ ὅσων ἐπιστρέφουν ἀπό τίς διάφορες αἱρέσεις στήν μία Ἐκκλησία. Ὁ Κυπριανός Καρχηδόνος συγκάλεσε δύο τοπικές Συνόδους, οἱ ὁποῖες ἀπεφάσισαν νά ξαναβαπτίζονται οἱ πρώην πλανημένοι. Ὁ πάπας Στέφανος -χωρίς καμία Σύνοδο καί μέ τήν ἀπειλή ἀποκήρυξης- ἀπέρριψε τόν ἀναβαπτισμό καί «διέταξε» ὅλους τούς ἐπισκόπους νά τηρήσουν τήν ἀπόφασή του. Πλῆθος τοπικῶν Συνόδων στήν Ἀνατολή καί στήν Ἀφρική ἐπέκριναν καί στιγμάτισαν τήν στάση τοῦ Στεφάνου. «Ἐκ τούτων», συμπεραίνει ὁ ἅγιος Νεκτάριος, «δείκνυται τό πόσον ἡ Ἐκκλησία ἀνεγνώριζε τῷ πάπᾳ πρωτεῖα, ἡγεμονίαν, ἀλάθητον, καί ὅ,τι ἕτερον, ὅπερ ἀξιοῖ ὅτι ἔλαβεν» (σελ. 63).
Τό μόνο «πρωτεῖο» πού δέχεται ὁ ἅγιος ὅτι ἀπολάμβανε ὁ πάπας ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες εἶναι τό πρωτεῖο τιμῆς -καί ὄχι ἐξουσίας- κι αὐτό λόγῳ κάποιων συγκυριῶν:
α) Ὁ πάπας ἦταν ἐπίσκοπος τῆς πρωτεύουσας τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους, τῆς πρωτεύουσας τῶν πόλεων.
β) Ἡ ἐκκλησία τῆς Ρώμης θεμελιώθηκε ἀπό τῶν κορυφαῖο τῶν ἀποστόλων Παῦλο.
γ) Στή Δύση μόνο ἡ ρωμαϊκή ἐκκλησία εἶχε τό προνόμιο νά ἱδρυθεῖ ἀπό ἀπόστολο (σελ. 11).
Μόνο γι’ αὐτούς τούς λόγους ἀποδιδόταν στήν ἐκκλησία τῆς Ρώμης τό πρωτεῖο τιμῆς καί ὁ ἐπίσκοπός της ἀναγνωριζόταν ὡς πρῶτος μεταξύ ἴσων (primusinterpares) (σελ. 10-12).
Μία νέα σειρά μαρτυριῶν ἀπό τήν Καινή Διαθήκη, τά συγγράμματα ἀποστολικῶν καί μεταγενέστερων πατέρων, ἀνατολικῶν ἀλλά καί δυτικῶν (Κλήμεντος, Ὠριγένους καί Αὐγουστίνου), ἀνασκευάζει τήν θεωρία τῶν δυτικῶν ὅτι ὁ ἐπίσκοπoς Ρώμης εἶναι ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ ἐπί γῆς καί ὁ ἑνωτικός δεσμός τῆς Ἐκκλησίας (σελ. 77-80).
Κατά τόν 4ο αἰ. τρεῖς τοπικές Σύνοδοι (ἐν Ἀγκύρᾳ, ἐν Νεοκαισαρείᾳ καί ἐν Λαδικείᾳ) συνέρχονται καί ὁρίζουν κανόνες ἀναγκαίους γιά τήν Ἐκκλησία χωρίς ἐνημέρωση τοῦ πάπα. Ἐπίσης μέχρι καί τόν 5ο αἰ. συγκαλοῦνται Οἰκουμενικές Σύνοδοι μέ πρωτοβουλία τῶν πατριαρχῶν καί τῶν αὐτοκρατόρων καί ὄχι τῶν παπῶν. Οἱ πάπες ἁπλῶς ἐκπροσωποῦνται ἀπό κάποιους ἐπισκόπους τῆς Δύσεως καί περιορίζονται νά ἐπικυρώνουν τίς ἀποφάσεις καί τούς κανόνες πού ὅριζε ἡ Ἐκκλησία στίς Οἰκουμενικές Συνόδους.
Κατά τά τέλη τοῦ 5ου μέ ἀρχές τοῦ 6ου αἰ. (484-519) δημιουργεῖται ἕνα θερμό ἐπεισόδιο μεταξύ τοῦ πάπα Φήλικος καί τοῦ πατριάρχη Κων/λεως Ἀκακίου, σέ σχέση μέ τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Χαλκηδόνα καί τήν καταδίκη τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Ὁ Φήλικας ἀφόρισε τόν Ἀκάκιο, ὁ Ἀκάκιος διέγραψε τόν Φήλικα ἀπό τά δίπτυχα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή τήν ἔνταση ὁ ἅγιος Νεκτάριος τήν χαρακτηρίζει πρῶτο σχίσμα μεταξύ Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας (σελ. 147ἑ). Τά πράγματα ἀποκατέστησε ἀργότερα ὁ πάπας Ἰωάννης Α΄˙ παραιτήθηκε ἀπό τίς ἀντικανονικές ἀξιώσεις τῶν προκατόχων του καί ἦρθε σέ ἐπικοινωνία μέ τίς ἀνατολικές ἐκκλησίες.
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἐντοπίζει σ’ αὐτή τήν ἐποχή τήν ἐμφάνιση τοῦ Παπισμοῦ, ἑνός συστήματος, ὅπως τό ὀνομάζει, τό ὁποῖο ἄλλοτε ὑπηρετεῖται ἀπό τήν ἀλαζονεία ὁρισμένων παπῶν κι ἄλλοτε ἀναγκαστῶς τούς κατευθύνει σέ μία ἀντιπαράθεση μέ τήν Ἀνατολή, παρά τίς δικές τους ἀγαθές διαθέσεις: «Ἡ ὀρθόδοξος δυτική Ἐκκλησία», γράφει σχετικά, «παρεσύρθη καί ἐξέβη τῆς εὐθείας ὁδοῦ, πιεσθεῖσα ὑπό τῆς δυνάμεως τοῦ Παπισμοῦ. Πολλάκις τό πρόσωπον τῶν παπῶν συνεταυτίζετο μετά τοῦ παπισμοῦ, ἀλλ’ ἦτο δυνατόν καί νά διέφερεν, ἡ δύναμις ὅμως τοῦ Παπισμοῦ οὐδέν ἐπέτρεπε τῷ πάπᾳ μή ὑπαγορευόμενον ὑπό τοῦ Παπισμοῦ» (σελ. 141).
Τόν 6ο αἰ. ὁ πάπας Βιργίλιος δημιουργεῖ νέο ἐπεισόδιο. Εὑρισκόμενος στήν Κωνσταντινούπολη ἀρνεῖται νά συμμετάσχει στήν Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (553 μ.Χ.) ὄχι τόσο ἀπό δογματική ἀντίθεση ὅσο λόγῳ τῶν παρασκηνιακῶν δεσμεύσεών του στήν παράταξη τῶν μονοφυσιτῶν γιά τήν ἀντικανονική ἀνάρρησή του στόν παπικό θρόνο. Ἐντούτοις ἡ Σύνοδος συγκλήθηκε καί ὁλοκλήρωσε τίς ἐργασίες της παρά τήν θέληση τοῦ πάπα «ταπεινοῦσα τήν παπικήν ὀφρῦν» (σελ. 152). Αὐτό εἶναι ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα γιά τή στάση τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στίς ἀξιώσεις τοῦ προκαθημένου τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Ὅσο γιά τόν Βιργίλιο ὑπό τήν ἀπειλή τοῦ ἀναθέματος τῆς Συνόδου συνέταξε καί ἀπέστειλε σ’ αὐτήν ἐπιστολή ταπεινοῦ καί συνεσταλμένου ὕφους. Ἡ κρίση ἀποσοβήθηκε.
Τόν 7ο αἰ. ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος ἐπικυρώνει μέ τούς κανόνες της τήν ἐκκλησιαστική αὐτονομία καί ἀποκρούει τίς ἀξιώσεις τῶν παπῶν ἐπί τῆς Ἀνατολῆς. Στά τέλη τοῦ 8ου αἰ. ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (787 μ.Χ.) ἀνακηρύσσει τήν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων καί τίς ἀποφάσεις της συνυπογράφει καί ὁ πάπας Ἀδριανός. Λόγῳ πολιτικῶν συμφερόντων τῆς Δύσεως ὅμως τό 826 μ.Χ. ὁ πάπας Εὐγένιος συναινεῖ στή σύγκληση Συνόδου στό Παρίσι ἀπό φράγκους ἐπισκόπους οἱ ὁποῖοι ἀκυρώνουν τίς ἀποφάσεις τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τάσσονται ὑπέρ τῶν εἰκονομάχων. Καθώς ἤδη ὁ Παπισμός εἶχε προβάλει τό ἀλάθητο τῶν παπῶν εὔλογα ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀναρωτιέται: «Τίς τῶν δύο παπῶν (ὁ Ἀδριανός πού ἐπεκύρωσε τίς ἀποφάσεις τῆς Ζ΄ Συνόδου ἤ ὁ Εὐγένιος πού τίς ἀπέρριψε) ἦτο ἀλάθητος;» (σελ. 203).
Τόν 9ο αἰ. βρισκόμαστε πλέον στήν τελική εὐθεία γιά τό σχίσμα καί τήν ἀποκοπή τῆς φραγκεμένης Δύσης ἀπό τήν ὀρθόδοξη ‘Εκκλησία. Τήν ἐκκλησιαστική καί πολιτική κατάσταση περιγράφει μέ ἔντονα χρώματα ὁ ἅγιος Νεκτάριος: «Ἡ ἀκάθεκτος φιλαρχία καί φιλοδοξία τά πάντα ἐμηχανεύσαντο, τά πάντα ἐσοφίσθησαν, τά πάντα ἔδρασαν, ὅπως ἀναδείξωσι τούς πάπας ἡγεμόνας τῆς Ἐκκλησίας καί τυράννους τῆς οἰκουμένης... αἱ ἁμαρτίαι ἐχαρακτηρίζοντο οὐχί ἐκ τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἀλλ’ ἐκ τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν τοῦ παπικοῦ προγράμματος... τήν εὐλάβειαν πρός τόν Θεόν ἀντικατέστησεν ἡ πρός τόν πάπα εὐλάβεια... ἡ ἄρνησις πρός τόν πάπαν εὐλαβείας ἦν πρός τόν Θεόν ἀνευλάβεια...» (σελ. 207-208). Ἐπίσης «ἡ στάσις τῶν παπῶν παρεῖχε πολλάς τῷ κράτει στενοχωρίας». Καί ἡ ἐπιγραμματική κατακλείδα: «Ἡ τῶν παπῶν συμπεριφορά κατά τόν ἔνατον αἰῶνα ἀπεθρασύνθη εἰς ἄκρον» (σελ. 209). Ἡ δέ ἀνάρρηση στόν πατριαρχικό θρόνο τοῦ Φωτίου ἔδωσε τό ἔναυσμα γιά τήν πολυπόθητη, ἐκ μέρους τῶν παπῶν ἀλλά καί τῶν φράγκων ἡγεμόνων τῆς Δύσεως, ἀνάμειξη στά τῆς Ἀνατολῆς.
Κατά τήν κρίση τοῦ ἁγίου Νεκταρίου - ἀντίθετη μέ ἐκείνη πολλῶν ἱστορικῶν- ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ Ἰγνατίου ἀπό τόν πατριαρχικό θρόνο καί ἡ ἐκλογή τοῦ Φωτίου ὡς οἰκουμενικοῦ πατριάρχη τήν συγκεκριμένη ἱστορική στιγμή, ἀποτελεῖ συνετή πολιτική κίνηση ἐκ μέρους τοῦ Βάρδα. Ἐντούτοις δημιούργησε καταστάσεις γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν ὁποίων ὁ Φώτιος συγκάλεσε τό 861 μ.Χ. Σύνοδο, ὅπου κλήθηκε κανονικά ὡς μέλος καί ὁ πάπας Νικόλαος Α’. Τόν ἄνθρωπο αὐτόν οἱ ἱστορικοί τόν χαρακτηρίζουν φιλόδοξο καί ἀλαζόνα «ὅστις ὅσον οὐδείς τῶν προκατόχων του εἶχε τάς παραλογωτέρας ἐπί τοῦ θρόνου του ἀξιώσεις» (σελ. 205). Ὁ Νικόλαος, λοιπόν, ἐξέλαβε τήν πρόσκληση ὡς ἔκκλητον καί ἀπέστειλε στήν Σύνοδο τούς ἀντιπροσώπους του μέ δικαστική ἐξουσία, γιά νά ἐξετάσουν τά γεγονότα τῆς ἀνάδειξης τοῦ Φωτίου, νά τόν ἐνημερώσουν καί ἐκεῖνος ὡς ὑπέρτατη ἀρχή νά ἀποφανθεῖ γιά τό νόμιμο ἤ μή τῆς ἐκλογῆς! Παρά ταῦτα ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀδιαφόρησε γιά τούς σκοπούς τοῦ πάπα καί προχώρησε στήν ἀναγνώριση τοῦ Φωτίου, στήν ἐκ νέου ἀποκήρυξη τῶν εἰκονομάχων πού ἀναζωπυροῦντο, καί συνέταξε διάφορους κανόνες ἐσωτερικῆς διοίκησης. Ἡ ἀντίδραση τοῦ πάπα Νικολάου ἦταν νά συγκαλέσει στήν Ρώμη Σύνοδο, ἡ ὁποία καθήρεσε τόν Φώτιο. Τήν ἴδια στάση κράτησε καί ὁ διάδοχος τοῦ Νικολάου Ἀδριανός Β΄. Προσπάθησε μάλιστα χρησιμοποιώντας δυσαρεστημένους ἀπό τόν Φώτιο ἀνατολικούς ἐπισκόπους νά συγκαλέσει «οἰκουμενική» Σύνοδο καί νά δώσει τήν ἐντύπωση τῆς ἑνώσεως ὑπό τούς ὅρους φυσικά τῆς Δύσεως.
Μετά τήν τελική ἐπάνοδο τοῦ Φωτίου στόν πατριαρχικό θρόνο τά πράγματα πῆραν ἄλλη τροπή. Πάπας τῆς Ρώμης ἦταν αὐτήν τήν ἐποχή ὁ Ἰωάννης Η’, μετριοπαθής στόν χαρακτήρα καί πρόθυμος νά συνάψει σχέσεις μέ τόν Φώτιο. Δέχθηκε νά μήν ἐπεμβαίνει στά ἐκκλησιαστικά θέματα τῆς Βουλγαρίας καί νά ζητήσει συγχώρεση γιά τίς παρεμβάσεις του σέ ἀπό κοινοῦ συγκαλούμενη Σύνοδο. Καλή διάθεση ἐπέδειξε καί ὁ Φώτιος. Ἔτσι τό 879 μ.Χ. συγκλήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη Σύνοδος μέ πρόεδρο τόν Φώτιο, ἐκπροσώπους ὅλων τῶν Πατριαρχείων καί τοῦ πάπα Ρώμης. Οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, τήν ὁποία ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀναφανδόν ἀποκαλεῖ Η’ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἔχουν ὡς ἑξῆς:
α) Κυρώθηκε ὁ ὅρος τῆς πίστεως τῆς Α΄ καί Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
β) Ἀπαγορεύθηκε ὁποιαδήποτε προσθήκη στό Σύμβολο τῆς πίστεως.
γ) Ἀναγνωρίσθηκε ἡ ἰσότητα τῶν ἀξιωμάτων τῶν ἐπισκόπων Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως.
δ) Ἀναγνωρίσθηκε τό ἀπόλυτο κῦρος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος παραθέτει ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννου Η΄ σύμφωνα μέ τήν ὁποία γίνονται ἀποδεκτές οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου. Οἱ δυτικοί θεολόγοι ὅμως ἀρνοῦνται νά ἀναγνωρίσουν αὐτή τήν ἐπικύρωση.
Ἔτσι ἔχει ἡ κατάσταση ὅταν, γιά καθαρά πολιτικές σκοπιμότητες, ὁ αὐτοκράτωρ Λέων Στ΄ ἐκθρονίζει καί ἐξορίζει τόν Φώτιο, ὁ ὁποῖος ἐξόριστος θά τελειώσει τήν πολυκύμαντη ζωή του τό 891 μ.Χ. Σ’ αὐτήν τήν ἄδικη καί παράνομη ἐκθρόνιση τοῦ Φωτίου ἡ Δύση κράτησε καθαρά μνησίκακη στάση. Ἀποδέχθηκε τό γεγονός μέ ἔκδηλη χαρά, καθόσον πάγια ἀξίωσή της ἦταν νά δεῖ τόν Φώτιο ταπεινωμένο στίς τάξεις τῶν λαϊκῶν.
Καί ὁ ἅγιος συγγραφέας κλείνει τόν πρῶτο τόμο τῆς «Μελέτης» του μέ τά ἑξῆς θλιβερά ἐρωτήματα: «Τί πρός ταῦτα νά εἴπῃ τις; νά κλαύσῃ ἤ νά μυκτηρίσῃ τάς τοιαύτας τῶν παπῶν τῆς Δύσεως ἀξιώσεις; Φρονῶ ὅτι δέον νά κλαύσῃ, διότι πολλά τό Ἑλληνικόν Ἔθνος ἔχυσε δάκρυα διά τούς τοιούτους πάπας, οἵτινες ἐγένοντο οἱ κακοί δαίμονες τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους» (σελ. 298). Δυστυχῶς καί στήν συνέχεια τῆς ἱστορικῆς διαδρομῆς δέν μεταβλήθηκαν οἱ ἀξιώσεις καί οἱ ἐπιδιώξεις τῶν παπῶν, ὅπως διαβάζουμε στόν δεύτερο τόμο τῆς Ἱστορικῆς μελέτης τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Περί αὐτοῦ ὅμως, ἄλλη φορά.
Στέργιος Ν. Σάκκος