Κάποιον σκοτεινό Φεβρουάριο, γράφτηκε ὁ ἐπίλογος τῆς ζωῆς τοῦ ἐθνικοῦ ποιητῆ μας Κωστῆ Παλαμᾶ. Ἦταν ἕνας θάνατος πού μέσα στά χρόνια τῆς γερμανικῆς κατοχῆς ἔδωσε ζωή στήν ἑλληνική συνείδηση, τόνωσε τό ἐθνικό συναίσθημα. Ὁ ἐπικήδειος θρῆνος ἔγινε ἐθνικός παιάνας στά στόματα ὅσων μέ τήν τέχνη τοῦ λόγου τους ξεπροβόδισαν τό σκήνωμά του.
Αὐτόπτης μάρτυρας ἀνασύρει ὅ,τι ζωηρά κατέγραψε ἡ μνήμη του ἀπό τίς συγκλονιστικές στιγμές τοῦ ἐθνικοῦ ἐκείνου παραληρήματος: «... Ἀφοῦ κατέβασαν στόν τάφο τόν νεκρό ποιητή, ἀκούστηκε μυριόστομος ὁ ἐθνικός ὕμνος· ποτέ δέν τόν ξανάκουσα νά ψάλλεται μέ τόση ξαναμμένη θέρμη. Ὄχι μόνο προκινδύνευε ὁ κόσμος, ξαφνικά γινόταν κάτι ἄλλο: μέστωναν τά σολωμικά λόγια, γίνονταν νοηματικά μηνύματα τά λόγια τοῦ ποιητῆ, ὄργανα μέθεξης ἑνός πλήθους πού ἐκείνη τήν ὥρα ξανακέρδιζε τή χαμένη του ἀξιοπρέπεια, τήν ποδοπατημένη του συνείδηση. Πάνω στά κεφάλια μας, ὅπως καί στό φέρετρο τοῦ ποιητῆ, ἀκουμποῦσε ἡ Ἑλλάδα». ..................................................................
Γεννήθηκε στήν Πάτρα τό 1859 καί ἔζησε στό ἔνδοξο Μεσολόγγι, σαράντα περίπου χρόνια μετά τίς ἡρωικές στιγμές τῆς νεότερης ἑλληνικῆς ἱστορίας. Ἡ γενεαλογική του φύτρα καί τό ματοβαμμένο χῶμα ὅπου χάραζε τά παιδικά καί ἐφηβικά του ὄνειρα ἦταν γεμάτα μέ ἐθνική ὑπερηφάνεια, μέ ἀγάπη, ὅραμα καί θυσία γιά τή βασανισμένη πατρίδα. Ἡ οἰκογένεια Παλαμᾶ εἶχε νά ἐπιδείξει μιά μακριά ἁλυσίδα ἀπό λόγιους προγόνους μέ χαρακτηριστικό τήν ἀφοσίωση στά ἐθνικά θέματα. Ἀπό τά Ὀρλωφικά ὥς τήν Κρητική Ἐπανάσταση τοῦ 1886 οἱ Παλαμάδες δέν παρέλειψαν νά σημειώσουν τό «παρών» τους στίς τιμημένες ἱστορικές σελίδες τῆς Ἑλλάδας. Τό ἐθνικό καί οἰκογενειακό παρελθόν, τό ὄνειρο καί ἡ Μεγάλη Ἰδέα τῆς σύγχρονής του ἐποχῆς σέ συνδυασμό μέ τόν πόνο τῆς ὀρφάνιας ἔκαναν τό ποιητικό ταλέντο τοῦ Κωστῆ νά δώσει τά πρῶτα δείγματα στά ἐννιά μόλις χρόνια του. Μετά τίς παιδικές δοκιμές πού δημοσιεύτηκαν σέ ἐφημερίδα τοῦ Μεσολογγίου, στά ὥριμα πιά χρόνια ὁ Παλαμᾶς ἀναλαμβάνει ἕνα ὄντως ἐθνικό ἔργο. Χρησιμοποιεῖ τό θεόσδοτο τάλαντο, γιά νά κηρύξει τήν ἐπανασύνδεση μέ τήν ἐθνική παράδοση διά μέσου τοῦ Βυζαντίου. Συνέλαβε μέ τήν ποιητική του διαίσθηση τήν ἰδέα τῆς ἀδιάσπαστης ἑνότητας τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, ἀπό τήν ἀρχαιότητα μέχρι τήν ἐποχή του, καί τήν παρουσίασε μέ ἀνάγλυφο τρόπο μέσα ἀπό τά ποιητικά του ἔργα. Αὐτό πού προσπάθησε νά πετύχει -καί τό κατάφερε- ὁ ἱστορικός Παπαρρηγόπουλος μέ τήν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», αὐτό ὑπηρέτησε μέ τήν ποίησή του καί ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς καί δικαίως τοῦ ἀποδόθηκε ὁ τίτλος τοῦ ἐθνικοῦ ποιητῆ. Τοῦ «Γέροντα» τῶν ποιητῶν εἶναι καί ὁ στίχος πού ἔμεινε στά χείλη τῶν Ἑλλήνων θούριος καί ἐγερτήριο σάλπισμα: Ἡ μεγαλοσύνη στά ἔθνη δέν μετριέται μέ τό στρέμμα: μέ τῆς ψυχῆς τό πύρωμα μετριέται καί μέ τό αἷμα! Ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς ἐκτός ἀπό τό καθαρῶς λογοτεχνικό του ἔργο ἔχει ἀφήσει καί πλῆθος ἐπιστολῶν. Οἱ περισσότερες προσωπικές, σταλμένες σέ φίλους καί γνωστούς, γραμμένες μέ ἁπλότητα καί εὐγένεια δίνουν στόν ἀναγνώστη τό ψυχογράφημα τοῦ «καθημερινοῦ» Παλαμᾶ πέρα ἀπό τέχνη καί ἐπισημότητα. Βρίσκει κανείς σ’ αὐτές ὅλη τήν εὐαισθησία καί τό ἐνδιαφέρον γιά τούς ἀγαπητούς, τή λαχτάρα γιά τοῦ καθενός τήν προκοπή, τόν πόνο καί τόν θαυμασμό γιά ὅσους ἔφυγαν, ἀλλά καί τήν ἀδελφική συμβουλή γιά κεῖνα πού ὁ ἴδιος ξέρει καλά καί θέλει νά τά ἐμπνεύσει στούς νεότερους. Γράφει γιά τούς κριτικούς, πού εἶναι ἀνάγκη νά ἐκφέρουν γνώμη γιά τά ἔργα τῶν ἄλλων: «...Ξέρω πώς πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα ὁ μεγάλος κριτικός πρέπει νἄχῃ τή δύναμη τῆς συμπάθειας. Νά συμπάσχη μέ τόν κρινόμενο καί ὅσο κι ἄν στηρίζεται στά πράγματα, νά τόν μεταμορφώνῃ ἐξιδανικεύοντάς τον ὁπωσδήποτε. Νά τοῦ κάνῃ δηλαδή τό πορτραῖτο μέ τή γνώση καί τή δεξιωσύνη τοῦ ἄξιου ζωγράφου». Μέ ἀφορμή κάποια παρεξήγηση γράφει μέ συγκινητική ταπείνωση σέ συνεργάτη του: «...Ἐγώ ὅσο σκέπτομαι τόσο μοῦ μπαίνει στό μυαλό πώς εἶμαι ὁ ἁμαρτωλός πού πρέπει νά ζητῇ συγχώρεση. Γι’ αὐτό θά ἤθελα κι ἀπό σέ νά τή ζητήσω. Συγχωρῆστε με καί δῶστε μου φιλικά καί συγκαταβατικά τό χέρι σας». Στόν γνωστό ποιητή Παράσχο ἐξομολογεῖται καί ἀποκαλύπτει τό ἰδανικό τοῦ ποιητῆ: «...Πολύ καί τ’ ὄνομα πού σημειώνω κάτου ἀπό τούς στίχους μου. Τό ἰδανικό τοῦ ποιητῆ πρέπει νά βρίσκεται σ’ αὐτόν τόν οὐγκρικό στίχο πού μοῦ ἔγινε ἐφιάλτης αὐτή τή νύχτα: Ami, cache ta vie et repands ton espirit! δηλαδή: “Φίλε, κρύψε τή ζωή σου καί διάδωσε τό πνεῦμα σου!”». Ὑπηρετώντας αὐτό τό ἰδανικό, αἰσθανόταν ἄβολα καί ἔνιωθε ὑπερβολικές τίς ἄριστες κριτικές πού ἀποσποῦσαν τά ἔργα του. Ἔβρισκε ὅμως παρηγοριά μεταβιβάζοντας τούς ἐπαίνους σέ κείνη πού πολύ ἀγαποῦσε, τήν Ἑλλάδα: «...Καί ὅλη αὐτή ἡ κριτική, καί μέ λυρικά ὑπερθετικά καί μέ τόση καί μέ τέτοια καλωσύνη! Ντρέπομαι καί μελαγχολῶ. Σοῦ λέω ἀλήθεια. Καί μόνο μέ παρηγορεῖ πώς ὅλα αὐτά ἀντιχτυποῦνε στήν Ἑλλάδα. Ἐγώ στήν περίστασιν αὐτήν εἶμαι ἡ ἀφηρημένη ἰδέα, καί ἡ Πατρίδα τό πρόσωπο». Ἄξιζε νά δοθεῖ στόν Κωστῆ Παλαμᾶ ὁ τίτλος τοῦ «ἐθνικοῦ». Καί τοῦ ἀξίζει νά βρεῖ μιμητές ὅλους ἐκείνους πού τούς δόθηκε τό χάρισμα τοῦ λόγου, γιά νά γίνουν «διαλαλητές καί τιμητές τῶν ἀληθινῶν καί τῶν ὡραίων», νά ὑπηρετήσουν ἀπό τή δική τους ἔπαλξη τήν πατρίδα μέ ταπείνωση καί ἀνιδιοτέλεια.
Κρής
|
|