Tόν Ζέζα τόν γνωρίσατε, τόν ἴδατε τόν Μίκη,
πού σήμερα λαχτάρησε βουνό κι ἀρματολίκι;
Κοντά σέ κάποιαν ἐκκλησιά, χωριοῦ προσκυνητάρι,
πού παλληκάρια θάψανε πανώριο παλληκάρι,
χλωρή δαφνούλα φύτρωσε νά στεφανώσει τώρα
μιά σκλάβα μαυροφόρα.
Στά ματωμένα σπλάχνα της τήν ὀμορφιά της θάβει,
κι ἀπ᾿ τήν σβησμένη του ματιά
πῆραν ψυχή, πῆραν φωτιά
ξεψυχισμένοι σκλάβοι.
Τί στρατιώτης ἔπεσε στή γῆ της ζηλευτός!...
Λυπᾶται, μά καί χαίρεται κανείς μέ τόν χαμό του...
Τιμῆς καί δόξης θάνατος ὁ θάνατος αὐτός,
μπροστά στήν τόση δόξα του ξεχάνεις τόν καημό του.
Κι ἀντήχησαν ἀντίλαλοι: στόν Βούλγαρο πελέκι,
τιμή στοῦ Ζέζα τό σπαθί, τοῦ Μίκη τό τουφέκι.
Κι ὁ Λεπενιώτης ἄστραψε κοντά του κι ὁ Βλαχάβας
κι ἐκλείσανε τά χείλη του μ᾿ ἕνα φιλί τῆς σκλάβας.